Εννέα χρόνια μετά την επιτυχημένη πρώτη παρουσίασή του, όπου η Στέλλα Ζαφειροπούλου συστήθηκε στο θεατρικό κοινό, το Φλάι επιστρέφει και συνεχίζει τις παραστάσεις του στο Olvio Theatre. Η Λίλη Τσεσματζόγλου υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Πέπης Μοσχοβάκου ερμηνεύει ξανά τον αλληγορικό μονόλογο που με σαρκασμό και χιούμορ πραγματεύεται την ελευθερία της επιλογής μέσα σε μια βίαια αγκυλωμένη κοινωνία

Ένα ιδιαίτερο πλάσμα, μια… goniurellia tridens, πετά από τόπο σε τόπο, ψάχνοντας εκείνη τη «γη» που θα την κατανοήσει και θα την αποδεχτεί. Στο ταξίδι της αυτό ανεβαίνει στον αγαπημένο της βράχο, το Λυκαβηττό, συναντά μια… γατούλα με ροζ μυτούλα, έναν σκαντζόχοιρο ονόματι Φάουστ ή... άουτς, τον μπούφο του Ρόμπερτ Φίσερ. Κουρασμένη από το πέταγμα κάθεται στα τραπεζάκια της πλατείας στο Γκάζι και ονειρεύεται πάνω σε ένα καφάσι μπύρες. Μέσα σε μια παραίσθηση πραγματικότητας και φαντασίας, ένα έργο για τον διαρκή αποπροσανατολισμό που ο καθένας από εμάς μπορεί να βιώσει.

Η Λίλη Τσεσματζόγλου ερμηνεύει, με σαρκασμό και χιούμορ, το θεατρικό κείμενο της Στέλλας Ζαφειροπούλου,έναν αλληγορικό μονόλογο για τη μοναξιά και τη διαφορετικότητα, σ’ έναν κόσμο που φοβάται κι αποστρέφεται καθετί μη «κανονικό».

Αυτή ήταν και η αφορμή για την συνέντευξη που ακολουθεί.

20241108-lili-tsesmatzoglou-_ngrigoriou-72-full-085

Το «Φλάι» είναι ένα ιδιαίτερο πλάσμα που πετά από τόπο σε τόπο, ψάχνοντας τη «γη» που θα την κατανοήσει και θα την αποδεχτεί. Γιατί μοιάζει να μην χωρά πουθενά;

Όλοι μας είμαστε ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί ο καθένας με το δικό του μοναδικό τρόπο. Η δυσκολία κρύβεται στο εάν μια κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί και να αγαπήσει την ιδιαιτερότητα του καθενός μας και να μας εντάξει όλους σε ένα κοινωνικό σύνολο που θα αποτελείται από ξεχωριστές οντότητες που όμως συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία. Όπως κατά την γνώμη μου θα ήταν και το απόλυτα φυσιολογικό. Για να μπορέσει όμως μια κοινωνία να υποστηρίξει την ομορφιά μέσα στην αναρχία του καθενός και να δημιουργήσει ένα σύνολο απόλυτα ασφαλές και λειτουργικό μέσα από τις αντιθέσεις μας, χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά και μαεστρία. Γι’ αυτό και η εύκολη λύση είναι η δαιμονοποίηση ή η στοχοποιηση και απόρριψη ενός συνόλου ανθρώπων, που έχουν το θάρρος και την αξιοπρέπεια να είναι όπως αισθάνονται. Και καθώς απέναντί τους δημιουργείται η τάση για μια ομογενοποίηση τρομοκρατημένη από την διαφορετικότητα, καθιστούν την διαφορετικότητα αυτή και ως υπαίτια για κάθε κακό, βγάζοντας από την σκακιέρα τούς πραγματικά υπεύθυνους. Έτσι λοιπόν ένας άνθρωπος που έχει ουσιαστική επαφή με τον εαυτό του, συνείδηση των αναγκών του και των θέλω του, μοιάζει φυσικό επακόλουθο να μην βρίσκει τον χώρο να εκφραστεί πουθενά. Κι αυτό γιατί καθένας μας, φυσιολογικά είναι τόσο διαφορετικός από τον άλλον, καταδικασμένος όμως να ακολουθεί συμπεριφορές και συνήθειες φορεμένες από έναν κοινωνικό κλοιό που εξυπηρετεί την πρακτική του λειτουργεία. Είναι αναμενόμενο να μην χωρά πουθενά καθώς είμαστε 8 δισεκατομμύρια και τα καλούπια είναι δέκα, το πολύ!

Και τι μετατοπίσεις θα πρέπει να γίνουν ώστε να βρει τον τόπο που της ταιριάζει;

Η μετατόπιση χρειάζεται να γίνει από έξω προς τα μέσα, δηλαδή όπως είπα και πιο πάνω, η λειτουργική διαδικασία μιας κοινωνίας χρειάζεται αλλαγή και μετατόπιση, αλλά καθώς αυτό είναι αδύνατο τελικά να προκύψει, είναι καθαρά ατομική ευθύνη να μπορέσει κανείς να βρει τον χώρο του για να υπάρξει, και να μετατοπίσει τη ζωή του σε τέτοιο βαθμό που να διατηρήσει ταυτόχρονα τα στοιχεία εκείνα που τον κάνουν να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέπτη και να τον αναγνωρίζει.

Τι αισθάνεστε εσείς για την ηρωίδα σας;

Η ηρωίδα του έργου της Στέλλας Ζαφειροπόυλου είναι ένα πλάσμα που δυστυχώς δεν έχει καταφέρει να βρει την λειτουργία αυτής της χρυσής τομής. Και θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να τα καταφέρει κανείς, καθώς ο άνθρωπος είναι ευαίσθητος και μαλακός σαν το βούτυρο και πως όλη εκείνη η αυστηρότητα και η σκληρότητα που δημιουργείται μέσα του για να επιβιώσει είναι κάτι τόσο αντίθετο στην φύση του που είτε δεν θα μπει καθόλου στον κόπο είτε θα μπει με κόστος στην υγεία του, στις διαπροσωπικές του σχέσεις κ.ο.κ. Οπότε, εκείνο που αισθάνομαι γι’ αυτό το πλάσμα είναι ένας απέραντος σεβασμός σε εκείνο που δεν μπορεί να καταφέρει. Σέβομαι την δυσκολία του και την κατανοώ βαθιά, όπως και την απόφασή του να πετάξει μακριά από κάθε τι που δεν μπορεί να το χωρέσει αντί να συμβιβαστεί με τον χαρακτηρισμό του «οριακά αποδεκτού» ανθρώπου.

Πόσο ελεύθεροι είμαστε τελικά να βαδίσουμε το ολόδικό μας μονοπάτι;

Η ελευθερία χρειάζεται να κατακτάται κάθε μέρα. Με τεράστιο αγώνα έναντι στις τριγύρω επιβολές και τις εσωτερικές φωνές, κραυγές και κριτικές προγονικών πεποιθήσεων. Χρειάζεται εγρήγορση και συνείδηση του «παιχνιδιού» και όσο έχουμε αυτά τα εφόδια μαζί μας, ακόμα και αν κάποιες φορές παρεκκλίνουμε από τον στόχο, είναι εύκολο να το μαζέψουμε και να επανέλθουμε στον δρόμο μας.

Και πώς τα «εγώ» μας μπορούν να γίνουν «εμείς» χωρίς ισοπέδωση;

Δεν μπορεί να γίνει ποτέ το Εγώ, Εμείς. Το εμείς έχει τεράστια δύναμη προς τα έξω κι αυτό δεν συμφέρει. Μπορεί να δημιουργούνται υποσύνολα και να υπάρχουν κάποιοι «γραφικοί» που φωνάζουν για την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση, την προσφορά, αλλά είναι αδύνατον να αλλάξουν τον κόσμο όταν κυριαρχεί ο καπιταλισμός. Για μένα, με όλα εκείνα που συμβαίνουν στον πλανήτη μας θα έπρεπε να σταματήσουμε εντελώς ότι κάνουμε και να ξεχυθούμε στους δρόμους, φωνάζοντας για την αδικία και τους πολέμους και όχι να ψωνίζουμε δώρα και να στολίζουμε δεντράκια. Ξέρω όμως ταυτόχρονα πόσο δύσκολο είναι αυτό καθώς όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε την ζωή μας όσο καλύτερα μπορούμε και να προσφέρουμε σ’ εκείνους που αγαπάμε ό,τι καλύτερο έχουμε. Σ’ αυτό στηρίζετε η διατήρηση της παράλογης και παρά φύσιν ζωής που ζούμε. Ο καθένας κλεισμένος στο «ασφαλές» σπιτάκι του, κοιτάζοντας την δουλίτσα του.

Γιατί φοβόμαστε το διαφορετικό, αντί να μάθουμε απ’ αυτό;

Γιατί ο άνθρωπος γαλουχείται συνήθως με την ιδέα του να δυναμώσει το εγώ του. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα οτιδήποτε άλλο να το αντιμετωπίζει σαν απειλή της κατάρρευσής αυτού του εγώ, κάτι που θα ήταν για εκείνον ολέθριο. Όμως πόση ομορφιά θα εμφανιζόταν άραγε αν ξεγαντζώναμε τα αδύναμα χεράκια μας από τον τεράστιο εγωισμό μας και αφηνόμασταν στο άγνωστο; Ο άνθρωπος θέλει να γνωρίζει, θέλει να ξέρει, να είναι όλα μετρήσιμα και «κατανοητά», να είναι όλα συγκρίσιμα, να έχουν αρχή και τέλος ξεκάθαρο, διαφορετικά τρελαίνεται. Δεν μπορεί να ηρεμήσει στην σκέψη πως δεν χρειάζεται να συγκριθεί ή να συγκρίνει, πως δεν χρειάζεται να είναι καλύτερος ή χειρότερος από κάποιον και ότι το μόνο που αρκεί είναι απλώς να υπάρχει και να δημιουργεί. Είναι ζήτημα παιδείας να μπορέσει ένας άνθρωπος να είναι ασφαλής μέσα στην αβεβαιότητα του και να βρίσκεται πάντα σε εκείνο το ενδεχόμενο σημείο του να μπορεί να κάνει λάθος.

Το «Φλάι» γράφτηκε και πρωτοπαίχτηκε το 2015. Ποια ανάγκη το έφερε στο προσκήνιο εννιά χρόνια μετά;

Η ανάγκη του να μιλήσουμε όλες μας η Στέλλα, η Πέπη και εγώ, από την δική της ιδιότητα η καθεμία για όλα αυτά που θέλει το Φλάι να μοιραστεί με τον κόσμο. Για να δώσουμε ξανά φωνή σε όλους εκείνους που αισθανόμαστε διαφορετικοί και να θυμίσουμε πως δεν χρειάζεται κανείς να μοιάζει με κανέναν. Και νομίζω πως αυτές οι σκέψεις πάντα βρίσκουν τους αποδέκτες τους. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Με τι συναισθήματα θα θέλατε ιδανικά να φύγουν οι θεατές από την παράστασή σας;

Σεβασμό, κατανόηση, αποδοχή. Τόσο προς τους άλλους όσο και προς τον ίδιο τον εαυτό μας.


Φλάι
της Στέλλας Ζαφειροπούλου

ΘΕΑΤΡΟ OLVIO: Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7- Αθήνα
Κάθε Πέμπτη στις 21:00
Διάρκεια: 80 λεπτά
Εισιτήρια από 10€