Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Λυπάμαι για τα λάθη και τα ψέματα των πολιτικών
Η ταλαντουχα καλλιτέχνιδα ανοιγέι την καρδια της στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και μιλα για την ιδιαιτέρη βραδια της 8ης Μαΐου
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι από τις ηθοποιούς που αποδεικνύουν με κάθε ερμηνεία τους τι πραγματικά είναι "Τέχνη". Είναι πάντα χαρακτηριστικό της η αφοσίωση στην δουλειά και το ταλέντο της.
Θα τη δούμε στις 8 Μαΐου στο Μέγαρο Μουσικής, σε μια ιδιαίτερη βραδιά όπου μουσική και ερμηνεία θα συνυπάρξουν.
Μιλώντας μαζί της γοητεύεσαι από τον λόγο και τις απόψεις της, αλλά και από τον τρόπο που έχει επιλέξει να βλέπει τα πράγματα.
Θα σας δούμε σε μια ιδιαίτερη βραδιά. Πείτε μας λίγα πράγματα για αυτή την συνύπαρξη μουσικής και ερμηνείας.
Το μελόδραμα του Georg Benda «Μήδεια» γράφτηκε το 1775 πάνω σε λιμπρέτο του Γερμανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Wilhelm Gotter.
Ο Μότσαρτ σε ένα γράμμα προς τον πατέρα του δηλώνει απερίφραστα το θαυμασμό του για το καταπληκτικό αποτέλεσμα. Είναι ένα έργο για ηθοποιούς και ορχήστρα με πέντε ρόλους, τη Μήδεια, τον Ιάσονα, τα δυο παιδιά τους και την Τροφό.
Ο ρόλος τής Μήδειας κυριαρχεί στη σκηνή, ενώ οι άλλοι ρόλοι έχουν μόνο λίγες φράσεις. Το κείμενο δεν τραγουδιέται, αλλά εκφέρεται παράλληλα με τη μουσική, είτε στις παύσεις της, είτε μαζί της πάνω σε συγκεκριμένα μέτρα. Στη δική μας ερμηνεία δεν υπάρχει σκηνική αναπαράσταση, όλους τους ρόλους τους αποδίδω εγώ. Δίνεται έμφαση στην εξαιρετικά υψηλή θερμοκρασία του υποκριτικού συναισθήματος, το οποίο σε συνδυασμό με την έντονη δραματικότητα της μουσικής εκφράζει το πάθος της ηρωίδας με τρόπο εκρηκτικό.
Το έργο το είχαμε παίξει ξανά με την Καμεράτα τον Φεβρουάριο του 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, ενώ τώρα στο Μέγαρο Μουσικής διευθύνει ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος. Είναι για μένα ένα τρομερά τιμητικό, αλλά και πολύ δύσκολο εγχείρημα. Απαιτεί εξαιρετική ακρίβεια, απόλυτο συντονισμό με τη μουσική, καθώς και τεράστια συμπύκνωση ενέργειας, για να μπορείς να συμπλεύσεις με τον δυναμισμό της μεγάλης ορχήστρας.
Η μετάφραση είναι του Γιάννη Καλλιφατίδη και το κοστούμι μου είναι των MI-RO με την επιμέλεια της Εύας Νάθενα.
Πιστεύετε ότι το ελληνικό κοινό είναι εξοικειωμένο σε τέτοιου είδους θεάματα;
Υπάρχει ένα κοινό που έχει μουσική παιδεία και παρακολουθεί με ενδιαφέρον την καλλιτεχνική δράση της Καμεράτας ή της Λυρικής Σκηνής, και το οποίο στηρίζει και τις αντίστοιχες παραστάσεις πού έρχονται από το εξωτερικό στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών ή άλλων εκδηλώσεων. Σίγουρα είναι ένα μικρό κοινό, όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι τη συγκεκριμένη παράσταση μπορεί να την παρακολουθήσει άνετα οποιοσδήποτε και να επικοινωνήσει μαζί της απόλυτα. Μάλιστα κάποιος φίλος, που είναι ένας μέσος θεατής, μου έλεγε πρόσφατα ότι η «Μήδεια» του Μπέντα στη Στέγη πριν από οκτώ χρόνια είναι η παράσταση που του έχει αφήσει την ισχυρότερη εντύπωση.
Νιώθω ότι τα τελευταία χρόνια το κοινό έχει εκπαιδευτεί και είναι πολύ πιο απαιτητικό.
Ναι, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μεγάλη άνθιση στον χώρο του καλού θεάτρου και το κοινό έχει την ευκαιρία να δει πολλές ενδιαφέρουσες παραστάσεις, ελληνικές ή ξένες, πειραματικές, διαδραστικές, πρωτοποριακές, να παρακολουθήσει τους σύγχρονους δημιουργούς στις αναζητήσεις τους και να αποκτήσει ισχυρή προσωπική άποψη. Κι αυτό είναι πολύ καλό, γιατί συμβάλλει στην περαιτέρω εξέλιξη του θεάτρου.
Μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας τι πιστεύετε ότι είναι η «επιτυχία» και από ποιους παράγοντες εξαρτάται;
Εξαρτάται από το τι θεωρούμε επιτυχία. Έχουν υπάρξει παραστάσεις που είχαν μεγάλη καλλιτεχνική αξία, αλλά για διάφορους λόγους δεν ήταν η στιγμή τους ή δεν πέρασαν σε ένα ευρύτερο κοινό, άλλες που έκαναν εισπρακτική επιτυχία χωρίς να είναι σημαντικές καλλιτεχνικά και κάποιες που κατάφεραν να συνδυάσουν και τα δύο. Πάντως κανένας από τους ανθρώπους του θεάτρου δεν μπορεί ποτέ να είναι βέβαιος για την έκβαση ενός εγχειρήματός του. Γι’ αυτό λέγεται συχνά στον χώρο μας: «συνταγή δεν υπάρχει». Και αλίμονο αν κάποιος ξεκινούσε μια δουλειά με στόχο να κάνει «επιτυχία». Αυτό ως αυτοσκοπός μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο και να του βάλει μεγάλες παγίδες. Το θέμα είναι να ξεκινάς το ταξίδι επειδή θέλεις να πεις κάτι, και να το κάνεις με πίστη, έμπνευση, γνώση και φαντασία, και με συνταξιδιώτες ένα σπουδαίο κείμενο και υπέροχους συνεργάτες. Και βέβαια να ελπίζεις ότι θα βοηθήσει και η στιγμή.
Τι πρέπει να έχει κάποιος για να τον πείτε «καλό ηθοποιό»;
Να έχει υψηλό κριτήριο επιλογών, να δουλεύει πολύ, να είναι καλός συνεργάτης, να έχει υποκριτική ευελιξία, ισχυρό βαθμό σκηνικής επικοινωνίας, βαθιά εσωτερική αλήθεια, καλή τεχνική κατάρτιση, να είναι ανοιχτός σε νέες προτάσεις και να έχει καλλιτεχνικό όραμα. Και να θέτει πάνω απ’ όλα το σύνολο και όχι τον εαυτό του.
Η γνωστή φράση λέει «ηθοποιός σημαίνει φώς». Τι σημαίνει για σας ηθοποιός;
Ηθοποιός είναι ένας καλλιτέχνης που προσπαθεί να εκφράσει το άπιαστο με μόνα εφόδια το σώμα και την ψυχή του. Κάποιος που μπορεί να συμπυκνώσει όλη του την ενέργεια στη φευγαλέα στιγμή, με μια μαγική σχέση με τον στόχο, τον χώρο, τον χρόνο και τον θεατή. Ένας καλλιτέχνης με υψηλό δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης και σκηνικής ευφυΐας.
Ένας εργάτης της τέχνης που πρέπει να έχει το σθένος να συνδυάζει τα ασυνδύαστα, δηλαδή καθημερινή επιβίωση και υψηλές καλλιτεχνικές επιλογές χωρίς συμβιβασμούς. Ένας άνθρωπος που αντέχει να διαχειριστεί τις απώλειές του, τα τραύματά του, τους φόβους του και να τα μετουσιώσει σε δημιουργία, επικοινωνώντας τα προς τους ομοιοπαθείς του θεατές.
Κάποιος που είναι ευαίσθητος και τρυφερός, αλλά αντέχει στην έκθεση και την κριτική. Ένας άνθρωπος που έχει κοινωνική συνείδηση και μέσα από την τέχνη του προσπαθεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, γιατί ξέρει καλά πως μόνο έτσι αξίζει να υπάρχεις σ’ αυτόν τον χώρο.
Παρακολουθείτε τηλεόραση; Θα σας ενδιέφερε να παίξετε σε κάποιο σειρά στην τηλεόραση ή πλέον έχετε αφοσιωθεί αποκλειστικά στο θέατρο;
Δεν παρακολουθώ τηλεόραση, δεν έχω χρόνο γιατί δουλεύω πολύ. Φυσικά και με ενδιαφέρει ως μέσο, μάλιστα παλιότερα, σε καλύτερες εποχές, είχα πάρει μέρος σε εξαιρετικές σειρές, συνήθως διασκευές έργων λογοτεχνίας. Στα χρόνια της κρίσης απείχα συνειδητά από την τηλεόραση, γιατί σταμάτησαν να γίνονται σειρές που με ενδιέφεραν καλλιτεχνικά. Φέτος όμως πήρα μέρος σε τρία επεισόδια τής σειράς τής ΕΡΤ «Η ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη, που μάλιστα προβάλλονται αυτές τις μέρες. Και βέβαια αν υπάρξει κάποια άλλη πρόταση με καλλιτεχνικές εγγυήσεις, θα τη δεχτώ με πολύ μεγάλη χαρά. Κι εγώ και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου με τους οποίους μοιραζόμαστε τις ίδιες απόψεις, δουλεύουμε σχεδόν αποκλειστικά στο θέατρο, γιατί είναι μια τέχνη που αντέχει και επιμένει να προχωράει με όρους καθαρά και μόνο καλλιτεχνικούς.
Τι μπορεί να σας εξοργίσει;
Η απαξίωση της ζωής και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η βία, η εγκληματικότητα, ο ρατσισμός, η φασιστική νοοτροπία, το ψέμα και η εξαπάτηση τόσο σε πολιτικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, η ανεντιμότητα, η ασυνέπεια, η αγένεια, η αδιαφορία και πολλά άλλα ακόμα με αρνητικό πρόσημο.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε 3 πράγματα στην κοινωνία που ζούμε ποια θα ήταν αυτά;
Επειδή σε τόσο οριακές έννοιες όσο προσεκτικά και να διατυπώσεις μια φράση κινδυνεύεις να ακουστείς ανεδαφικός και γελοίος, θα αρκεστώ στο να εκφράσω επιθυμίες και ευχές. Θα ευχόμουν, λοιπόν, πρώτον να επικρατήσει κάποτε μια παγκόσμια πολιτική με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις αξίες του και όχι τον υλισμό. Δεύτερον, να εκλείψει κάθε είδος αρνητικής συμπεριφοράς ανθρώπου προς άνθρωπο λόγω της φυλής του, της θρησκείας του, της κοινωνικής του θέσης, του φύλου του, του σεξουαλικού του προσανατολισμού ή της εμφάνισής του. Τρίτον να αντιληφθούμε όλοι επιτέλους το πόσο σύντομη, ανεξήγητη, παράξενη είναι η παρουσία μας σ’ αυτόν τον κόσμο και να της δώσουμε αληθινό νόημα και ουσιαστική αξία, με απόλυτο σεβασμό στον πλανήτη και τα άλλα όντα.
Γενικώς η κοινωνία μας και η πολιτικοοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα σας απογοητεύει;
Προφανώς κι εγώ ως πολίτης αυτής της χώρας που τη λάτρεψα, που έχω την τιμή να τη λέω πατρίδα μου και να μιλώ τη γλώσσα της, ως καλλιτέχνις που έχει έρθει σε άμεση επαφή με τον πολιτισμό της, την ποίηση, τους μεγάλους συγγραφείς και τους σπουδαίους δημιουργούς της, αλλά και τους ωραίους ανθρώπους της, θλίβομαι για τον ξεπεσμό και την κατάντια της.
Λυπάμαι για τους κακούς χειρισμούς, τα λάθη, τις προδοσίες και τα ψέματα των πολιτικών της.
Λυπάμαι για τους άσχημους δρόμους που επιλέξαμε, για τα κακά στοιχεία μας που δεν είναι αντάξια της κληρονομιάς μας. Κι αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Να είμαστε τόσο αντιφατικοί και τόσο διχασμένοι. Να ’χουν περάσει τόσα χρόνια και να μη μπορούμε ακόμα να ορθοποδήσουμε. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που ν’ αγαπάει αυτή τη χώρα και να μη νιώθει αυτή την τεράστια απογοήτευση.