Παγκόσμιο Κύπελλο 1954: Το «θαύμα της Βέρνης» και οι προπηλακισμοί στην Ουγγαρία
Η «χρυσή ομάδα» του Γκούσταβ Σέμπες ήταν σίγουρη παγκόσμια πρωταθλήτρια, αλλά η Δυτική Γερμανία άλλαξε τα δεδομένα και κέρδισε την ποδοσφαιρική ταυτότητά της για τις δεκαετίας που θα έρχονταν
Έως την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2022 στο Κατάρ την Κυριακή 20 Νοεμβρίου, με το παιχνίδι Κατάρ-Εκουαδόρ, τα parapolitika.gr θα παρουσιάζουν ιστορίες από τον θεσμό. Το γιγαντιαίο ποδοσφαιρικό φεστιβάλ, που ενώνει την οικουμένη στα πέρατά της, δεν θα διατηρούσε τη δύναμή του χωρίς τους ήρωές του. Ευλογημένοι και καταραμένοι, γενναίοι και δειλοί, δαήμονες και αδήμονες, οι ποδοσφαιριστές αποκτούν μια υπόσταση που ξεπερνά το ανθρώπινο συμβατό.
Κι όμως, υπήρχε μια εποχή που ένας τελικός Ουγγαρία-Αυστρία δεν ήταν απλώς πιθανός, αλλά έμοιαζε επιβεβλημένος. Με σάουντρακ τις δύσκολες μελωδίες του Φραντς Λιστ και με τη θωριά του Δούναβη από τη γέφυρα της Βουδαπέστης, με διαλόγους από τα καφέ της Βιέννης, με λόγιους να μιλούν για το ποδόσφαιρο τινί τρόπω που η ίδια η φιλοσοφία για το παιχνίδι να αποκληθεί «Το ποδόσφαιρο των καφέ», ο τελικός της 4ης Ιουλίου του 1954 στη Βέρνη της Ελβετίας έμοιαζε με το τέλειο σενάριο.
Όλα διαλύθηκαν λίγες μέρες πριν. Η Δυτική Γερμανία διέλυσε την Αυστρία στον δικό της ημιτελικό, 6-1. Μόλις εννιά χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τον βομβαρδισμό του Βερολίνου να γίνεται το σύμβολο του ελεύθερου κόσμου, η ομάδα του Σεπ Χερμπέργκερ βρισκόταν σε έναν τελικό. Ακόμα κι αν απέναντί της βρισκόταν μία ομάδα με την οποία έμοιαζε σίγουρα χαμένη, η προσπάθειά της υπήρξε εμβληματική.
Στοπ καρέ.
Αναμενόμενο θα ήταν, μετά την ήττα της Ουγγαρίας από τη Δυτική Γερμανία στις 4 Ιουλίου 1954 στη Βέρνη, για τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, 3-2, οι Μαγυάροι να περιμένουν τον Γκούσταβ Σέμπες και τους παίκτες του για να τους αποθεώσουν. Άλλωστε, η Ουγγαρία είχε φτάσει ξανά σε τελικό, 16 χρόνια πριν, στο Παρίσι, όταν και έχασε 4-2 από την Ιταλία, σε μια διοργάνωση που, όπως και η προηγούμενη, της Ρώμης, έμεινε στην Ιστορία ως η επιτομή του φασισμού.
Επιπλέον, η ομάδα του Σέμπες δεν ήταν ένα απλό συγκρότημα: είχε δώσει στους Ούγγρους έναν καλό λόγο για να πανηγυρίσουν το 1952, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, αλλά και όλη την τετραετία, αφού κάθε παιχνίδι από το 1951 έως και το 1954 σίγουρα δεν ήταν ήττα. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Κεντρικής Ευρώπης, το 1953, κατέκτησε τον τίτλο, επικρατώντας άνετα της Ιταλίας στον τελικό. Επιπλέον, οι δύο συντριβές της Αγγλίας, τον Νοέμβριο του 1953 στο Λονδίνο (6-3) και τον Μάιο του 1954 (7-1) στη Βουδαπέστη, έκαναν τους Μαγυάρους σχεδόν υπερφυσικούς. Όμως, όταν η «χρυσή ομάδα» δεν πήρε το τρόπαιο, οι αντιδράσεις ήταν άγριες.
Τα όργανα άρχισαν πριν η «αρανιτσαπάτ» φτάσει στην πατρίδα. Στο τρένο που έφυγε από τη Βέρνη μετέβη ο κομμουνιστής πρόεδρος της χώρας, Ματίας Ράκοσι, ο οποίος είχε απαιτήσει, λίγο-πολύ, την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Στο δείπνο με τους παίκτες, τους δήλωσε ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν συνέπειες για την ήττα από τους Γερμανούς, αλλά όλοι κατάλαβαν το αντίθετο. Η πόλη Τάτα δέχθηκε την εθνική ομάδα της χώρας, προκειμένου να αποφευχθούν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα συνοδεύονταν από έκτροπα. Πώς το ξέρει κάποιος αυτό; Ο γιος του Σέμπες έπεσε θύμα ξυλοδαρμού στο σχολείο, ο Φέρεντς Πούσκας αποδοκιμαζόταν συναπτώς στα παιχνίδια πρωταθλήματος, ενώ ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς, που ήταν βαθμοφόρος του ουγγρικού στρατού, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, που επέσειε τη θανατική ποινή, και συνελήφθη, ενώ, όταν αφέθηκε ελεύθερος, εξορίστηκε στην πόλη Ταταμπάνια, υπόκειτο σε κατ’ οίκον περιορισμό και τιμωρήθηκε με δύο χρόνια απραξίας σε ό,τι αφορούσε την εθνική ομάδα.
Λίγοι ποδοσφαιριστές έμειναν στο απυρόβλητο από εκείνη την ήττα. Ένας από αυτούς ήταν ο Σάντορ Κότσιτς. Γεννημένος στις 21 Σεπτεμβρίου 1929 στη Βουδαπέστη, είχε γίνει ο πρώτος παίκτης με διψήφιο αριθμό γκολ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, 11, ο πρώτος που έκανε δύο χατ τρικ στη διοργάνωση (με τρία γκολ στο 9-0 επί της Νοτίου Κορέας και τέσσερα στο 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας, για τους ομίλους), εκείνος που με δύο κεφαλιές στην παράταση του θρυλικού ημιτελικού απέναντι στην Ουρουγουάη χάρισε την πρόκριση στους Μαγυάρους. Στο τέλος, ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε καν να ντυθεί.
Εκείνος ο τελικός ήταν ένα κράμα αυταπάρνησης από τους Γερμανούς του Σεπ Χερμπέργκερ και μωροεγωισμού από τους Ούγγρους: όταν ο Πούσκας, που δεν είχε ξεπεράσει τον τραυματισμό του στο 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας στον όμιλο (μια πράξη που λογίστηκε ως προβοκατόρικη, αφού ο Βέρνερ Λίμπριχ, που υπήρξε θύτης, φαίνεται ότι είχε μια τρόπον τινά εντολή από τον πάγκο για να το κάνει), αποφάσισε να παίξει, ουδείς μπορούσε να του επιβληθεί και να τον συγκρατήσει.
Ο «Πάντσο» έλειψε από τη «μάχη της Βέρνης», το 4-2 του προημιτελικού με τη Βραζιλία, και από το παιχνίδι με την Ουρουγουάη, που η Ουγγαρία νίκησε με το ίδιο σκορ. Αλλά σε ένα ματς που η ομάδα του πιθανότατα θα νικούσε άνετα, ήθελε να είναι παρών, αν και ουδείς μπορούσε να εγγυηθεί πως θα μπορούσε να το βγάλει όλο. Αυτό έφερε τα πυρά από τον Νάντορ Χιντεγκούτι, που ήταν ο τύποις φορ των Μαγυάρων. Όταν η Δυτική Γερμανία επέστρεψε από το εις βάρος της 2-0 στο 8’, σκορ το οποίο είχε διαμορφωθεί από τα γκολ του Πούσκας στο 6’ και του Ζόλταν Τσίμπορ, ο τότε 32χρονος διεθνής αρνήθηκε να μαρκάρει. Ας πρόσεχε ο Πούσκας, να μην πάρει μέρος στον τελικό.
Οι Γερμανοί επέστρεψαν, μείωσαν στο 10’ με τον Μαξ Μόρλοκ και ο Χέλμουτ Ραν ισοφάρισε στο 18’ και έβαλε το τρίτο γερμανικό τέρμα στο 84’. Ο «Πάντσο» βρήκε το κουράγιο να ισοφαρίσει, στο 88’, αλλά το γκολ του ακυρώθηκε ως οφσάιντ.
Αυτή η απόφαση του «καλπάζοντος συνταγματάρχη» στέρησε τη δόξα του νικητή από τον Κότσιτς. Οι δυο τους δεν συγκρούονταν ούτε στη Χόνβεντ, αφού ο ένας έπαιζε στα αριστερά και ο άλλος στα δεξιά. Όταν ο Χιντεγκούτι πήγαινε προς το κέντρο για να πάρει την μπάλα, η περιοχή άνοιγε. Ο Κότσιτς, ένας καθαρός ακραίος χαφ, τη γέμιζε και πέτυχε πολλά εύκολα γκολ. Υπήρξε εκπληκτικός με το κεφάλι και το άλμα του και η δύναμη με την οποία χτυπούσε την μπάλα συγκρίνονται μόνο με την ικανότητα του Κριστιάνο Ρονάλντο.
Ο Κότσιτς δεν φειδόταν να σκοράρει. Σε 68 παιχνίδια με την εθνική ομάδα πέτυχε εφτά χατ τρικ, ενώ τελείωσε ευδοκίμως την καριέρα του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας, με 75 γκολ. Μόνο ο Γκερντ Μίλερ μπορεί να συγκριθεί μαζί του, αφού σημείωσε 68 γκολ σε 62 συμμετοχές με τη Δυτική Γερμανία. Ο Κότσιτς είχε ανά μέσο όρο 1,103 γκολ ανά ματς, ο Μίλερ, 1,097. Για να καταλάβει κάποιος πόσο καλή ήταν εκείνη η Ουγγαρία, ο Πούσκας είχε 0,99, δηλαδή 84 γκολ σε 85 συμμετοχές. Ο αριστεροπόδαρος αρτίστας είχε κάνει το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα το 1945, τρία χρόνια πριν από την πρώτη συμμετοχή του Κότσιτς. Πάντως, πρώτος σε μέσο όρο είναι ο Δανός Πόουλ Νίλσεν, που φέρεται να σημείωσε 52 γκολ σε 38 συμμετοχές με την εθνική ομάδα από το 1910 έως το 1925.
Ούτως ή άλλως, ο γεννημένος στη Βουδαπέστη διεθνής έπαιζε σε μια ομάδα που έχει κάνει κάτι ανεπανάληπτο, έως τώρα, στα ποδοσφαιρικά χρονικά: σε 73 διαδοχικά παιχνίδια, από το 1949 έως το 1957, σκόραρε τουλάχιστον μία φορά. Όταν έπαψε να το κάνει, αυτό σήμαινε και τη διάλυση της εθνικής. Ήταν ένας από τους πιο αποτελεσματικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, αλλά βρήκε τον θάνατο με σκληρό τρόπο: έπεσε από τον τέταρτο όροφο του νοσοκομείου που είχε εισαχθεί, λόγω λευχαιμίας και καρκίνο του στομάχου, στις 22 Ιουλίου του 1979, δύο μήνες πριν κλείσει τα 50. Αν ήταν αυτοκτονία ή ατύχημα, θα μείνει για πάντα ερωτηματικό.
Κι όμως, υπήρχε μια εποχή που ένας τελικός Ουγγαρία-Αυστρία δεν ήταν απλώς πιθανός, αλλά έμοιαζε επιβεβλημένος. Με σάουντρακ τις δύσκολες μελωδίες του Φραντς Λιστ και με τη θωριά του Δούναβη από τη γέφυρα της Βουδαπέστης, με διαλόγους από τα καφέ της Βιέννης, με λόγιους να μιλούν για το ποδόσφαιρο τινί τρόπω που η ίδια η φιλοσοφία για το παιχνίδι να αποκληθεί «Το ποδόσφαιρο των καφέ», ο τελικός της 4ης Ιουλίου του 1954 στη Βέρνη της Ελβετίας έμοιαζε με το τέλειο σενάριο.
Όλα διαλύθηκαν λίγες μέρες πριν. Η Δυτική Γερμανία διέλυσε την Αυστρία στον δικό της ημιτελικό, 6-1. Μόλις εννιά χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τον βομβαρδισμό του Βερολίνου να γίνεται το σύμβολο του ελεύθερου κόσμου, η ομάδα του Σεπ Χερμπέργκερ βρισκόταν σε έναν τελικό. Ακόμα κι αν απέναντί της βρισκόταν μία ομάδα με την οποία έμοιαζε σίγουρα χαμένη, η προσπάθειά της υπήρξε εμβληματική.
Στοπ καρέ.
Αναμενόμενο θα ήταν, μετά την ήττα της Ουγγαρίας από τη Δυτική Γερμανία στις 4 Ιουλίου 1954 στη Βέρνη, για τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, 3-2, οι Μαγυάροι να περιμένουν τον Γκούσταβ Σέμπες και τους παίκτες του για να τους αποθεώσουν. Άλλωστε, η Ουγγαρία είχε φτάσει ξανά σε τελικό, 16 χρόνια πριν, στο Παρίσι, όταν και έχασε 4-2 από την Ιταλία, σε μια διοργάνωση που, όπως και η προηγούμενη, της Ρώμης, έμεινε στην Ιστορία ως η επιτομή του φασισμού.
Επιπλέον, η ομάδα του Σέμπες δεν ήταν ένα απλό συγκρότημα: είχε δώσει στους Ούγγρους έναν καλό λόγο για να πανηγυρίσουν το 1952, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, αλλά και όλη την τετραετία, αφού κάθε παιχνίδι από το 1951 έως και το 1954 σίγουρα δεν ήταν ήττα. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Κεντρικής Ευρώπης, το 1953, κατέκτησε τον τίτλο, επικρατώντας άνετα της Ιταλίας στον τελικό. Επιπλέον, οι δύο συντριβές της Αγγλίας, τον Νοέμβριο του 1953 στο Λονδίνο (6-3) και τον Μάιο του 1954 (7-1) στη Βουδαπέστη, έκαναν τους Μαγυάρους σχεδόν υπερφυσικούς. Όμως, όταν η «χρυσή ομάδα» δεν πήρε το τρόπαιο, οι αντιδράσεις ήταν άγριες.
Τα όργανα άρχισαν πριν η «αρανιτσαπάτ» φτάσει στην πατρίδα. Στο τρένο που έφυγε από τη Βέρνη μετέβη ο κομμουνιστής πρόεδρος της χώρας, Ματίας Ράκοσι, ο οποίος είχε απαιτήσει, λίγο-πολύ, την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Στο δείπνο με τους παίκτες, τους δήλωσε ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν συνέπειες για την ήττα από τους Γερμανούς, αλλά όλοι κατάλαβαν το αντίθετο. Η πόλη Τάτα δέχθηκε την εθνική ομάδα της χώρας, προκειμένου να αποφευχθούν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα συνοδεύονταν από έκτροπα. Πώς το ξέρει κάποιος αυτό; Ο γιος του Σέμπες έπεσε θύμα ξυλοδαρμού στο σχολείο, ο Φέρεντς Πούσκας αποδοκιμαζόταν συναπτώς στα παιχνίδια πρωταθλήματος, ενώ ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς, που ήταν βαθμοφόρος του ουγγρικού στρατού, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, που επέσειε τη θανατική ποινή, και συνελήφθη, ενώ, όταν αφέθηκε ελεύθερος, εξορίστηκε στην πόλη Ταταμπάνια, υπόκειτο σε κατ’ οίκον περιορισμό και τιμωρήθηκε με δύο χρόνια απραξίας σε ό,τι αφορούσε την εθνική ομάδα.
Λίγοι ποδοσφαιριστές έμειναν στο απυρόβλητο από εκείνη την ήττα. Ένας από αυτούς ήταν ο Σάντορ Κότσιτς. Γεννημένος στις 21 Σεπτεμβρίου 1929 στη Βουδαπέστη, είχε γίνει ο πρώτος παίκτης με διψήφιο αριθμό γκολ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, 11, ο πρώτος που έκανε δύο χατ τρικ στη διοργάνωση (με τρία γκολ στο 9-0 επί της Νοτίου Κορέας και τέσσερα στο 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας, για τους ομίλους), εκείνος που με δύο κεφαλιές στην παράταση του θρυλικού ημιτελικού απέναντι στην Ουρουγουάη χάρισε την πρόκριση στους Μαγυάρους. Στο τέλος, ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε καν να ντυθεί.
Εκείνος ο τελικός ήταν ένα κράμα αυταπάρνησης από τους Γερμανούς του Σεπ Χερμπέργκερ και μωροεγωισμού από τους Ούγγρους: όταν ο Πούσκας, που δεν είχε ξεπεράσει τον τραυματισμό του στο 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας στον όμιλο (μια πράξη που λογίστηκε ως προβοκατόρικη, αφού ο Βέρνερ Λίμπριχ, που υπήρξε θύτης, φαίνεται ότι είχε μια τρόπον τινά εντολή από τον πάγκο για να το κάνει), αποφάσισε να παίξει, ουδείς μπορούσε να του επιβληθεί και να τον συγκρατήσει.
Ο «Πάντσο» έλειψε από τη «μάχη της Βέρνης», το 4-2 του προημιτελικού με τη Βραζιλία, και από το παιχνίδι με την Ουρουγουάη, που η Ουγγαρία νίκησε με το ίδιο σκορ. Αλλά σε ένα ματς που η ομάδα του πιθανότατα θα νικούσε άνετα, ήθελε να είναι παρών, αν και ουδείς μπορούσε να εγγυηθεί πως θα μπορούσε να το βγάλει όλο. Αυτό έφερε τα πυρά από τον Νάντορ Χιντεγκούτι, που ήταν ο τύποις φορ των Μαγυάρων. Όταν η Δυτική Γερμανία επέστρεψε από το εις βάρος της 2-0 στο 8’, σκορ το οποίο είχε διαμορφωθεί από τα γκολ του Πούσκας στο 6’ και του Ζόλταν Τσίμπορ, ο τότε 32χρονος διεθνής αρνήθηκε να μαρκάρει. Ας πρόσεχε ο Πούσκας, να μην πάρει μέρος στον τελικό.
Οι Γερμανοί επέστρεψαν, μείωσαν στο 10’ με τον Μαξ Μόρλοκ και ο Χέλμουτ Ραν ισοφάρισε στο 18’ και έβαλε το τρίτο γερμανικό τέρμα στο 84’. Ο «Πάντσο» βρήκε το κουράγιο να ισοφαρίσει, στο 88’, αλλά το γκολ του ακυρώθηκε ως οφσάιντ.
Αυτή η απόφαση του «καλπάζοντος συνταγματάρχη» στέρησε τη δόξα του νικητή από τον Κότσιτς. Οι δυο τους δεν συγκρούονταν ούτε στη Χόνβεντ, αφού ο ένας έπαιζε στα αριστερά και ο άλλος στα δεξιά. Όταν ο Χιντεγκούτι πήγαινε προς το κέντρο για να πάρει την μπάλα, η περιοχή άνοιγε. Ο Κότσιτς, ένας καθαρός ακραίος χαφ, τη γέμιζε και πέτυχε πολλά εύκολα γκολ. Υπήρξε εκπληκτικός με το κεφάλι και το άλμα του και η δύναμη με την οποία χτυπούσε την μπάλα συγκρίνονται μόνο με την ικανότητα του Κριστιάνο Ρονάλντο.
Ο Κότσιτς δεν φειδόταν να σκοράρει. Σε 68 παιχνίδια με την εθνική ομάδα πέτυχε εφτά χατ τρικ, ενώ τελείωσε ευδοκίμως την καριέρα του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας, με 75 γκολ. Μόνο ο Γκερντ Μίλερ μπορεί να συγκριθεί μαζί του, αφού σημείωσε 68 γκολ σε 62 συμμετοχές με τη Δυτική Γερμανία. Ο Κότσιτς είχε ανά μέσο όρο 1,103 γκολ ανά ματς, ο Μίλερ, 1,097. Για να καταλάβει κάποιος πόσο καλή ήταν εκείνη η Ουγγαρία, ο Πούσκας είχε 0,99, δηλαδή 84 γκολ σε 85 συμμετοχές. Ο αριστεροπόδαρος αρτίστας είχε κάνει το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα το 1945, τρία χρόνια πριν από την πρώτη συμμετοχή του Κότσιτς. Πάντως, πρώτος σε μέσο όρο είναι ο Δανός Πόουλ Νίλσεν, που φέρεται να σημείωσε 52 γκολ σε 38 συμμετοχές με την εθνική ομάδα από το 1910 έως το 1925.
Ούτως ή άλλως, ο γεννημένος στη Βουδαπέστη διεθνής έπαιζε σε μια ομάδα που έχει κάνει κάτι ανεπανάληπτο, έως τώρα, στα ποδοσφαιρικά χρονικά: σε 73 διαδοχικά παιχνίδια, από το 1949 έως το 1957, σκόραρε τουλάχιστον μία φορά. Όταν έπαψε να το κάνει, αυτό σήμαινε και τη διάλυση της εθνικής. Ήταν ένας από τους πιο αποτελεσματικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, αλλά βρήκε τον θάνατο με σκληρό τρόπο: έπεσε από τον τέταρτο όροφο του νοσοκομείου που είχε εισαχθεί, λόγω λευχαιμίας και καρκίνο του στομάχου, στις 22 Ιουλίου του 1979, δύο μήνες πριν κλείσει τα 50. Αν ήταν αυτοκτονία ή ατύχημα, θα μείνει για πάντα ερωτηματικό.