Ο Μεµάς (Γεράσιµος) Καλογηράτος (Πετρικάτα Κεφαλλονιάς 1940 ) είναι ένας από τους σηµαντικότερους εν ζωή Ελληνες γλύπτες και ένας από τους εκπροσώπους της λεγόµενης γενιάς του ’60, η οποία συνέβαλε στην εδραίωση της µοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ στην Αθήνα (1960 1966), κοντά στον Θανάση Απάρτη, του οποίου η διδασκαλία στάθηκε καθοριστική για την εξέλιξή του, από την άποψη ότι τον εφοδίασε µε τις αρχές που διέπουν την αρχαία ελληνική τέχνη και ιδιαίτερα την αρχαϊκή.

Επισκεφθείτε εδώ την ιστοσελίδα του Μεμά Καλογηράτου

Η επίδραση του πλαστικού ρεαλισµού του Απάρτη στο έργο του Μεµά ανιχνεύεται κυρίως στις προ τοµές του, στις οποίες συνδυάζει τα εξωτερικά φυσιογνωµικά χαρακτηριστικά του ατόµου µε τη διερεύνηση της ψυχοσύνθεσής του, όπως απαιτεί µια επιτυχηµένη προσωπογραφία. Ωστόσο, από τα σπουδαστικά του χρόνια φιλοτέχνησε έργα αφηρηµένα, έξω από το κλίµα της διδασκαλίας του Απάρτη, που φανέρωναν την ανεξαρτησία των µορφοπλαστικών αναζητήσεών του και τη συµπόρευσή του µε το κλίµα της εποχής του. Τελικά, το µορφοπλαστικό του ιδίωµα διαµορφώθηκε µέσα στο πλαίσιο του εξπρεσιονισµού µε προεκτάσεις υπερρεαλιστικές.

Ο Μεµάς δουλεύει το µάρµαρο και τον πω ρόλιθο, τελευταία το ξύλο και προπαντός το µέταλλο. Η επεξεργασία του µετάλλου τον ανέδειξε σε άριστο χύτη και χαλκοπλάστη. Εκτός από τις προτοµές προσωπογραφίες συγκεκριµένων ατόµων, έπλασε τύπους ανθρώπων, θεατρικές φιγούρες και ιστορικά ή µυθολογικά πρόσωπα, ενώ έδωσε συγκεκριµένη υπόσταση σε αφηρηµένες έννοιες. Έχοντας συνείδηση της ευθύνης του απέναντι στην κοινωνία, επηρεάστηκε από τους αγώνες του λαού και µε σειρές γλυπτών του απέδωσε την ήττα της Αριστεράς και την αντιπολεµική του διάθεση. Παρά την ενασχόλησή του µε τη µικρογλυπτική, η επίδοσή του στη µεγάλη πλαστική και στα δηµόσια µνηµεία τού επέτρεψε να αποκαλύψει τις ικανότητές του.

Αφού εργάστηκε αρκετά χρό νια στην Αθήνα, από το 1980 περίπου εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά. Στο χωριό Μα ζαρακάτα έκτισε το σπίτι του, οργάνωσε το εργαστήριο και το χυτήριό του, διαµόρφωσε έναν τεράστιο κήπο µε φυτά και διάσπαρτα γλυπτά, έκτισε τέσσερις αίθουσες, όπου στέγασε εκατοντάδες έργα του και προπλάσµατα δηµόσιων µνηµείων που έχει φιλοτεχνήσει, και διαµόρφωσε µια θαυµάσια γλυπτοθήκη.  Πρόκειται για ένα µονογραφικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που προσφέρει ένα πανόραµα της πενηντάχρονης πορείας ενός ανθρωπο κεντρικού γλύπτη, ο οποίος πασχίζει να µεταπλάσει την ύλη σε πνεύµα, ώστε να µετουσιώσει σε πνευµατικό δηµιούργηµα την εναγώνια προσπάθεια του ανθρώπου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.  

Εγκαινιάστηκε στις 13 Αυγούστου 2016 και υπόσχεται πολλά για την ψυχαγωγία όλων των ηλικιών και τη µύησή τους στη µοντέρνα τέχνη, αρκεί η κοινωνία να κατανοήσει την παιδευτική αξία ενός τέτοιου µουσείου και να το στηρίξει για δικό της όφελος.

* Η Δώρα Μαρκάτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων