Με θαυμαστό τρόπο αναδεικνύεται μία από τις μεγαλύτερες πληγές της εποχής μας, η έλλειψη ιδεολογίας και τα επακόλουθα της στη σύγχρονη ζωή, στον «Δον Ζουάν» που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της Λητώς Τριανταφυλλίδου στο Θέατρο Βεάκη, με τον Πάνο Βλάχο στον ρόλο του διάσημου, ναρκισσιστή αντιήρωα.
Ο ηθοποιός Πάνος Βλάχος και η σκηνοθέτις Λητώ Τριανταφυλλίδου με τη διασκευή τους συνθέτουν μια νέα αφήγηση γύρω από την εμβληματική αυτή περσόνα και επανεξετάζουν τη θέση του άνδρα στον σύγχρονο κόσμο.
"Δον Ζουάν": Λίγα λόγια για το έργο
Προσπαθώντας να ξεφύγει από τις συνέπειες των πράξεών του, ένας αποτυχημένος καλλιτέχνης, ο Δον Ζουάν, καταφεύγει στο μπαρ του πατέρα του. Εκεί, σε μια διαστρεβλωμένη απεικόνιση της κοινωνίας μας, ο Δον Ζουάν ανακαλύπτει ότι το πραγματικό του ταλέντο είναι να κερδίζει ακολούθους. Γοητεύει τους αποπροσανατολισμένους θαμώνες και σχηματίζει μια λατρεία γύρω από την προσωπικότητά του. Καθώς το μπαρ μετατρέπεται σε «Εκκλησία», χώρος έκφρασης μιας New Age Cult (αίρεση), και οι ακόλουθοί του γίνονται όλο και πιο αφοσιωμένοι, τα όρια μεταξύ πίστης και χειραγώγησης γίνονται θολά.
Σε αυτήν την ανανεωμένη εκδοχή του ήρωα, ο Δον Ζουάν γίνεται το απόλυτο σύμβολο της εποχής μας, κατέχοντας δύο κρίσιμα «ταλέντα»: την απουσία ιδεολογίας και την αμετροεπή φιλοδοξία. Αποδεσμευμένος από κάθε ηθικό φραγμό, ο Δον Ζουάν επιδίδεται σε ένα εμπόριο ελπίδας, προσφέροντας τον εύκολο δρόμο προς την ευτυχία σε κάθε ακόλουθό του. Έτσι, γίνεται ένας καθοδηγητής χωρίς ηθικό πυρήνα, ένας έμπορος ονείρων που υπόσχεται ελευθερία χωρίς όρια, αδυνατώντας όμως να προβλέψει τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει η ρηχότητα των διδαχών του.
Οι ρόλοι
Ο Πάνος Βλάχος υποδύεται έναν άνδρα που πίσω από την εγωιστική του στάση και τη μεγαλομανία του είναι ένας τύπος τραγικός. Καταφέρνει να φωτίσει όλες τις πλευρές του μολιερικού αυτού πλάσματος, προβάλλει ανάγλυφα ό,τι γελοίο έχει και μαζί αποκαλύπτει πως πίσω από την επιφάνεια ο Δον Ζουάν, όπως όλοι όσοι διακατέχονται από ένα οποιοδήποτε πάθος, είναι ένας τύπος δυστυχισμένος.
Η σκηνοθέτις, υλοποιώντας μια πολύ έξυπνη ιδέα, βάζει τον πατέρα του ήρωα να αναδεικνύει μια απέχθεια για τη μανία του, αλλά ταυτόχρονα και τη συμπάθεια για έναν άνθρωπο που βασανίζεται από τούτη τη μανία, όπως είναι ο γιος του.
Η υποκριτική δεινότητα του Κώστα Φιλίππογλου λειτουργεί ως υπέροχο αντίβαρο στον ρόλο του Δον Ζουάν και όσα κουβαλάει αυτός. Οι δύο αυτοί ρόλοι είναι ένα δίπολο, χάρμα οφθαλμών, αλλά και ανακούφισης του θεατή, που βλέπει δύο άκρα να ακροβατούν σε ένα ιδανικό, εξαιρετικό balance, μια ισορροπία που κάνει κρότο στο πλαίσιο της διερεύνησης της θέσης του άνδρα στον σύγχρονο κόσμο. Από τη μια είναι ο γόης άνδρας που νομίζει ότι είναι ο καλύτερος και ο ομορφότερος και από την άλλη ο παραδοσιακός, ταπεινός, βιοπαλαιστής. Αυτή η σχέση είναι μια αντίθεση τόσο έντονη που εμποτίζει όλο το έργο, από την αρχή έως το τέλος. Ωστόσο, πολλές φορές κατά τη διάρκεια του έργου παλατζάρει πότε στη μια πλευρά και πότε στην άλλη, αφήνοντας τον θεατή να αποφασίσει μόνος του ποιος από τους δυο έχει δίκιο κάθε φορά.
Αυτό το δυνατό balance δίνει ένα μεγάλο πάτημα στον Πάνο Βλάχο να εκτινάξει τον ρόλο του Δον Ζουάν στα ύψη. Μια ώθηση που ενώ ξεκινάει από τη διαφοροποίηση της αντίθετης γνώμης, χρειάζεται στην πορεία να βρει και άλλα στοιχεία για να ολοκληρωθεί. Και ο Πάνος Βλάχος παίρνοντας αυτή τη σκυτάλη φτιάχνει έναν Δον Ζουάν ηδονιστή, σκοτεινό, γλοιώδη, ψεύτη, ενίοτε βίαιο. Έναν χαρακτήρα που από την αρχή έως το τέλος πατάει πάνω στο σύνολο του ύφους της μολιερικής παράδοσης. Ο Δον Ζουάν είναι ο γνωστός σε όλους μας τύπος του άνδρα με ναρκισσιστική διαταραχή, που θέλει να έχει πάντα μια αυλή με ανθρώπους τους οποίους να μπορεί να χειραγωγεί. Να έχει ανθρώπους γύρω του να τον χειροκροτούν και να τον επευφημούν. Το τέλος της παράστασης, που δεν θα αποκαλύψουμε, ίσως είναι ένα μάθημα για όλους για το πού καταλήγει ένας ναρκισσιστής, αλλά δυστυχώς και όσοι τον ανέχονται.
Ο κ. Παναγιώτης Κατσώλης παίζει έναν δυνατό ρόλο, από εκείνους που βοηθούν πολύ στην εξέλιξη του έργου. Είναι στην αρχή ένας άνδρας χωρίς αυτοπεποίθηση, που όμως μετά την επιρροή που του ασκεί ο Δον Ζουάν μεταμορφώνεται εντυπωσιακά σε έναν βίαιο και χωρίς ηθική άνδρα, που φτάνει μέχρι και τον βιασμό μιας γυναίκας. Ο ρόλος αυτός είναι σαν να λειτουργεί ως διαιώνιση του κακού, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Δον Ζουάν.
Φωτεινή περίπτωση νεαρής ηθοποιού είναι η Ειρήνη Μπούνταλη που εκτός από την ωραία ερμηνεία της και τις πολύ φορτισμένες συναισθηματικά σκηνές, έχει και μια υπέροχη φωνή. Υποδύεται μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια και με το χάρισμα που έχει στη φωνή της χαρίζει στην παράσταση μερικά πολύ ωραία τραγούδια.
Η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, που υποδύεται την αρραβωνιαστικιά του Δον Ζουάν, παίζει με πολύ μπρίο. Είναι άλλη μια φωνή της λογικής στο έργο, που όμως στο τέλος υποκύπτει στη λατρεία του ανθρώπου που την πρόδωσε.
Η Μελίνα Βαμπούλα άψογα εναρμονισμένη στο σύνολο του έργου ξεχωρίζει για τους ωραίους χρωματισμούς στο παίξιμό της και τις καλές εναλλαγές διάθεσης όπου χρειάστηκε.
Οι συντελεστές
Σε αυτή την ανατρεπτική νέα προσέγγιση του Δον Ζουάν, συμπράττει η εξής ομάδα: Ο Αλέξανδρος Κούρος υπογράφει τη μουσική της παράστασης που ερμηνεύεται ζωντανά επί σκηνής, σε στίχους του Πάνου Βλάχου. Τα σκηνικά αναλαμβάνει ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης και τα κοστούμια η Ματίνα Μέγκλα. Την κίνηση επιμελείται η Παναγιώτα Καλλιμάνη και τους φωτισμούς σχεδιάζει η Βαλεντίνα Ταμιωλάκη.