Ένα μουσείο-μνημείο στη μνήμη του Λόρδου Βύρωνα με σεβαλιέ, χειρόγραφα, μέχρι και τοιχογραφίες by Τιτσιάνο
Passe Partout
Η παραπολιτική στήλη του Secret

Ένα μουσείο-μνημείο στη μνήμη του Λόρδου Βύρωνα...
Ένας εµβληµατικός, πλην όµως σχεδόν εγκαταλελειµµένος χώρος στην καρδιά της Ραβένας, το παλάτσο Τζουτσόλι -µνηµείο από µόνο του-, αναδεικνύει το έργο του Λόρδου Βύρωνα: έγινε µουσείο αφιερωµένο σε εκείνον, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά µεµοραµπίλια που βρίσκονταν στην κατοχή της ερωµένης του, κόµισσας Τερέζα Γκάµπα Τζουτσόλι. Το πρότζεκτ της αναµόρφωσης του χώρου, που αποτελούσε τη «φωλιά» τους, ανέλαβαν οι ακαδηµαϊκοί Ντιέγκο Σάγκλια και Γκρέγκορι Ντόουλινγκ και το αποτέλεσµα του «λίφτινγκ» είναι µαγικό. Η κόµισσα θεωρείται ο µεγάλος έρωτάς του. Τη γνώρισε όταν ήταν έφηβη και το πάθος ανάµεσά τους παρέµεινε ασίγαστο, έως ότου εκείνος την άφησε. Την επισκεπτόταν, µάλιστα, στο σπίτι της µέχρι που ο άντρας της τους συνέλαβε επ’ αυτοφώρω. Ωστόσο, το love story τους δεν τελείωσε τότε... Αυτό συνέβη όταν εκείνος την εγκατέλειψε για να έρθει στην Ελλάδα, επιστρατεύοντας και άλλα µέλη της υψηλής κοινωνίας. Μαζί και τον αδελφό της, κόµη Πιέτρο Γκάµπα. Ήταν Ιανουάριος του 1824 όταν µετέβη στο Μεσολόγγι, για να στηρίξει την Επανάσταση ενάντια στους Τούρκους...
...με σεβαλιέ, χειρόγραφα, μέχρι και τοιχογραφίες by Τιτσιάνο
Xρυσό σεβαλιέ 24 καρατίων, η σφραγίδα του, τοιχογραφίες από τον Τιτσιάνο (!), σκίτσα που έφτιαξε ο ίδιος, πορτραίτα, χρυσά ρολόγια τοίχου, µέχρι θήκη µε τούφα από τα µαλλιά του ανακαλύπτεις ανάµεσα στα µεµοραµπίλια που σφράγισαν τη ζωή του κοντά της - µια ζωή που ταυτίστηκε µε το απόλυτο σκάνδαλο των καιρών. «Ανοίγει το... σκανδαλώδες µουσείο» ήταν ο τίτλος πλειάδας ιταλικών ΜΜΕ που θέλησαν -και µε «πικάντικο» τρόπο- να αποτίσουν φόρο τιµής στο έργο του ποιητή λόρδου. Σπάνιες πρώτες εκδόσεις, ραβασάκια και χειρόγραφα περιλαµβάνονται επίσης στα αντικείµενα που κρατούσε, σαν ό,τι πολυτιµότερο από εκείνον, η ερωµένη του. Η ανακαίνιση του παλάτσο διήρκεσε δέκα χρόνια: αρχικά το πρότζεκτ πήγε πίσω λόγω της πανδηµίας του COVID-19 και τώρα, που επιτέλους άνοιξε, κατέστη παγκόσµιος πόλος έλξης... Λογικό - η ζωή του φιλέλληνα ποιητή αναµφίβολα ήταν µυθιστορηµατική.
Από άλλα έργο
- Ε, ναι λοιπόν. Φέτος, έπειτα από µακρά αποχή, ξαναφορέσαµε µάσκες και κοιτάξαµε αλλιώς τον εαυτό µας. Με περούκες κόκκινες, µαύρες, ξανθές, πολύχρωµες. «Ξαναβαφτιστήκαµε» και µε στολές. Γίναµε «Αµαλίες», όπως µικράκια, βασίλισσες της νύχτας, κολοµπίνες. Θυµηθήκαµε εκείνο το classic τραγουδάκι που ακούγαµε στην ταινία «Η καφετζού» (µε Γεωργία Βασιλειάδου - Βασίλη Αυλωνίτη), που έλεγε «µα σαν της κολοµπίνας το φιλί µες στην Απόκρια την τρελή»... Στην Απόκρια την τρελή, λοιπόν, θα βάλεις και µοβ και µαύρο και πράσινο κραγιόν και ό,τι χρώµα σού κατέβει στο τσερβέλο... Θα µασκαρευτείς όπως σου κάνει κέφι, είτε είσαι γυναίκα είτε άντρας. Το ερώτηµα που ανακύπτει αφορά -τώρα πιατα εξής: Θα ντυθείς, θα βαφτείς, θα στολιστείς (και θα λατρέψεις, όπως εξυπακούεται, την όλη διαδικασία), για να τρέξεις πού ακριβώς; Τα θρυλικά πάρτι των ’80s, των ’90s (όταν ενηλικιωθήκαµε οι τωρινοί 50άρηδες) και της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα -οπότε πραγµατοποιούνταν σε λοφτ στο Γκάζι που είχαν µετατραπεί σε κλαµπ, σε παλιά εργοστάσια στον Πειραιά ή σε «ανύποπτα» κλαµπ στην καρδιά της Αθήνας- πλέον δεν υφίστανται. Είναι µετρηµένοι οι χώροι που στις µέρες µας φιλοξενούν µπαλ µασκέ.
- Αυτό δεν συνεπάγεται πως δεν πραγµατοποιούνται. Μια µατιά στο µετρό -στα πιτσιρίκια, που και φέτος κυκλοφορούν... ένστολα- πείθει τον οποιονδήποτε. Σαφώς διοργανώνονται αποκριάτικα σουαρέ, αλλά τώρα πια κυρίως σε σπίτια. Θυµάµαι, περίπου προ δεκαετίας, φίλος σκηνοθέτης, ο Αλέξανδρος Λεονταρίτης, που χρόνια τώρα µένει µόνιµα στην Κύπρο, είχε στήσει επικό µπαλ µασκέ στη βίλα του στην Πεντέλη. Είχαµε µαζευτεί τα µισά ΜΜΕ της χώρας και το γλεντούσαµε µέχρι πρωίας µε στρατιά ηθοποιών και οµότεχνών του. Με βενετσιάνικες µάσκες, βικτωριανές στολές, ως βαµπίρ. Και Πίτερ Παν και Τίνκερµπελ και Ελισάβετ και Κυρές της Λίµνης. Ολοι µαζί, σαν χορωδία, τραγουδούσαµε το ρεφρέν «Mamma mia» από τον ύµνο των Abba, το «Bohemian Rhapsody» των Queen. Ξεχώρισαν εύκολα τα Χόµπιτ µαζί µε τα Γκόλουµ, οι Στρουµφίτες και οι... Μποµπ Σφουγγαράκη(δε)ς. Το πάρτι ουσιαστικά είχε ελεύθερο concept, καθώς το dress code µάς ήθελε να εµπνευστούµε από τον κινηµατογράφο και την τηλεόραση.
- Θυµάµαι ακόµα ένα, πάλι στα βόρεια προάστια, σε σπίτι φίλου από το εξωτερικό, του Ιρλανδού Πάτρικ Μάρεϊ, µε concept Ιαπωνία. Οι µισοί είχαµε ντυθεί γκέισες και τα αγόρια µας Σαµουράι, οι άλλοι σούµο και «Νύφες» - µάλλον θυµάστε τη σπαθοκραδαίνουσα Ούµα Θέρµαν στον iconic ρόλο, που τη σηµάδεψε, στην κορυφαία σειρά ταινιών «Kill Bill» του Κουέντιν Ταραντίνο. Καθώς «οι αναµνήσεις ξαναγυρίζουνε», κλείνω, έτσι, για το χαριτωµένο του στόρι, ενώ ετοιµάζοµαι να µεταβώ σε bal de tête -σε πάρτι σε οικία, όπου µόνο το κεφάλι σου πρέπει να έχεις στολίσει-, µε ακόµα ένα... Πιο πιτσιρίκα, στα early ’90s, είχα, που λέτε, ντυθεί µάγισσα. Τα πολύ µακριά τότε µαλλιά µου -σαν πύρινη αφάνα ήταν- τα είχα σηκώσει ψηλά, σταθεροποιηµένα µε ταλκ και λακ. Ηµασταν τεράστια παρέα σε ένα διώροφο, ασφυκτικά γεµάτο κλαµπ. Κρατώντας τσιγάρο (τι το 'θελα;), µες στα γέλια, την κοσµοπληµµύρα, τα κοµφετί, τις σερπαντίνες και τα ντεσιµπέλ, έβαλα φωτιά στο µούσι φίλου. Πώς αντέδρασε µε το που το αντιλήφθηκε ο «µπαρουτοκαπνισµένος»; Εκλαψε από τα γέλια. Οµορφιές και φωτιές. By night.