To Broadway World στη Νέα Υόρκη αποθεώνει την ελληνική παράσταση The Cenci Family
Διεθνής αναγνώριση
"Ένα σύγχρονο έργο από την Ιόλη Ανδρεάδη και τον Άρη Ασπρούλη έκανε πρεμιέρα με εκθαμβωτικό τρόπο στο The Tank Theater"
Με μια σπάνια διεθνή αναγνώριση στέφθηκε η παρουσίαση της ελληνικής παράστασης «The Cenci Family» στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Το κορυφαίο site στο κόσμο για το θέατρο Broadway World αποθέωσε το ανέβασμα της διεθνούς Ελληνίδας σκηνοθέτη Ιόλης Ανδρεάδη, πάνω στο θεατρικό έργο «The Cenci Family» που συνυπογράφει με τον Άρη Ασπρούλη, το οποίο παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο THE TANK, με την ευγενική υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια.
Το Broadway World αποτελεί τον απόλυτο οδηγό για το νεοϋρκέζικο και παγκόσμιο θέατρο με έξι εκατομμύρια ενεργούς επισκέπτες μηνιαίως. Εκεί, ο διάσημος και πολυγραφότατος Αμερικανός κριτικός και συγγραφέας Peter Danish, κάνει λόγο για «ένα εκθαμβωτικό ανέβασμα», «ένα αριστούργημα», «μια ξεχωριστή παραγωγή που καθηλώνει τον θεατή», χάρη στο «μοναδικά πρωτότυπο σύστημα σκηνοθεσίας της Ανδρεάδη» και τις «συγκλονιστικές ερμηνείες» – καταλήγοντας πως «αυτό είναι το πρωτοποριακό θέατρο της υψηλότερης κατηγορίας».
https://www.broadwayworld.com/off-broadway/article/Review-THE-CENCI-FAMILY-at-The-Tank-20240520
και δείτε φωτογραφίες από το ανέβασμα της παράστασης στη Νέα Υόρκη.
«Ένα σύγχρονο έργο από την Ιόλη Ανδρεάδη και τον Άρη Ασπρούλη έκανε πρεμιέρα με εκθαμβωτικό τρόπο στο The Tank Theater. Βιασμός, φόνος, αιμομιξία, πατροκτονία, πόλεμος ενάντια στον Πάπα! Ένα έργο που σε μια άλλη εποχή θεωρούνταν ακατάλληλο προς ανέβασμα λόγω των ριζοσπαστικών θεμάτων του, αφίχθη στη Νέα Υόρκη σε μια καθηλωτική νέα παραγωγή. Οι Έλληνες συγγραφείς Ιόλη Ανδρεάδη και Άρης Ασπρούλης παρουσίασαν μια ολόφρεσκη ματιά πάνω στον κλασικό μύθο, που έχει εμπνεύσει δεκάδες εκδοχές μέσα στους αιώνες, από μεγέθη όπως οι Δουμάς, Σταντάλ, Σέλλεϋ, μια όπερα από τον Χιναστέρα, ακόμη και ένα
έργο από τον Άλφρεντ Νόμπελ (περισσότερα γνωστό από τα διάσημα βραβεία με το όνομά του)!
Η εκδοχή αυτή εμπνεύστηκε από τον Αντονέν Αρτώ (περισσότερο γνωστό για τη δημιουργία του Θεάτρου της Σκληρότητας) και σκηνοθετήθηκε από τη συν-συγγραφέα Ιόλη Ανδρεάδη, που έφερε την πέμπτη της παραγωγή στο The Tank Theater τα τελευταία πέντε χρόνια. (2019: “Ίων” του Ευριπίδη, 2022: “Φιλική Εταιρεία, Η Αδελφότητα πίσω από την Επανάσταση”, 2023: “Αρτώ / Βαν Γκογκ” και “Κόκκαλο”).
Το «The Tank» είναι ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα θέατρα στη Νέα Υόρκη που μπορεί να θεωρηθεί ότι παίρνει τολμηρά καλλιτεχνικά ρίσκα, και αυτή η παραγωγή δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Η Νέα Υόρκη φιλοξενεί πάνω από εκατό θεατρικές παραστάσεις του ενός ή του άλλου είδους τη μέρα, οπότε το να δημιουργήσεις μια πραγματικά ξεχωριστή παραγωγή που καθηλώνει με μοναδικό τρόπο τον θεατή δεν είναι καθόλου εύκολο. Εδώ έχουμε ακριβώς μια τέτοια παράσταση.
Το έργο αφηγείται ένα μυθικό γεγονός του δέκατου έκτου αιώνα, μεταφερμένο στο παρόν, σε ένα ως επί το πλείστον οριζόντιο ανέβασμα, σαν μέσα σε κάδρο, που εγκλωβίζει τους ηθοποιούς, σαν τις καρφιτσωμένες πεταλούδες σε τετράδιο συλλέκτη, μέσα σε μια μακρόστενη, αβαθή σκηνή. Η σκηνοθεσία απαιτεί κάθε δράση να συμβαίνει “in your face”, αλλά εκλεπτυσμένη ταυτόχρονα. Η δουλειά του δημιουργικού σχεδιασμού, το σκηνικό, το μέικ απ, τα κουστούμια, και ο φωτισμός, μεταφέρουν με ομορφιά έναν σκληρό και άνισο κόσμο που κρατιέται όρθιος με τη δύναμη της θέλησης.
Όταν ανοίγουν τα φώτα, ακούμε το μουσικό θέμα από τον Χορό των Ιπποτών του Προκόφιεφ, από το μπαλέτο του “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” (μια ιστορία που προέρχεται από την ίδια χρονική περίοδο, πάνω κάτω, αλλά αποτελεί μια ιστορία με ξεκάθαρους “Βερονέζικους” δεσμούς). Η ιστορία της παράστασης, βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό, αφορά έναν από τους πλουσιότερους ευγενείς της Ρώμης, τον Κόμη Φραντσέσκο Τσέντσι, ο οποίος ενημερώνεται πως πρόκειται να εμπλακεί σε μια υπόθεση φόνου. Ο Πάπας (ο νόμος της Ρώμης κατά τον 16ο αιώνα) στέλνει έναν μισιονάριο, τον Καρδινάλιο Καμίλλο, να ενημερώσει τον κόμη πως ο ρόλος που διαδραμάτισε στον φόνο μπορεί να «ξεπλυθεί» ησύχως, αν ο κόμης είναι διατεθειμένος να παραδώσει το ένα τρίτο της περιουσίας του στην Εκκλησία. Έτσι ξεκινά η αργή κάθοδος στην τρέλα και τη βία.
Ο Τσέντσι, που δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου ο οποίος έχει συνηθίσει να υποκύπτει σε απειλές, ακόμη κι αν αυτές προέρχονται από τον Πάπα, συμφωνεί με την παπική προσφορά, αλλά για αντάλλαγμα που θα του παραδώσει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της περιουσίας του, διαπραγματεύεται την άφεση αρκετών ακόμη αμαρτιών, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν προς το παρόν διαπραχθεί. Ο Θάνος Κόνιαρης ήταν το απόλυτο κακό ως κόμης Τσέντσι, και οι κινήσεις του δημιουργούσαν εικόνες που τον έκαναν να είναι η δολιότητα προσωποποιημένη. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου χειρίστηκε τους πολλαπλούς ρόλους της επιδέξια και χωρίς να διακρίνονται οι ραφές, με ένα απόθεμα πάθους αναδυόμενο από τις εκφράσεις του προσώπου της, που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ.
Η πλοκή διαδραματίζεται επί σκηνής με καθηλωτικό τρόπο καθώς οι ηθοποιοί αντιδρούν με κινήσεις υψηλού στυλιζαρίσματος, ενώ δεν έχουν μεταξύ τους καθόλου οπτική επαφή. Σύμφωνα με τη σκηνοθέτη Ιόλη Ανδρεάδη, αυτές οι κινήσεις, από τις οποίες προκύπτουν, ως ένα ποικιλότροπο αποτέλεσμα, πόζες που πότε διακρίνονται από χάρη και πότε από μέγεθος, πότε από θηριωδία και πότε από λαγνεία, αναπτύχθηκαν από κοινού με τους ίδιους τους ηθοποιούς. Η διαδικασία ξεκίνησε από γιόγκα και εξελίχθηκε σε δραματική κίνηση, πριν τελικά να «στηθεί» η ιστορία. Οι κινήσεις αυτές καθαυτές, όπως και οι πόζες και οι στάσεις που προκύπτουν από τις κινήσεις αυτές, σχηματίζουν μία δεύτερη γλώσσα μέσα στην παράσταση, μεταφέροντας ισότιμο μέγεθος πληροφορίας με το ίδιο το κείμενο.
Η Ανδρεάδη έχει φτάσει σε ένα μοναδικά πρωτότυπο σύστημα σκηνοθεσίας, το οποίο είναι ταυτοχρόνως όμορφο και διαφωτιστικό. Το στυλ θυμίζει με πολλούς τρόπους εκείνο του Μπομπ Γουίλσον, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο αδιαπέραστο. Εκεί που το στυλ του Γουίλσον συχνά στέκεται εμπόδιο στην αφήγηση της ιστορίας, το στυλ της Ανδρεάδη γίνεται μέρος της ιστορίας, απαλά και οργανικά. Επί της ουσίας, το όχημα διά μέσου του οποίου μεταφέρεται η ιστορία, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικότερης φόρμας της παράστασης.
Το σύστημα της μπαίνει σε σωστή εφαρμογή, καθώς η ιστορία γίνεται ολοένα και πιο μακάβρια. Τα εγκλήματα που έχει κατά νου ο κόμης είναι φρικτά και αποκρουστικά – σχεδιάζει τον αποτροπιαστικό φόνο των δύο του γιων και τη σεξουαλική κακοποίηση της μικρής του κόρης Βεατρίκης. Η Βεατρίκη σταδιακά γίνεται το επίκεντρο της παράστασης, καθώς φαίνεται πως είναι το μοναδικό πρόσωπο στη Ρώμη που έχει τη θέληση να αντισταθεί στις αποτρόπαιες πράξεις του πατέρα της. Στο ρόλο της Βεατρίκης, η Ιφιγένεια Καραμήτρου παρέδωσε απλά μια συγκλονιστική ερμηνεία ως η γενναία κόρη που αρνείται να είναι το θύμα.
Έχει ενδιαφέρον πως, πιο πολύ εκείνη από τους άλλους παίκτες, υιοθέτησε εξαιρετικά εκφραστικά βλέμματα και κινήσεις των ματιών, για να μετουσιώσει τη βασανισμένη ύπαρξη της Βεατρίκης, και έπειτα την τολμηρή της απόφαση να κινηθεί διά της βίας απέναντι στον πατέρα της, εκδικούμενη τα ελεεινά εγκλήματά του. Η τοξική αντρική βία της ιστορίας διοχετεύεται στη στιγμή της κλιμάκωσης του έργου, που σκηνοθετείται με ένα αψεγάδιαστο στη λεπτομέρειά του σασπένς, και έπειτα απελευθερώνεται και απασφαλίζει, καθώς ξεδιπλώνεται η σχεδόν αναπόφευκτη γυναικοκτονία.
Αξίζει να αναφερθεί πως ο Αρτώ πίστευε ότι το πεδίο ενδιαφέροντος του σύγχρονου θεάτρου είχε γίνει ιδιαιτέρως «στενό», εστιασμένο «στο προσωπικό ψυχολογικό δράμα ενός ατόμου ή στα κοινωνικά προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων». Ήλπιζε να σκάψει βαθύτερα, ως το υποσυνείδητο, το οποίο θεωρούσε πως ήταν συνήθως η πηγή για την κακομεταχείριση των ανθρώπων μεταξύ τους.
Η φύση της σκηνοθεσίας της Ανδρεάδη επιτρέπει ακριβώς μια τέτοια ανάλυση. Όπως ο Αρτώ θεωρούσε ότι το ίδιο το κείμενο του θεατρικού έργου μπορεί να αποτελεί ένα είδος εμποδίου για το «νόημα» και εισηγούνταν, για αυτόν τον λόγο, παραστάσεις φτιαγμένες από μια μοναδική γλώσσα, στο μέσον μεταξύ σκέψης και χειρονομίας, έτσι και η «γλώσσα» της Ανδρεάδη φέρνει την ιστορία στη ζωή με έναν ακόμα πιο ζωντανό τρόπο από αυτόν που θα ήλπιζε να κάνει από μόνο του το κείμενο.
Τα «κάτω κείμενα» που κρύβονται μέσα σε άλλα «κάτω κείμενα» σε αυτή την παράσταση δημιουργούν, το καθένα, μικρά ονειρικά διαλείμματα στην αφήγηση και τη μορφή, γραπώνουν το κοινό και το προσκαλούν να κάνει τις δικές του συνδέσεις – δημιουργώντας μια εντελώς αφομοιωμένη εμπειρία πρόσληψης για τον θεατή.
Αλλά, για να παρουσιάσει κανείς ένα τέτοιο αριστούργημα, πρέπει να έχει ένα πρώτης τάξεως καστ, και η Οικογένεια Τσέντσι το διέθετε αυτό και με το παραπάνω. Το εξαιρετικό καστ των τριών ηθοποιών απεικόνισε αμέτρητους χαρακτήρες επί σκηνής χωρίς να διακρίνεται η παραμικρή ραφή ή προσπάθεια. Μπράβο σε όλη την ομάδα!
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, στην Ελλάδα, ως μέρος της θεατρικής σεζόν 2015-2016 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, και έπειτα από την επιτυχία του “The Artaud Diptych» την περασμένη άνοιξη, το The Tank πήρε την απόφαση να συνεχίσει τη σχέση αυτή εντάσσοντας το “The Cenci Family” στο
φετινό του ρεπερτόριο, και εμείς, οι Αμερικανοί θεατές, είμαστε οι ωφελημένοι, από την συνεργασία.
Αυτό είναι το πρωτοποριακό θέατρο της υψηλότερης κατηγορίας.
Επικίνδυνο και τολμηρό. Κάτι παραπάνω από απλώς «Αβάν Γκαρντ». Είναι διαχρονικό και σύγχρονο ταυτόχρονα. Είναι το είδος του θεάτρου που σε κάνει να κάθεσαι στην άκρη της καρέκλας σου και να του προσφέρεις όλη σου την προσοχή.
Ας ελπίσουμε πως η συνεργασία του The Tank με αυτούς τους δημιουργούς θα συνεχιστεί και θα μας φέρει πολλές ακόμη τέτοιες καρποφόρες παραγωγές.
Το κορυφαίο site στο κόσμο για το θέατρο Broadway World αποθέωσε το ανέβασμα της διεθνούς Ελληνίδας σκηνοθέτη Ιόλης Ανδρεάδη, πάνω στο θεατρικό έργο «The Cenci Family» που συνυπογράφει με τον Άρη Ασπρούλη, το οποίο παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο THE TANK, με την ευγενική υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια.
Το Broadway World αποτελεί τον απόλυτο οδηγό για το νεοϋρκέζικο και παγκόσμιο θέατρο με έξι εκατομμύρια ενεργούς επισκέπτες μηνιαίως. Εκεί, ο διάσημος και πολυγραφότατος Αμερικανός κριτικός και συγγραφέας Peter Danish, κάνει λόγο για «ένα εκθαμβωτικό ανέβασμα», «ένα αριστούργημα», «μια ξεχωριστή παραγωγή που καθηλώνει τον θεατή», χάρη στο «μοναδικά πρωτότυπο σύστημα σκηνοθεσίας της Ανδρεάδη» και τις «συγκλονιστικές ερμηνείες» – καταλήγοντας πως «αυτό είναι το πρωτοποριακό θέατρο της υψηλότερης κατηγορίας».
Το κείμενο της κριτικής
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το κείμενο της κριτικής που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαΐου 2024https://www.broadwayworld.com/off-broadway/article/Review-THE-CENCI-FAMILY-at-The-Tank-20240520
και δείτε φωτογραφίες από το ανέβασμα της παράστασης στη Νέα Υόρκη.
«Ένα σύγχρονο έργο από την Ιόλη Ανδρεάδη και τον Άρη Ασπρούλη έκανε πρεμιέρα με εκθαμβωτικό τρόπο στο The Tank Theater. Βιασμός, φόνος, αιμομιξία, πατροκτονία, πόλεμος ενάντια στον Πάπα! Ένα έργο που σε μια άλλη εποχή θεωρούνταν ακατάλληλο προς ανέβασμα λόγω των ριζοσπαστικών θεμάτων του, αφίχθη στη Νέα Υόρκη σε μια καθηλωτική νέα παραγωγή. Οι Έλληνες συγγραφείς Ιόλη Ανδρεάδη και Άρης Ασπρούλης παρουσίασαν μια ολόφρεσκη ματιά πάνω στον κλασικό μύθο, που έχει εμπνεύσει δεκάδες εκδοχές μέσα στους αιώνες, από μεγέθη όπως οι Δουμάς, Σταντάλ, Σέλλεϋ, μια όπερα από τον Χιναστέρα, ακόμη και ένα
έργο από τον Άλφρεντ Νόμπελ (περισσότερα γνωστό από τα διάσημα βραβεία με το όνομά του)!
Η εκδοχή αυτή εμπνεύστηκε από τον Αντονέν Αρτώ (περισσότερο γνωστό για τη δημιουργία του Θεάτρου της Σκληρότητας) και σκηνοθετήθηκε από τη συν-συγγραφέα Ιόλη Ανδρεάδη, που έφερε την πέμπτη της παραγωγή στο The Tank Theater τα τελευταία πέντε χρόνια. (2019: “Ίων” του Ευριπίδη, 2022: “Φιλική Εταιρεία, Η Αδελφότητα πίσω από την Επανάσταση”, 2023: “Αρτώ / Βαν Γκογκ” και “Κόκκαλο”).
Το «The Tank» είναι ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα θέατρα στη Νέα Υόρκη που μπορεί να θεωρηθεί ότι παίρνει τολμηρά καλλιτεχνικά ρίσκα, και αυτή η παραγωγή δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Η Νέα Υόρκη φιλοξενεί πάνω από εκατό θεατρικές παραστάσεις του ενός ή του άλλου είδους τη μέρα, οπότε το να δημιουργήσεις μια πραγματικά ξεχωριστή παραγωγή που καθηλώνει με μοναδικό τρόπο τον θεατή δεν είναι καθόλου εύκολο. Εδώ έχουμε ακριβώς μια τέτοια παράσταση.
Το έργο αφηγείται ένα μυθικό γεγονός του δέκατου έκτου αιώνα, μεταφερμένο στο παρόν, σε ένα ως επί το πλείστον οριζόντιο ανέβασμα, σαν μέσα σε κάδρο, που εγκλωβίζει τους ηθοποιούς, σαν τις καρφιτσωμένες πεταλούδες σε τετράδιο συλλέκτη, μέσα σε μια μακρόστενη, αβαθή σκηνή. Η σκηνοθεσία απαιτεί κάθε δράση να συμβαίνει “in your face”, αλλά εκλεπτυσμένη ταυτόχρονα. Η δουλειά του δημιουργικού σχεδιασμού, το σκηνικό, το μέικ απ, τα κουστούμια, και ο φωτισμός, μεταφέρουν με ομορφιά έναν σκληρό και άνισο κόσμο που κρατιέται όρθιος με τη δύναμη της θέλησης.
Όταν ανοίγουν τα φώτα, ακούμε το μουσικό θέμα από τον Χορό των Ιπποτών του Προκόφιεφ, από το μπαλέτο του “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” (μια ιστορία που προέρχεται από την ίδια χρονική περίοδο, πάνω κάτω, αλλά αποτελεί μια ιστορία με ξεκάθαρους “Βερονέζικους” δεσμούς). Η ιστορία της παράστασης, βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό, αφορά έναν από τους πλουσιότερους ευγενείς της Ρώμης, τον Κόμη Φραντσέσκο Τσέντσι, ο οποίος ενημερώνεται πως πρόκειται να εμπλακεί σε μια υπόθεση φόνου. Ο Πάπας (ο νόμος της Ρώμης κατά τον 16ο αιώνα) στέλνει έναν μισιονάριο, τον Καρδινάλιο Καμίλλο, να ενημερώσει τον κόμη πως ο ρόλος που διαδραμάτισε στον φόνο μπορεί να «ξεπλυθεί» ησύχως, αν ο κόμης είναι διατεθειμένος να παραδώσει το ένα τρίτο της περιουσίας του στην Εκκλησία. Έτσι ξεκινά η αργή κάθοδος στην τρέλα και τη βία.
Ο Τσέντσι, που δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου ο οποίος έχει συνηθίσει να υποκύπτει σε απειλές, ακόμη κι αν αυτές προέρχονται από τον Πάπα, συμφωνεί με την παπική προσφορά, αλλά για αντάλλαγμα που θα του παραδώσει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της περιουσίας του, διαπραγματεύεται την άφεση αρκετών ακόμη αμαρτιών, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν προς το παρόν διαπραχθεί. Ο Θάνος Κόνιαρης ήταν το απόλυτο κακό ως κόμης Τσέντσι, και οι κινήσεις του δημιουργούσαν εικόνες που τον έκαναν να είναι η δολιότητα προσωποποιημένη. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου χειρίστηκε τους πολλαπλούς ρόλους της επιδέξια και χωρίς να διακρίνονται οι ραφές, με ένα απόθεμα πάθους αναδυόμενο από τις εκφράσεις του προσώπου της, που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ.
Η πλοκή διαδραματίζεται επί σκηνής με καθηλωτικό τρόπο καθώς οι ηθοποιοί αντιδρούν με κινήσεις υψηλού στυλιζαρίσματος, ενώ δεν έχουν μεταξύ τους καθόλου οπτική επαφή. Σύμφωνα με τη σκηνοθέτη Ιόλη Ανδρεάδη, αυτές οι κινήσεις, από τις οποίες προκύπτουν, ως ένα ποικιλότροπο αποτέλεσμα, πόζες που πότε διακρίνονται από χάρη και πότε από μέγεθος, πότε από θηριωδία και πότε από λαγνεία, αναπτύχθηκαν από κοινού με τους ίδιους τους ηθοποιούς. Η διαδικασία ξεκίνησε από γιόγκα και εξελίχθηκε σε δραματική κίνηση, πριν τελικά να «στηθεί» η ιστορία. Οι κινήσεις αυτές καθαυτές, όπως και οι πόζες και οι στάσεις που προκύπτουν από τις κινήσεις αυτές, σχηματίζουν μία δεύτερη γλώσσα μέσα στην παράσταση, μεταφέροντας ισότιμο μέγεθος πληροφορίας με το ίδιο το κείμενο.
Η Ανδρεάδη έχει φτάσει σε ένα μοναδικά πρωτότυπο σύστημα σκηνοθεσίας, το οποίο είναι ταυτοχρόνως όμορφο και διαφωτιστικό. Το στυλ θυμίζει με πολλούς τρόπους εκείνο του Μπομπ Γουίλσον, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο αδιαπέραστο. Εκεί που το στυλ του Γουίλσον συχνά στέκεται εμπόδιο στην αφήγηση της ιστορίας, το στυλ της Ανδρεάδη γίνεται μέρος της ιστορίας, απαλά και οργανικά. Επί της ουσίας, το όχημα διά μέσου του οποίου μεταφέρεται η ιστορία, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικότερης φόρμας της παράστασης.
Το σύστημα της μπαίνει σε σωστή εφαρμογή, καθώς η ιστορία γίνεται ολοένα και πιο μακάβρια. Τα εγκλήματα που έχει κατά νου ο κόμης είναι φρικτά και αποκρουστικά – σχεδιάζει τον αποτροπιαστικό φόνο των δύο του γιων και τη σεξουαλική κακοποίηση της μικρής του κόρης Βεατρίκης. Η Βεατρίκη σταδιακά γίνεται το επίκεντρο της παράστασης, καθώς φαίνεται πως είναι το μοναδικό πρόσωπο στη Ρώμη που έχει τη θέληση να αντισταθεί στις αποτρόπαιες πράξεις του πατέρα της. Στο ρόλο της Βεατρίκης, η Ιφιγένεια Καραμήτρου παρέδωσε απλά μια συγκλονιστική ερμηνεία ως η γενναία κόρη που αρνείται να είναι το θύμα.
Έχει ενδιαφέρον πως, πιο πολύ εκείνη από τους άλλους παίκτες, υιοθέτησε εξαιρετικά εκφραστικά βλέμματα και κινήσεις των ματιών, για να μετουσιώσει τη βασανισμένη ύπαρξη της Βεατρίκης, και έπειτα την τολμηρή της απόφαση να κινηθεί διά της βίας απέναντι στον πατέρα της, εκδικούμενη τα ελεεινά εγκλήματά του. Η τοξική αντρική βία της ιστορίας διοχετεύεται στη στιγμή της κλιμάκωσης του έργου, που σκηνοθετείται με ένα αψεγάδιαστο στη λεπτομέρειά του σασπένς, και έπειτα απελευθερώνεται και απασφαλίζει, καθώς ξεδιπλώνεται η σχεδόν αναπόφευκτη γυναικοκτονία.
Αξίζει να αναφερθεί πως ο Αρτώ πίστευε ότι το πεδίο ενδιαφέροντος του σύγχρονου θεάτρου είχε γίνει ιδιαιτέρως «στενό», εστιασμένο «στο προσωπικό ψυχολογικό δράμα ενός ατόμου ή στα κοινωνικά προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων». Ήλπιζε να σκάψει βαθύτερα, ως το υποσυνείδητο, το οποίο θεωρούσε πως ήταν συνήθως η πηγή για την κακομεταχείριση των ανθρώπων μεταξύ τους.
Η φύση της σκηνοθεσίας της Ανδρεάδη επιτρέπει ακριβώς μια τέτοια ανάλυση. Όπως ο Αρτώ θεωρούσε ότι το ίδιο το κείμενο του θεατρικού έργου μπορεί να αποτελεί ένα είδος εμποδίου για το «νόημα» και εισηγούνταν, για αυτόν τον λόγο, παραστάσεις φτιαγμένες από μια μοναδική γλώσσα, στο μέσον μεταξύ σκέψης και χειρονομίας, έτσι και η «γλώσσα» της Ανδρεάδη φέρνει την ιστορία στη ζωή με έναν ακόμα πιο ζωντανό τρόπο από αυτόν που θα ήλπιζε να κάνει από μόνο του το κείμενο.
Τα «κάτω κείμενα» που κρύβονται μέσα σε άλλα «κάτω κείμενα» σε αυτή την παράσταση δημιουργούν, το καθένα, μικρά ονειρικά διαλείμματα στην αφήγηση και τη μορφή, γραπώνουν το κοινό και το προσκαλούν να κάνει τις δικές του συνδέσεις – δημιουργώντας μια εντελώς αφομοιωμένη εμπειρία πρόσληψης για τον θεατή.
Αλλά, για να παρουσιάσει κανείς ένα τέτοιο αριστούργημα, πρέπει να έχει ένα πρώτης τάξεως καστ, και η Οικογένεια Τσέντσι το διέθετε αυτό και με το παραπάνω. Το εξαιρετικό καστ των τριών ηθοποιών απεικόνισε αμέτρητους χαρακτήρες επί σκηνής χωρίς να διακρίνεται η παραμικρή ραφή ή προσπάθεια. Μπράβο σε όλη την ομάδα!
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, στην Ελλάδα, ως μέρος της θεατρικής σεζόν 2015-2016 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, και έπειτα από την επιτυχία του “The Artaud Diptych» την περασμένη άνοιξη, το The Tank πήρε την απόφαση να συνεχίσει τη σχέση αυτή εντάσσοντας το “The Cenci Family” στο
φετινό του ρεπερτόριο, και εμείς, οι Αμερικανοί θεατές, είμαστε οι ωφελημένοι, από την συνεργασία.
Αυτό είναι το πρωτοποριακό θέατρο της υψηλότερης κατηγορίας.
Επικίνδυνο και τολμηρό. Κάτι παραπάνω από απλώς «Αβάν Γκαρντ». Είναι διαχρονικό και σύγχρονο ταυτόχρονα. Είναι το είδος του θεάτρου που σε κάνει να κάθεσαι στην άκρη της καρέκλας σου και να του προσφέρεις όλη σου την προσοχή.
Ας ελπίσουμε πως η συνεργασία του The Tank με αυτούς τους δημιουργούς θα συνεχιστεί και θα μας φέρει πολλές ακόμη τέτοιες καρποφόρες παραγωγές.