Εντάξει, με τη Λένα Κιτσοπούλου έχω κόλλημα, αλλά τουλάχιστον το αναγνωρίζω και ξέρω ότι το δικό μου θεατρικό τακουνάκι σκαλώνει με την ιερή τριάδα Καραθάνος, Χουβαρδάς, Κιτσοπούλου, γιατί ό,τι και να κάνουν είναι ολόφρεσκο θέατρο και βάζει καινούργιες ιδέες στο κεφάλι μου (γιατί το καλό θέατρο είναι σαν να σου ανοίγει ένα παράθυρο μέσα στην καθημερινότητα, για να σκεφτείς αλλιώς).


Δεν είναι η πρώτη φορά που η Λένα και γράφει και σκηνοθετεί. Το σκηνικό της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, λιτό και απέριττο, ταιριάζει στο ύφος της παράστασης. Μια αίθουσα διδασκαλίας χορού, οι μαθητές και η δασκάλα-δάσκαλος χορού, που βρίσκεται σε έναν παραληρηματικό εξομολογητικό οίστρο, και ο Γιάννης Κότσιφας, με την κόκκινη, καρέ περούκα του, που αναμφίβολα δίνει ρέστα σε μια πολύ μεγάλη στιγμή της καριέρας του, μας καθίζει πίσω στις καρέκλες μας, με το σώμα να είναι κουμπωμένο και την πλάτη ολόισια. Νομίζω ότι για μία ώρα περίπου (έχασα τον χρόνο) παρακολουθούσα σπουδαίο θέατρο και ήμουν τεντωμένη σαν χορδή. Η ερμηνεία με είχε παρασύρει και δεν έχω ιδέα πού με είχε πάει. Τα μάτια μου είχαν ανοίξει πιο πολύ σαν το κουρδιστό πορτοκάλι και είχαν καρφωθεί πάνω στον Γιάννη Κότσιφα και ήλπιζα να μη χάσω ούτε μια ανάσα του. Σε έναν Κότσιφα που άλλαζε περσόνες, συναισθήματα, οικογενειακά δράματα, με υπέροχα τσακίσματα, μέσα πάντα στο σώμα της άτυχης χορογράφου, που τα μεγάλα όνειρα έμειναν όνειρα θερινής νυκτός. Πού και πού έριχνα ματιές στους θεατές και όλοι μοιάζαμε ενταγμένοι στην παράσταση. Μια παράσταση με πολύ χιούμορ, έτσι όπως είναι το χιούμορ της Λένας, φλεγματικό και ξινόγλυκο.


Η Κιτσοπούλου καταφέρνει και αφομοιώνει τον θεατή μέσα στην παράσταση. Στιγμές ένιωθα ότι ήμουν μέσα στη σκηνή, ήθελα να σηκωθώ και εγώ και να κάνω πιρουέτες στη ματαιοδοξία μου μέχρι τελικής καταπόνησης. Είχα μπει μέσα σε αυτή τη σχολή και «πετάριζα» και εγώ μαζί με την Εμιλυ Κολιανδρή, που για ακόμα μία φορά παραβίασε το θεατρικό πορτάκι των συμβάσεων και έπαιζε με ζηλευτή ελευθερία, τόση που χώρεσε μέσα στα ρούχα της ενζενί, που ονειρεύεται τη μεγάλη σκηνή και θέλει να ανέβει με όποιο τίμημα. Ολοι τους κατεστραμμένοι με έναν τρόπο Παπαδιαμαντικό, που το θύμα δεν ξεχωρίζει από τον θύτη. Ποιος να είναι, άραγε, ο μεγάλος Τυραννόσαυρος και τι ζητάει να καταβροχθίσει;


Μια παράσταση που την πρώτη ώρα με καθήλωσε. Μετά, η ίδια η παράσταση έγινε κάτι άλλο, άρχισε μια κατάσταση «σφιξίματος», που, ενώ μου άρεσε τα πρώτα λεπτά, νομίζω ότι κράτησε περισσότερο από όσο έπρεπε και μετά κάπως χάθηκα στη μετάφραση. Βρήκα ότι υπήρχε και ένα τρίτο μέρος, με αναφορές στην Documenta, και ένα σόλο της Κιτσοπούλου σε αντι-Αμπράμοβιτς τόνο. Ενιωθα ότι μου είχαν πάρει το γλυκό από το στόμα. Σαν να ήταν τρεις παραστάσεις σε μία ή σαν κάποιος να πήγε να χαλάσει την πρώτη παράσταση. Μήπως ο αόρατος Τυραννόσαυρος;


Θαρρώ ότι όλες οι ιδέες της Κιτσοπούλου ήταν καλές, αλλά σαν να μην έδεναν μεταξύ τους και ίσως και αυτό να μην πειράζει, αλλά -πώς να το κάνουμε;δεν πάει το κοκκινιστό με το ψάρι; Δεν ξέρω, ίσως ήθελε να μας κυκλώσει η απελπισία, ίσως να έπρεπε όλα στο τέλος να περάσουν από αυτή την άχαρη στιγμή που ταΐζει τους καλεσμένους να φάνε μέσα από τις ακαθαρσίες μιας τουαλέτας. Δεν ξέρω ακριβώς τι να πω. Πιάνομαι από τον Γιάννη Κότσιφα και ξαναλέω ότι για μία ώρα μάς τάισε θέατρο υψηλό.


Το δε κείμενο της Λένας σε κάθε στροφή υπέροχο, ο τσαμπουκάς χεράκι-χεράκι με την ποίηση. Της συγχωρώ το μετά, γιατί υπήρχε το πριν, αλλά θα ήθελα πολύ να μπορούσα να της είχα πει: «Λένα, σταμάτα εδώ, βάλε φρένο, έχεις κάνει μια αριστουργηματική παράσταση»