Η Αγγελική Κοτταρίδη, που αφυπηρέτησε πρόσφατα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, έδωσε διάλεξη με τίτλο «Από τη Βεργίνα στις Αιγές. Τριάντα χρόνια δρόμος» - στην πραγματικότητα πάντως έσκαψε, μελέτησε και ανέδειξε αρχαιότητες στις Αιγές για 46 χρόνια.

Επιμένοντας πως πρέπει να λέμε Αιγές και όχι Βεργίνα, μια που η Βεργίνα είναι το προσφυγικό χωριό που ιδρύθηκε το 1924, η κ. Κοτταρίδη ξεκίνησε το ταξίδι στην ιστορία από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν ξεκίνησαν οι πρώτες ανασκαφές. Και έφτασε στο ανάκτορο του Φιλίππου, ένα σπουδαίο έργο που εγκαινιάστηκε πρόσφατα και αποτελούσε έργο ζωής για την ίδια.

«Οι Αιγές ακούστηκαν στο Βόρνεο κι αν για τον Guardian ένα σχετικό ρεπορτάζ ήταν ίσως και αναμενόμενο, το να γράφουν οι Times του Βόρνεο, μια χώρα που όταν την ακούω μου έρχονται στο μυαλό πολλά πιθηκάκια να ζουν στα δέντρα, αυτό εμένα μου φαίνεται μυθικό», είπε η κ. Κοτταρίδη.

Τη χώρα των Αιγών ορίζει ο Αλιάκμονας που στα αρχαία χρόνια ήταν πλωτός και μέσω αυτού κατέβαζαν οι Μακεδόνες τη μαύρη πεύκη από τα βουνά και την πουλούσαν με τις πλάβες- τα θρυλικά πλεούμενα της Μακεδονίας. Το νερό είναι κυρίαρχο στοιχείο στην περιοχή, όπως και το... ροδάκινο και η κ. Κοτταρίδη θύμισε πως ο Μέγας Αλέξανδρος έφερε διάφορα δώρα από τη Μικρά Ασία και ένα από αυτά ήταν το ροδάκινο. Και όπως είναι γνωστό στην Ημαθία ευδοκιμεί το ροδάκινο.

Κάνοντας μια αναδρομή στις ανασκαφές ήδη από την εποχή του Χρ. Μακαρόνα και του Μαν. Ανδρόνικου η κ. Κοτταρίδη παρουσίασε μια σειρά από στοιχεία για να αποδείξει ότι ο βασιλικός τάφος είναι του Φιλίππου, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει αναπάντητη τη νέα δήλωση της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, η οποία επανήλθε πριν από μερικές εβδομάδες διατυπώνοντας την άποψη πως ο τάφος είναι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

«Ο Αλέξανδρος βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους τάφους των Αιγών, είναι αυτός που άγγιξε τη λάρνακα του πατέρα του. Αν βρισκόταν ο τάφος του Αλέξανδρου στην Αίγυπτο θα ήταν πλέον ένα θλιβερό ερείπιο, κάτι πιο ζωντανό από τον Αλέξανδρο δεν θα βρούμε πουθενά. Και στις Αιγές δεν είναι θαμμένος ο Αλέξανδρος, μην λέμε ιστορίες για παιδιά», είπε αφήνοντας αιχμή, αλλά δεν έδωσε μεγαλύτερη διάσταση.

Απαντώντας στο τέλος της διάλεξης σε σχετική ερώτηση, επανέλαβε ότι «ο Μέγας Αλέξανδρος είναι θαμμένος στην Αλεξάνδρεια, 25 αρχαίοι συγγραφείς το λένε», ενώ πρόσθεσε πως ο τάφος του βρίσκεται κάπου κοντά στο συγκρότημα των Πτολεμαίων.

Η κ. Κοτταρίδη στάθηκε ιδιαίτερα στα δύο οράματά της, το Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών και το αναστηλωμένο ανάκτορο του Φιλίππου. Για το πρώτο είπε πως ένα από τα πιο ενδιαφέρονται στοιχεία του είναι η ανασκαφή ως έκθεμα, αλλά και η δημιουργία του Ψηφιακού Μουσείου Μέγας Αλέξανδρος. Το Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών θα έχει σε πλήρη ανάπτυξη 7 ενότητες και ήδη λειτουργούν οι 5, στις οποίες και ξενάγησε το κοινό μέσα από πολλές φωτογραφίες.

Με ιδιαίτερη θέρμη μίλησε για τον «Παρθενώνα της Μακεδονίας», όπως αποκάλεσε ο καθηγητής Βόλφραμ Χέφνερ το ανάκτορο του Φιλίππου Β΄, η αναστήλωση και συντήρηση του οποίου κόστισε πάνω από 20.000.000€ και πλέον είναι επισκέψιμο για το κοινό. Η πολύχρονη έρευνα το χρονολογεί με ακρίβεια στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα.

«Το ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ είναι η μάνα όλων των κτηρίων του δημόσιου χώρου. Το "βασίλειον καθίδρυμα" των Αιγών είναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να συναρμόζει την Αγορά, τον τόπο συνάθροισης των πολιτών της Μητρόπολης των Μακεδόνων, με τη βασιλική παρουσία και εξουσία, είναι επίσης δικαστήριο, ανδρώνες, χώρος συνάθροισης και φιλοσοφικών ή άλλων συζητήσεων», είπε η κ. Κοτταρίδη δηλώνοντας πλέον βέβαιη ότι αρχιτέκτονας του ανακτόρου είναι ο Πυθέας, ενώ αποκάλυψε ότι ετοιμάζεται μια μεγάλη ταινία για την ιστορία του ανακτόρου και της αναστήλωσής του.

Η σπουδαιότητα του ανακτόρου επιβεβαιώνεται από το ότι εκεί το φθινόπωρο του 336 π.Χ., ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μακεδόνων ο Αλέξανδρος και ξεκίνησε η μεγάλη πορεία που μετασχημάτισε τον τότε κόσμο σε Οικουμένη. Το ανάκτορο των Αιγών, ένα απολύτως πρωτοποριακό για την εποχή του οικοδόμημα, έγινε πρότυπο και αρχέτυπο, γνώρισε χιλιάδες επαναλήψεις καθορίζοντας, για πολλούς αιώνες, την εικόνα της δημόσιας αρχιτεκτονικής, σε ανατολή και δύση.

Aιγές: Η πορεία των ανασκαφών από τον Εζέ στον Ανδρόνικο


Η κατάδυση της κ. Κοτταρίδη στην ιστορία των πολύχρονων ανασκαφών στον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών ξεκίνησε από τον Γάλλο αρχαιοδίφη Λεόν Εζέ (Leon Heuzey), ο οποίος βρέθηκε στην περιοχή το 1861 και είπε «εδώ είναι η Πομπηία της Μακεδονίας», καθώς ήξερε από τότε πως εκεί υπήρχε κάτι σημαντικό, το έλεγαν άλλωστε και οι κάτοικοι της περιοχής εκείνα τα χρόνια.

Η μεγάλη αποκάλυψη ωστόσο έγινε τον Νοέμβριο του 1977 όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος έφερε στο φως ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μνημεία για τη Μακεδονία, την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο, τον μακεδονικό τάφο με την ολόχρυση λάρνακα και τα οστά του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μακεδόνα στρατηλάτη.

Σύμφωνα με την κ. Κοτταρίδη «ο Ανδρόνικος πίστευε ότι θα βρει Αντίγονο Γονατά και όχι τον Φίλιππο της Μακεδονίας».

Μνημόνευσε ακόμη τη συμβολή των πρώην υπουργών Πολιτισμού Θάνου Μικρούτσικου και Ευάγγελου Βενιζέλου, χάρη στους οποίους όλα τα ευρήματα των Αιγών που είχαν μεταφερθεί για συντήρηση στο Αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης και παρέμεναν για χρόνια εκεί, τη δεκαετία του 1990 επέστρεψαν εκεί όπου ανήκουν, στις Αιγές.

«Μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωή μου ήταν το 1997 όταν επέστρεψαν οι λάρνακες στους βασιλικούς τάφους, και βλέπουμε πλέον πόσο εντυπωσιακός χώρος είναι οι Αιγές. Ένας χώρος που μας φέρνει σε επαφή με τους πιο σπουδαίους επώνυμους ήρωες της ελληνικής ιστορίας, τον Φίλιππο Β΄, τον Μεγαλέξανδρο, και τον Μικρό Αλέξανδρο τον γιο του Μεγάλου.

Η ομιλία της κ. Κοτταρίδη εντάχθηκε στον κύκλο επιστημονικών διαλέξεων «Τετάρτες στο Μουσείο – Αρχαιολογικές Διαλέξεις», που διοργανώνει το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο των Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.

Στον χαιρετισμό της η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Αναστασία Γκαδόλου, ανέφερε ότι η Αγγελική Κοτταρίδη εκτός από σπουδαία αρχαιολόγος είναι και ένας επιστήμονας που ενδιαφέρεται για την προστασία και την κοινωνικοποίηση των μνημείων.