Αλέκος Συσσοβίτης στην Απογευματινή: "Καταπιάνομαι με δύσκολα έργα για να καταλάβω τι συμβαίνει μέσα μου"
Συνέντευξη στην "Κυριακάτικη Απογευματινή"
Ο Αλέκος Συσσοβίτης μιλά για τον ρόλο του σκληρού αστυνομικού τον οποίο υποδύεται στον "Πουπουλένιο" του Μάρτιν Μακντόνα, αναφερόμενος στην παιδική βία
Έναν βίαιο και αλκοολικό αστυνομικό υποδύεται φέτος στο Σύγχρονο Θέατρο ο Αλέκος Συσσοβίτης, πρωταγωνιστώντας στον «Πουπουλένιο» του αγαπημένου συγγραφέα του ελληνικού κοινού Μάρτιν ΜακΝτόνα σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.
Το έργο στο οποίο παίζουν ακόμα ο Αργύρης Αγγέλου, ο Νίκος Πουρσανίδης και ο Γεράσιμος Σκαφίδας συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας, δημιουργώντας μια παράσταση με αμείωτη ένταση που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος. Η σκοτεινή υπόθεση παρουσιάζει έναν συγγραφέα που ζει σε ένα κράτος με αυταρχικό καθεστώς και ανακρίνεται για το φρικιαστικό περιεχόμενο των διηγημάτων του και τις ομοιότητές τους με μια σειρά από ανεξιχνίαστες παιδοκτονίες που συμβαίνουν στην πόλη. Οι σκηνές σκληρές, απλώνουν παντού το θέμα της παιδικής κακοποίησης.
Ο γνωστός ηθοποιός, που στην μικρή οθόνη τον βλέπουμε φέτος και στο «Γιατρό» του Alpha, μιλώντας στην Κυριακάτικη Απογευματινή κάνει λόγο για τον κύκλο της βίας που μεταπηδά από γενιά σε γενιά και αναφέρεται στις αιτίες που σύμφωνα με την άποψη του, γιγαντώνουν σήμερα τη βία στα παιδιά, στους εφήβους και γενικά μέσα στις οικογένειες. «Στο έργο υπάρχει ένα ανακριτικό πλαίσιο σε μια δικτατορική κοινωνία όπου εκεί βλέπουμε και την στέρηση της ελευθερίας του λόγου. Στην ιστορία παρακολουθούμε και τι είναι αυτό που φέρνει αυτά τα δύο παιδιά, που είναι κακοποιημένα στην παιδική τους ηλικία, να κάνουν φόνους. Βλέπουμε επίσης και τους τέσσερις χαρακτήρες να είναι θύματα – θύτες γιατί όλοι τους έχουν κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία. Έχουν ένα έντονο τραύμα και οι τέσσερις. Οπότε παρόλο που δεν θέλουν την βία, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και την αναπαράγουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αυτό γίνεται και μέσα από κάποια παραμύθια, που είναι οι ιστορίες του συγγραφέα, όπου για τον θεατή υπάρχει ένα άλλοθι στο βαρύ περιεχόμενο. Όσο διαστροφικά είναι τα παραμύθια, όταν έχουν την ομπρέλα του παραμυθιού γίνονται και ευπρόσδεκτα γιατί δεν μα απειλούν με ένα τρόπο. Ο ήρωας που υποδύομαι είναι βίαιος γιατί έτσι ήταν κι ο πατέρας του. Όμως τίθεται ενάντια στην παιδική βία και αφιερώνει τη ζωή του πάνω σε αυτό και γίνεται ένας επιθεωρητής με μόνο στόχο και σκοπό να προστατεύσει τα παιδιά, λόγω των δικών του βιωμάτων και επειδή είχε χάσει τον γιό του σε ένα ατύχημα, νιώθοντας υπεύθυνος για αυτό. Το έργο δίνει μεγάλη έμφαση στα βιώματα που έχει ένα παιδί μέσα στο σπίτι μέχρι να ενηλικιωθεί και ποιές επιρροές έχουν οι γονείς πάνω στα παιδιά. μιλάει για την ενδοοικογενιακή και παιδική βία. Ουσιαστικά για το πώς διαπαιδαγωγούμε τα παιδιά. Αν τα μεγαλώσουμε με βία θα αναπαράξουν βία. Αν μεγαλώσουν με αγάπη, θα αναπαράξουν αγάπη» αναφέρει.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης δεν έχει ποτέ νιώσει τα ίδια συναισθήματα με αυτά του ρόλου που υποδύεται, αλλά «σκάβωντας» τις παιδικές αναμνήσεις του θυμάται τις δύσκολες στιγμές που βίωσε η οικογένειά του. «Εγώ προσωπικά όχι, δεν έχω βρεθεί στην ίδια θέση. Αν με χτύπαγαν μικρό ήταν για να διαβάσω, αλλά αυτό δεν ήταν ξύλο διαστροφικό και κακοπροαίρετο. Όμως στο δικό μου οικογενειακό περιβάλλον υπάρχουν άνθρωποι που είχαν χτυπηθεί πολύ στα παιδικά τους χρόνια και μπορεί οι γονείς τους να μην ήταν κακοί άνθρωποι, αλλά απλά ταλαιπωρημένοι από τη ζωή τους. Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα πέρασε τον προηγούμενο αιώνα πολέμους, και μεταναστεύσεις. Οι δικοί μου ήταν Πόντιοι, οι οποίοι ξηλώθηκαν το ’22 από την Τουρκία και τότε υπήρχε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Υπήρχε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα σκληρό. Έτσι δεν μπορούμε να χρεώσουμε σε εκείνους τους ανθρώπους τη σκληρότητα που κουβάλαγαν στην ψυχή τους» αποκαλύπτει.
Όσο για τον θεατή, εύλογο είναι το ερώτημα τι ψάχνει να βρει σε ένα τέτοιο έργο; «Πάντα πιστεύω ότι ο θεατής στο θέατρο ψάχνει τον εαυτό του, ή ψάχνει να διασκεδάσει με κάτι. Στο τέλος όμως αυτό που βρίσκει είναι κοινά σημεία. Όλοι ψάχνουμε να ταυτιστούμε με αυτό που γίνεται στη σκηνή και να πούμε «αυτό το έχω πάθει κι εγώ» λέει.
Από την αρχή της καριέρας του επιλέγει να αναμετριέται με δύσκολα έργα αναλαμβάνοντας ρόλους που μιλούν έντονα στην ψυχή του. «Σε αυτά τα έργα αναμετριέμαι με τη γνώση, η οποία έρχεται μέσα από βαθιά σκέψη και όχι αναίμακτα. Και όταν λέω γνώση εννοώ την αυτογνωσία που μας βοηθάει να καταλάβουμε τι γίνεται υποσυνείδητα. Και επειδή το δικό μας μεγάλωμα δεν ήταν εύκολο, επειδή ζούσαμε σε αντίξοες εποχές, καταπιάνομαι με δύσκολα έργα για να καταλάβω τι συμβαίνει σε εμένα και στον περίγυρό μου. Γιατί δεν έζησα εύκολα. Και όταν δεν ζεις εύκολα, καταπιάνεσαι με δύσκολα έργα. Αν ζεις σε μια γυάλα, όπου δεν έχεις αφουγκραστεί τι σημαίνει άνθρωπος και κοινωνία και αυτό που λέμε πρόβλημα, τότε δεν έχεις λόγο να πηγαίνεις να πονάς μπαίνοντας σε μια τέτοια διαδικασία. Εγώ όμως νιώθω μια λύτρωση μέσα σε αυτό γιατί αποκτώ γνώση. Παλιά όσα μου συνέβαιναν δεν ήξερα γιατί συνέβαιναν, γιατί δεν είχα την γνώση και τον μηχανισμό της λογικής για να ελέγξω τα πάθη μου και τα συναισθήματά μου και έτσι πιανόμουν κορόιδο. Οπότε καλύτερα να βάζουμε κάτω και να διαβάζουμε τους μεγάλους στοχαστές της ανθρωπότητας γιατί μας βοηθούν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι» τονίζει.
Σημείωμα Σκηνοθέτη
«Μια φορά κι έναν καιρό» οι γονείς και οι παππούδες μας, μάς αφηγούνταν όμορφα παραμύθια για να κοιμηθούμε γλυκά και ήσυχα. Εδώ ο ΜακΝτόνα μας αφηγείται ένα σκληρό, «αιματοβαμμένο» παραμύθι για να μας ξυπνήσει. Ο «Πουπουλένιος» - αλήθεια, πόσο τρυφερή λέξη; - δεν είναι μια ιστορία για παιδιά, αλλά ΜΕ παιδιά. Παιδιά που κακοποιήθηκαν, που δεν έλαβαν αγάπη, που βίωσαν τον πόνο και που εν τέλει… δεν μεγάλωσαν ποτέ. Το κείμενο αυτό αγγίζει πολύ σοβαρά ζητήματα της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα από αυτήν την παράσταση, προσπαθούμε να εξερευνήσουμε την βία που γεννιέται σήμερα στις κοινωνίες και πώς αυτή διασπείρεται σε κάθε οικογένεια, σε κάθε σπίτι. Επίσης, ψάχνουμε την απάντηση στο ερώτημα: ποια η σχέση της Τέχνης με την πραγματικότητα; Πόσο χρήσιμη ή «επικίνδυνη» μπορεί να είναι η Τέχνη για την -κάθε μορφής- εξουσία; Δυστυχώς απολυταρχικά καθεστώτα υπάρχουν ακόμα στις μέρες μας σε πολλά μέρη του κόσμου… Η ελευθερία λόγου και έκφρασης δεν είναι δεδομένη και οφείλουμε να την προστατεύουμε σε κάθε φάση της ανθρώπινης ιστορίας. Φεύγοντας από το θέατρο, ας αναρωτηθούμε: τελικά... ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;
Νικορέστης Χανιωτάκης
Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 16 ετών.
Σύγχρονο Θέατρο: Ευμολπιδών 45 ,Γκάζι
Το έργο στο οποίο παίζουν ακόμα ο Αργύρης Αγγέλου, ο Νίκος Πουρσανίδης και ο Γεράσιμος Σκαφίδας συνδυάζει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μαύρης κωμωδίας, δημιουργώντας μια παράσταση με αμείωτη ένταση που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος. Η σκοτεινή υπόθεση παρουσιάζει έναν συγγραφέα που ζει σε ένα κράτος με αυταρχικό καθεστώς και ανακρίνεται για το φρικιαστικό περιεχόμενο των διηγημάτων του και τις ομοιότητές τους με μια σειρά από ανεξιχνίαστες παιδοκτονίες που συμβαίνουν στην πόλη. Οι σκηνές σκληρές, απλώνουν παντού το θέμα της παιδικής κακοποίησης.
Ο γνωστός ηθοποιός, που στην μικρή οθόνη τον βλέπουμε φέτος και στο «Γιατρό» του Alpha, μιλώντας στην Κυριακάτικη Απογευματινή κάνει λόγο για τον κύκλο της βίας που μεταπηδά από γενιά σε γενιά και αναφέρεται στις αιτίες που σύμφωνα με την άποψη του, γιγαντώνουν σήμερα τη βία στα παιδιά, στους εφήβους και γενικά μέσα στις οικογένειες. «Στο έργο υπάρχει ένα ανακριτικό πλαίσιο σε μια δικτατορική κοινωνία όπου εκεί βλέπουμε και την στέρηση της ελευθερίας του λόγου. Στην ιστορία παρακολουθούμε και τι είναι αυτό που φέρνει αυτά τα δύο παιδιά, που είναι κακοποιημένα στην παιδική τους ηλικία, να κάνουν φόνους. Βλέπουμε επίσης και τους τέσσερις χαρακτήρες να είναι θύματα – θύτες γιατί όλοι τους έχουν κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία. Έχουν ένα έντονο τραύμα και οι τέσσερις. Οπότε παρόλο που δεν θέλουν την βία, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και την αναπαράγουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αυτό γίνεται και μέσα από κάποια παραμύθια, που είναι οι ιστορίες του συγγραφέα, όπου για τον θεατή υπάρχει ένα άλλοθι στο βαρύ περιεχόμενο. Όσο διαστροφικά είναι τα παραμύθια, όταν έχουν την ομπρέλα του παραμυθιού γίνονται και ευπρόσδεκτα γιατί δεν μα απειλούν με ένα τρόπο. Ο ήρωας που υποδύομαι είναι βίαιος γιατί έτσι ήταν κι ο πατέρας του. Όμως τίθεται ενάντια στην παιδική βία και αφιερώνει τη ζωή του πάνω σε αυτό και γίνεται ένας επιθεωρητής με μόνο στόχο και σκοπό να προστατεύσει τα παιδιά, λόγω των δικών του βιωμάτων και επειδή είχε χάσει τον γιό του σε ένα ατύχημα, νιώθοντας υπεύθυνος για αυτό. Το έργο δίνει μεγάλη έμφαση στα βιώματα που έχει ένα παιδί μέσα στο σπίτι μέχρι να ενηλικιωθεί και ποιές επιρροές έχουν οι γονείς πάνω στα παιδιά. μιλάει για την ενδοοικογενιακή και παιδική βία. Ουσιαστικά για το πώς διαπαιδαγωγούμε τα παιδιά. Αν τα μεγαλώσουμε με βία θα αναπαράξουν βία. Αν μεγαλώσουν με αγάπη, θα αναπαράξουν αγάπη» αναφέρει.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης δεν έχει ποτέ νιώσει τα ίδια συναισθήματα με αυτά του ρόλου που υποδύεται, αλλά «σκάβωντας» τις παιδικές αναμνήσεις του θυμάται τις δύσκολες στιγμές που βίωσε η οικογένειά του. «Εγώ προσωπικά όχι, δεν έχω βρεθεί στην ίδια θέση. Αν με χτύπαγαν μικρό ήταν για να διαβάσω, αλλά αυτό δεν ήταν ξύλο διαστροφικό και κακοπροαίρετο. Όμως στο δικό μου οικογενειακό περιβάλλον υπάρχουν άνθρωποι που είχαν χτυπηθεί πολύ στα παιδικά τους χρόνια και μπορεί οι γονείς τους να μην ήταν κακοί άνθρωποι, αλλά απλά ταλαιπωρημένοι από τη ζωή τους. Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα πέρασε τον προηγούμενο αιώνα πολέμους, και μεταναστεύσεις. Οι δικοί μου ήταν Πόντιοι, οι οποίοι ξηλώθηκαν το ’22 από την Τουρκία και τότε υπήρχε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Υπήρχε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα σκληρό. Έτσι δεν μπορούμε να χρεώσουμε σε εκείνους τους ανθρώπους τη σκληρότητα που κουβάλαγαν στην ψυχή τους» αποκαλύπτει.
Όσο για τον θεατή, εύλογο είναι το ερώτημα τι ψάχνει να βρει σε ένα τέτοιο έργο; «Πάντα πιστεύω ότι ο θεατής στο θέατρο ψάχνει τον εαυτό του, ή ψάχνει να διασκεδάσει με κάτι. Στο τέλος όμως αυτό που βρίσκει είναι κοινά σημεία. Όλοι ψάχνουμε να ταυτιστούμε με αυτό που γίνεται στη σκηνή και να πούμε «αυτό το έχω πάθει κι εγώ» λέει.
Από την αρχή της καριέρας του επιλέγει να αναμετριέται με δύσκολα έργα αναλαμβάνοντας ρόλους που μιλούν έντονα στην ψυχή του. «Σε αυτά τα έργα αναμετριέμαι με τη γνώση, η οποία έρχεται μέσα από βαθιά σκέψη και όχι αναίμακτα. Και όταν λέω γνώση εννοώ την αυτογνωσία που μας βοηθάει να καταλάβουμε τι γίνεται υποσυνείδητα. Και επειδή το δικό μας μεγάλωμα δεν ήταν εύκολο, επειδή ζούσαμε σε αντίξοες εποχές, καταπιάνομαι με δύσκολα έργα για να καταλάβω τι συμβαίνει σε εμένα και στον περίγυρό μου. Γιατί δεν έζησα εύκολα. Και όταν δεν ζεις εύκολα, καταπιάνεσαι με δύσκολα έργα. Αν ζεις σε μια γυάλα, όπου δεν έχεις αφουγκραστεί τι σημαίνει άνθρωπος και κοινωνία και αυτό που λέμε πρόβλημα, τότε δεν έχεις λόγο να πηγαίνεις να πονάς μπαίνοντας σε μια τέτοια διαδικασία. Εγώ όμως νιώθω μια λύτρωση μέσα σε αυτό γιατί αποκτώ γνώση. Παλιά όσα μου συνέβαιναν δεν ήξερα γιατί συνέβαιναν, γιατί δεν είχα την γνώση και τον μηχανισμό της λογικής για να ελέγξω τα πάθη μου και τα συναισθήματά μου και έτσι πιανόμουν κορόιδο. Οπότε καλύτερα να βάζουμε κάτω και να διαβάζουμε τους μεγάλους στοχαστές της ανθρωπότητας γιατί μας βοηθούν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι» τονίζει.
Σημείωμα Σκηνοθέτη
«Μια φορά κι έναν καιρό» οι γονείς και οι παππούδες μας, μάς αφηγούνταν όμορφα παραμύθια για να κοιμηθούμε γλυκά και ήσυχα. Εδώ ο ΜακΝτόνα μας αφηγείται ένα σκληρό, «αιματοβαμμένο» παραμύθι για να μας ξυπνήσει. Ο «Πουπουλένιος» - αλήθεια, πόσο τρυφερή λέξη; - δεν είναι μια ιστορία για παιδιά, αλλά ΜΕ παιδιά. Παιδιά που κακοποιήθηκαν, που δεν έλαβαν αγάπη, που βίωσαν τον πόνο και που εν τέλει… δεν μεγάλωσαν ποτέ. Το κείμενο αυτό αγγίζει πολύ σοβαρά ζητήματα της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα από αυτήν την παράσταση, προσπαθούμε να εξερευνήσουμε την βία που γεννιέται σήμερα στις κοινωνίες και πώς αυτή διασπείρεται σε κάθε οικογένεια, σε κάθε σπίτι. Επίσης, ψάχνουμε την απάντηση στο ερώτημα: ποια η σχέση της Τέχνης με την πραγματικότητα; Πόσο χρήσιμη ή «επικίνδυνη» μπορεί να είναι η Τέχνη για την -κάθε μορφής- εξουσία; Δυστυχώς απολυταρχικά καθεστώτα υπάρχουν ακόμα στις μέρες μας σε πολλά μέρη του κόσμου… Η ελευθερία λόγου και έκφρασης δεν είναι δεδομένη και οφείλουμε να την προστατεύουμε σε κάθε φάση της ανθρώπινης ιστορίας. Φεύγοντας από το θέατρο, ας αναρωτηθούμε: τελικά... ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;
Νικορέστης Χανιωτάκης
Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 16 ετών.
Σύγχρονο Θέατρο: Ευμολπιδών 45 ,Γκάζι