"Κιβώτιο" και "12 ένορκοι": Η ιστορία των παραστάσεων – φαινόμενο που παίζονται ασταμάτημα μια ολόκληρη δεκαετία
Τρελαίνουν τα ταμεία σχεδόν δέκα χρόνια
Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου και οι «12 ένορκοι» του Reginald Rose ανέβηκαν στη σκηνή πριν χρόνια για λίγες παραστάσεις, αλλά σήμερα αποτελούν τις μακροβιότερες παραστάσεις της δεκαετίας
Σχεδόν μια δεκαετία παίζονται στη σκηνή δυο συναρπαστικές θεατρικές ιστορίες σημειώνοντας ατελείωτα sold out και σπάζοντας τα ταμεία.
Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, που παίζεται φέτος για 9η χρονιά στο Studio Μαυρομιχάλη στα Εξάρχεια και οι «12 Ένορκοι» που ανεβαίνουν για 10η χρονιά στο θέατρο Αλκμήνη στον Κεραμεικό, έχουν να μας πουν πολλά για το ταξίδι της επιτυχίας τους.
Τι είναι αυτό που προκαλεί τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στο κοινό; Πως ξεκίνησε η ιδέα του ανεβάσματός τους στη σκηνή και πως έφτασαν να παίζονται τόσα χρόνια;
Οι δύο εμπνευστές τους, ο ηθοποιός Φώτης Μακρής και η σκηνοθέτης Κωνσταντίνα Νικολαϊδη, αλλά και τρεις από τους 12 ενόρκους, οι ηθοποιοί Αλέξανδρος Καλπακίδης, Τάσος Γιαννόπουλος και Ορέστης Τρίκας, μιλώντας σήμερα στο S δίνουν όλες τις απαντήσεις.
«Το κείμενο αυτό το ανακάλυψα στα 16 μου, δηλαδή το πρωτοδιάβασα όταν πήγαινα στη Β Λυκείου. Τότε τα αναγνώσματα του ήταν λίγο εφηβικά. Μου το σύστησε ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου στον Πειραιά, που με αγαπούσε γιατί ήξερε ότι διαβάζω πολύ. Το διάβασα και με συντάραξε, έπαθα σοκ για το γεγονός ότι υπάρχει τέτοια λογοτεχνία. Μετά τον Ιούλιο Βερν, που τον λατρεύω ακόμα και τώρα, αυτό το κείμενο με σόκαρε. Από τότε το κουβαλούσα μέσα μου. Και όταν αργότερα στη ζωή μου ασχολήθηκα με το θέατρο, έλεγα πάντα ότι κάποτε αυτήν την ιστορία θα την παίξω στο θέατρο. Ανέβηκε στη σκηνή το 2015 αλλά η προετοιμασία άρχισε το 2010. Με συνεχή διαβάσματα μαζί με την Κλεοπάτρα Τολόγκου, που με σκηνοθετεί, κάναμε αυτήν τη δύσκολη διασκευή ενός βιβλίου 350 σελίδων που έπρεπε να γίνουν μια παράσταση μιας ώρας και 20 λεπτών. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί όταν λατρεύεις ένα μυθιστόρημα, κάθε τι που αφήνεις απέξω, σε πονάει. Αυτά τα τρία - τέσσερα χρόνια περίπου που το δουλεύαμε έγιναν άπειρες προσθαφαιρέσεις. Στο 2014 αρχίσαμε τις πρόβες, οι οποίες κι αυτές κράτησαν περίπου ένα χρόνο» αποκαλύπτει ο ίδιος στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ.
Το έργο δείχνει με εξαιρετικό τρόπο πως ο άνθρωπος προσηλώνεται σε ένα στόχο, δίνοντας τη ζωή του, χωρίς όμως να ξέρει ποιος είναι ο τελικός σκοπός. Στο ερώτημα αν ο ίδιος είχε φανταστεί τότε ότι η παράσταση θα έφτανε τα δέκα χρόνια, είναι καθόλα αρνητικός. «Με τίποτα! Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι το έργο αυτό θα παίζετε δέκα χρόνια. Δεν πίστευα ότι θα γίνει επιτυχία. Γιατί ήταν ένα δικό μου προσωπικό όνειρο και δεν πήγαινε το μυαλό μου ότι θα αφορά τελικά τόσο κόσμο. Υπάρχουν κάποιες στιγμές ενός καλλιτέχνη που θέλει να κάνει κάτι χωρίς να κοιτάζει το ταμείο. Να ανεβάσει δηλαδή κάτι μόνο για τον εαυτό του. Και ας το δουν 20 φίλοι μόνο. Αλλά αυτές οι στιγμές που σε καίνε εσένα είναι τελικά κάτι που καίει και άλλους πολλούς. Όταν έβλεπα τον κόσμο να έρχεται και να γεμίζει το θέατρο και μετά την παράσταση να κάνουμε χιλιάδες συζητήσεις με τον κόσμο, τότε κατάλαβα πόσους ανθρώπους αφορά αυτό το θέμα του εμφυλίου πολέμου» λέει.
Και τι ακριβώς εξιτάρει τον κόσμο παρακολουθώντας το "Κιβώτιο";«Ο κάθε θεατής μέσα σε αυτό το κιβώτιο βλέπει τις δικές του σκέψεις σχετικά με τον τρόπο που οι ίδιος αντιλαμβάνεται τη ζωή του. Εκατοντάδες άνθρωποι μας έχουν πει μετά την παράσταση ότι θα αγοράσουν και το βιβλίο να το διαβάσουν».
Και τι λέει στη σήμερα στο κοινό η προσωπικότητα του Άρη Αλεξάνδρου, περίπου 70 χρόνια μετά τον εμφύλιο; "Το κείμενο αυτό αποδεικνύεται ότι δεν είναι παλιό. Είναι πολύ πιο σύγχρονο από πολλά άλλα σύγχρονα. Δυστυχώς το θέμα του Εμφυλίου Πολέμου, 75 χρόνια μετά, δεν έχει λήξει μέσα μας. Το έχουμε απλά κουκουλώσει, αυτό όμως βράζει ακόμα μέσα μας. Δεν το έχουμε διαχειριστεί ακόμα και όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει πολλοί έντονοι τσακωμοί από διάφορες ηλικίες. Έχω δει νέο παιδί να λέει σε ένα άλλο παιδί ότι ο παππούς σου σκότωσε τον παππού μου. Επίσης το ΚΚΕ το «Κιβώτιο» το έχει απορρίψει. Θεωρεί ότι είναι ένα αντιδραστικό κείμενο. Άρα αυτές οι έριδες και οι διχόνοιες υπάρχουν ακόμα, δεν έχουν λήξει. Για να λήξουν πρέπει εμείς ως έθνος να τις διαχειριστούμε.
Ο ήρωας που ερμηνεύω υπερασπίζεται τόσο πολύ τα ιδανικά και τις αξίες του, με έναν τρόπο πολύ ρομαντικό, έντονο και απόλυτο που αποκτάει μια γοητεία. Όλοι θέλουμε να πιστέψουμε σε κάτι που θα μας δημιουργήσει μια εφορία. Αυτοί οι ήρωες, ανεξαρτήτως τι πίστευε ο καθένας, έχουν ένα αξιοθαύμαστο πάθος για την ιδεολογία τους. Όλα αυτά κάτι λένε και στο θεατή του 2024. Πριν δέκα χρόνια το κοινό της παράστασης ήταν κυρίως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Σήμερα το κοινό είναι νέα παιδιά 20 χρονών. Αυτό είναι αρκετά αισιόδοξο".
Ρωτήαμε τι είναι αυτό που αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο σε αυτό το έργο; "Το κείμενο πρωτίστως. Αρέσει πολύ στον θεατή το θέμα που πραγματεύεται το έργο. Και γενικά παίζει ρόλο και το πώς κάθε φορά ένας σκηνοθέτης έχει σεβαστεί το κείμενο και το έχει παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο ώστε να το υπηρετεί σωστά. Ο συγγραφέας έχει γράψει ένα πολύ επίκαιρο κείμενο, που πραγματεύεται, πέρα από το θέμα της θανατικής ποινής που παρατηρούμε τελευταία ότι σε κάποια κράτη επανέρχεται, πέρα από το θέμα της αδικίας για το πόσο εύκολα καταδικάζουμε τον συνάνθρωπό μας, έχει κάνει μια μικρογραφία της τότε κοινωνίας που δείχνει ότι σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Οπότε ο θεατής, στα δέκα χρόνια που παίζεται η παράσταση, βλέπει επι σκηνής μια μικρογραφία και της σημερινής κοινωνίας. Και βλέπει και πόσο έυκολα ο κάθε ένας από τους ενόρκους καταδικάζει έναν άνθρωπο χωρίς να σέβεται την πιθανότητα λάθους ή ακόμα καλύτερα την πιθανότητα συγχώρεσης ενός λάθους» αναφέρει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ η κ. Νικολαϊδη.
«Είχα δει την ταινία και αμέσως είπα αυτό θέλω να το κάνω θέατρο. Πήρα τα δικαιώματα και το ανεβάσαμε αρχικά Δευτερότριτα τον πρώτο χρόνο. Εκεί λοιπόν μέσα στον πρώτο θίασο ήταν ο αείμνηστος Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος σε κάποια πρόβα μας είχε πει ότι αυτή η παράσταση θα πάει δέκα χρόνια. Όλοι γελάσαμε, γιατί κανείς δεν τον πίστεψε. Από τότε κάθε χρόνος που περνάει σκέφτομαι αυτήν την κουβέντα του Κώστα. Κι εγώ ακόμα δεν το πιστεύω αυτό που έχει συμβεί» αναφέρει.
Η σκηνή μετατρέπεται σε μια δικαστική αίθουσα της Νέα Υόρκη του 1957, όπου ένα αλλοδαπό αγόρι δεκαέξι ετών κατηγορείται ότι σκότωσε τον πατέρα του. Η τύχη του είναι στα χέρια δώδεκα ενόρκων οι οποίοι θα αποφασίσουν αν είναι ένοχο και αν θα του επιβάλλουν την θανατική ποινή. Οι συγκρούσεις είναι έντονες σε ένα αλλεπάλληλο ψυχολογικό παιχνίδι αντιφάσεων.
Στην ουσία οι δώδεκα αυτοί χαρακτήρες είναι όλη η κοινωνία μας. Ο εγωιστής που δεν παραδέχεται το λάθος του, ο ρατσιστής που επιβάλλεται με τις φωνές του, ο φαινομενικά ελαφρόμυαλος που παρασύρεται από τη μάζα, ο καταπιεσμένος που δέχεται bullying, ο ήρεμος, ο ορθολογιστής με την τετράγωνη λογική, ο θυμωμένος εξαιτίας των κακών παιδικών του χρόνων, ο συντονιστής-διαιτητής, ο εργάτης που εκτελεί τις αποφάσεις του αφεντικού, ο αλλοδαπός ή αλλόθρησκος που βιώνει καθημερινά στο πετσί του τον ρατσισμό, αλλά και αυτός που στέκεται δίπλα στους αδύναμους και εναντιώνεται στην αδικία και την ψευτιά. Ο τελευταίος είναι και ο πιο συμπαθής ρόλος. Είναι αυτός που τολμάει να σηκώσει το χέρι, να δείξει τον ανθρωπισμό του μέσα από την αλήθεια και την αγάπη του.«Μη φοβηθείς να πράξεις αυτό που πρέπει και να σηκώσεις το χέρι, όταν οι άλλοι σιωπούν και χλευάζουν. Μίλα, πες την αλήθεια σου. Φώναξε τη. Δεν έχεις τίποτα πιο ιερό» είναι η φράση του έργου που καθηλώνει τους πάντες.
Ο Αλέξανδρος Καλπακίδης, ένας από τους δώδεκα ηθοποιούς ερμηνεύει τον ρόλο ενός φασίστα όπως λέει ο ίδιος. «Η ιστορία του έργου αφορά πολύ κόσμο. Μιλάει πολύ για την ανθρώπινη ψυχή και για το τι κουβαλάει μέσα του ο καθένας μας και το πώς σκέφτεται. Το έργο δεν μας λέει αν τελικά το παιδί σκότωσε τον πατέρα του. Το ζήτημα είναι ότι όταν ζεις σε μια κοινωνία που διέπεται από νόμους, όλοι πρέπει να τους ακολουθούμε. Και επειδή στην περίπτωση του παιδιού υπάρχει αιτιολογημένη αμφιβολία, εγώ πρέπει να ψηφίσω «αθώος». Εγώ υποδύομαι φέτος έναν φασίστα, αγράμματο άνθρωπο που ψηφίζει με το ζόρι αθώος. Η Κωνσταντίνα Νικολαϊδη έχει καταφέρει να έχει 12 άντρες πάνω στη σκηνή θυμίζοντας την ασπρόμαυρη εποχή του 1957 και έχει κάνει μια πολύ λιτή σκηνοθεσία, χωρίς φιοριτούρες και αυτό νομίζω είναι το μυστικό. Οπότε η σκηνοθεσία έχει καταφέρει να βγάλει στον καθένα μας ότι καλύτερο μπορεί. Και όλο αυτό το πράγμα είναι λειτουργικό και πολύ αρμονικό. Είναι σαν μουσική σύνθεση. Εγώ είμαι έξι χρόνια στην παράσταση αλλά τα τελευταία δύο χρόνια κάνω άλλον ρόλο. Παλιά έκαναν έναν λογιστή, πιο ορθολογιστή. Άλλαξα ρόλο φέτος για ανανέωση. Αλλά στην αρχή νόμιζα ότι έπαιζα δύο ρόλους και κάποιες φορές μου ερχόταν να ατακάρω και τους δύο ρόλους. Αλλά είναι μια σπουδαία εμπειρία. Ο κόσμος έρχεται και την βλέπει τρεις και τέσσερις φορές. Είναι όπως πάμε ακούμε κάθε χρόνο ένα μουσικό συγκρότημα και ακούμε τα ίδια τραγούδια κάθε χρόνο. Και φέρνουν και παρέα» αναφέρει.
Ο Τάσος Γιαννόπουλος αισθάνεται ευτυχής που για τέταρτη χρονιά βρίσκεται στους 12 ενόρκους. «Ο θεατής εισπράττει πολύ δυνατά συναισθήματα βλέποντας αυτό το έργο. Η σκηνοθεσία βγάζει με καθαρό τρόπο τους χαρακτήρες προς τα έξω. Κάθε βράδυ στη σκηνή βιώνουμε μια υπέροχη στιγμή με τον κόσμο. Ο ήρωας που υποδύομαι έχει ένα πρόβλημα με τον γιό του και η προσωπική του προκατάληψη καθρεφτίζεται στη συζήτηση για τον ένοχο της δίκης» τονίζει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ.
Μεταξύ των δώδεκα ενόρκων βρίσκεται και ο Ορέστης Τρίκας κρατώντας τον ρόλο ενός πωλητή που ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά τους ανθρώπους αλλά θέλει να τελειώνει γρήγορα η διαδικασία για να πάει να δει έναν αγώνα. «Η παράσταση έχει πολλά υλικά που οδηγούν στην επιτυχία. Μέσα σε ένα δωμάτιο είναι κλεισμένοι δώδεκα άνθρωποι της κοινωνίας μας με διαφορετικές πεποιθήσεις ο καθένας. Αλλά φτάνει ένας μόνο άνθρωπος για να φέρει την αλλαγή, αν βρει τη δύναμη να στηρίξει την άποψή του. Η σκηνοθέτις μας έχει καταφέρει να μας κάνει οικογένεια και με αυτόν τον τρόπο έχει αναδείξει υπέροχα τους δώδεκα διαφορετικούς χαρακτήρες» αναφέρει.
Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, που παίζεται φέτος για 9η χρονιά στο Studio Μαυρομιχάλη στα Εξάρχεια και οι «12 Ένορκοι» που ανεβαίνουν για 10η χρονιά στο θέατρο Αλκμήνη στον Κεραμεικό, έχουν να μας πουν πολλά για το ταξίδι της επιτυχίας τους.
Τι είναι αυτό που προκαλεί τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στο κοινό; Πως ξεκίνησε η ιδέα του ανεβάσματός τους στη σκηνή και πως έφτασαν να παίζονται τόσα χρόνια;
Οι δύο εμπνευστές τους, ο ηθοποιός Φώτης Μακρής και η σκηνοθέτης Κωνσταντίνα Νικολαϊδη, αλλά και τρεις από τους 12 ενόρκους, οι ηθοποιοί Αλέξανδρος Καλπακίδης, Τάσος Γιαννόπουλος και Ορέστης Τρίκας, μιλώντας σήμερα στο S δίνουν όλες τις απαντήσεις.
Το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου
Το «Κιβώτιο», το μόνο μυθιστόρημά του αντιστασιακού ποιητή και πεζογράφου Άρη Αλεξάνδρου τοποθετείται στα τέλη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, το 1949 όταν μια ομάδα ανταρτών αναλαμβάνει μετά από σχετική εντολή του Γενικού Αρχηγείου να μεταφέρει, περνώντας μέσα από εχθρικό έδαφος, ένα κιβώτιο αγνώστου περιεχομένου. Στη διάρκεια της αποστολής η ομάδα αρχίζει να χάνει τα μέλη της σταδιακά μέχρι που τελικά σώζεται ένας μόνο αντάρτης, ο οποίος τελικά κατορθώνει να παραδώσει το κιβώτιο. Όταν όμως φτάνει στον προορισμό του, διαπιστώνεται πως είναι άδειο και ο αντάρτης φυλακίζεται ως δολιοφθορέας. Ο Φώτης Μακρής ερμηνεύει για ένατη χρονιά χρόνια τον ταραγμένο αυτόν ήρωα, παρουσιάζοντας την παράσταση σε 33 πόλεις της Ελλάδας και την Κύπρο λαμβάνοντας εκπληκτικές κριτικές για την ερμηνεία του.«Το κείμενο αυτό το ανακάλυψα στα 16 μου, δηλαδή το πρωτοδιάβασα όταν πήγαινα στη Β Λυκείου. Τότε τα αναγνώσματα του ήταν λίγο εφηβικά. Μου το σύστησε ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς μου στον Πειραιά, που με αγαπούσε γιατί ήξερε ότι διαβάζω πολύ. Το διάβασα και με συντάραξε, έπαθα σοκ για το γεγονός ότι υπάρχει τέτοια λογοτεχνία. Μετά τον Ιούλιο Βερν, που τον λατρεύω ακόμα και τώρα, αυτό το κείμενο με σόκαρε. Από τότε το κουβαλούσα μέσα μου. Και όταν αργότερα στη ζωή μου ασχολήθηκα με το θέατρο, έλεγα πάντα ότι κάποτε αυτήν την ιστορία θα την παίξω στο θέατρο. Ανέβηκε στη σκηνή το 2015 αλλά η προετοιμασία άρχισε το 2010. Με συνεχή διαβάσματα μαζί με την Κλεοπάτρα Τολόγκου, που με σκηνοθετεί, κάναμε αυτήν τη δύσκολη διασκευή ενός βιβλίου 350 σελίδων που έπρεπε να γίνουν μια παράσταση μιας ώρας και 20 λεπτών. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί όταν λατρεύεις ένα μυθιστόρημα, κάθε τι που αφήνεις απέξω, σε πονάει. Αυτά τα τρία - τέσσερα χρόνια περίπου που το δουλεύαμε έγιναν άπειρες προσθαφαιρέσεις. Στο 2014 αρχίσαμε τις πρόβες, οι οποίες κι αυτές κράτησαν περίπου ένα χρόνο» αποκαλύπτει ο ίδιος στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ.
Το έργο δείχνει με εξαιρετικό τρόπο πως ο άνθρωπος προσηλώνεται σε ένα στόχο, δίνοντας τη ζωή του, χωρίς όμως να ξέρει ποιος είναι ο τελικός σκοπός. Στο ερώτημα αν ο ίδιος είχε φανταστεί τότε ότι η παράσταση θα έφτανε τα δέκα χρόνια, είναι καθόλα αρνητικός. «Με τίποτα! Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι το έργο αυτό θα παίζετε δέκα χρόνια. Δεν πίστευα ότι θα γίνει επιτυχία. Γιατί ήταν ένα δικό μου προσωπικό όνειρο και δεν πήγαινε το μυαλό μου ότι θα αφορά τελικά τόσο κόσμο. Υπάρχουν κάποιες στιγμές ενός καλλιτέχνη που θέλει να κάνει κάτι χωρίς να κοιτάζει το ταμείο. Να ανεβάσει δηλαδή κάτι μόνο για τον εαυτό του. Και ας το δουν 20 φίλοι μόνο. Αλλά αυτές οι στιγμές που σε καίνε εσένα είναι τελικά κάτι που καίει και άλλους πολλούς. Όταν έβλεπα τον κόσμο να έρχεται και να γεμίζει το θέατρο και μετά την παράσταση να κάνουμε χιλιάδες συζητήσεις με τον κόσμο, τότε κατάλαβα πόσους ανθρώπους αφορά αυτό το θέμα του εμφυλίου πολέμου» λέει.
Και τι ακριβώς εξιτάρει τον κόσμο παρακολουθώντας το "Κιβώτιο";«Ο κάθε θεατής μέσα σε αυτό το κιβώτιο βλέπει τις δικές του σκέψεις σχετικά με τον τρόπο που οι ίδιος αντιλαμβάνεται τη ζωή του. Εκατοντάδες άνθρωποι μας έχουν πει μετά την παράσταση ότι θα αγοράσουν και το βιβλίο να το διαβάσουν».
Και τι λέει στη σήμερα στο κοινό η προσωπικότητα του Άρη Αλεξάνδρου, περίπου 70 χρόνια μετά τον εμφύλιο; "Το κείμενο αυτό αποδεικνύεται ότι δεν είναι παλιό. Είναι πολύ πιο σύγχρονο από πολλά άλλα σύγχρονα. Δυστυχώς το θέμα του Εμφυλίου Πολέμου, 75 χρόνια μετά, δεν έχει λήξει μέσα μας. Το έχουμε απλά κουκουλώσει, αυτό όμως βράζει ακόμα μέσα μας. Δεν το έχουμε διαχειριστεί ακόμα και όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει πολλοί έντονοι τσακωμοί από διάφορες ηλικίες. Έχω δει νέο παιδί να λέει σε ένα άλλο παιδί ότι ο παππούς σου σκότωσε τον παππού μου. Επίσης το ΚΚΕ το «Κιβώτιο» το έχει απορρίψει. Θεωρεί ότι είναι ένα αντιδραστικό κείμενο. Άρα αυτές οι έριδες και οι διχόνοιες υπάρχουν ακόμα, δεν έχουν λήξει. Για να λήξουν πρέπει εμείς ως έθνος να τις διαχειριστούμε.
Ο ήρωας που ερμηνεύω υπερασπίζεται τόσο πολύ τα ιδανικά και τις αξίες του, με έναν τρόπο πολύ ρομαντικό, έντονο και απόλυτο που αποκτάει μια γοητεία. Όλοι θέλουμε να πιστέψουμε σε κάτι που θα μας δημιουργήσει μια εφορία. Αυτοί οι ήρωες, ανεξαρτήτως τι πίστευε ο καθένας, έχουν ένα αξιοθαύμαστο πάθος για την ιδεολογία τους. Όλα αυτά κάτι λένε και στο θεατή του 2024. Πριν δέκα χρόνια το κοινό της παράστασης ήταν κυρίως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Σήμερα το κοινό είναι νέα παιδιά 20 χρονών. Αυτό είναι αρκετά αισιόδοξο".
Οι 12 Ένορκοι του Reginald Rose
Στην καρδιά της Αθήνας σε ένα στενάκι παράλληλο της Πειραιώς στον Κεραμεικό όπου βρίσκεται το Θέατρο Αλκμήνη, μια άλλη παράσταση έχει καταρρίψει όλα τα προγνωστικά, καθώς παρουσιάζεται για δέκατη χρονιά φέτος. Οι «Δώδεκα ένορκοι» του Reginald Rose είναι ένα συναρπαστικό δικαστικό δράμα, που φέρνει τους θεατές αντιμέτωπους με τη συνείδησή τους. Η επιτυχία είναι αποτέλεσμα τόσο της ισορροπημένης σκηνοθεσίας της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, που καταφέρνει να ενώσει σαν πλεκτό δώδεκα ανθρώπους επί σκηνής, όσο και στην ερμηνεία των ηθοποιών που ξετυλίγουν «βίαια» μπροστά στα μάτια του θεατή δώδεκα πεντακάθαρα ψυχογραφήματα ανθρώπων της διπλανής πόρτας.Ρωτήαμε τι είναι αυτό που αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο σε αυτό το έργο; "Το κείμενο πρωτίστως. Αρέσει πολύ στον θεατή το θέμα που πραγματεύεται το έργο. Και γενικά παίζει ρόλο και το πώς κάθε φορά ένας σκηνοθέτης έχει σεβαστεί το κείμενο και το έχει παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο ώστε να το υπηρετεί σωστά. Ο συγγραφέας έχει γράψει ένα πολύ επίκαιρο κείμενο, που πραγματεύεται, πέρα από το θέμα της θανατικής ποινής που παρατηρούμε τελευταία ότι σε κάποια κράτη επανέρχεται, πέρα από το θέμα της αδικίας για το πόσο εύκολα καταδικάζουμε τον συνάνθρωπό μας, έχει κάνει μια μικρογραφία της τότε κοινωνίας που δείχνει ότι σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Οπότε ο θεατής, στα δέκα χρόνια που παίζεται η παράσταση, βλέπει επι σκηνής μια μικρογραφία και της σημερινής κοινωνίας. Και βλέπει και πόσο έυκολα ο κάθε ένας από τους ενόρκους καταδικάζει έναν άνθρωπο χωρίς να σέβεται την πιθανότητα λάθους ή ακόμα καλύτερα την πιθανότητα συγχώρεσης ενός λάθους» αναφέρει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ η κ. Νικολαϊδη.
«Είχα δει την ταινία και αμέσως είπα αυτό θέλω να το κάνω θέατρο. Πήρα τα δικαιώματα και το ανεβάσαμε αρχικά Δευτερότριτα τον πρώτο χρόνο. Εκεί λοιπόν μέσα στον πρώτο θίασο ήταν ο αείμνηστος Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος σε κάποια πρόβα μας είχε πει ότι αυτή η παράσταση θα πάει δέκα χρόνια. Όλοι γελάσαμε, γιατί κανείς δεν τον πίστεψε. Από τότε κάθε χρόνος που περνάει σκέφτομαι αυτήν την κουβέντα του Κώστα. Κι εγώ ακόμα δεν το πιστεύω αυτό που έχει συμβεί» αναφέρει.
Η σκηνή μετατρέπεται σε μια δικαστική αίθουσα της Νέα Υόρκη του 1957, όπου ένα αλλοδαπό αγόρι δεκαέξι ετών κατηγορείται ότι σκότωσε τον πατέρα του. Η τύχη του είναι στα χέρια δώδεκα ενόρκων οι οποίοι θα αποφασίσουν αν είναι ένοχο και αν θα του επιβάλλουν την θανατική ποινή. Οι συγκρούσεις είναι έντονες σε ένα αλλεπάλληλο ψυχολογικό παιχνίδι αντιφάσεων.
Στην ουσία οι δώδεκα αυτοί χαρακτήρες είναι όλη η κοινωνία μας. Ο εγωιστής που δεν παραδέχεται το λάθος του, ο ρατσιστής που επιβάλλεται με τις φωνές του, ο φαινομενικά ελαφρόμυαλος που παρασύρεται από τη μάζα, ο καταπιεσμένος που δέχεται bullying, ο ήρεμος, ο ορθολογιστής με την τετράγωνη λογική, ο θυμωμένος εξαιτίας των κακών παιδικών του χρόνων, ο συντονιστής-διαιτητής, ο εργάτης που εκτελεί τις αποφάσεις του αφεντικού, ο αλλοδαπός ή αλλόθρησκος που βιώνει καθημερινά στο πετσί του τον ρατσισμό, αλλά και αυτός που στέκεται δίπλα στους αδύναμους και εναντιώνεται στην αδικία και την ψευτιά. Ο τελευταίος είναι και ο πιο συμπαθής ρόλος. Είναι αυτός που τολμάει να σηκώσει το χέρι, να δείξει τον ανθρωπισμό του μέσα από την αλήθεια και την αγάπη του.«Μη φοβηθείς να πράξεις αυτό που πρέπει και να σηκώσεις το χέρι, όταν οι άλλοι σιωπούν και χλευάζουν. Μίλα, πες την αλήθεια σου. Φώναξε τη. Δεν έχεις τίποτα πιο ιερό» είναι η φράση του έργου που καθηλώνει τους πάντες.
Ο Αλέξανδρος Καλπακίδης, ένας από τους δώδεκα ηθοποιούς ερμηνεύει τον ρόλο ενός φασίστα όπως λέει ο ίδιος. «Η ιστορία του έργου αφορά πολύ κόσμο. Μιλάει πολύ για την ανθρώπινη ψυχή και για το τι κουβαλάει μέσα του ο καθένας μας και το πώς σκέφτεται. Το έργο δεν μας λέει αν τελικά το παιδί σκότωσε τον πατέρα του. Το ζήτημα είναι ότι όταν ζεις σε μια κοινωνία που διέπεται από νόμους, όλοι πρέπει να τους ακολουθούμε. Και επειδή στην περίπτωση του παιδιού υπάρχει αιτιολογημένη αμφιβολία, εγώ πρέπει να ψηφίσω «αθώος». Εγώ υποδύομαι φέτος έναν φασίστα, αγράμματο άνθρωπο που ψηφίζει με το ζόρι αθώος. Η Κωνσταντίνα Νικολαϊδη έχει καταφέρει να έχει 12 άντρες πάνω στη σκηνή θυμίζοντας την ασπρόμαυρη εποχή του 1957 και έχει κάνει μια πολύ λιτή σκηνοθεσία, χωρίς φιοριτούρες και αυτό νομίζω είναι το μυστικό. Οπότε η σκηνοθεσία έχει καταφέρει να βγάλει στον καθένα μας ότι καλύτερο μπορεί. Και όλο αυτό το πράγμα είναι λειτουργικό και πολύ αρμονικό. Είναι σαν μουσική σύνθεση. Εγώ είμαι έξι χρόνια στην παράσταση αλλά τα τελευταία δύο χρόνια κάνω άλλον ρόλο. Παλιά έκαναν έναν λογιστή, πιο ορθολογιστή. Άλλαξα ρόλο φέτος για ανανέωση. Αλλά στην αρχή νόμιζα ότι έπαιζα δύο ρόλους και κάποιες φορές μου ερχόταν να ατακάρω και τους δύο ρόλους. Αλλά είναι μια σπουδαία εμπειρία. Ο κόσμος έρχεται και την βλέπει τρεις και τέσσερις φορές. Είναι όπως πάμε ακούμε κάθε χρόνο ένα μουσικό συγκρότημα και ακούμε τα ίδια τραγούδια κάθε χρόνο. Και φέρνουν και παρέα» αναφέρει.
Ο Τάσος Γιαννόπουλος αισθάνεται ευτυχής που για τέταρτη χρονιά βρίσκεται στους 12 ενόρκους. «Ο θεατής εισπράττει πολύ δυνατά συναισθήματα βλέποντας αυτό το έργο. Η σκηνοθεσία βγάζει με καθαρό τρόπο τους χαρακτήρες προς τα έξω. Κάθε βράδυ στη σκηνή βιώνουμε μια υπέροχη στιγμή με τον κόσμο. Ο ήρωας που υποδύομαι έχει ένα πρόβλημα με τον γιό του και η προσωπική του προκατάληψη καθρεφτίζεται στη συζήτηση για τον ένοχο της δίκης» τονίζει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ.
Μεταξύ των δώδεκα ενόρκων βρίσκεται και ο Ορέστης Τρίκας κρατώντας τον ρόλο ενός πωλητή που ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά τους ανθρώπους αλλά θέλει να τελειώνει γρήγορα η διαδικασία για να πάει να δει έναν αγώνα. «Η παράσταση έχει πολλά υλικά που οδηγούν στην επιτυχία. Μέσα σε ένα δωμάτιο είναι κλεισμένοι δώδεκα άνθρωποι της κοινωνίας μας με διαφορετικές πεποιθήσεις ο καθένας. Αλλά φτάνει ένας μόνο άνθρωπος για να φέρει την αλλαγή, αν βρει τη δύναμη να στηρίξει την άποψή του. Η σκηνοθέτις μας έχει καταφέρει να μας κάνει οικογένεια και με αυτόν τον τρόπο έχει αναδείξει υπέροχα τους δώδεκα διαφορετικούς χαρακτήρες» αναφέρει.