Η «Οπερέτα» του Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο
Κριτική θεάτρου από τη δημοσιογράφο Τζίνα Σπάρτακου
Η «Οπερέτα» του Νίκου Καραθάνου, στο Εθνικό Θέατρο, είναι σαν να πραγματοποίησα μια πτήση με Κονκόρντ και την ώρα της απογείωσης η πλάτη μου να κόλλησε στο κάθισμα.
Ενα έργο ατίθασο, γραμμένο στα 60s, μιλάει για έναν πύργο στα Ιμαλάια, όπου διάφοροι βαρόνοι και υπηρέτες προσμένουν κάτι και αυτό το κάτι ανατρέπεται από μια έκρηξη. Αυτή η λοξή ακολουθία, που περιμένεις κάτι και κάτι άλλο απρόσμενα συμβαίνει, είναι όλη η δυναμική της παράστασης. Δεν ξέρεις αν την έκρηξη θα τη διαδεχτεί μια άλλη, μεγαλύτερη και πιο εσωτερική.
Το έργο θα μπορούσε να είναι και μια εικαστική εγκατάσταση. Στιγμές είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε μια αίθουσα Τέχνης την ώρα που η Αμπράμοβιτς ήταν σε μεγάλα κέφια. Η Ελλη Παπαγεωργακοπούλου δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις και δεν είναι τυχαία ούτε η διαδρομή της ούτε ότι συντροφεύει τον Καραθάνο σε κάθε βήμα και σε κάθε δουλειά της φαίνεται η βαθιά παιδεία της στην Τέχνη.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης είναι σαν σπουδή πάνω στο τι θα πει σκηνογραφία στο θέατρο. Ο Νίκος Καραθάνος πάλι σκηνοθετεί με αντισυμβατικούς όρους και φέρνει στα μάτια μας ένα καινούργιο, ολόφρεσκο θέατρο, διαφορετικό όμως από τις άλλες παραστάσεις του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μένει σε εφήμερες δικές του ευκολίες ή στον δρόμο τον εύκολα από εκείνον περπατημένο. Σε αυτή την παράσταση είναι σαν να επιλέγει να δυσκολέψει τον εαυτό του και να πάει από το κακοτράχαλο μονοπάτι.
Ομως, το ίδιο το έργο είναι τόσο αντισυμβατικό που στιγμές χάνω τα αυγά και τα πασχάλια μου. Ενα τέτοιο έργο στα χέρια ενός αντισυμβατικού σκηνοθέτη δημιουργεί ένα παλίμψηστο αντιφάσεων.
Ομολογώ ότι σε πολλά σημεία χάθηκα στη μετάφραση, αλλά η ασάφεια που δημιουργείται αν αφεθείς σε αυτήν είναι γοητευτική. Από ένα σημείο και μετά, αυτό το θέατρο ήταν περισσότερο για μένα μια σωματική εμπειρία παρά ένα στοίχημα κατανόησης. Προτίμησα να νιώθω από το να κατανοώ. Τίποτα δεν είναι στρωτό στην «Οπερέτα».
Δεν υπάρχει λογική ακολουθία, αλλά αυτή είναι και η ανεπιτήδευτη γοητεία της παράστασης, ότι δεν έχει χειρολαβές και αφήνεσαι στην ταχύτητα. Μια παράσταση-ελεγεία στον πόνο, όχι μόνο στον ανθρώπινο, αλλά στην αρχέγονη καταγωγή του πόνου. Ο Χάρης Φραγκούλης είναι ο κόμης Αρισταίος, που θέλει την κόρη του μπακάλη – στον ρόλο της κόρης η εξαιρετική Εύη Σαουλίδου, σε μια πολύ καλή στιγμή της. Δυνατές ερμηνείες και οι ηθοποιοί, που ’ναι σαν να γλιστρούν έξω από τις συμβάσεις τους.
Σαν κάτι να δημιουργεί έκρηξη μέσα τους. Το έργο δεν ξέρω πού να το κατατάξω. Η οπερέτα παραπέμπει στο λυρικό, όμως για μένα δεν υπήρχε ίχνος λυρισμού, αλλά μια παράδοξη πολιτική σύνδεση, έξω όμως από τις πολιτικές γραμμές, μόνο σαν μια πολιτική αφύπνισης. Ο Γκομπρόβιτς μοιάζει σαν να καταδικάζει με τον τρόπο του την πολιτική και την επανάσταση, τον ναζισμό και τον σταλινισμό.
Βάζει πλούσιους και φτωχούς, βολεμένους κι επαναστάτες, στο ίδιο τσουβάλι. Ολοι είναι σαν να ’ναι ίσοι στον πόνο, μοιάζουν το ίδιο σακατεμένοι, το ίδιο πρωτόγονοι. Κοντολογίς, πρόκειται για μια ανατρεπτική και διαχρονική «Οπερέτα» του σπουδαίου Πολωνού συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς, με σαρωτικό χιούμορ, κόντρα στα πλαστά πολιτικά, ηθικά και ιδεολογικά πρότυπα.
Εκθέτει παράλληλα τη γελοιότητα των προσώπων που τα εκφράζουν και προτείνει την υπεροχή της απλότητας και της «γύμνιας» απέναντι στην κενότητα κάθε εφήμερης μόδας. Τόσο που ο άνθρωπος επιστρέφει στον πίθηκο με τρομαχτική φυσικότητα. Η παράσταση απογειώνεται από τη μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου, που είναι σαν να την ακούς μέσα από τις αρτηρίες σου. Ιnfo: θέατρο «Rex Mαρίκα Κοτοπούλη», Τετάρτη με Κυριακή.