«Αχαρνής»: Ζητείται ελπίς για την Επίδαυρο
Πρεμιέρα του φεστιβάλ
Εγκατάλειψη διάθεσης; Παραίτηση από τη λογική; Αδιαφορία για την οικοδόμηση της υστεροφημίας; Ή απλά, επρόκειτο για μια κακή νύχτα επειδή η προηγούμενη ήταν ακόμη χειρότερη;
Μόλις 3.500 θεατές παρακολούθησαν την Παρασκευή το βράδυ στην Επίδαυρο τους Αριστοφανικούς «Αχαρνής» σκορπίζοντας απογοήτευση στους συντελεστές της πρεμιέρας.
Την επομένη οι ρόλοι αναστράφηκαν και οι πρωταγωνιστές δυσαρέστησαν με διαφορετικούς βαθμούς έντασης τους 12.000 θεατές.
Ο αγχωμένος Δικαιόπολις (Πέτρος Φιλιππίδης) «παραπάτησε» από την αρχή χάνοντας πότε τα λόγια και πότε τις αναπνοές του με συνέπεια να ζητεί (σσ και να παίρνει βεβαίως) τη βοήθεια του κοινού που με χειροκροτήματα τον παρότρυνε να συνεχίσει.
Η αμφίδρομη επικοινωνία του ηθοποιού με το ακροατήριο , το οποίο εν πολλοίς ανταποκρίθηκε «διατρανώνοντας» την τυχαιότητα της παρουσίας του στο ιερό θέατρο, δεν επιτρέπει παρερμηνείες για τη σκοπιμότητα της επιλογής της Επιδαύρου. Όσο περισσότερο ακουστεί – διαδοθεί το «Διονυσιακό γλέντι» στο αρχιτεκτονικό όροσημο του Πολύκλειτου, τόσα παραπάνω εισιτήρια θα κοπούν στα κατσάβραχα και στις πλαγιές όπου θα περιοδεύσει το καλοκαίρι.
Τεχνικά
Αμιγώς τεχνικά, ο Φιλιππίδης προσπάθησε να διατηρήσει στην υψηλότερη ένταση της την παράσταση με τη βοήθεια της μικροφωνικής εγκατάστασης, του ιδιαίτερα ταλαντούχου χορού και των συμπρωταγωνιστών του Τ. Παπαματθαίου και Κ. Κόκλα. Ο συνετός Παπαματθαίου, είτε ως Μύρτιλα (κόρη του Δικαιόπολη) είτε ως Θηβαίος πραματευτής, ανέδειξε την παραγκωνισμένη υποκριτική του δεινότητα. Κι ο Κόκλας, αν περιορίζονταν στον ρόλο της Πλαγκόνας (συζύγου του Δικαιόπολη) και δεν υποδύονταν τη Σαπφώ Νοταρά, θα διέπρεπε Αριστοφανικά. Τούτο άλλωστε πέτυχε όταν επανήλθε στη σκηνή ως Μεγαρίτης πουλητής.
«Να ΄σαν τα νιάτα»
Ο «κήρυκας του γλεντιού» Αλκιβιάδης Μαγγόνας, κλαρινίστας, συγκίνησε με το a capella τραγούδι του «Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές». Ήταν ίσως η κυριότερη στιγμή του έργου. Το δημώδες άσμα, βγαλμένο από ανώνυμα μύχια, αποδόθηκε θεραπευτικά σύμφωνο προς την πραγματική ταυτότητα του θεάτρου το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Ασκληπιό γι΄ αυτό ενίοτε χρησιμοποιούνταν ως μέσο θεραπείας βαρέως νοσούντων καθώς εκείνη την εποχή τα δραματικά και ωδικά γυμνάσματα κρίνονταν ευεργετικά για τους ασθενείς.
Λάμαχος
Ταύτιση μεταξύ Φιλιππίδη - Χαϊκάλη δεν αποδείχτηκε. Οι δύο κορυφαίοι ηθοποιοί της εποχής δεν «συναντήθηκαν» μέσα στο κοίλο. Σαφώς επιβλητικότερος, παραστατικότερος και πιο ξεκούραστος ο δεύτερος, αντιλήφθηκε έγκαιρα το πάσχον από την υπεροψία του πρώτου εγχείρημα και περιορίστηκε στον μικρό ρόλο του Λάμαχου, του καταπονημένου από τις μάχες στρατηγού. Σημειώνεται ότι στο πρωτότυπο κείμενο του ο Αριστοφάνης δίνει περιθώρια στους επιγόνους του να πλατύνουν τον ρόλο του Λάμαχου, ο Χαϊκάλης όμως απέφυγε την επιπλέον έκθεση με τη «συνέργεια» του σκηνοθέτη Κ. Τσιάνου.
Σπουδαίας έμπνευσης τα σκηνικά και τα κουστούμια του Γ. Μερτζικόφ σε πλήρη αρμονία με τους φωτισμούς του Λ. Παυλόπουλου αλλά και σε εξίσου πλήρη αναντιστοιχία με την ποιότητα του «δρώμενου» και την αδιάφορη μουσική του.
Πολιτική
Ο ιλαρός Δικαιόπολις , κυρίως με «φορεσιά» Χατζηχρήστου στον «Μπακαλόγατο» παρέλκυσε ορισμένους θεατές και λόγω των περιορισμένων αναφορών του στην σύγχρονη πολιτική συγκυρία. Ελάχιστα εναντιώθηκε στην κυβέρνηση «για τα Μνημόνια και τα ΔΝΤ» βάζοντας τα συλλήβδην με το πολιτικό σύστημα.
Επίσης, καλά λόγια , πασπατεμένα με τη «χρυσόσκονη» του επιτηδευμένου χιούμορ, του περίσσεψαν για την υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου την οποία είχε στο παρελθόν σκηνοθετήσει ο Τσιάνος ως Ηλέκτρα. «Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες…» όπως τραγουδούσε ο Σαββόπουλος τη δεκαετία του ’80 όταν παρέδιδε τα όπλα;
Ίσως αλλά αδιάφορο. Άλλωστε αδιάφορα αντιμετωπίστηκε η παράσταση από τους επίσημους, τους κοσμικούς, τους πρώην και νυν διάσημους. Ευτυχώς που βρέθηκαν εκεί κοντά ο υφ. Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας και ο Φωκάς Ευαγγελινός και έσωσαν τα προσχήματα με την παρουσία τους. Κοντολογίς, η «ξεχειλωμένη» παράσταση δεν αντέχει σε εμβριθή κριτική. Φόρτισε, τα πανηγύρια, τις χιουμοριστικές υπερβολές, την εύπεπτη σάτιρα και την πομπή του φαλλού, αφήνοντας … αλλού τα νοήματα του τραγωδού.