Λένα Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο: Όποιος διαφωνεί μαζί μου, να έρθει να τον γ@@@@ω - Σε σοκ οι θεατές (εικόνες)
Ζαλισμένο το κοινό που παρακολούθησε τη διασκευή του έργου "Σφήκες" του Αριστοφάνη την Παρασκευή 15 και το Σάββατο 16 Ιουλίου
Ποιος θα απαντήσει στο ερώτημα «γιατί τόσο κιτς στην Επίδαυρο» σήμερα, δύο μέρες μετά την παρουσίαση της παράστασης «Σφήκες» όχι βέβαια του Αριστοφάνη αλλά της Λένας Κιτσοπούλου, στους θεατές που αποχωρούσαν κατά δεκάδες από το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου κατά τη διάρκεια και των δυο παραστάσεων που δόθηκαν την Παρασκευή 15 και το Σάββατο 16 Ιουλίου;
Ποιος θα απολογηθεί για το γεγονός ότι κάποιοι πλήρωσαν ένα αρκετά ακριβό εισιτήριο με την ελπίδα ότι θα απολαύσουν ένα από τα ωραιότερα αριστουργήματα του Αριστοφάνη, στο ωραιότερο ίσως θέατρο του κόσμου, αλλά μέσα σε λίγα λεπτά ένιωσαν προδομένοι, απογοητευμένοι και άρχισαν έξαλλοι να τρέχουν προς την έξοδο γιουχάροντας έντονα το εν εξελίξει θέαμα;
Η Λένα Κιτσοπούλου με την παράσταση αυτή είχε στόχο να στρέψει το βλέμμα στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Ήθελε με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της εποχής μας.
Διάλεξε τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη γιατί σε αυτό το έργο ο σπουδαίος συγγραφέας της αρχαιότητας ασχολείται με το Αθηναϊκό δικαστικό σύστημα, το οποίο είχε εκπέσει μετά από την θεσμοθέτηση ενός οβολού που κέρδιζε ως αποζημίωση όποιος δεχόταν να συμμετέχει ως δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια. Έτσι οι γηραιότεροι πολίτες που προσέρχονταν καθημερινά σε αυτά, κατέληξαν «επαγγελματίες» μισθωτοί δικαστές, με αμφίβολη βέβαια δικαστική προσφορά.
Στους δικούς του Σφήκες, ο Αριστοφάνης σατιρίζει με τον αξεπέραστα αιχμηρό του τρόπο, ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό: τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος, του ακρογωνιαίου λίθου της λαϊκής κυριαρχίας στην αρχαία Αθήνα. Από τη μία ένας χαιρέκακος, δικομανής ηλικιωμένος δικαστής που ζει για να καταδικάζει «ενόχους» κι από την άλλη ο απεγνωσμένος γιος του, ένα σαθρό δικαστικό σύστημα που μοιράζει επιδόματα και μια ολόκληρη κοινωνία από Σφήκες: άτομα σκληρά με οξύ κεντρί, ακόρεστη όρεξη για κριτική και μηδενική διάθεση για αυτοκριτική.
Στους Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου όμως ουδόλως συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, αν σκεφτεί κανείς ότι η σκηνοθέτις απέρριψε εντελώς τον λόγο του συγγραφέα, έγραψε ένα δικό της κείμενο, ένα νέο έργο στο όνομα της «προσαρμογής» στο σήμερα. Αρνήθηκε τη διαχρονικότητα του Αριστοφάνη, τη δύναμη δηλαδή ενός κειμένου που για χιλιάδες χρόνια καταφέρνει να μεταφέρει σε κάθε εποχή τη σημασία της δικαιοσύνης και του σεβασμού στους θεσμούς. Με τις γνωστές κιτς επιλογές της που επιστρατεύει σε κάθε σκηνοθεσία της (πλαστικές καρέκλες, αυτοσχεδιασμούς στη σκηνή, ακραίο λεξιλόγιο, αιρετικές απόψεις, ακατάσχετη χυδαιολογία, προσβολές) κατάφερε απλά ένα θλιβερό αποτέλεσμα που δημιούργησε αηδία στους θεατές.
Η Λένα Κιτσοπούλου, εκτός από τη σκηνοθεσία της παράστασης, κατείχε και η ίδια ρόλο σε αυτήν. Φορώντας ένα άσπρο φόρεμα απήγγειλε έναν παραλληρηματικό μονόλογο με τον οποία σφράγισε τον ίδιο τον διασυρμό της με μοναδικό σκοπό να εκθειάσει το Εγω της. «Μη ζητάτε ευθύνες από μένα, εγώ έχω ένα ισχυρό συμβόλαιο με το Εθνικό, γι’ αυτό θα κάτσω εδώ δεν φεύγω, κι όποιος έχει αντίλογο ας έλθει κάτω να τον γ@@@ω….» είπε μεταξύ άλλων σοκάροντας τους θεατές του Αρχαίου θεάτρου από άκρη σε άκρη. Μια φράση που δείχνει πολλά για την προσωπικότητά της.
Η παράσταση δεν άρεσε σε πολύ κόσμο. Όμως αυτός ήταν ο σκοπός της Κιτσοπούλου. Να ξεχωρίσει τους θιασώτες της χυδαιότητας, να ξεκαθαρίσει ότι στο εξής θα παρακολουθούν τις δουλειές της μόνο όσοι είναι όμοιοί της. Οι υπόλοιποι δεν την ενδιαφέρουν ως κοινό. Για το κοινό είναι μια χαρά εξήγηση αυτό. Για να δούμε τι σημαίνει όμως για τις κρατικές σκηνές (Εθνικό Θέατρο και ΚΘΒΕ) και πρωτίστως για το Φεστιβάλ Αθηνών- Επιδαύρου που κύριο σκοπό του έχει να εξάγει τον Ελληνικό Πολιτισμό παντού στον κόσμο.
Γιατί μην ξεχνάμε ότι στην Επίδαυρο δεν πάνε μόνο οι ψαγμένοι από την Αθήνα, που ξέρουν τι εστί Κιτσοπούλου. Πάνε και οικογένειες με παιδιά που παραθερίζουν στην Αργολίδα και μετά την παραλία λένε να πεταχτούν να δουν και μια παράσταση. Χωρίς να ψάξουν το βιογραφικό του κάθε καλλιτέχνη. Εμπιστεύονται την ταμπέλα του Εθνικού Θεάτρου, του ΚΘΒΕ και του Φεστιβάλ Επιδαύρου για το θέαμα που θα παρακολουθήσουν. Αυτοί οι θεατές νιώσανε προδωμένοι.
Και επειδή οι παραστάσεις γίνονται Καλοκαίρι, πάνε και διάφοροι τουρίστες για την εμπειρία ενός αρχαίου θεάτρου, του ωραίότερου στον κόσμο. Σε αυτούς του εκατοντάδες τι απαντάμε για την ταλαιπωρία; Ότι ας πρόσεχαν...; Θα τους μαλώσουμε δηλαδή; Η πρέπει οι υπεύθυνοι να είναι πιο προσεκτικοί και να συνυπολογίζουν όλα τα είδη κοινού που επισκέπτονται την Επίδαυρο κάθε χρόνο; Ίδωμεν...
Ποιος θα απολογηθεί για το γεγονός ότι κάποιοι πλήρωσαν ένα αρκετά ακριβό εισιτήριο με την ελπίδα ότι θα απολαύσουν ένα από τα ωραιότερα αριστουργήματα του Αριστοφάνη, στο ωραιότερο ίσως θέατρο του κόσμου, αλλά μέσα σε λίγα λεπτά ένιωσαν προδομένοι, απογοητευμένοι και άρχισαν έξαλλοι να τρέχουν προς την έξοδο γιουχάροντας έντονα το εν εξελίξει θέαμα;
Η Λένα Κιτσοπούλου με την παράσταση αυτή είχε στόχο να στρέψει το βλέμμα στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Ήθελε με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της εποχής μας.
Διάλεξε τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη γιατί σε αυτό το έργο ο σπουδαίος συγγραφέας της αρχαιότητας ασχολείται με το Αθηναϊκό δικαστικό σύστημα, το οποίο είχε εκπέσει μετά από την θεσμοθέτηση ενός οβολού που κέρδιζε ως αποζημίωση όποιος δεχόταν να συμμετέχει ως δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια. Έτσι οι γηραιότεροι πολίτες που προσέρχονταν καθημερινά σε αυτά, κατέληξαν «επαγγελματίες» μισθωτοί δικαστές, με αμφίβολη βέβαια δικαστική προσφορά.
Στους δικούς του Σφήκες, ο Αριστοφάνης σατιρίζει με τον αξεπέραστα αιχμηρό του τρόπο, ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό: τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος, του ακρογωνιαίου λίθου της λαϊκής κυριαρχίας στην αρχαία Αθήνα. Από τη μία ένας χαιρέκακος, δικομανής ηλικιωμένος δικαστής που ζει για να καταδικάζει «ενόχους» κι από την άλλη ο απεγνωσμένος γιος του, ένα σαθρό δικαστικό σύστημα που μοιράζει επιδόματα και μια ολόκληρη κοινωνία από Σφήκες: άτομα σκληρά με οξύ κεντρί, ακόρεστη όρεξη για κριτική και μηδενική διάθεση για αυτοκριτική.
Στους Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου όμως ουδόλως συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, αν σκεφτεί κανείς ότι η σκηνοθέτις απέρριψε εντελώς τον λόγο του συγγραφέα, έγραψε ένα δικό της κείμενο, ένα νέο έργο στο όνομα της «προσαρμογής» στο σήμερα. Αρνήθηκε τη διαχρονικότητα του Αριστοφάνη, τη δύναμη δηλαδή ενός κειμένου που για χιλιάδες χρόνια καταφέρνει να μεταφέρει σε κάθε εποχή τη σημασία της δικαιοσύνης και του σεβασμού στους θεσμούς. Με τις γνωστές κιτς επιλογές της που επιστρατεύει σε κάθε σκηνοθεσία της (πλαστικές καρέκλες, αυτοσχεδιασμούς στη σκηνή, ακραίο λεξιλόγιο, αιρετικές απόψεις, ακατάσχετη χυδαιολογία, προσβολές) κατάφερε απλά ένα θλιβερό αποτέλεσμα που δημιούργησε αηδία στους θεατές.
Η Λένα Κιτσοπούλου, εκτός από τη σκηνοθεσία της παράστασης, κατείχε και η ίδια ρόλο σε αυτήν. Φορώντας ένα άσπρο φόρεμα απήγγειλε έναν παραλληρηματικό μονόλογο με τον οποία σφράγισε τον ίδιο τον διασυρμό της με μοναδικό σκοπό να εκθειάσει το Εγω της. «Μη ζητάτε ευθύνες από μένα, εγώ έχω ένα ισχυρό συμβόλαιο με το Εθνικό, γι’ αυτό θα κάτσω εδώ δεν φεύγω, κι όποιος έχει αντίλογο ας έλθει κάτω να τον γ@@@ω….» είπε μεταξύ άλλων σοκάροντας τους θεατές του Αρχαίου θεάτρου από άκρη σε άκρη. Μια φράση που δείχνει πολλά για την προσωπικότητά της.
Η παράσταση δεν άρεσε σε πολύ κόσμο. Όμως αυτός ήταν ο σκοπός της Κιτσοπούλου. Να ξεχωρίσει τους θιασώτες της χυδαιότητας, να ξεκαθαρίσει ότι στο εξής θα παρακολουθούν τις δουλειές της μόνο όσοι είναι όμοιοί της. Οι υπόλοιποι δεν την ενδιαφέρουν ως κοινό. Για το κοινό είναι μια χαρά εξήγηση αυτό. Για να δούμε τι σημαίνει όμως για τις κρατικές σκηνές (Εθνικό Θέατρο και ΚΘΒΕ) και πρωτίστως για το Φεστιβάλ Αθηνών- Επιδαύρου που κύριο σκοπό του έχει να εξάγει τον Ελληνικό Πολιτισμό παντού στον κόσμο.
Γιατί μην ξεχνάμε ότι στην Επίδαυρο δεν πάνε μόνο οι ψαγμένοι από την Αθήνα, που ξέρουν τι εστί Κιτσοπούλου. Πάνε και οικογένειες με παιδιά που παραθερίζουν στην Αργολίδα και μετά την παραλία λένε να πεταχτούν να δουν και μια παράσταση. Χωρίς να ψάξουν το βιογραφικό του κάθε καλλιτέχνη. Εμπιστεύονται την ταμπέλα του Εθνικού Θεάτρου, του ΚΘΒΕ και του Φεστιβάλ Επιδαύρου για το θέαμα που θα παρακολουθήσουν. Αυτοί οι θεατές νιώσανε προδωμένοι.
Και επειδή οι παραστάσεις γίνονται Καλοκαίρι, πάνε και διάφοροι τουρίστες για την εμπειρία ενός αρχαίου θεάτρου, του ωραίότερου στον κόσμο. Σε αυτούς του εκατοντάδες τι απαντάμε για την ταλαιπωρία; Ότι ας πρόσεχαν...; Θα τους μαλώσουμε δηλαδή; Η πρέπει οι υπεύθυνοι να είναι πιο προσεκτικοί και να συνυπολογίζουν όλα τα είδη κοινού που επισκέπτονται την Επίδαυρο κάθε χρόνο; Ίδωμεν...