Μια λαμπρή στιγμή για τη φετινή σεζόν είναι η θεατρική μεταφορά της ιστορίας ζωής του Στράτου Διονυσίου, που παρουσιάζει αυτόν τον καιρό το Θέατρο Παλλάς, χαρίζοντας στο κοινό ένα συγκλονιστικό βίωμα τριών ωρών μεγάλης συγκίνησης για όσους ξέρουν την εποχή την οποία έζησε ο μεγάλος Έλληνας βάρδος του λαϊκού τραγουδιού.
Οι θεματικές του έργου που έγραψε ο Κώστας Σαμαράς και σκηνοθέτησε ο Βασίλης Μαυρογεωργίου είναι ακριβείς. Τα φτωχικά παιδικά του χρόνια με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη, ο θάνατος του πατέρα του, η περίοδος στον στρατό που τον κορόιδευαν, η περίοδος της φυλακής στην Τύρινθα, όπου γνώρισε τον Μήτσο, τον κολλητό του φίλο, οι τρυφερές σχέσεις του με τα παιδιά και τη γυναίκα του, οι εμφανίσεις του στα νυχτερινά κέντρα, τα γλέντια, τα λεφτά, ο ιππόδρομος, η σχέση του με τη Μαρίνα Βλαχάκη, η αρρώστια από τις καταχρήσεις, ο θάνατος και φυσικά τα τραγούδια του και οι εμπορικές συμφωνίες με τις δισκογραφικές εταιρείες.
Η συγκίνηση και η θερμότητα ξεκινούν από την πρώτη κιόλας στιγμή που ανοίγει η αυλαία, με τον Στράτο να βρίσκεται ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με το τσιγάρο στο χέρι. Οι σκηνές που ακολουθούν διανθίζονται με σπινθηριστά επεισόδια, με την ένταση να ανεβαίνει κλιμακωτά σε καθεμία από αυτές. Τα θρυλικά τραγούδια του Στράτου μπαίνουν εμβόλιμα σε κάθε σκηνή και οι ηθοποιοί γίνονται ένα σώμα σαν μαχαίρι που σου αρχίζει να σου ξύνει την ψυχή.
ΟΓιάννης Τσορτέκηςσυγκλονιστικός. Μπαίνει στον ρόλο βαθιά, σαν να κρατάει μια δάδα αναμμένη που στο πέρασμά της κατακαίει τα πάντα. Γίνεται η ψυχή του Διονυσίου που ξαναγιεννιέται με δύναμη για να διηγηθεί μια ιστορία πολύ πονεμένη. Δείχνει καθαρά όλα όσα χαρακτήριζαν τον μεγάλο έλληνα καλλιτέχνη. Τα φωνάζει ακόμα και με τις παύσεις του. Τη μεγαλοψυχία του προς τους αδυνάτους, τη λατρεία του για το τραγούδι και τη νύχτα, την πώρωσή του για τη γυναίκα και τα παιδιά του, τον μεγάλο πόνο του για την απώλεια του πατέρα του, αλλά και την εμμονή του στις καταχρήσεις, που ίσως ήταν και αυτές που τον σκότωσαν μόλις στα 55 του χρόνια.
«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», «Ο σαλονικιός», «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Καλύτερα μαζί σου και τρελός», «Πήγαινε με όπου θέλεις, ταξιτζή», «Εγώ ο ξένος», «Άκου, βρε φίλε», «Τα πήρες όλα κι έφυγες», «Και λέγε λέγε», «Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος» είναι μερικά από τα διαμάντια του που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή και που παίρνεις μαζί σου φεύγοντας από αυτήν την παράσταση. Τα ερμηνεύουν κάθε βράδυ επί σκηνής οι τρεις γιοι του Στράτου, ο Άγγελος, ο Στέλιος και ο Διαμαντής, εμφανώς συγκινημένοι. Η φωνή τους πάλλεται στην τεράστια αίθουσα του Παλλάς σαν ψέμα. Σαν να δημιουργείται μια γιγαντιαία χρονομηχανή που σε πάει πίσω σε εκείνα τα χρόνια. Τα γαρίφαλα πέφτουν βροχή στην πίστα και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, το πρώτο μπουζούκι του Στράτου, κλείνει το μάτι στο κοινό. «Πάμε, μαέστρο», λέει στον κορυφαίο πιανίστα Νίκο Στρατηγό, που κάνει τη μουσική διεύθυνση της ζωντανής ορχήστρας.
Το κείμενο του Κωνσταντίνου Σαμαρά είναι ένα διαμάντι πάνω στο οποίο πατάει όλη η παράσταση. Έξυπνα και προσεκτικά γραμμένο, ύστερα από πολλούς μήνες συζητήσεων με τα μέλη της οικογένειας του Στράτου και ενδελεχή έρευνα, χτυπάει κατευθείαν στην ψυχή σου. Τα έχει όλα. Άριστη τοποθέτηση της εποχής του Διονυσίου και εξαιρετική επιλογή των γεγονότων που σημάδεψαν τη ζωή του. Έχει συγκίνηση, αλλά και χιούμορ, έξυπνους διαλόγους και πολλούς θεατρικούς ελιγμούς. Καταφέρνει να προσδώσει στον ρόλο τη λάμψη και την αρχοντιά του Στράτου, προσέχοντας τις μεγάλες αδυναμίες του για να μη λερώσει τη μνήμη του.
Στην ουσία ο συγγραφέας γράφει την ιστορία σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα. Σε εκείνο της παιδικής ηλικίας του Στράτου και σε εκείνο της ενήλικης ζωής του. Πλέκει αριστοτεχνικά κάθε στιγμή της μιας εποχής με στιγμές του παρελθόντος κάνοντας συνέχεια κατά τη διάρκεια του έργου πισωγυρίσματα. Τονίζει το κάρμα του Διονυσίου, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε ο ίδιος να αποφύγει. Με πολύ πόνο ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια του θεατή ότι όπως ο πατέρας του έφυγε νέος αφήνοντάς τον ορφανό στα 13 του χρόνια, έτσι και ο ίδιος δεν κατάφερε να τιθασεύσει τα μεγάλα πάθη του πεθαίνοντας κι αυτός νέος. Ο πόνος αυτός της απώλειας του πατέρα του καθόρισε όλη τη μετέπειτα ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη από τα παιδικά του χρόνια που αναγκάστηκε να δουλεύει για να ζήσει, μέχρι τις αλλεπάλληλες, εξοντωτικές καταχρήσεις σε ποτό και τσιγάρα, αλλά και τον εθισμό του στον τζόγο ως παρηγοριά. Οι σκηνές που δείχνουν πόσο ανάγκη είχε να έχει συνέχεια στο χέρι του ένα τσιγάρο, ακόμα και όταν βρισκόταν μέσα στο νοσοκομείο ή πόσο αγαλλίαζε η ψυχή του όταν βρισκόταν στον ιππόδρομο, είναι ανατριχιαστικά συγκινητικές. Κάνουν τον θεατή συμπαραστάτη του στον πόνο και τον παρασύρουν σε ένα ταξίδι ταύτισης με αυτόν. Το κατάμεστο Παλλάς τραγουδάει δυνατά με δάκρυα στα μάτια.
Ωστόσο, η σκηνοθεσία, θα λέγαμε, κλέβει την παράσταση. Ο Βασίλης Μαυρογεωγίου, μπροστά σε μια τόσο μεγάλη παραγωγή, εντυπωσιάζει με τη δουλειά του. Παίρνει στα χέρια του ένα κείμενο-αφιέρωμα στον λαϊκό τραγουδιστή και το μεταμορφώνει σε ένα απόσταγμα ζωής που κάτι διαφορετικό έχει να πει στον καθένα. Μια παράσταση-κατάδυση πολύ βαθιά στο συναίσθημα από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό του έργου.
Τοποθετεί τη δράση σε πολλά επίπεδα ώστε ο θεατής να βλέπει ταυτόχρονα στο πρώτο και το τελευταίο επίπεδο την παιδική ζωή του Στράτου με τους γονείς του, στο δεύτερο επίπεδο τη ζωή με τη γυναίκα και τα παιδιά του και στο πιο ψηλό επίπεδο τις κυριότερες στιγμές της τραγουδιστικής και κοσμικής του ζωής μαζί με τα μεγάλα του πάθη (ιππόδρομος, γυναίκες κ.λπ.). Είναι σαν να μας λέει ότι τα πρώτα και δεύτερα επίπεδα τον ώθησαν για να φτάσει στο υψηλότερο, σαν μια αγκαλιά που τον εξύψωνε στην κορυφή. Επίσης έξυπνη είναι και η απόφαση να διαχωρίσει το θεατρικό κομμάτι της παράστασης από το μουσικό, καθώς καθένας από τους ηθοποιούς δεν τραγουδάει, ενώ κανένας από τους τραγουδιστές και μουσικούς δεν έχει θεατρικό ρόλο. Πάνω στο πολύ ισορροπημένο σκηνικό των Γιώργου Γαβαλά και Μιχάλη Σαπλαούρα που απεικονίζει ένα νυχτερινό κέντρο με ζωντανή ορχήστρα, τραπέζια, πάλκο, μαρκίζες νυχτερινών μαγαζιών και στρώμα τα γαρίφαλα, μετατρέπει τον χώρο άλλοτε σε σπίτι του Διονυσίου, άλλοτε σε φυλακή, στρατόπεδο ή και στη σουίτα του ξενοδοχείου στην οποία βρήκε τον θάνατο ο Στράτος.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, που υποδύεται την Γεωργία, τη σύζυγό του, είναι η ήρεμη δύναμη του έργου, που κρατάει τις ισορροπίες, όπως έκανε και η Γεωργία στην ξέφρενη πορεία του Στράτου. Τα λόγια της είναι σαν της μάνας που συγχωρεί τα πάντα. Καταλαβαίνει τα πάντα. Ακόμα και τα στραβοπατήματά του με τις νεαρές τραγουδίστριες, αλλά τον αγαπάει μέχρι θανάτου. Είναι γλυκιά, αλλά μέσα της άκρως δυναμική. Βράχος. Μια σταθερά την οποία είχε απόλυτη ανάγκη ο Στράτος για να μπορεί να υπάρχει.
Η Μπέσυ Μάλφα κρατάει τον ρόλο της μητέρας του Στράτου στις σκηνές που εκείνος ήταν παιδάκι. Αν και ο ρόλος είναι μικρής έκτασης, η παρουσία της γίνεται τεράστια γιατί φτιάχνει εξαιρετικά μια μάνα της εποχής του 1940, γεμάτη χυμούς, δύναμη, αγάπη, κακουχίες. Με τους έντονους χρωματισμούς της φωνής της εξυψώνει τον ρόλο της μάνας, δημιουργώντας μεγάλη συγκίνηση.
Ο Γιάννης Νταλιάνης ερμηνεύει με μεγάλη εσωτερικότητα τον πατέρα του Στράτου, έναν αγωνιστή της Αριστεράς, με εξορίες και φυλακές. Παίζει πολύ με το βλέμμα και τις βροντερές παύσεις και χορεύει μερικά από τα πιο εμβληματικά ζεϊμπέκικα του Διονυσίου.
Ιδιαίτερα απολαυστικός είναι ο Μιχάλης Αλικάκος στον ρόλο του Μήτσου, του επιστήθιου φίλου του Στράτου. Με τη χωριάτικη προφορά του φτιάχνει έναν συμπαθέστατο αγράμματο επαρχιώτη που στήριξε για πολλά χρόνια τον φίλο του και συγκλονίστηκε από τον θάνατό του.
Η Χρύσα Κλούβα που υποδύεται την τελευταία του σύντροφο Μαρίνα Βλαχάκη, ο Δημήτρης Μαχαίρας που υποδύεται τον μουσικό παραγωγό, ο Μαρίνος Ταρνανάς τον διευθυντή των φυλακών, η Δήμητρα Σταύρου τη σύζυγο του Μήτσου και γραμματέα του Στράτου, ο Δημήτρης Γαλανάκης, η Ευγενία Κάρνου, η Ρωξάνη Καρφή, ο Λεωνίδας Μπακάλης, ο Γιώργος Δημόπουλος, ο Στάθης Γεωργαντζής, η Αλίκη Γεωργίου συντελούν ιδιαίτερα στη μαγεία της ιστορίας αυτής.