Νόμπελ Λογοτεχνίας: Αυτά είναι τα βιβλία της Χαν Γκανγκ που κυκλοφορούν στα ελληνικά
Η πρώτη συγγραφέας της Νότιας Κορέας που λαμβάνει Νόμπελ
"Η Χορτοφάγος" και το "Μάθημα Ελληνικών" είναι τα βιβλία της πρόσφατα βραβευμένης με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Νοτιοκορεάτισας συγγραφέως Χαν Γκανγκ που κυκλοφορούν στη χώρα μας
«Για την έντονη ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής» τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία η συγγραφέας Χαν Γκανγκ.
Έτσι έγινε η πρώτη συγγραφέας από τη Νότια Κορέα που λαμβάνει την υψηλότερη διάκριση του κόσμου, το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη Γκουάνγκ Τζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Την επόμενη χρονιά κέρδισε τον διαγωνισμό της εφημερίδας Σεούλ Σίνμουν για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την ιστορία της «Ερυθρή άγκυρα». Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Γιόσου κυκλοφόρησε το 1995. Το μυθιστόρημα «Η χορτοφάγος» (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων Τα φρούτα της γυναίκας μου (2000) και Η σαλαμάνδρα της φωτιάς (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα Μαύρο ελάφι (1998), Τα κρύα σου χέρια (2002), Φυσάει αέρας, πήγαινε (2010), Μάθημα ελληνικών (2011), Ανθρώπινες πράξεις (2014), Το λευκό βιβλίο (2016) και Δεν ξεχνώ (2021). Ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη τα βιβλία της Η χορτοφάγος (2020) και Μάθημα ελληνικών (2022), σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη από τα κορεατικά.
Ήταν χειμώνας και εκείνη ακόμη νεαρή όταν έχασε για πρώτη φορά την ικανότητα της ομιλίας της. Χωρίς καμία ένδειξη, χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Αυτό που την έκανε να αρχίσει και πάλι να μιλά ήταν μια λέξη από μια άλλη, ξένη γλώσσα, τη γαλλική. Η ίδια γυναίκα, η οποία κατόπιν χώρισε, στερήθηκε την επιμέλεια του παιδιού της και έχασε ξανά την ομιλία της, αποφασίζει κάποια στιγμή να ασχοληθεί με τα αρχαία ελληνικά. Τότε λοιπόν συναντά έναν καθηγητή του οποίου η όραση φθίνει μέρα με τη μέρα. Εκείνος, έχοντας τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα, ριζωμένα στο παρελθόν, παρατηρεί προσεκτικά την αμίλητη και αγέλαστη γυναίκα που φοιτά στην Ακαδημία, συγχρόνως όμως, παρά τη συμπόνια του, αισθάνεται τρόμο μπροστά στην αδιαπέραστη σιωπή της. Και μολονότι δεν το επιδιώκουν, ούτε καν το ελπίζουν, το εγκόσμιο θαύμα συντελείται. Δύο τραυματισμένοι άνθρωποι τα καταφέρνουν, τα καταφέρνουν μαζί, ξαναβρίσκουν την επιθυμία να επικοινωνήσουν και σταδιακά έρχονται όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Η Χαν Γκανγκ, η πιο διάσημη συγγραφέας της σημερινής Νότιας Κορέας, αφηγείται μοναδικά την ιδιαίτερη πορεία δύο πληγωμένων ψυχών προς το φως.
Βάζω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος
μου.
Με την άκρη της γλώσσας υγραίνω το
κάτω χείλος μου.
Τα δυο μου χέρια, που είναι μαζεμένα
μπροστά στο στήθος, κινούνται
νευρικά.
Τα βλέφαρά μου τρέμουν, σαν τα έντομα
που τρίβουν βίαια τα έλυτρά τους.
Αμέσως ξανανοίγω τα ξηρά μου χείλη.
Πεισματικά, εισπνέω και εκπνέω πιο
βαθιά.
Όταν τελικά προφέρω την πρώτη
συλλαβή, κλείνω με δύναμη τα μάτια
μου και μετά τα ανοίγω ξανά.
Σα να προετοιμάζομαι για το ενδεχόμενο
να εξαφανιστούν τα πάντα όταν
ανοίξω και πάλι τα μάτια μου.
[Απόσπασμα από το κείμενο]
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΠΟΥΚΕΡ
Η ΓιόνγκΧιε και ο σύζυγός της είναι δύο άνθρωποι του μέσου όρου. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του, δεν διακατέχεται από καμία φιλοδοξία. Εκείνη δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος, είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Η μονοτονία του γάμου τους ανατρέπεται όταν η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Δεν δίνει εξηγήσεις. «Είδα ένα όνειρο», αυτό λέει μονάχα. Πρόκειται για μια μικρή ένδειξη ανεξαρτησίας, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ακραία και να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη σε μια χώρα όπως η Νότια Κορέα. Και δεν φτάνει αυτό. Η παθητική αντίσταση της ΓιόνγκΧιε, μια διαδικασία ιδιότυπης μεταμόρφωσης, ξεπερνά κάθε όριο γκροτέσκου. Ποτέ δεν φορούσε με ευχαρίστηση σουτιέν, αλλά τώρα αρχίζει να το κάνει και δημοσίως. Επιπλέον, ονειρεύεται να ζήσει σαν φυτό. Σύσσωμη η οικογένεια θα στραφεί τελικά εναντίον της. Η βραβευμένη Χορτοφάγος είναι μια ιστορία καφκικής σύλληψης που αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις. Ένα μυθιστόρημα σαγηνευτικό και αλλόκοτο, βίαιο και αισθησιακό, με το οποίο η ΧανΓκανγκ, από τις δημοφιλέστερες λογοτεχνικές φωνές της Άπω Ανατολής, διερευνά την επιθυμία και την ντροπή, την καταπίεση και την εξουσία.
«Η Χορτοφάγος είναι ένα αξέχαστο μυθιστόρημα, σφοδρό και αυθεντικό, που απέσπασε πανάξια και ομόφωνα το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Η Χαν Γκανγκ αφηγείται μέσα από τρεις φωνές, τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, τούτη την πυκνή, παράξενη και εξαίρετα δομημένη ιστορία, περιγράφοντας πώς ακριβώς μια συνηθισμένη γυναίκα απορρίπτει τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις που τη δένουν με το σπίτι της, την οικογένειά της, την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Με ύφος λυρικό και συγχρόνως διαπεραστικό, το βιβλίο αποκαλύπτει τις συνέπειες που επιφέρει αυτή η μεγάλη άρνηση όχι μόνο στην ίδια την ηρωίδα αλλά και στους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Αυτό το συμπαγές, θαυμάσιο και ανατριχιαστικό έργο θα παραμείνει για καιρό στις σκέψεις, ίσως και στα όνειρα, των αναγνωστών. Ένας απίστευτος και αδιάκοπος συνδυασμός ομορφιάς και ανατριχίλας διατρέχει κάθε του σελίδα».
Μπόιντ Τόνκιν, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Βραβείου Booker 2016
«Μια ασυνήθιστη, αναπάντεχη αναγνωστική εμπειρία».
The Guardian
Έτσι έγινε η πρώτη συγγραφέας από τη Νότια Κορέα που λαμβάνει την υψηλότερη διάκριση του κόσμου, το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη Γκουάνγκ Τζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Την επόμενη χρονιά κέρδισε τον διαγωνισμό της εφημερίδας Σεούλ Σίνμουν για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την ιστορία της «Ερυθρή άγκυρα». Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Γιόσου κυκλοφόρησε το 1995. Το μυθιστόρημα «Η χορτοφάγος» (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων Τα φρούτα της γυναίκας μου (2000) και Η σαλαμάνδρα της φωτιάς (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα Μαύρο ελάφι (1998), Τα κρύα σου χέρια (2002), Φυσάει αέρας, πήγαινε (2010), Μάθημα ελληνικών (2011), Ανθρώπινες πράξεις (2014), Το λευκό βιβλίο (2016) και Δεν ξεχνώ (2021). Ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη τα βιβλία της Η χορτοφάγος (2020) και Μάθημα ελληνικών (2022), σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη από τα κορεατικά.
Μάθημα ελληνικών
ΜυθιστόρημαΉταν χειμώνας και εκείνη ακόμη νεαρή όταν έχασε για πρώτη φορά την ικανότητα της ομιλίας της. Χωρίς καμία ένδειξη, χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Αυτό που την έκανε να αρχίσει και πάλι να μιλά ήταν μια λέξη από μια άλλη, ξένη γλώσσα, τη γαλλική. Η ίδια γυναίκα, η οποία κατόπιν χώρισε, στερήθηκε την επιμέλεια του παιδιού της και έχασε ξανά την ομιλία της, αποφασίζει κάποια στιγμή να ασχοληθεί με τα αρχαία ελληνικά. Τότε λοιπόν συναντά έναν καθηγητή του οποίου η όραση φθίνει μέρα με τη μέρα. Εκείνος, έχοντας τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα, ριζωμένα στο παρελθόν, παρατηρεί προσεκτικά την αμίλητη και αγέλαστη γυναίκα που φοιτά στην Ακαδημία, συγχρόνως όμως, παρά τη συμπόνια του, αισθάνεται τρόμο μπροστά στην αδιαπέραστη σιωπή της. Και μολονότι δεν το επιδιώκουν, ούτε καν το ελπίζουν, το εγκόσμιο θαύμα συντελείται. Δύο τραυματισμένοι άνθρωποι τα καταφέρνουν, τα καταφέρνουν μαζί, ξαναβρίσκουν την επιθυμία να επικοινωνήσουν και σταδιακά έρχονται όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Η Χαν Γκανγκ, η πιο διάσημη συγγραφέας της σημερινής Νότιας Κορέας, αφηγείται μοναδικά την ιδιαίτερη πορεία δύο πληγωμένων ψυχών προς το φως.
Βάζω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος
μου.
Με την άκρη της γλώσσας υγραίνω το
κάτω χείλος μου.
Τα δυο μου χέρια, που είναι μαζεμένα
μπροστά στο στήθος, κινούνται
νευρικά.
Τα βλέφαρά μου τρέμουν, σαν τα έντομα
που τρίβουν βίαια τα έλυτρά τους.
Αμέσως ξανανοίγω τα ξηρά μου χείλη.
Πεισματικά, εισπνέω και εκπνέω πιο
βαθιά.
Όταν τελικά προφέρω την πρώτη
συλλαβή, κλείνω με δύναμη τα μάτια
μου και μετά τα ανοίγω ξανά.
Σα να προετοιμάζομαι για το ενδεχόμενο
να εξαφανιστούν τα πάντα όταν
ανοίξω και πάλι τα μάτια μου.
[Απόσπασμα από το κείμενο]
Η χορτοφάγος
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣΒΡΑΒΕΙΟ ΜΠΟΥΚΕΡ
Η ΓιόνγκΧιε και ο σύζυγός της είναι δύο άνθρωποι του μέσου όρου. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του, δεν διακατέχεται από καμία φιλοδοξία. Εκείνη δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος, είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Η μονοτονία του γάμου τους ανατρέπεται όταν η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Δεν δίνει εξηγήσεις. «Είδα ένα όνειρο», αυτό λέει μονάχα. Πρόκειται για μια μικρή ένδειξη ανεξαρτησίας, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ακραία και να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη σε μια χώρα όπως η Νότια Κορέα. Και δεν φτάνει αυτό. Η παθητική αντίσταση της ΓιόνγκΧιε, μια διαδικασία ιδιότυπης μεταμόρφωσης, ξεπερνά κάθε όριο γκροτέσκου. Ποτέ δεν φορούσε με ευχαρίστηση σουτιέν, αλλά τώρα αρχίζει να το κάνει και δημοσίως. Επιπλέον, ονειρεύεται να ζήσει σαν φυτό. Σύσσωμη η οικογένεια θα στραφεί τελικά εναντίον της. Η βραβευμένη Χορτοφάγος είναι μια ιστορία καφκικής σύλληψης που αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις. Ένα μυθιστόρημα σαγηνευτικό και αλλόκοτο, βίαιο και αισθησιακό, με το οποίο η ΧανΓκανγκ, από τις δημοφιλέστερες λογοτεχνικές φωνές της Άπω Ανατολής, διερευνά την επιθυμία και την ντροπή, την καταπίεση και την εξουσία.
«Η Χορτοφάγος είναι ένα αξέχαστο μυθιστόρημα, σφοδρό και αυθεντικό, που απέσπασε πανάξια και ομόφωνα το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Η Χαν Γκανγκ αφηγείται μέσα από τρεις φωνές, τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, τούτη την πυκνή, παράξενη και εξαίρετα δομημένη ιστορία, περιγράφοντας πώς ακριβώς μια συνηθισμένη γυναίκα απορρίπτει τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις που τη δένουν με το σπίτι της, την οικογένειά της, την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Με ύφος λυρικό και συγχρόνως διαπεραστικό, το βιβλίο αποκαλύπτει τις συνέπειες που επιφέρει αυτή η μεγάλη άρνηση όχι μόνο στην ίδια την ηρωίδα αλλά και στους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Αυτό το συμπαγές, θαυμάσιο και ανατριχιαστικό έργο θα παραμείνει για καιρό στις σκέψεις, ίσως και στα όνειρα, των αναγνωστών. Ένας απίστευτος και αδιάκοπος συνδυασμός ομορφιάς και ανατριχίλας διατρέχει κάθε του σελίδα».
Μπόιντ Τόνκιν, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Βραβείου Booker 2016
«Μια ασυνήθιστη, αναπάντεχη αναγνωστική εμπειρία».
The Guardian