Ο Βέλγος σκηνοθέτης Γκι Κασίερς συναντά τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στην Αίθουσα Η' της «Πειραιώς 260», όπου από τις 21 Ιουνίου παρουσιάζεται για έξι παραστάσεις «Η αγαπηµένη του κ. Λιν». Μετά τις sold out παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη τον περασµένο χειµώνα, το έργο, που είναι βασισµένο στη διάσηµη νουβέλα του Φιλίπ Κλοντέλ, έρχεται πρώτη φορά στην Αθήνα, µε µια ιστορία βαθιά συγκινητική, για την απώλεια, την προσφυγιά, τη φιλία και το φως της αισιοδοξίας, που ανακαλύπτει ο άνθρωπος κάτω από κάθε δύσκολη συνθήκη.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης δεν υποδύεται κάποιον ρόλο, παρά µόνο αφηγείται «απλά και ήσυχα», όπως ο ίδιος λέει, την ιστορία ενός Ανατολίτη, του κυρίου Λιν, ο οποίος κρατώντας στην αγκαλιά του την έξι µηνών εγγονή του εγκαταλείπει το κατεστραµµένο από τον πόλεµο χωριό του και φτάνει στην Ευρώπη πρόσφυγας. Εκεί, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τη νέα χώρα και δίχως να αντιλαµβάνεται τη γλώσσα των ξένων, αφήνει τη µοίρα του στα χέρια των αρµόδιων αρχών που τον περιθάλπουν.

«Σε ένα πρώτο επίπεδο το έργο µιλάει για τη µετανάστευση, παρουσιάζοντας µια ευρωπαϊκή χώρα που µπορεί υποδέχεται τους πρόσφυγες και τους βοηθάει να συνεχίσουν τη ζωή τους. Αλλά στην ουσία το κείµενο µιλάει για την απώλεια και για το πώς µπορούµε να τη διαχειριστούµε. Μιλάει για ένα πολύ βαθύ θέµα που το βιώνουµε όλοι µας και το κάνει µε έναν ωραίο και αισιόδοξο τρόπο», αναφέρει ο ίδιος στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή».

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Αφηγούµαι µια ήσυχη ιστορία

Σε αυτήν την παράσταση ο γνωστός ηθοποιός µάς µυεί στην καθαρή αφήγηση. «∆εν παίζω κάποιον ρόλο. Απλά αφηγούµαι µια ήσυχη ιστορία. Είµαι ο εαυτός µου στη σκηνή και λέω απλά µε τη φωνή µου στους θεατές µια ιστορία που µε αγγίζει προσωπικά. Η παράσταση λειτουργεί σαν χάδι για το κοινό. Κάτι που έχουµε χάσει στη σηµερινή εποχή, χωρίς να φταίµε ο καθένας µας, είναι ότι πια όλα γίνονται πάρα πολύ γρήγορα, έντονα και πάρα πολύ θορυβώδη. Η τηλεόραση, οι ειδήσεις, η συνεχής ροή της ειδησεογραφίας, τα κοινωνικά δίκτυα µε το ατελείωτο σκρολάρισµα, µουσικές όπου κι αν σταθείς. Θόρυβος παντού. Η δυνατότητά µας να δώσουµε την αµέριστη προσοχή µας σε κάτι έχει περιοριστεί σε πολύ µεγάλο βαθµό. Ετσι δεν µπορούµε να διαβάσουµε ένα κείµενο λίγο εκτενέστερο.

Η παράσταση αυτή λέει στον θεατή ‘‘κάτσε λίγο να ακούσεις κάτι που ίσως σε πάει σε µια περιοχή που την έχεις λίγο ξεχάσει’’. Σήµερα έχει µειωθεί σε πολύ µεγάλο βαθµό η δυνατότητά µας να προσηλωθούµε κάπου και να ησυχάσουµε. Υπάρχει ένα σύννεφο από πληροφορίες που δεν µας επιτρέπει να συγκεντρωθούµε», αναφέρει.

Για το τραύµα της απώλειας

Στο ερώτηµα αν ο ίδιος έχει νιώσει ποτέ τα ίδια συναισθήµατα µε τον ήρωα που υποδύεται, η απάντηση είναι καταφατική. «Στην ηλικία των 54, που θα γίνω σε ένα µήνα, η απώλεια και το τραύµα της απώλειας είναι υπαρκτά και σε εµένα, όπως σε κάθε άνθρωπο. ∆εν υπάρχει άνθρωπος που να µην έχει ζήσει χωρισµούς, θανάτους, επαγγελµατικές αποτυχίες. Αν λέει κάτι η παράσταση που είναι πολύ αισιόδοξο είναι ότι πάντα υπάρχει ένας δρόµος, ακόµα και στις χειρότερες απώλειες, να µπορέσουµε να βγούµε από αυτό και να πάµε παρακάτω».

Μεγάλη σηµασία έχει και το γεγονός ότι ο Γκι Κασίερς, ένας από τους σηµαντικότερους σύγχρονους δηµιουργούς παγκοσµίως και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Toneelhuis της Αµβέρσας, έρχεται τρίτη φορά στη χώρα µας, γεγονός που δείχνει ότι όλο και συχνότερα οι ξένοι σκηνοθέτες επιλέγουν την Ελλάδα για να ενώσουν το αισθητηριακό τους σύµπαν µε το σπουδαίο καλλιτεχνικό δυναµικό της Ελλάδας.

«∆εν έχουµε πολλά να ζηλέψουµε από το εξωτερικό. Ισως µπορούµε να ζηλέψουµε θεσµούς, µπάτζετ, οργάνωση. Αλλά σε ανθρώπινο δυναµικό είµαστε πολύ καλά. Αυτό που δεν µας δίνεται πολύ συχνά η ευκαιρία, είναι να έχουµε µια ώσµωση µε τους καλλιτέχνες ή την Τέχνη του εξωτερικού. Εχουµε πολύ άξιους σκηνοθέτες και ηθοποιούς και συντελεστές σε όλους τους τοµείς», λέει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.

«Τα έργα δεν παθαίνουν τίποτα»

Πώς όµως ο ίδιος βλέπει το ανέβασµα έργων της αρχαίας ελληνικής γραµµατείας από ξένους καλλιτέχνες χωρίς ελληνική κουλτούρα;

«Τα έργα είναι εκεί και δεν παθαίνουν τίποτα. Υπό αυτήν την έννοια στις δοκιµές που γίνονται στο θέατρο δεν πεθαίνει κανείς στο χειρουργικό τραπέζι. Η Τέχνη υπακούει στους κανόνες της αισθητικής, η οποία έχει ‘‘µόδες’’, τρόπους που είναι πιο δηµοφιλείς σε µια συγκεκριµένη περίοδο. Υπάρχει πάντα και αυτή η πλάστιγγα που γέρνει µία σε παραδοσιακούς τρόπους, µία σε πιο µοντέρνους. Και αυτή η διελκυστίνδα θα κρατάει για πάντα. Στη µακροσκοπική µατιά δεν υπάρχει κανένα πρόβληµα. Βέβαια, πολλές φορές οι ρηξικέλευθες προτάσεις εµένα ως θεατή µε αφήνουν κάπως ασυγκίνητο, γιατί δεν µπορώ να νιώσω τη σύνδεση της πρότασης µε το περιεχόµενο. Για µένα το παν είναι το περιεχόµενο. Αλλά δεν θυµώνω. Η θέση µου για το πώς να κάνεις ένα έργο να µιλήσει ξανά είναι µάλλον πιο κοντά στη συµφωνία µιας ώσµωσης των δύο αντίθετων δυνάµεων. Είµαι υπέρ της ανάγκης των ανθρώπων να δοκιµάζουν, αλλά αισθάνοµαι ότι αυτό πολλές φορές µπορεί να χάνει το νόηµά του», αναφέρει.

Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»