Άρης Λεμπεσόπουλος στην Απογευματινή: Δεν έβγαλα λεφτά, έπαιρνα πάντα ότι μου έδιναν-Στο θέατρο έχω υποφέρει, στην τηλεόραση όχι
Συνέντευξη με τον γνωστό ηθοποιό
Ο Άρης Λεμπεσόπουλος μιλάει για τη ζωή του αλλά και για τον ρόλο του καθηγητή Έντουαρντ στη «Ράβδο» του Μαρκ Ρέιβενχιλ που μόλις ξεκίνησε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής
Πιστός υπηρέτης του θεάτρου επί 41 χρόνια και πρωταγωνιστής σε σπουδαίους ρόλους ο Άρης Λεμπεσόπουλοςυποδύεται φέτος τον Έντουαρντ, έναν αφοσιωμένο καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, στο καθηλωτικό έργο «Η ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ, που αναφέρεται στην πάλη του παλιού και του νέου εκπαιδευτικού συστήματος σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα.
Ο Έντουαρντ μετά από σαράντα πέντε χρόνια διδασκαλίας, βγαίνει στη σύνταξη και περιμένει με ανυπομονησία την αποχαιρετιστήρια γιορτή στο σχολείο για να τιμήσουν την πολυετή του προσφορά. Ωστόσο ένα πλήθος εξαγριωμένων μαθητών έχει συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι του, φωνάζοντας και βρίζοντας.
Τι αναδεικνύει αυτό το έργο;
Όταν το πρωτοδιάβασα αμέσως θυμήθηκα τον ραβδισμό μου στην Α’ Δημοτικού, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Είναι κάτι που δεν ξέχασα ποτέ. Τους δασκάλους μου τους φοβήθηκα, με εξαίρεση κάποιους ελάχιστους. Η βία ήταν κάτι που με συνόδεψε μέχρι την τελευταία τάξη του Λυκείου. Μας τράβαγαν και τη φαβορίτα. Ο ραβδισμός ήταν νόμιμος, καταργήθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Αυτό το έργο δεν αναφέρεται μόνο στη ράβδο του σχολείου, αλλά είναι η αφορμή να θίξει και άλλα πράγματα κανιβαλικά που αφορούν την οικογένεια και τις πληγές της. Το έργο είναι μια σύγκρουση του παλιού σχολείου με τα νέα μοντέλα εκπαίδευσης. Μιλάει για νέες ακαδημίες, και από σύμπτωση, τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας ιδρύονται νέα πρότυπα σχολεία και νέες ακαδημίες.
Τι σας γοητεύει σε αυτόν τον ρόλο;
Αυτό θα το καταλάβω στην πορεία. Αλλά μου αρέσει πολύ ότι ο ήρωας που υποδύομαι, υπερασπίζεται την πορεία της ζωής του. Αυτό με συνδέει με αυτόν τον ήρωα. Μπορεί κι εγώ να έκανα πολλά λάθη, αλλά αυτή ήταν η πορεία μου και στέκομαι στα πόδια μου. Ακολούθησα μια στάση και την υπερασπίζομαι. Δεν είχα τις καλές κουμπαριές, τις καλές παρέες, ή τους προστάτες και την αριστοκρατία. Αλλά μετά από 41 χρόνια εξακολουθώ να παίζω. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου χτύπησα την πόρτα κάποιου, επειδή ήμουν άνεργος από τον περασμένο Μάρτιο με δύο παιδιά. Αυτό όμως το υπερασπίζομαι. Δεν είμαι γλύφτης. Απλά στη ζωή μου ακολούθησα μια δική μου, μοναχική πορεία. Δεν έβγαλα λεφτά, έπαιρνα πάντα ότι μου έδιναν.
Πως αυτή η ράβδος περνώντας από γενιά σε γενιά εμφανίζεται και στο σήμερα;
Κάθε μέρα ακούμε για το μπούλινγκ στα σχολεία, το οποίο είναι πολύ άγριο. Στη δική μου εποχή δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Εμείς παλιά δεν βρίζαμε. Λέγαμε μόνο «Φτάσαμε, φτάσαμε, τα κορίτσια βράσαμε». Τώρα υπάρχει το χάος. Συμβούλεψα τα παιδιά μου που είναι στο Λύκειο, να κρατήσουν όσο μπορούν αποστάσεις από όποια βία βλέπετε.
Τι συμβαίνει και έχουμε τόση βία σήμερα;
Όλα ξεκινούν από τα παιδικά μας χρόνια. Οι σχέσεις, τι είδαμε, τι ακούσαμε, τι μας έκαναν και τι τους κάναμε. Μας αγρίεψε και ο κορονοϊός. Και υπάρχει σήμερα ένας εκνευρισμός.
Είστε πιστός υπηρέτης του θεάτρου
Είμαι 41 χρόνια σε αυτήν την δουλειά. Το ήξερα ότι θα αντέξω, όταν πήρα έφηβος την απόφαση να γίνω ηθοποιός. Ήταν θέμα εφηβείας. Αν είχα άλλη εφηβεία θα είχα κάνει ένα άλλο κανονικό επάγγελμα. Βέβαια με τα γράμματα δεν τα πήγαινα καλά.
Πως πήρατε την απόφαση;
Καθόμουν με τη γιαγιά μου και βλέπαμε μαζί στην τηλεόραση σειρές της εποχής. Η εφηβεία μου με είχε απομονώσει, ίσως από έλλειψη αθλητισμού δεν εκτονωνόμουν, και άρχισα να βλέπω τηλεόραση. Και για αυτό αγαπώ την τηλεόραση, όπου εκεί δεν έχω υποφέρει, ενώ στο θέατρο έχω υποφέρει. Και έτσι άρχισα να σκέφτομαι μήπως θα ήταν ωραίο να γινόμουν κι εγώ κάποιος άλλος. Να ήμουν εγώ μέσω των ρόλων. Νομίζω πως η γιαγιά μου ήταν ο πρώτος μου κρυφός συνένοχος για να γίνω ηθοποιός. Το πρώτο μου μυστικό το μοιράστηκα με αυτήν. Την αγαπούσα πολύ. Οι γονείς μου όταν τους το είπα, έμειναν, γιατί πίστευαν πως ο ηθοποιός είναι κάτι πολύ λαμπερό, εξωστρεφές. Αλλά αργότερα κατάλαβα ότι η αγωνία τους ήταν η αγωνία της επιβίωσης.
Φτάσατε ποτέ σε ακραίες καταστάσεις όπως υπερκόπωση ή κατάθλιψη λόγω της κούρασης του επαγγέλματος;
Ναι, έχω τα σημάδια της δουλειάς στο κορμί μου. Τον πόνο στον αυχένα μου και στη μέση τα έπαθα από το θέατρο. Επίσης έχασα και έναν μυ. Με εξαίρεση έναν άνθρωπο που φρόντισε για την αποκατάστασή μου, άλλοι σκηνοθέτες δεν ασχολήθηκαν καθόλου με το πρόβλημα μου. Το βίωσα με μια παντελή αδιαφορία. Το σώμα μου φέρει την ταλαιπώρια του επαγγέλματος, το οποίο φέρει μια άγρια εκμετάλλευση. Βέβαια μια μειοψηφία ηθοποιών τα κατάφερε. Έκαναν πρωταθλητισμό και έβγαλαν χρήματα. Αλλά αυτό θέλει αίμα.
Υποπέσατε ποτέ στην έπαρση;
Η Ελλάδα είναι πολύ μικρός τόπος για να γίνεις διάσημος σε σχέση με τους βρετανούς ή τους χολιογουντιανούς ηθοποιούς. Αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς. Κάποιες φορές μπορεί να βρίσκεσαι στην επικαιρότητα λόγω μιας παρουσίας σου στην τηλεόραση αλλά μετά σε ξεχνάνε γρήγορα. Κάποιοι με αναγνωρίζουν αλλά δεν θυμούνται ακριβώς το όνομά μου. Δεν με στεναχωρεί αυτό. Το 1981, όταν διάβαζα για να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή, ανέβαινα στην ταράτσα της πολυκατοικίας και έλεγα τα κομμάτια σε έναν τοίχο. Οι μεγαλύτεροι μαθητές γέλαγαν γιατί δεν μπορούσα να ανοίξω το στόμα μου. Έτσι είναι αυτό το επάγγελμα.
Ωστόσο μετά κάνατε πολύ ωραίους ρόλους
Ναι έκανα. Ακόμα και σήμερα, μετά από 41 χρόνια διαδρομής, μου μιλάνε μόνο για την «Αίθουσα του θρόνου», για την οποία βέβαια είμαι πολύ περήφανος. Πριν λίγο καιρό ρώτησα τον Σωτήρη Τσαφούλια για ποιο λόγο κάνει θέατρο και μου απάντησε: Είναι σαν να σμιλεύω κάτι στον πάγο, το οποίο όμως με την πάροδο του χρόνου αρχίζει και λιώνει.
Από τη ζωή σας τι κρατάτε και τι θα πετάτε;
Όλα τα κρατάω. Κυρίως τα λάθη μου γιατί έμαθα από αυτά. Όλα είναι μέσα στη βαλιτσούλα μου.
Η ΡΑΒΔΟΣ: Η υπόθεση της παράστασης
Ο Έντουαρντ, ένας αφοσιωμένος καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης, ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια διδασκαλίας, βγαίνει στη σύνταξη. Περιμένει με ανυπομονησία την αποχαιρετιστήρια γιορτή που οργανώνεται από το σχολείο για να τιμήσουν το πρόσωπό του και την πολυετή του προσφορά.
«Θα είναι τα πιο λαμπρά αποχαιρετιστήρια που έγιναν ποτέ για καθηγητή. Κανένας καθηγητής δεν είναι τόσο αγαπητός».
Όμως τις τελευταίες έξι μέρες ο Έντουαρντ και η σύζυγός του, η Μορίν, βρίσκονται σε πολιορκία και δεν μπορούν να βγουν απ’ το σπίτι τους. Ένα πλήθος εξαγριωμένων μαθητών έχει συγκεντρωθεί απέξω, φωνάζοντας και βρίζοντας, φτύνοντας και πετώντας αντικείμενα. Ένα τούβλο έχει σπάσει το παράθυρο.
«Γιατί να επιτεθούν στον πιο δημοφιλή καθηγητή του σχολείου; Γιατί τα βάζουν μαζί του; Γιατί τώρα, όταν σε λίγες μέρες βγαίνει στη σύνταξη;».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και ενώ ταυτόχρονα το σχολείο του Έντουαρντ περνά από αξιολόγηση, τους επισκέπτεται η αποξενωμένη κόρη τους. Η Άννα εμφανίζεται αναπάντεχα ύστερα από χρόνια, έχοντας τα δικά της ερωτήματα.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Ο Μαρκ Ρέιβενχιλ τοποθετώντας τη δράση του έργου στο πλαίσιο μιας οικογένειας –πατέρας, μητέρα, μοναχοκόρη– αλλά ταυτόχρονα και στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής κοινότητας, στην οποία ανήκουν και τα τρία πρόσωπα, δημιουργεί μια δραματουργική συνθήκη που μας επιτρέπει να αναλογιστούμε μια σειρά από φλέγοντα ζητήματα: Ποιο είναι το πρόσωπο της βίας μέσα στην οικογένεια αλλά και μέσα στο σχολείο; Πώς αλλάζει ο ορισμός της έννοιας «βία» από γενιά σε γενιά; Γιατί μας ελκύει η αίσθηση της εξουσίας και της επιβολής; Πόση ανάγκη έχουμε από κανόνες και συστήματα; Πώς συνυπάρχουν η μάθηση και ο «σωφρονισμός», η εκπαίδευση με την «τιμωρία»; Ποια είναι η «ενδεδειγμένη πρακτική» για την αξιολόγηση ενός σχολείου και πώς εφαρμόζεται; Με ποια κριτήρια γίνεται η αξιολόγηση ενός εκπαιδευτικού; Τι σημαίνει κατάχρηση εξουσίας, προσωπικός χώρος, εκφοβισμός (bullying); Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης σε σχέση με τη λεγόμενη «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture); Μπορούμε να «ακυρώνουμε» και να διαγράφουμε το παρελθόν όταν δεν «υπακούει» στους κανόνες της σημερινής εποχής; Τι γίνεται όταν κάποιος βρίσκεται ξαφνικά στη «λάθος πλευρά» της Ιστορίας; Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας μια κοφτερή, τολμηρή γλώσσα, θέτει τα ερωτήματα και μας καλεί να δούμε το «ευρύτερο χάος» γύρω μας, να δούμε τον «τρόμο» που γεννιέται μέσα μας. Να μιλήσουμε γι’ αυτά που φανερώνουν την πραγματική φύση μας, να θυμηθούμε τα «σημάδια» μας.