Ανασκαφή στο Ιερό του Απόλλωνα στο Δεσποτικό και στη νησίδα Τσιμηντήρι - Εντυπωσιακές εικόνες
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού
Εντυπωσιάζουν οι εικόνες από την ανασκαφή στο Ιερό του Απόλλωνα
Η συστηματική ανασκαφή που διενεργείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Γιάννου Κουράγιου διήρκησε έξι εβδομάδες, από τις 20 Μαΐου έως τις 28 Ιουνίου 2024, και επικεντρώθηκε στη θέση Μάντρα στη νησίδα Δεσποτικό και στη νησίδα Τσιμηντήρι.
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Αναπλ. Καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), Ίλιας Νταϊφά (Δρ. Αρχαιολόγος), Erica Angliker (Dr., Research Associate -British School at Athens), ενώ συμμετείχαν σε αυτή οι Caspar Meyer (Dr., Bard Graduate Center), Luigi Lafasciano (Dr., Univeristy of Salerno), Κατερίνα Καρακάση (Δρ. Αρχαιολόγος), Doug Forsyth (Dr., University of St Andrews), οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Λουίζα Πανοπούλου, Κλειώ Παπαθανασίου, Ευτυχία-Μαρία Χουμαδάκη και μεγάλος αριθμός εθελοντών φοιτητών από Πανεπιστήμια της Ευρώπης, της Αμερικής, της Βραζιλίας και της Ελλάδας (College Year in Athens/ΔΙΚΕΜΕΣ, JICAS Center, Bard Graduate Center N.Y., Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ.ά).
Η πραγματοποίηση των εργασιών κατέστη εφικτή χάρη στην υποστήριξη της ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ (Θανάσης και Μαρίνα Μαρτίνου), του Ιδρύματος Π&Α Κανελλοπούλου, του Ιδρύματος Α.Γ.Λεβέντη, της Marion Stassinopoulos, των Συλλόγων «Φίλοι της Πάρου» και «Antiparos Preservation Societty».
Συνεχίστηκε η διερεύνηση του Κτιρίου ΜΝ που είχε εντοπισθεί το 2023 (Εικ.1). Το κτίριο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Είναι ορθογώνιας κάτοψης και έχουν έρθει στο φως οκτώ δωμάτια του. Οι τοίχοι τους έχουν πλάτος 0,45-0,48 μ., εκτός από το νότιο και το δυτικό όπου οι τοίχοι είναι «διπλοί» με πάχος σχεδόν 1,20 μ. Είναι κατασκευασμένοι από μεσαίους και μεγάλους πλακοειδείς και αδρά λαξευμένους λίθους και αρχιτεκτονικά δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα κτίρια που έχουν ήδη ανασκαφεί εξωτερικά του τεμένους.
Στα Δωμάτια 2 και 3 εντοπίστηκαν τετράπλευρες κατασκευές, ενώ στο μέσον του Δωματίου 5 υπάρχει επίμηκες «αυλάκι» μήκους 1,70μ., για την απορροή υδάτων. Στο εσωτερικό των δωματίων βρέθηκαν πολλοί πήλινοι κέραμοι από τη στέγη του κτιρίου, όπως και τμήμα ενός ακροκεράμου με τη μορφή γοργονείου.
Με βάση τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, μπορούν να αναγνωριστούν τουλάχιστον δύο αρχιτεκτονικές φάσεις του κτιρίου ΜΝ.
Η ανασκαφή του λεγόμενου «Κτιρίου Ω», στο περιβάλλον του οποίου το 2023 είχαν αποκαλυφθεί τα θραύσματα τουλάχιστον τριών κούρων, ενός ανδρικού αγάλματος αυστηρού ρύθμου, μαρμάρινων βάσεων και ειδωλίων και το οποίο είχε θεωρηθεί ως ένα είδους πρόπυλου (Εικ. 2, 3, 4) συνεχίστηκε και φέτος με τη διερεύνηση της μεγάλης κατάρρευσης στο εσωτερικό του κτίσματος, ανάμεσα στους τοίχους Τ1 και Τ3. Από τη μελέτη της στρωματογραφίας και της κεραμικής φαίνεται πολύ πιθανό πως οι δύο τοίχοι γνώρισαν δύο φάσεις κατασκευής και επισκευής, με την πρωιμότερη στον 6ο αι.π.Χ.
Στην περιοχή Β/ΒΔ του Κτιρίου Ζ, που βρίσκεται έξω αλλά πολύ κοντά στο τέμενος και του οποίου η κύρια φάση τοποθετείται στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., αποκαλύφθηκε ένα ακόμη δωμάτιο του αρχαϊκού κτιρίου Ζα, το οποίο είχε εντοπιστεί πέρσι, ακριβώς κάτω από το πλακόστρωτο αίθριο του Ζ και τα βορειότερα δωμάτιά του. Το πρωιμότερο κτίριο φαίνεται πως είχε αντίθετο προσανατολισμό με το «διάδοχό» του και αποτελούνταν από τουλάχιστον 3 δωμάτια σε παράταξη, στο εσωτερικό των οποίων αποκαλύφθηκε σημαντική ποσότητα κεραμικής αρχαϊκών χρόνων.
Μικρής κλίμακας καθαρισμοί πραγματοποιήθηκαν στο νοτιότερο δωμάτιο 11 του μεγάλου Κτιρίου Β, όπου ήρθε στο φως μεγάλη συγκέντρωση οστρέων και κεραμικής του 6ου και 5ου αι. π.Χ., επιβεβαιώνοντας την οικιστική/κοσμική χρήση του κτιρίου και το ευρύ χρονικό διάστημα λειτουργίας του από τον πρώιμο 6ο έως τον 5ο αι. π.Χ.
Μετά την ολοκλήρωση και κατάθεση προς έγκριση της μελέτης αποκατάστασης και ανάδειξης του συστήματος των αρχαϊκών δεξαμενών (αρχιτ. μελετητής Γουλιέλμος Ορεστίδης) πραγματοποιήθηκε ο τελικός καθαρισμός της κεντρικής Δεξαμενής 1 με την απομάκρυνση των νεώτερων επιχώσεων από τη ΝΔ γωνία της (Εικ.5,6).
Η μικρή νησίδα Τσιμηντήρι βρίσκεται μεταξύ του κόλπου του Αγ. Γεωργίου της Αντιπάρου και της Μάντρας του Δεσποτικού, με την οποία συνδεόταν μέσω μιας στενής λωρίδας γης, ενός ισθμού. Το όνομα της είναι παράφραση της λέξης κοιμητήριο, αφού στη νότια ακτή της νησίδας είχαν ανασκαφεί Πρωτοκυκλαδικοί τάφοι, δυστυχώς συλημένοι. Σύντομη διερεύνηση το 2011 είχε οδηγήσει στον εντοπισμό του ορθογώνιου Κτιρίου ΑΤ αποτελούμενου από τρεις τουλάχιστον χώρους σε διάταξη Β-Ν. Η συνέχιση των ανασκαφικών εργασιών το 2019 και 2020 και πάλι για μικρά χρονικά διαστήματα λόγω της δυσκολίας πρόσβασης στη νησίδα, οδήγησαν στον εντοπισμό των κτιρίων ΒΤ, ΓΤ, ΔΤ, ΕΤ, στο ανατολικό άκρο της νησίδας, ενός μεγάλου κυκλικού κτιρίου (Κτίριο ΖΤ), καθώς και τμήματα δύο ακόμα ορθογώνιων κτιρίων (ΘΤ και ΗΤ) κοντά στο Κτίριο ΑΤ.
Κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο, λόγω της εγκατάστασης πλωτής εξέδρας- η οποία δωρήθηκε στην ανασκαφή από το Σύλλογο Antiparos Preservation Society- ήταν δυνατή η συστηματικότερη διερεύνηση των κτιρίων στο Τσιμηντήρι για ένα μήνα. Διαπιστώθηκε πως τα περισσότερα κτίρια που είχαν διερευνηθεί κατά τα προηγούμενα έτη και είχαν θεωρηθεί ανεξάρτητα οικοδομήματα στην πραγματικότητα συναποτελούν δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, το ΑΤ και το ΒΤ που διατάσσονται κατά μήκος της νότιας πλευράς της νησίδας προς τον υπήνεμο κόλπο και με άμεση θέαση προς το ιερό στο Δεσποτικό (Εικ.7).
Κτιριακό Συγκρότημα ΑΤ: Η συνέχιση της ανασκαφής των κτιρίων ΑΤ και ΗΤ απέδειξε πως αυτά πιθανότατα συναποτελούν ένα μεγάλο Κτιριακό Συγκρότημα, το ΑΤ (Εικ.8). Πρόκειται για ορθογώνιας κάτοψης συγκρότημα με τουλάχιστον 6 δωμάτια παρατεταγμένα ανατολικά και δυτικά ενός αύλειου χώρου. Οι ορατές διαστάσεις του είναι 18μ (Β-Ν) Χ 23μ (Α-Δ). Πιθανότατα σε μεταγενέστερη φάση προσαρτήθηκε στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος το λεγόμενο κτίριο ΘΤ, ορατών διαστάσεων 11μ (Β-Ν) Χ 6,5μ (Α-Δ).
Αναμένεται η συνέχιση της ανασκαφής τους το επόμενο καλοκαίρι, για να αποσαφηνιστεί η σύνδεση του δυτικού τμήματος του συγκροτήματος (το λεγόμενο κτίριο ΑΤ) με το ανατολικό (το λεγόμενο κτίριο ΗΤ) και το βόρειο τμήμα (το λεγόμενο κτίριο ΘΤ).
Σε απόσταση περίπου 30 μ προς βορειοδυτικά των παραπάνω κτιρίων αποκαλύφθηκε ένα ορθογώνιο κτίριο, το Κτίριο ΙΤ, διαστάσεων 7,80μ (Α-Δ) Χ 10μ (Β-Ν), η ανασκαφή του οποίου δεν ολοκληρώθηκε.
Κτιριακό Συγκρότημα ΒΤ: Στην ανατολική πλευρά της νησίδας όπου είχαν αποκαλυφθεί τα λεγόμενα Κτίρια ΒΤ, ΓΤ ΔΤ, και ΕΤ, διαπιστώθηκε ότι αυτά απαρτίζουν το μεγάλων διαστάσεων Κτιριακό Συγκρότημα ΒΤ (Εικ. 9). Η κάτοψή του είναι ορθογώνια και οι ορατές διαστάσεις του είναι περίπου 45 μ (Α-Δ) Χ 18μ (Β-Ν). Ο βορειότερος τοίχος του συγκροτήματος φθάνει σε μήκος τα 41,50 μ και ορίζει στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος μια σειρά 10 χώρων, ποικίλων διαστάσεων, που βρίσκονται σε παράταξη με διεύθυνση Α-Δ. Τα νότια δωμάτια του συγκροτήματος ορίζονται και αυτά εξωτερικά από τον ίδιο τοίχο μήκους 24 μ.
Αν και ανάμεσα στη βόρεια και τη νότια σειρά δωματίων - στο μέσον του συγκροτήματος- δεν ολοκληρώθηκε η ανασκαφή, ενώ και αρκετοί τοίχοι του έχουν καταστραφεί, είναι ξεκάθαρο πως ο σχεδιασμός του συγκροτήματος ακολουθεί τη φιλοσοφία της οργάνωσης πολλών χώρων ποκίλων διαστάσεων γύρω από μεγάλους αύλειους χώρους. Αυτό που δεν κατέστη σαφές είναι αν υπήρχε ένας ενιαίος ορθογώνιος αύλειος χώρος ή και ένας δεύτερος μικρότερος (Εικ. 10).
Αναλυτικότερα, το ανατολικότερο άκρο του συγκροτήματος, λίγα μόνο μέτρα από τη σημερινή ακτή, αποτελείται από έναν τετράπλευρο χώρο (Χ2) εμβαδού 129 τ.μ. Στη βόρεια πλευρά του βρίσκονται δύο ισομεγέθη δωμάτια, ενώ στη νότια πλευρά του ένας μικρός ορθογώνιος χώρος χωρίς είσοδο, στον οποίο εφάπτεται λίθινη ράμπα πλάτους 2,70 μ., μέσω της οποίας γινόταν η πρόσβαση στο χώρο.
Μπροστά (δυτικά) από τον Χ2 ανοίγεται ένας μεγάλος ορθογώνιος χώρος, πιθανότατα αύλειος (Χ4), το δυτικό όριο του οποίου δε σώζεται. Στο εσωτερικό του ανεσκάφη φέτος μία εκτεταμένη κατάρρευση . Βόρεια και νότια του αύλειου χώρου σώζονται έξι και τέσσερεις χώροι, αντίστοιχα (Εικ. 11).
Το δυτικό τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος έχει διατηρηθεί σε πολύ καλή κατάσταση. Στη βόρεια πλευρά του βρίσκονται δύο τετράπλευροι χώροι που μοιράζονται τον ίδιο τοίχο με τους βόρειους χώρους που προαναφέρθηκαν. Αυτοί επικοινωνούν με μεγάλο αύλειο χώρο, τμήμα του οποίου σώζει πλακόστρωση. Νότια αυτού ίσως ανοίγονταν περισσότεροι χώροι, αλλά η περιοχή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Τα πρωιμότερα κεραμικά ευρήματα από τα Συγκροτήματα ΑΤ και ΒΤ ανήκουν στην πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, στα τέλη του 7ου/αρχές 6ου αιώνα, ωστόσο η πλειονότητα τους χρονολογείται στον ύστερο 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. Μικρή ποσότητα αγγείων χρονολογείται και στον 4ο αι. π.Χ. Βρέθηκαν πολλά θραύσματα μεγάλων πίθων με ανάγλυφη διακόσμηση του τύπου «μετοπών - τριγλύφων», αλλά και με κυματοειδείς ταινίες, θραύσματα εμπορικών αμφορέων, μελαμβαφής κεραμική του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., και αρκετές πήλινες πυραμιδόσχημες αγνύθες (Εικ.12). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μαρμάρινο αντικείμενο, πιθανόν ναύδετο.
Οι διαστάσεις του συγκροτήματος, η αρχιτεκτονική του μορφή, η χωροταξική σχέση του με τον απάνεμο κόλπο και ο τύπος των ευρημάτων - κυρίως οι εμπορικοί αμφορείς και οι πίθοι - υποδεικνύουν λιμενικές εγκαταστάσεις που μεταξύ άλλων εξυπηρετούσαν και την αποθήκευση προϊόντων.
Πρωτοκυκλαδική ταφή: Η φετινή ανασκαφική περίοδος μας επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη κατά τη διερεύνηση του Συγκροτήματος ΒΤ, καθώς κατά τη διερεύνηση του εσωτερικού του Χώρου 5 στο ΒΔ άκρο του Συγκροτήματος, εντοπίστηκε τραπεζοειδής, κιβωτιόσχημη κατασκευή από κάθετα τοποθετημένες λίθινες πλάκες (Εικ. 13). Η αποχωμάτωση του εσωτερικού του έως το βάθος περίπου 0,15 εκ. από την άνω επιφάνεια των πλακών απέδωσε κάποια όστρακα από χείλος αρχαϊκού αμφορέα και βάση σύγχρονου ανοιχτού μικρού αγγείου. Ωστόσο, η διερεύνηση σε μεγαλύτερο βάθος αποκάλυψε ότι πρόκειται για κιβωτιόσχημο τάφο της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, που δεν είχε συληθεί.
Ο τραπεζιόσχημος τάφος είχε διαστάσεις 3,30 μ. στη δυτική του πλευρά, 2,20 μ. στην ανατολική, 2,90 μ. στη βόρεια και 3,00 στη νότια. Κοντά στη ΝΔ γωνία του τάφου αποκαλύφθηκε ακέραιο μαρμάρινο κωνικό κύπελλο που πρέπει να είχε τοποθετηθεί όρθιο. Σχεδόν σε επαφή με τη δυτική πλευρά του τάφου βρέθηκε πήλινη ρηχή φιάλη, εντός της οποίας είχε τοποθετηθεί σφαιρική πυξίδα και λίγο βορειότερα τους σε μεγαλύτερη απόσταση από την πλευρά του τάφου ραμφοειδόστομη πρόχους με ευθύγραμμο χείλος (Εικ.14). Στο κέντρο περίπου της ανατολικής πλευράς και σχεδόν σε επαφή με αυτήν βρέθηκε ακέραιο πήλινο δισκοειδές σφονδύλι.
Τα οστά εντοπίστηκαν συγκεντρωμένα κυρίως στο νότιο ήμισυ, και ειδικότερα στη ΝΔ γωνία του τάφου. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε έντονα συνεσταλμένη στάση με το κρανίο πιθανότατα στη ΝΑ γωνία με τα χέρια διπλωμένα μπροστά στο πρόσωπο. Πλάκα είχε τοποθετηθεί στο δάπεδο του τάφου που όμως το κάλυπτε σχεδόν κατά το ήμισυ.
Με βάση τα κτερίσματα η ταφή μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια στην Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο- στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. Ο τάφος αυτός θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο νεκροταφείο με αυτούς που είχαν ανασκαφεί το 2003 από το Γιάννο Κουράγιο.
Το ενδιαφέρον του ευρήματος έγκειται στο γεγονός ότι η ταφή είχε ενσωματωθεί στο συγκεκριμένο χώρο του συγκροτήματος που πρέπει να θεμελιώθηκε το αργότερο κάποια στιγμή στον 6ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος χωρίς να γνωρίζουν οι χρήστες του ότι πρόκειται για τάφο (Εικ.15).
Πλην των παραπάνω, αποκαλύφθηκε η κάτοψη μίας ακόμη κυκλικής κατασκευής διαμέτρου 17 μ (πλέον είναι ορατές τρεις πάνω στη νησίδα και μία στο Δεσποτικό) (Εικ.16). Η κακή κατάσταση διατήρησής της δεν επιτρέπει επί του παρόντος τη διεξαγωγή συμπερασμάτων για τη χρήση της.
Τέλος, αποκαταστάθηκε η ΒΔ γωνία της θεμελίωσης ώστε να τοποθετηθεί ο τοιχοβάτης από μαρμάρινους δόμους δουλεμένους με χοντρό βελόνι. Οι αναστηλωτικές εργασίες, διάρκειας 3 εβδομάδων, πραγματοποιήθηκαν από τους εξιδεικευμένους μαρμαροτεχνίτες Β. Χατζή. Μ. Αρμάο, Γ. Σκαρή, Γ. Παλαμάρη, Λ. Ιωάννου, Γ. Κοντονικολάου υπό την επίβλεψή του αρχιτέκτονα Γουλιέλμου Ορεστίδη.
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Αναπλ. Καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), Ίλιας Νταϊφά (Δρ. Αρχαιολόγος), Erica Angliker (Dr., Research Associate -British School at Athens), ενώ συμμετείχαν σε αυτή οι Caspar Meyer (Dr., Bard Graduate Center), Luigi Lafasciano (Dr., Univeristy of Salerno), Κατερίνα Καρακάση (Δρ. Αρχαιολόγος), Doug Forsyth (Dr., University of St Andrews), οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Λουίζα Πανοπούλου, Κλειώ Παπαθανασίου, Ευτυχία-Μαρία Χουμαδάκη και μεγάλος αριθμός εθελοντών φοιτητών από Πανεπιστήμια της Ευρώπης, της Αμερικής, της Βραζιλίας και της Ελλάδας (College Year in Athens/ΔΙΚΕΜΕΣ, JICAS Center, Bard Graduate Center N.Y., Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ.ά).
Η πραγματοποίηση των εργασιών κατέστη εφικτή χάρη στην υποστήριξη της ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ (Θανάσης και Μαρίνα Μαρτίνου), του Ιδρύματος Π&Α Κανελλοπούλου, του Ιδρύματος Α.Γ.Λεβέντη, της Marion Stassinopoulos, των Συλλόγων «Φίλοι της Πάρου» και «Antiparos Preservation Societty».
Δεσποτικό
Οι εργασίες επικεντρώθηκαν στα κτίρια που βρίσκονται έξω από το αρχαϊκό τέμενος στην περιοχή ανάμεσα σε αυτό και την ακτή.Συνεχίστηκε η διερεύνηση του Κτιρίου ΜΝ που είχε εντοπισθεί το 2023 (Εικ.1). Το κτίριο χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Είναι ορθογώνιας κάτοψης και έχουν έρθει στο φως οκτώ δωμάτια του. Οι τοίχοι τους έχουν πλάτος 0,45-0,48 μ., εκτός από το νότιο και το δυτικό όπου οι τοίχοι είναι «διπλοί» με πάχος σχεδόν 1,20 μ. Είναι κατασκευασμένοι από μεσαίους και μεγάλους πλακοειδείς και αδρά λαξευμένους λίθους και αρχιτεκτονικά δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα κτίρια που έχουν ήδη ανασκαφεί εξωτερικά του τεμένους.
Στα Δωμάτια 2 και 3 εντοπίστηκαν τετράπλευρες κατασκευές, ενώ στο μέσον του Δωματίου 5 υπάρχει επίμηκες «αυλάκι» μήκους 1,70μ., για την απορροή υδάτων. Στο εσωτερικό των δωματίων βρέθηκαν πολλοί πήλινοι κέραμοι από τη στέγη του κτιρίου, όπως και τμήμα ενός ακροκεράμου με τη μορφή γοργονείου.
Με βάση τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, μπορούν να αναγνωριστούν τουλάχιστον δύο αρχιτεκτονικές φάσεις του κτιρίου ΜΝ.
Η ανασκαφή του λεγόμενου «Κτιρίου Ω», στο περιβάλλον του οποίου το 2023 είχαν αποκαλυφθεί τα θραύσματα τουλάχιστον τριών κούρων, ενός ανδρικού αγάλματος αυστηρού ρύθμου, μαρμάρινων βάσεων και ειδωλίων και το οποίο είχε θεωρηθεί ως ένα είδους πρόπυλου (Εικ. 2, 3, 4) συνεχίστηκε και φέτος με τη διερεύνηση της μεγάλης κατάρρευσης στο εσωτερικό του κτίσματος, ανάμεσα στους τοίχους Τ1 και Τ3. Από τη μελέτη της στρωματογραφίας και της κεραμικής φαίνεται πολύ πιθανό πως οι δύο τοίχοι γνώρισαν δύο φάσεις κατασκευής και επισκευής, με την πρωιμότερη στον 6ο αι.π.Χ.
Στην περιοχή Β/ΒΔ του Κτιρίου Ζ, που βρίσκεται έξω αλλά πολύ κοντά στο τέμενος και του οποίου η κύρια φάση τοποθετείται στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., αποκαλύφθηκε ένα ακόμη δωμάτιο του αρχαϊκού κτιρίου Ζα, το οποίο είχε εντοπιστεί πέρσι, ακριβώς κάτω από το πλακόστρωτο αίθριο του Ζ και τα βορειότερα δωμάτιά του. Το πρωιμότερο κτίριο φαίνεται πως είχε αντίθετο προσανατολισμό με το «διάδοχό» του και αποτελούνταν από τουλάχιστον 3 δωμάτια σε παράταξη, στο εσωτερικό των οποίων αποκαλύφθηκε σημαντική ποσότητα κεραμικής αρχαϊκών χρόνων.
Μικρής κλίμακας καθαρισμοί πραγματοποιήθηκαν στο νοτιότερο δωμάτιο 11 του μεγάλου Κτιρίου Β, όπου ήρθε στο φως μεγάλη συγκέντρωση οστρέων και κεραμικής του 6ου και 5ου αι. π.Χ., επιβεβαιώνοντας την οικιστική/κοσμική χρήση του κτιρίου και το ευρύ χρονικό διάστημα λειτουργίας του από τον πρώιμο 6ο έως τον 5ο αι. π.Χ.
Μετά την ολοκλήρωση και κατάθεση προς έγκριση της μελέτης αποκατάστασης και ανάδειξης του συστήματος των αρχαϊκών δεξαμενών (αρχιτ. μελετητής Γουλιέλμος Ορεστίδης) πραγματοποιήθηκε ο τελικός καθαρισμός της κεντρικής Δεξαμενής 1 με την απομάκρυνση των νεώτερων επιχώσεων από τη ΝΔ γωνία της (Εικ.5,6).
Τσιμηντήρι
Η μικρή νησίδα Τσιμηντήρι βρίσκεται μεταξύ του κόλπου του Αγ. Γεωργίου της Αντιπάρου και της Μάντρας του Δεσποτικού, με την οποία συνδεόταν μέσω μιας στενής λωρίδας γης, ενός ισθμού. Το όνομα της είναι παράφραση της λέξης κοιμητήριο, αφού στη νότια ακτή της νησίδας είχαν ανασκαφεί Πρωτοκυκλαδικοί τάφοι, δυστυχώς συλημένοι. Σύντομη διερεύνηση το 2011 είχε οδηγήσει στον εντοπισμό του ορθογώνιου Κτιρίου ΑΤ αποτελούμενου από τρεις τουλάχιστον χώρους σε διάταξη Β-Ν. Η συνέχιση των ανασκαφικών εργασιών το 2019 και 2020 και πάλι για μικρά χρονικά διαστήματα λόγω της δυσκολίας πρόσβασης στη νησίδα, οδήγησαν στον εντοπισμό των κτιρίων ΒΤ, ΓΤ, ΔΤ, ΕΤ, στο ανατολικό άκρο της νησίδας, ενός μεγάλου κυκλικού κτιρίου (Κτίριο ΖΤ), καθώς και τμήματα δύο ακόμα ορθογώνιων κτιρίων (ΘΤ και ΗΤ) κοντά στο Κτίριο ΑΤ.
Κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο, λόγω της εγκατάστασης πλωτής εξέδρας- η οποία δωρήθηκε στην ανασκαφή από το Σύλλογο Antiparos Preservation Society- ήταν δυνατή η συστηματικότερη διερεύνηση των κτιρίων στο Τσιμηντήρι για ένα μήνα. Διαπιστώθηκε πως τα περισσότερα κτίρια που είχαν διερευνηθεί κατά τα προηγούμενα έτη και είχαν θεωρηθεί ανεξάρτητα οικοδομήματα στην πραγματικότητα συναποτελούν δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, το ΑΤ και το ΒΤ που διατάσσονται κατά μήκος της νότιας πλευράς της νησίδας προς τον υπήνεμο κόλπο και με άμεση θέαση προς το ιερό στο Δεσποτικό (Εικ.7).
Κτιριακό Συγκρότημα ΑΤ: Η συνέχιση της ανασκαφής των κτιρίων ΑΤ και ΗΤ απέδειξε πως αυτά πιθανότατα συναποτελούν ένα μεγάλο Κτιριακό Συγκρότημα, το ΑΤ (Εικ.8). Πρόκειται για ορθογώνιας κάτοψης συγκρότημα με τουλάχιστον 6 δωμάτια παρατεταγμένα ανατολικά και δυτικά ενός αύλειου χώρου. Οι ορατές διαστάσεις του είναι 18μ (Β-Ν) Χ 23μ (Α-Δ). Πιθανότατα σε μεταγενέστερη φάση προσαρτήθηκε στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος το λεγόμενο κτίριο ΘΤ, ορατών διαστάσεων 11μ (Β-Ν) Χ 6,5μ (Α-Δ).
Αναμένεται η συνέχιση της ανασκαφής τους το επόμενο καλοκαίρι, για να αποσαφηνιστεί η σύνδεση του δυτικού τμήματος του συγκροτήματος (το λεγόμενο κτίριο ΑΤ) με το ανατολικό (το λεγόμενο κτίριο ΗΤ) και το βόρειο τμήμα (το λεγόμενο κτίριο ΘΤ).
Σε απόσταση περίπου 30 μ προς βορειοδυτικά των παραπάνω κτιρίων αποκαλύφθηκε ένα ορθογώνιο κτίριο, το Κτίριο ΙΤ, διαστάσεων 7,80μ (Α-Δ) Χ 10μ (Β-Ν), η ανασκαφή του οποίου δεν ολοκληρώθηκε.
Κτιριακό Συγκρότημα ΒΤ: Στην ανατολική πλευρά της νησίδας όπου είχαν αποκαλυφθεί τα λεγόμενα Κτίρια ΒΤ, ΓΤ ΔΤ, και ΕΤ, διαπιστώθηκε ότι αυτά απαρτίζουν το μεγάλων διαστάσεων Κτιριακό Συγκρότημα ΒΤ (Εικ. 9). Η κάτοψή του είναι ορθογώνια και οι ορατές διαστάσεις του είναι περίπου 45 μ (Α-Δ) Χ 18μ (Β-Ν). Ο βορειότερος τοίχος του συγκροτήματος φθάνει σε μήκος τα 41,50 μ και ορίζει στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος μια σειρά 10 χώρων, ποικίλων διαστάσεων, που βρίσκονται σε παράταξη με διεύθυνση Α-Δ. Τα νότια δωμάτια του συγκροτήματος ορίζονται και αυτά εξωτερικά από τον ίδιο τοίχο μήκους 24 μ.
Αν και ανάμεσα στη βόρεια και τη νότια σειρά δωματίων - στο μέσον του συγκροτήματος- δεν ολοκληρώθηκε η ανασκαφή, ενώ και αρκετοί τοίχοι του έχουν καταστραφεί, είναι ξεκάθαρο πως ο σχεδιασμός του συγκροτήματος ακολουθεί τη φιλοσοφία της οργάνωσης πολλών χώρων ποκίλων διαστάσεων γύρω από μεγάλους αύλειους χώρους. Αυτό που δεν κατέστη σαφές είναι αν υπήρχε ένας ενιαίος ορθογώνιος αύλειος χώρος ή και ένας δεύτερος μικρότερος (Εικ. 10).
Αναλυτικότερα, το ανατολικότερο άκρο του συγκροτήματος, λίγα μόνο μέτρα από τη σημερινή ακτή, αποτελείται από έναν τετράπλευρο χώρο (Χ2) εμβαδού 129 τ.μ. Στη βόρεια πλευρά του βρίσκονται δύο ισομεγέθη δωμάτια, ενώ στη νότια πλευρά του ένας μικρός ορθογώνιος χώρος χωρίς είσοδο, στον οποίο εφάπτεται λίθινη ράμπα πλάτους 2,70 μ., μέσω της οποίας γινόταν η πρόσβαση στο χώρο.
Μπροστά (δυτικά) από τον Χ2 ανοίγεται ένας μεγάλος ορθογώνιος χώρος, πιθανότατα αύλειος (Χ4), το δυτικό όριο του οποίου δε σώζεται. Στο εσωτερικό του ανεσκάφη φέτος μία εκτεταμένη κατάρρευση . Βόρεια και νότια του αύλειου χώρου σώζονται έξι και τέσσερεις χώροι, αντίστοιχα (Εικ. 11).
Το δυτικό τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος έχει διατηρηθεί σε πολύ καλή κατάσταση. Στη βόρεια πλευρά του βρίσκονται δύο τετράπλευροι χώροι που μοιράζονται τον ίδιο τοίχο με τους βόρειους χώρους που προαναφέρθηκαν. Αυτοί επικοινωνούν με μεγάλο αύλειο χώρο, τμήμα του οποίου σώζει πλακόστρωση. Νότια αυτού ίσως ανοίγονταν περισσότεροι χώροι, αλλά η περιοχή χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Τα πρωιμότερα κεραμικά ευρήματα από τα Συγκροτήματα ΑΤ και ΒΤ ανήκουν στην πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, στα τέλη του 7ου/αρχές 6ου αιώνα, ωστόσο η πλειονότητα τους χρονολογείται στον ύστερο 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. Μικρή ποσότητα αγγείων χρονολογείται και στον 4ο αι. π.Χ. Βρέθηκαν πολλά θραύσματα μεγάλων πίθων με ανάγλυφη διακόσμηση του τύπου «μετοπών - τριγλύφων», αλλά και με κυματοειδείς ταινίες, θραύσματα εμπορικών αμφορέων, μελαμβαφής κεραμική του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., και αρκετές πήλινες πυραμιδόσχημες αγνύθες (Εικ.12). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μαρμάρινο αντικείμενο, πιθανόν ναύδετο.
Οι διαστάσεις του συγκροτήματος, η αρχιτεκτονική του μορφή, η χωροταξική σχέση του με τον απάνεμο κόλπο και ο τύπος των ευρημάτων - κυρίως οι εμπορικοί αμφορείς και οι πίθοι - υποδεικνύουν λιμενικές εγκαταστάσεις που μεταξύ άλλων εξυπηρετούσαν και την αποθήκευση προϊόντων.
Πρωτοκυκλαδική ταφή: Η φετινή ανασκαφική περίοδος μας επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη κατά τη διερεύνηση του Συγκροτήματος ΒΤ, καθώς κατά τη διερεύνηση του εσωτερικού του Χώρου 5 στο ΒΔ άκρο του Συγκροτήματος, εντοπίστηκε τραπεζοειδής, κιβωτιόσχημη κατασκευή από κάθετα τοποθετημένες λίθινες πλάκες (Εικ. 13). Η αποχωμάτωση του εσωτερικού του έως το βάθος περίπου 0,15 εκ. από την άνω επιφάνεια των πλακών απέδωσε κάποια όστρακα από χείλος αρχαϊκού αμφορέα και βάση σύγχρονου ανοιχτού μικρού αγγείου. Ωστόσο, η διερεύνηση σε μεγαλύτερο βάθος αποκάλυψε ότι πρόκειται για κιβωτιόσχημο τάφο της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, που δεν είχε συληθεί.
Ο τραπεζιόσχημος τάφος είχε διαστάσεις 3,30 μ. στη δυτική του πλευρά, 2,20 μ. στην ανατολική, 2,90 μ. στη βόρεια και 3,00 στη νότια. Κοντά στη ΝΔ γωνία του τάφου αποκαλύφθηκε ακέραιο μαρμάρινο κωνικό κύπελλο που πρέπει να είχε τοποθετηθεί όρθιο. Σχεδόν σε επαφή με τη δυτική πλευρά του τάφου βρέθηκε πήλινη ρηχή φιάλη, εντός της οποίας είχε τοποθετηθεί σφαιρική πυξίδα και λίγο βορειότερα τους σε μεγαλύτερη απόσταση από την πλευρά του τάφου ραμφοειδόστομη πρόχους με ευθύγραμμο χείλος (Εικ.14). Στο κέντρο περίπου της ανατολικής πλευράς και σχεδόν σε επαφή με αυτήν βρέθηκε ακέραιο πήλινο δισκοειδές σφονδύλι.
Τα οστά εντοπίστηκαν συγκεντρωμένα κυρίως στο νότιο ήμισυ, και ειδικότερα στη ΝΔ γωνία του τάφου. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε έντονα συνεσταλμένη στάση με το κρανίο πιθανότατα στη ΝΑ γωνία με τα χέρια διπλωμένα μπροστά στο πρόσωπο. Πλάκα είχε τοποθετηθεί στο δάπεδο του τάφου που όμως το κάλυπτε σχεδόν κατά το ήμισυ.
Με βάση τα κτερίσματα η ταφή μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια στην Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο- στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. Ο τάφος αυτός θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο νεκροταφείο με αυτούς που είχαν ανασκαφεί το 2003 από το Γιάννο Κουράγιο.
Το ενδιαφέρον του ευρήματος έγκειται στο γεγονός ότι η ταφή είχε ενσωματωθεί στο συγκεκριμένο χώρο του συγκροτήματος που πρέπει να θεμελιώθηκε το αργότερο κάποια στιγμή στον 6ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος χωρίς να γνωρίζουν οι χρήστες του ότι πρόκειται για τάφο (Εικ.15).
Πλην των παραπάνω, αποκαλύφθηκε η κάτοψη μίας ακόμη κυκλικής κατασκευής διαμέτρου 17 μ (πλέον είναι ορατές τρεις πάνω στη νησίδα και μία στο Δεσποτικό) (Εικ.16). Η κακή κατάσταση διατήρησής της δεν επιτρέπει επί του παρόντος τη διεξαγωγή συμπερασμάτων για τη χρήση της.
Αναστήλωση
Συνεχίστηκε και φέτος η αποκατάσταση του τετράστυλου πρόστυλου Κτιρίου Δ, του δεύτερου σημαντικότερου κτιρίου του τεμένους (Εικ. 17-18) Μετά την συμπλήρωση της υπόβασης και του στυλοβάτη από γνεύσιο, τοποθετήθηκε το κατώφλι και οι παραστάδες του, αποκαταστάθηκαν οι βάσεις και τμήματα σπονδύλων από αρχαίο και νέο υλικό, αλλά και η πρόσοψη του κτιρίου από μαρμάρινους δόμους.Τέλος, αποκαταστάθηκε η ΒΔ γωνία της θεμελίωσης ώστε να τοποθετηθεί ο τοιχοβάτης από μαρμάρινους δόμους δουλεμένους με χοντρό βελόνι. Οι αναστηλωτικές εργασίες, διάρκειας 3 εβδομάδων, πραγματοποιήθηκαν από τους εξιδεικευμένους μαρμαροτεχνίτες Β. Χατζή. Μ. Αρμάο, Γ. Σκαρή, Γ. Παλαμάρη, Λ. Ιωάννου, Γ. Κοντονικολάου υπό την επίβλεψή του αρχιτέκτονα Γουλιέλμου Ορεστίδη.