Παγκόσμιο Κύπελλο 1958: Ένα πουλί κι ένα διαμάντι - Ο Γκαρίντσα και ο Πελέ συγκλονίζουν τον κόσμο και ανάγουν τη Βραζιλία σε μύθο
Δύο από τους σπουδαιότερους παίκτες όλων των εποχών εμφανίζονται μαζί την ίδια ημερομηνία: 15 Ιουνίου 1958. Ο Βισέντε Φέολα εμπιστεύτηκε δύο ανισόρροπους για το παιχνίδι με τη Σοβιετική Ένωση
Έως την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2022 στο Κατάρ την Κυριακή 20 Νοεμβρίου, με το παιχνίδι Κατάρ-Εκουαδόρ, τα parapolitika.gr θα παρουσιάζουν ιστορίες από τον θεσμό. Το γιγαντιαίο ποδοσφαιρικό φεστιβάλ, που ενώνει την οικουμένη στα πέρατά της, δεν θα διατηρούσε τη δύναμή του χωρίς τους ήρωές του. Ευλογημένοι και καταραμένοι, γενναίοι και δειλοί, δαήμονες και αδήμονες, οι ποδοσφαιριστές αποκτούν μια υπόσταση που ξεπερνά το ανθρώπινο συμβατό.
Να μιλήσει για τη δικτατορία στη Βραζιλία, τον ρόλο που έπαιξε σε εκείνη και τη διαδικασία επιλογής στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, κανένα πρόβλημα. Να πει για τον τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 ή ακόμα και να εξυφανθούν στιγμές από την προσωπική ζωή του, ήταν επίσης ένα αίτημα που έγινε αποδεκτό. Το ντοκιμαντέρ στο Netflix, όμως, για τον πρώτο «βασιλιά» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τον περίφημο «O Rey», που άλλαξε τη ροή του ποδοσφαιρικού κόσμου και έγινε εκείνος που ουσιαστικά σφράγισε ότι οι ρομαντικοί είναι καταδικασμένοι να ασχολούνται με το παιχνίδι στη διάσταση της μυθολογίας και όχι με τον ρεαλισμό -ο οποίος χαρούμενα κάνει τις… τσάρκες του μέσω της αγοράς και των εξοντωτικών σεζόν στις οποίες υποβάλλονται οι επαγγελματίες- είχε μία απαγορευμένη λέξη: Γκαρίντσα. Αυτή δεν αναφέρθηκε.
Για τον Έντσον Αράντες ντο Νασιμιέντο, ως Πελέ είναι γνωστός, είναι η ένδειξη ότι η υπόθεση του άλλοτε συμπαίκτη του Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, ο οποίος ήταν σε τέτοιο σημείο ξεχωριστός για όσους τον είδαν ώστε να του αποδώσουν το συγκεκριμένο προσωνύμιο, αντλώντας το από ένα εξωτικό πουλί, τον ενοχλεί ακόμα και τώρα, στα 82 του, αφάνταστα. Τόσο μοναδικό ήταν αυτό το θύμα της πολιομυελίτιδας, με το ένα πόδι πιο κοντό από το άλλο, αλλά και μόνο του σε μια ζούγκλα, όπως αυτός, ο γόνος της οικογένειας των τρωγλοδυτιδών.
Ενώ ο, μαζί με τον Τζορτζ Μπεστ, θρυλικότερος των ντριμπλέρ στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου έγινε… θυσία για τα ρομπότ του μέλλοντος, ο Πελέ κατάφερε να εξαργυρώσει την αξία του έως τελευταίας δεκάρας. Από αυτόν, άλλωστε, αρχίζει η σχεδόν καφενειακή φήμη των Βραζιλιάνων ως τσιγκούνηδων, η οποία εκτείνεται έως και τις μέρες μας. Όμως, το θέμα του συμπαίκτη του στην περιπέτεια των Παγκόσμιων Κυπέλλων του 1958 και του 1962 στη Σουηδία και τη Χιλή είναι κάτι που πιθανώς τον βασανίζει.
Σε αντίστοιχο παράδειγμα, στη Γερμανία, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ έσωσε από τον βούρκο του αλκοολισμού τον Γκερντ Μίλερ. Ο μακαρίτης εμβληματικός φορ -το ρεκόρ του οποίου για γκολ σε μία σεζόν στην Bundesliga, 40, καταρρίφθηκε από τον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι το τελευταίο λεπτό της τελευταίας αγωνιστικής του πρωταθλήματος τη σεζόν 2020-21- χτυπημένος από τη νόσο Αλτσχάιμερ, μπορεί να μην το θυμόταν στα τελευταία του, όμως ο «Κάιζερ» τον πήρε από το χέρι ενώ ήταν πεσμένος στο λασπωμένο έδαφος ηθικά και πνευματικά και του ξανάδωσε πνοή. Δεν έγινε το ίδιο με τους δύο σπουδαίους Βραζιλιάνους.
Όπως και να έχει, τον πειράζει. Το «άδειασμά» του στο ντοκιμαντέρ, όταν έφτασε η στιγμή της αφήγησης για τον τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, υπήρξε παροιμιώδες. Ό,τι αναφέρεται στην ταινία είναι μόνο ο αντικαταστάτης του, τον οποίο ο Πελέ προσπάθησε να εμψυχώσει. Ο Αμαρίλντο Ταβάρες ντε Σιλβέιρα, που αργότερα έπαιξε στη Μίλαν, πράγματι υπήρξε καταλύτης στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου, το γκολ του στον τελικό με την Τσεχοσλοβακία, με το οποίο η Βραζιλία ισοφάρισε το ματς, είναι εκπληκτικό, πλέον μια πατέντα κατοχυρωμένη στις βραζιλιάνικες εμπνεύσεις, ενώ και η σέντρα του με το δεξί για το κεφάλι του Ζίτο, τη στιγμή που η «σελεσάο» μπαίνει μπροστά στο σκορ, έχει κάτι από τη… διείσδυση του κουταλιού στο προφιτερόλ.
Όμως ο Γκαρίντσα ήταν αναμφισβήτητα ο ηγέτης εκείνης της ομάδας, με τους θρύλους από εκείνη τη διοργάνωση να έχουν κρατήσει την έδρα τους στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι: από το σουτ του τρίτου δαχτύλου, εκείνο στο οποίο η μπάλα αλλάζει πορεία απότομα χωρίς να πάρει φάλτσα, το οποίο φέρεται να καθιέρωσε, μέχρι την αφήγηση ότι κρατούσε, σε εκείνον τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, την μπάλα στα πόδια ακίνητος, δίχως Τσεχοσλοβάκος να τολμά να πάει να του την πάρει (με τις παραλλαγές να αφορούν στον χρόνο που την είχε), ήταν η δική του διοργάνωση. Εξυπακούεται ότι στη Βραζιλία τον λατρεύουν και σε ό,τι αφορά το προβάδισμά του έναντι του Πελέ, έχει στοιχεία φολκλόρ, ήτοι είναι λαϊκός ήρωας και η έλλειψη της κάλυψης επιτρέπει σε εκείνους που τον είδαν να υπερβάλλουν κατά τι σε ό,τι αφορά τις ικανότητές του.
Θα πρέπει να λογίζεται αναμφίβολο, λοιπόν, ότι υπήρξε επιλογή της παραγωγής, ενδεχομένως με την απαίτηση, την παρότρυνση ή ίσως τη συμφωνία του ίδιου του Πελέ, η έλλειψη αναφοράς. Δεν ήταν μόνο αυτό, άλλωστε, το σημείο που θα μπορούσαν να τον αναφέρουν. Δεν το έκαναν ούτε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, αποδίδοντας μόνο στο 18χρονο, τότε, διαμάντι από τις Τρες Κορασόες την ποδοσφαιρική παλιγγενεσία της χώρας που υπέφερε από τον χαμένο τελικό με την Ουρουγουάη στο «Μαρακάνα», το 1950.
Η συνάντησή τους δεν ήταν απλώς ευλογία για το ποδόσφαιρο γενικώς, αλλά διεπόταν από διαστάσεις οι οποίες αγγίζουν ψυχολογικές μεταβλητές. Πριν από τα «τρία κορυφαία λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου», δηλαδή πριν από την έναρξη του παιχνιδιού της Βραζιλίας με τη Σοβιετική Ένωση στις 15 Ιουνίου 1958, στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ, ο Βισέντε Φέολα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον 18χρονο Πελέ και τον 23χρονο Γκαρίντσα. Η ΕΣΣΔ θεωρούνταν πρωτοποριακή ομάδα, πρότυπο για τη φυσική κατάσταση των παικτών, και μετά την ισοπαλία της με την Αγγλία, η Βραζιλία θα μπορούσε να φλερτάρει με τον αποκλεισμό. Έπρεπε να νικήσει για να περάσει.
Ο Φέολα ήταν ένας καλοκάγαθος γίγαντας, που ο θρύλος λέει ότι αποκοιμιόταν στις προπονήσεις. Αλλά ήταν ιδιαιτέρως διορατικός. Τόσο, που δεν ενέκρινε τις μεθόδους του ψυχολόγου με τον οποίο είχε προμηθεύσει η Ομοσπονδία την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, Ζοάο Καρβαλιάες.
Στην πρεμιέρα με την Αυστρία, 3-0, ο Πελέ ένιωθε ενοχλήσεις και ο Γκαρίντσα είχε τιμωρηθεί, επειδή σε ένα φιλικό με τη Φιορεντίνα ντρίμπλαρε τον τερματοφύλακα και, αντί να βάλει την μπάλα στα δίχτυα, περίμενε να επιστρέψει για να τον ξαναπεράσει. Με την Αγγλία, στο 0-0, επίσης δεν έβαλε κάποιον από τους δύο, αλλά σε αυτήν την περίπτωση οι λόγοι ήταν τακτικοί. Πριν από το ματς με τη Σοβιετική Ένωση, ο Καρβαλιάες ζήτησε από τους παίκτες να ζωγραφίσουν το πρώτο πράγμα που θα σκέφτονταν. Ο Γκαρίντσα ζωγράφισε έναν κύκλο, με καρφιά να ξεκινούν από την περιφέρειά του. Ήταν μια κακή ζωγραφιά, που θύμιζε ήλιο, αλλά όταν ο Καρβαλιάες τον ρώτησε τι ήταν εκείνο που έφτιαξε, ο Βραζιλιάνος αρτίστας τού απάντησε ότι επρόκειτο για το κεφάλι του Καρεντίνια, ενός συμπαίκτη του στην Μποταφόγκο.
Από τους 11 πίνακες των υποψηφίων για την ενδεκάδα, ο επιστήμων δεν ενέκρινε μόλις δύο. Φυσικά, ο δεύτερος ήταν του Πελέ. Ο Φέολα, που είχε αποφασίσει ήδη να τους χρησιμοποιήσει, σε μια εποχή, μάλιστα, που δεν υπήρχαν αλλαγές, δεν θέλησε να διαφωνήσει με τον Καρβαλιάες. Σύμφωνα με τον Πελέ, του απάντησε, «μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν έχεις ιδέα από ποδόσφαιρο».
Ο Μανοέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1933 στο Πάου Γκράντε και, αν ζούσε, θα ήταν 89 ετών. Η ηλικία μοιάζει μικρή για τον τρόπο που έζησε και την απόσταση με την ημερομηνία θανάτου του, στις 20 Ιανουαρίου του 1982.
Ο Γκαρίντσα είναι ο ποδοσφαιριστής που τον ακολουθούν περισσότεροι μύθοι από οποιονδήποτε άλλον. Με την πολιομυελίτιδα, το ένα πόδι πιο κοντό από το άλλο, ο Βραζιλιάνος καθόρισε περισσότερο από οποιονδήποτε το όμορφο παιχνίδι της Βραζιλίας, έγινε ο αρχιερέας του ζεϊτίνιο.
Μπορεί για το ποδόσφαιρο η Βραζιλία του 1970 να λογίζεται ως η ομάδα που έφτασε έως τη Σελήνη, αλλά ο Γκαρίντσα ήταν ο προφήτης της: περισσότερο ακόμα και από τον Λεονίντας ή τον Αντεμίρ, άφησε ως παρακαταθήκη ό,τι λατρεύτηκε.
Όταν ο Καφού κινείται πάνω από την μπάλα, η οποία βυθίζεται σε έναν κόσμο αδρανούς λαγνείας, ο Γκαρίντσα το έκανε πρώτος. Ο μύθος τον θέλει, στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1962 στο Μοντεβιδέο της Χιλής με την Τσεχοσλοβακία, να την έχει στα πόδια του, σαν εκπαιδευμένο σκύλο, και ουδείς να τολμά να πλησιάσει για να του την πάρει.
Όταν ο Ρομπέρτο Κάρλος σουτάρει και η μπάλα αλλάζει πορεία, είναι ο Γκαρίντσα και ο Ντίντι, συμπαίκτες στη Βραζιλία που κατέκτησε δύο διαδοχικές φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο, που έχουν επιχειρήσει και έχουν πετύχει πρώτοι αυτό το σουτ.
Και όταν ο Ντενίλσον χοροπηδά πάνω από την μπάλα, υπάρχει κάτι από Γκαρίντσα. Σε ό,τι έχει διαμειφθεί στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο τα τελευταία 60 χρόνια, ο Μανέ έχει ένα μερτικό, το οποίο δεν του αποδόθηκε. Απεναντίας, του αποδόθηκε άφθονο αλκοόλ, μια τραγουδίστρια της σάμπας, η Έλζα Σοάρες, οκτώ παιδιά, μηδαμινή βοήθεια και φτώχεια ελεεινή έως την τελευταία ανάσα του.
Στη Βραζιλία ο Γκαρίντσα ήταν γνωστός, αλλά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο φύτρωσε. Δεν πρόκειται για σχήμα καθ’ υπερβολή. Τη σωτήρια ημερομηνία 15 Ιουνίου 1958, στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ, ο Γκαρίντσα και ο Πελέ παρουσιάστηκαν σε ό,τι θα ήταν η αρχή του μύθου τους.
Στη Βραζιλία έκανε και η ισοπαλία, αλλά οι Σοβιετικοί θεωρούνται σημαντικοί τακτικιστές. Ήδη το ποδόσφαιρό τους ήταν σχηματισμένο με βάση το σύστημα και δεν υπήρχαν πολλές εθνικές ομάδες εκείνη την εποχή που ασχολούνταν με αυτό.
Η αναμέτρηση έμοιαζε αμφίβολη: οι Βραζιλιάνοι είχαν χάσει από την Ουρουγουάη μέσα στο «Μαρακάνα» το 1950 και από σίγουροι παγκόσμιοι πρωταθλητές κατέληξαν τραγικοί ηττημένοι. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Ελβετία, η «χρυσή ομάδα» της Ουγγαρίας τους νίκησε 4-2 σε έναν προημιτελικό ο οποίος είχε τόσο ξύλο, που αποκλήθηκε «Η μάχη της Βέρνης».
Λέγεται ότι πριν αρχίσει το ματς με τους Σοβιετικούς, ο ομοσπονδιακός προπονητής της Βραζιλίας είπε στον Ντίντι: «Και μην ξεχνάς: η πρώτη μπάλα πάει στον Γκαρίντσα».
Η ΕΣΣΔ έκανε τη σέντρα, αλλά γρήγορα η Βραζιλία έκλεψε την μπάλα. Ο μίτος κυλούσε, από την τρίλεπτη κλεψύδρα μόλις έπεσαν οι πρώτοι κόκκοι.
Η περιγραφή του Νέι Μπιάνκι, για την εφημερίδα «Manchete Esportiva», είναι ένα κειμήλιο. Η ακρίβειά της την καθιστά ένα ρομαντικό λίκνο και ακριβώς έτσι παρουσιάζεται κάτωθι.
«Ο κύριος Ζιγκ, χωροφύλακας τον ελεύθερο χρόνο του, σφυρίζει για να αρχίσει το παιχνίδι. Ο Ντίντι γρήγορα σπρώχνει την μπάλα έξω στα δεξιά. 15 δευτερόλεπτα από το παιχνίδι έφυγαν.
Ο Γκαρίντσα παίρνει την μπάλα στο εσωτερικό του ποδιού. 20 δευτερόλεπτα. Ο Κουζνέτσοφ πάει προς το μέρος του. Ο Γκαρίντσα κλίνει προς τα αριστερά, αλλά πάει δεξιά. Ο Κουζνέτσοφ πέφτει στο έδαφος για να γίνει ο πρώτος Ζοάο του Παγκόσμιου Κυπέλλου. 25 δευτερόλεπτα.
Ο Γκαρίντσα περνάει την μπάλα γύρω από τον Κουζνέτσοφ ξανά: 27 δευτερόλεπτα. Και πάλι: 30 δευτερόλεπτα. Και ακόμα μία φορά. Οι φίλαθλοι στέκονται. Ένας ξαφνιασμένος Κουζνέτσοφ είναι στο έδαφος: 32 δευτερόλεπτα.
Ο Γκαρίντσα προχωρεί. Ο Κουζνέτσοφ τον ακολουθεί ακόμα μία φορά, αυτήν τη φορά με υποστήριξη από τους Βοΐνοφ και Κριβέσκι: 34 δευτερόλεπτα. Ο Γκαρίντσα προωθεί την μπάλα προς αυτήν την κατεύθυνση, μετά προς εκείνη και προχωρεί με αυτήν προς τα δεξιά. Οι τρεις Ρώσοι σκορπίζονται το έδαφος, ο Βοΐνοφ με την πλάτη του στον αέρα: Το στάδιο ξεσπά σε γέλιο: 38 δευτερόλεπτα.
Ο Γκαρίντσα εξαπολύει ένα δυνατό σουτ από κλειστή γωνία. Η μπάλα εκτοξεύεται στο αριστερό δοκάρι του Γιασίν και φεύγει έξω: 40 δευτερόλεπτα. Οι φίλαθλοι παρανοούν. Ο Γκαρίντσα επιστρέφει στο κέντρο του γηπέδου, άκομψα όσο ποτέ. Τον χειροκροτούν.
Οι φίλαθλοι είναι ξανά στα πόδια τους. Ο Γκαρίντσα προωθείται με την μπάλα. Ο Ζοάο Κουζνέτσοφ παίρνει ακόμα ένα κατρακύλισμα. Ο Ντίντι ζητεί την μπάλα. Στέλνει μια φαλτσαριστή μπαλιά πάνω από τον Ιγκόρ Νέτο και η μπάλα πέφτει στα πόδια του Πελέ. Ο Πελέ τη δίνει στον Βαβά. Ο Βαβά στον Ντιντί, στον Γκαρίντσα, πίσω στον Πελέ, ο Πελέ σουτάρει, η μπάλα χτυπάει στο δοκάρι και φεύγει έξω.
Ο ρυθμός είναι απίστευτος. Το ίδιο είναι και ο ρυθμός του Γκαρίντσα. Η φανέλα του Γιασίν είναι βουτηγμένη στον ιδρώτα, λες και είναι για ώρες στο χορτάρι. Τα κύματα των επιθέσεων συνεχίζονται. Ξανά και ξανά ο Γκαρίντσα καταστρέφει τους Ρώσους. Επικρατεί υστερία στο στάδιο. Και μια έκρηξη, όταν ο Βαβά σκοράρει ύστερα από ακριβώς τρία λεπτά».
Ένας άλλος Βραζιλιάνος δημοσιογράφος ονόματι Κάστρο έγραψε: «Και υπήρχαν ακόμα 87 λεπτά να παιχτούν. Αν πήγαινε έτσι το υπόλοιπο του παιχνιδιού, οι Σοβιετικοί θα έψαχναν να κάνουν σεζόν στη Σιβηρία. Το περήφανο “επιστημονικό” ποδόσφαιρό τους δεν είχε πριν διαλυθεί και μάλιστα από τον πιο απίθανο στόχο: έναν φτωχό Βραζιλιάνο χωρικό, μελαψό, αλλήθωρο και με γελοία στραβά πόδια.
Ο Γκαρίντσα ήταν το τέλειο παράδειγμα της αντι-επιστήμης. Ήταν αντι-Σπούτνικ, αντι-ηλεκτρονικό μυαλό, ο Κέσαρεφ, ο Κριβέσκι, ο Βοΐνοφ, ο Τσάρεφ και φυσικά ο Κουζνέτσοφ, όλοι πάρθηκαν στο καθαριστήριο από τον μικρό άντρα σε κάποια στιγμή μέσα στο παιχνίδια, είτε ως μονάδες είτε ως ζευγάρια είτε ως τριάδα είτε ως, κάποια φορά, ο ένας μετά τον άλλον.
Στην αρχή του παιχνιδιού, ύστερα από αυτά τα θυελλώδη τρία πρώτα λεπτά, οι Σοβιετικοί ακόμη θεωρούσαν ότι το πρόβλημα ήταν το μαρκάρισμα και ξεκίνησαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Αλλά αν σκλήρυναν, δεν ήταν αξιοσημείωτο, διότι ο Γκαρίντσα συνέχιζε να τρέχει γύρω τους.
Μετά οι Σοβιετικοί μαζεύτηκαν και προσπαθούσαν να τον ρίχνουν κάτω, ανεπιτυχώς στο μεγαλύτερο μέρος. Σε ένα αξιομνημόνευτο γεγονός, αφού έριξε έναν αντίπαλο στο έδαφος, ο Γκαρίντσα έβαλε το πόδι του πάνω από την μπάλα και με την πλάτη του στον παίκτη, του έτεινε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Σήκωσε τον παίκτη και μετά ξεκίνησε να τρέχει ξανά, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Πιστέψτε με, φίλοι: το παιχνίδι της Βραζιλίας με τη Ρωσία κρίθηκε ύστερα από μόνο τρία λεπτά. Επαναλαμβάνω: στα πρώτα τρία λεπτά της μάχης, ο Γκαρίντσα νίκησε την κολοσσιαία Ρωσία με τη Σιβηρία και όλα τα άλλα.
Και μια σημείωση: η Βραζιλία χρειαζόταν μόνο την ισοπαλία. Αλλά ο Γκαρίντσα δεν πιστεύει στην ισοπαλία. Εκτόξευσε τον εαυτό του στο μισό των αντιπάλων σαν σφαίρα από όπλο. Ντρίμπλαρε έναν, ντρίμπλαρε άλλον και σε μια φανταστική διείσδυση, ντρίμπλαρε μέχρι τη γενειάδα του Ρασπούτιν.
Φίλοι: η αποσύνθεση της ρωσικής άμυνας άρχισε ακριβώς την πρώτη φορά που ο Γκαρίντσα ακούμπησε την μπάλα. Φαντάζομαι την τεράστια κατάπληξη των Ρώσων μπροστά στο αγόρι με τα τοξωτά πόδια, που ήρθε για να ανατρέψει όλες τις ιδέες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Πώς να μαρκάρεις εκείνο που δεν μαρκάρεται; Πώς να νιώσεις το ανεπαίσθητo; Στην ανίκανη αγανάκτησή του, ο αντίπαλός του κοίταξε τον Γκαρίντσα, τα στραβά πόδια του Γκαρίντσα, και συμπέρανε: δεν υπάρχει».
Να μιλήσει για τη δικτατορία στη Βραζιλία, τον ρόλο που έπαιξε σε εκείνη και τη διαδικασία επιλογής στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, κανένα πρόβλημα. Να πει για τον τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 ή ακόμα και να εξυφανθούν στιγμές από την προσωπική ζωή του, ήταν επίσης ένα αίτημα που έγινε αποδεκτό. Το ντοκιμαντέρ στο Netflix, όμως, για τον πρώτο «βασιλιά» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τον περίφημο «O Rey», που άλλαξε τη ροή του ποδοσφαιρικού κόσμου και έγινε εκείνος που ουσιαστικά σφράγισε ότι οι ρομαντικοί είναι καταδικασμένοι να ασχολούνται με το παιχνίδι στη διάσταση της μυθολογίας και όχι με τον ρεαλισμό -ο οποίος χαρούμενα κάνει τις… τσάρκες του μέσω της αγοράς και των εξοντωτικών σεζόν στις οποίες υποβάλλονται οι επαγγελματίες- είχε μία απαγορευμένη λέξη: Γκαρίντσα. Αυτή δεν αναφέρθηκε.
Για τον Έντσον Αράντες ντο Νασιμιέντο, ως Πελέ είναι γνωστός, είναι η ένδειξη ότι η υπόθεση του άλλοτε συμπαίκτη του Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, ο οποίος ήταν σε τέτοιο σημείο ξεχωριστός για όσους τον είδαν ώστε να του αποδώσουν το συγκεκριμένο προσωνύμιο, αντλώντας το από ένα εξωτικό πουλί, τον ενοχλεί ακόμα και τώρα, στα 82 του, αφάνταστα. Τόσο μοναδικό ήταν αυτό το θύμα της πολιομυελίτιδας, με το ένα πόδι πιο κοντό από το άλλο, αλλά και μόνο του σε μια ζούγκλα, όπως αυτός, ο γόνος της οικογένειας των τρωγλοδυτιδών.
Ενώ ο, μαζί με τον Τζορτζ Μπεστ, θρυλικότερος των ντριμπλέρ στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου έγινε… θυσία για τα ρομπότ του μέλλοντος, ο Πελέ κατάφερε να εξαργυρώσει την αξία του έως τελευταίας δεκάρας. Από αυτόν, άλλωστε, αρχίζει η σχεδόν καφενειακή φήμη των Βραζιλιάνων ως τσιγκούνηδων, η οποία εκτείνεται έως και τις μέρες μας. Όμως, το θέμα του συμπαίκτη του στην περιπέτεια των Παγκόσμιων Κυπέλλων του 1958 και του 1962 στη Σουηδία και τη Χιλή είναι κάτι που πιθανώς τον βασανίζει.
Η γερμανική αλληλεγγύη
Ο Γκαρίντσα πέθανε στην ψάθα ούτε καν 50 χρόνων και είναι γνωστό ότι ένα από τα «αμαρτήματα» του Πελέ είναι ότι δεν έκανε κάτι για να τον περιμαζέψει από τον αλκοολισμό, από τον οποίο έπασχε ολισθαίνοντας σε κάθε λογής αμάρτημα, κάνοντάς τον ενεργό. Ουδείς ξέρει τι έγινε στην πραγματικότητα, αν προσπάθησε ο ίδιος ο θρύλος της Σάντος να δώσει μια διέξοδο στον εμβληματικό εξτρέμ, αν συνάντησε την αντίστασή του στο σημείο που δεν τα παράτησε ή αν, όντως, δεν ασχολήθηκε.Σε αντίστοιχο παράδειγμα, στη Γερμανία, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ έσωσε από τον βούρκο του αλκοολισμού τον Γκερντ Μίλερ. Ο μακαρίτης εμβληματικός φορ -το ρεκόρ του οποίου για γκολ σε μία σεζόν στην Bundesliga, 40, καταρρίφθηκε από τον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι το τελευταίο λεπτό της τελευταίας αγωνιστικής του πρωταθλήματος τη σεζόν 2020-21- χτυπημένος από τη νόσο Αλτσχάιμερ, μπορεί να μην το θυμόταν στα τελευταία του, όμως ο «Κάιζερ» τον πήρε από το χέρι ενώ ήταν πεσμένος στο λασπωμένο έδαφος ηθικά και πνευματικά και του ξανάδωσε πνοή. Δεν έγινε το ίδιο με τους δύο σπουδαίους Βραζιλιάνους.
Όπως και να έχει, τον πειράζει. Το «άδειασμά» του στο ντοκιμαντέρ, όταν έφτασε η στιγμή της αφήγησης για τον τραυματισμό του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, υπήρξε παροιμιώδες. Ό,τι αναφέρεται στην ταινία είναι μόνο ο αντικαταστάτης του, τον οποίο ο Πελέ προσπάθησε να εμψυχώσει. Ο Αμαρίλντο Ταβάρες ντε Σιλβέιρα, που αργότερα έπαιξε στη Μίλαν, πράγματι υπήρξε καταλύτης στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου, το γκολ του στον τελικό με την Τσεχοσλοβακία, με το οποίο η Βραζιλία ισοφάρισε το ματς, είναι εκπληκτικό, πλέον μια πατέντα κατοχυρωμένη στις βραζιλιάνικες εμπνεύσεις, ενώ και η σέντρα του με το δεξί για το κεφάλι του Ζίτο, τη στιγμή που η «σελεσάο» μπαίνει μπροστά στο σκορ, έχει κάτι από τη… διείσδυση του κουταλιού στο προφιτερόλ.
Όμως ο Γκαρίντσα ήταν αναμφισβήτητα ο ηγέτης εκείνης της ομάδας, με τους θρύλους από εκείνη τη διοργάνωση να έχουν κρατήσει την έδρα τους στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι: από το σουτ του τρίτου δαχτύλου, εκείνο στο οποίο η μπάλα αλλάζει πορεία απότομα χωρίς να πάρει φάλτσα, το οποίο φέρεται να καθιέρωσε, μέχρι την αφήγηση ότι κρατούσε, σε εκείνον τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, την μπάλα στα πόδια ακίνητος, δίχως Τσεχοσλοβάκος να τολμά να πάει να του την πάρει (με τις παραλλαγές να αφορούν στον χρόνο που την είχε), ήταν η δική του διοργάνωση. Εξυπακούεται ότι στη Βραζιλία τον λατρεύουν και σε ό,τι αφορά το προβάδισμά του έναντι του Πελέ, έχει στοιχεία φολκλόρ, ήτοι είναι λαϊκός ήρωας και η έλλειψη της κάλυψης επιτρέπει σε εκείνους που τον είδαν να υπερβάλλουν κατά τι σε ό,τι αφορά τις ικανότητές του.
Θα πρέπει να λογίζεται αναμφίβολο, λοιπόν, ότι υπήρξε επιλογή της παραγωγής, ενδεχομένως με την απαίτηση, την παρότρυνση ή ίσως τη συμφωνία του ίδιου του Πελέ, η έλλειψη αναφοράς. Δεν ήταν μόνο αυτό, άλλωστε, το σημείο που θα μπορούσαν να τον αναφέρουν. Δεν το έκαναν ούτε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, αποδίδοντας μόνο στο 18χρονο, τότε, διαμάντι από τις Τρες Κορασόες την ποδοσφαιρική παλιγγενεσία της χώρας που υπέφερε από τον χαμένο τελικό με την Ουρουγουάη στο «Μαρακάνα», το 1950.
Οι… καθυστερημένοι
Κι όμως, η σχέση του με τον Γκαρίντσα εκτεινόταν πέρα από το καθαρά αγωνιστικό κομμάτι. Ήταν καρμική. Και είναι αστείο, αλλά αν στις 15 Ιουνίου του 1958 ο Βισέντε Φέολα εμπιστευόταν την «επιστήμη» αντί για το ένστικτό του, η ιστορία θα ήταν τελείως διαφορετική. Πρόκειται για μία ιστορική υπόθεση, η οποία δεν διεκδικεί μέσω γενίκευσης τη θέση της στην άγραφη εγκυκλοπαίδεια των συμπτώσεων, αλλά εγείρει πραγματικές αξιώσεις.Η συνάντησή τους δεν ήταν απλώς ευλογία για το ποδόσφαιρο γενικώς, αλλά διεπόταν από διαστάσεις οι οποίες αγγίζουν ψυχολογικές μεταβλητές. Πριν από τα «τρία κορυφαία λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου», δηλαδή πριν από την έναρξη του παιχνιδιού της Βραζιλίας με τη Σοβιετική Ένωση στις 15 Ιουνίου 1958, στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ, ο Βισέντε Φέολα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον 18χρονο Πελέ και τον 23χρονο Γκαρίντσα. Η ΕΣΣΔ θεωρούνταν πρωτοποριακή ομάδα, πρότυπο για τη φυσική κατάσταση των παικτών, και μετά την ισοπαλία της με την Αγγλία, η Βραζιλία θα μπορούσε να φλερτάρει με τον αποκλεισμό. Έπρεπε να νικήσει για να περάσει.
Ο Φέολα ήταν ένας καλοκάγαθος γίγαντας, που ο θρύλος λέει ότι αποκοιμιόταν στις προπονήσεις. Αλλά ήταν ιδιαιτέρως διορατικός. Τόσο, που δεν ενέκρινε τις μεθόδους του ψυχολόγου με τον οποίο είχε προμηθεύσει η Ομοσπονδία την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, Ζοάο Καρβαλιάες.
Το κεφάλι του Καρεντίνια
Ο τελευταίος είχε ειδικότητα να κρίνει αν ήταν πνευματικά επαρκείς οδηγοί λεωφορείων. Όταν έβαλε τους παίκτες της Βραζιλίας στη διαδικασία των τεστ, τους ζήτησε ακόμα και να ζωγραφίσουν έναν άνθρωπο. Πριν ανακοινώσει την αποστολή, ο Φέολα διάβασε τα συμπεράσματα του Καρβαλιάες. Για τον Πελέ έγραφε ότι ήταν «εμφανώς νηπιακός χαρακτήρας» και «δεν είχε την απαραίτητη ωριμότητα για ομαδικό παιχνίδι». Σε ό,τι αφορά τον Γκαρίντσα, συγκέντρωσε 38 στα 123, που ήταν το άριστα. Η βαθμολογία αυτή δεν ενδείκνυτο ούτε για οδηγούς λεωφορείων. Ο Φέολα δεν έδωσε σημασία και τους πήρε στην αποστολή.Στην πρεμιέρα με την Αυστρία, 3-0, ο Πελέ ένιωθε ενοχλήσεις και ο Γκαρίντσα είχε τιμωρηθεί, επειδή σε ένα φιλικό με τη Φιορεντίνα ντρίμπλαρε τον τερματοφύλακα και, αντί να βάλει την μπάλα στα δίχτυα, περίμενε να επιστρέψει για να τον ξαναπεράσει. Με την Αγγλία, στο 0-0, επίσης δεν έβαλε κάποιον από τους δύο, αλλά σε αυτήν την περίπτωση οι λόγοι ήταν τακτικοί. Πριν από το ματς με τη Σοβιετική Ένωση, ο Καρβαλιάες ζήτησε από τους παίκτες να ζωγραφίσουν το πρώτο πράγμα που θα σκέφτονταν. Ο Γκαρίντσα ζωγράφισε έναν κύκλο, με καρφιά να ξεκινούν από την περιφέρειά του. Ήταν μια κακή ζωγραφιά, που θύμιζε ήλιο, αλλά όταν ο Καρβαλιάες τον ρώτησε τι ήταν εκείνο που έφτιαξε, ο Βραζιλιάνος αρτίστας τού απάντησε ότι επρόκειτο για το κεφάλι του Καρεντίνια, ενός συμπαίκτη του στην Μποταφόγκο.
Από τους 11 πίνακες των υποψηφίων για την ενδεκάδα, ο επιστήμων δεν ενέκρινε μόλις δύο. Φυσικά, ο δεύτερος ήταν του Πελέ. Ο Φέολα, που είχε αποφασίσει ήδη να τους χρησιμοποιήσει, σε μια εποχή, μάλιστα, που δεν υπήρχαν αλλαγές, δεν θέλησε να διαφωνήσει με τον Καρβαλιάες. Σύμφωνα με τον Πελέ, του απάντησε, «μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν έχεις ιδέα από ποδόσφαιρο».
Τα «τρία κορυφαία λεπτά στην Ιστορία του ποδοσφαίρου»
Ποια ήταν, επιτέλους, αυτά τα τρία λεπτά που ο Γκαμπριέλ Ανό, ο ηθικός αυτουργός της «γέννησης» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ονόμασε «τα τρία κορυφαία λεπτά στην Ιστορία του ποδοσφαίρου»;Ο Μανοέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1933 στο Πάου Γκράντε και, αν ζούσε, θα ήταν 89 ετών. Η ηλικία μοιάζει μικρή για τον τρόπο που έζησε και την απόσταση με την ημερομηνία θανάτου του, στις 20 Ιανουαρίου του 1982.
Ο Γκαρίντσα είναι ο ποδοσφαιριστής που τον ακολουθούν περισσότεροι μύθοι από οποιονδήποτε άλλον. Με την πολιομυελίτιδα, το ένα πόδι πιο κοντό από το άλλο, ο Βραζιλιάνος καθόρισε περισσότερο από οποιονδήποτε το όμορφο παιχνίδι της Βραζιλίας, έγινε ο αρχιερέας του ζεϊτίνιο.
Μπορεί για το ποδόσφαιρο η Βραζιλία του 1970 να λογίζεται ως η ομάδα που έφτασε έως τη Σελήνη, αλλά ο Γκαρίντσα ήταν ο προφήτης της: περισσότερο ακόμα και από τον Λεονίντας ή τον Αντεμίρ, άφησε ως παρακαταθήκη ό,τι λατρεύτηκε.
Όταν ο Καφού κινείται πάνω από την μπάλα, η οποία βυθίζεται σε έναν κόσμο αδρανούς λαγνείας, ο Γκαρίντσα το έκανε πρώτος. Ο μύθος τον θέλει, στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1962 στο Μοντεβιδέο της Χιλής με την Τσεχοσλοβακία, να την έχει στα πόδια του, σαν εκπαιδευμένο σκύλο, και ουδείς να τολμά να πλησιάσει για να του την πάρει.
Όταν ο Ρομπέρτο Κάρλος σουτάρει και η μπάλα αλλάζει πορεία, είναι ο Γκαρίντσα και ο Ντίντι, συμπαίκτες στη Βραζιλία που κατέκτησε δύο διαδοχικές φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο, που έχουν επιχειρήσει και έχουν πετύχει πρώτοι αυτό το σουτ.
Και όταν ο Ντενίλσον χοροπηδά πάνω από την μπάλα, υπάρχει κάτι από Γκαρίντσα. Σε ό,τι έχει διαμειφθεί στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο τα τελευταία 60 χρόνια, ο Μανέ έχει ένα μερτικό, το οποίο δεν του αποδόθηκε. Απεναντίας, του αποδόθηκε άφθονο αλκοόλ, μια τραγουδίστρια της σάμπας, η Έλζα Σοάρες, οκτώ παιδιά, μηδαμινή βοήθεια και φτώχεια ελεεινή έως την τελευταία ανάσα του.
Ο αρτίστας που φύτρωσε
Στη Βραζιλία ο Γκαρίντσα ήταν γνωστός, αλλά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο φύτρωσε. Δεν πρόκειται για σχήμα καθ’ υπερβολή. Τη σωτήρια ημερομηνία 15 Ιουνίου 1958, στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ, ο Γκαρίντσα και ο Πελέ παρουσιάστηκαν σε ό,τι θα ήταν η αρχή του μύθου τους.
Στη Βραζιλία έκανε και η ισοπαλία, αλλά οι Σοβιετικοί θεωρούνται σημαντικοί τακτικιστές. Ήδη το ποδόσφαιρό τους ήταν σχηματισμένο με βάση το σύστημα και δεν υπήρχαν πολλές εθνικές ομάδες εκείνη την εποχή που ασχολούνταν με αυτό.
Η αναμέτρηση έμοιαζε αμφίβολη: οι Βραζιλιάνοι είχαν χάσει από την Ουρουγουάη μέσα στο «Μαρακάνα» το 1950 και από σίγουροι παγκόσμιοι πρωταθλητές κατέληξαν τραγικοί ηττημένοι. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Ελβετία, η «χρυσή ομάδα» της Ουγγαρίας τους νίκησε 4-2 σε έναν προημιτελικό ο οποίος είχε τόσο ξύλο, που αποκλήθηκε «Η μάχη της Βέρνης».
Λέγεται ότι πριν αρχίσει το ματς με τους Σοβιετικούς, ο ομοσπονδιακός προπονητής της Βραζιλίας είπε στον Ντίντι: «Και μην ξεχνάς: η πρώτη μπάλα πάει στον Γκαρίντσα».
Η ΕΣΣΔ έκανε τη σέντρα, αλλά γρήγορα η Βραζιλία έκλεψε την μπάλα. Ο μίτος κυλούσε, από την τρίλεπτη κλεψύδρα μόλις έπεσαν οι πρώτοι κόκκοι.
Η περιγραφή του Νέι Μπιάνκι, για την εφημερίδα «Manchete Esportiva», είναι ένα κειμήλιο. Η ακρίβειά της την καθιστά ένα ρομαντικό λίκνο και ακριβώς έτσι παρουσιάζεται κάτωθι.
«Ο κύριος Ζιγκ, χωροφύλακας τον ελεύθερο χρόνο του, σφυρίζει για να αρχίσει το παιχνίδι. Ο Ντίντι γρήγορα σπρώχνει την μπάλα έξω στα δεξιά. 15 δευτερόλεπτα από το παιχνίδι έφυγαν.
Ο Γκαρίντσα παίρνει την μπάλα στο εσωτερικό του ποδιού. 20 δευτερόλεπτα. Ο Κουζνέτσοφ πάει προς το μέρος του. Ο Γκαρίντσα κλίνει προς τα αριστερά, αλλά πάει δεξιά. Ο Κουζνέτσοφ πέφτει στο έδαφος για να γίνει ο πρώτος Ζοάο του Παγκόσμιου Κυπέλλου. 25 δευτερόλεπτα.
Ο Γκαρίντσα περνάει την μπάλα γύρω από τον Κουζνέτσοφ ξανά: 27 δευτερόλεπτα. Και πάλι: 30 δευτερόλεπτα. Και ακόμα μία φορά. Οι φίλαθλοι στέκονται. Ένας ξαφνιασμένος Κουζνέτσοφ είναι στο έδαφος: 32 δευτερόλεπτα.
Ο Γκαρίντσα προχωρεί. Ο Κουζνέτσοφ τον ακολουθεί ακόμα μία φορά, αυτήν τη φορά με υποστήριξη από τους Βοΐνοφ και Κριβέσκι: 34 δευτερόλεπτα. Ο Γκαρίντσα προωθεί την μπάλα προς αυτήν την κατεύθυνση, μετά προς εκείνη και προχωρεί με αυτήν προς τα δεξιά. Οι τρεις Ρώσοι σκορπίζονται το έδαφος, ο Βοΐνοφ με την πλάτη του στον αέρα: Το στάδιο ξεσπά σε γέλιο: 38 δευτερόλεπτα.
Ο Γκαρίντσα εξαπολύει ένα δυνατό σουτ από κλειστή γωνία. Η μπάλα εκτοξεύεται στο αριστερό δοκάρι του Γιασίν και φεύγει έξω: 40 δευτερόλεπτα. Οι φίλαθλοι παρανοούν. Ο Γκαρίντσα επιστρέφει στο κέντρο του γηπέδου, άκομψα όσο ποτέ. Τον χειροκροτούν.
Οι φίλαθλοι είναι ξανά στα πόδια τους. Ο Γκαρίντσα προωθείται με την μπάλα. Ο Ζοάο Κουζνέτσοφ παίρνει ακόμα ένα κατρακύλισμα. Ο Ντίντι ζητεί την μπάλα. Στέλνει μια φαλτσαριστή μπαλιά πάνω από τον Ιγκόρ Νέτο και η μπάλα πέφτει στα πόδια του Πελέ. Ο Πελέ τη δίνει στον Βαβά. Ο Βαβά στον Ντιντί, στον Γκαρίντσα, πίσω στον Πελέ, ο Πελέ σουτάρει, η μπάλα χτυπάει στο δοκάρι και φεύγει έξω.
Ο ρυθμός είναι απίστευτος. Το ίδιο είναι και ο ρυθμός του Γκαρίντσα. Η φανέλα του Γιασίν είναι βουτηγμένη στον ιδρώτα, λες και είναι για ώρες στο χορτάρι. Τα κύματα των επιθέσεων συνεχίζονται. Ξανά και ξανά ο Γκαρίντσα καταστρέφει τους Ρώσους. Επικρατεί υστερία στο στάδιο. Και μια έκρηξη, όταν ο Βαβά σκοράρει ύστερα από ακριβώς τρία λεπτά».
Ένας άλλος Βραζιλιάνος δημοσιογράφος ονόματι Κάστρο έγραψε: «Και υπήρχαν ακόμα 87 λεπτά να παιχτούν. Αν πήγαινε έτσι το υπόλοιπο του παιχνιδιού, οι Σοβιετικοί θα έψαχναν να κάνουν σεζόν στη Σιβηρία. Το περήφανο “επιστημονικό” ποδόσφαιρό τους δεν είχε πριν διαλυθεί και μάλιστα από τον πιο απίθανο στόχο: έναν φτωχό Βραζιλιάνο χωρικό, μελαψό, αλλήθωρο και με γελοία στραβά πόδια.
Ο Γκαρίντσα ήταν το τέλειο παράδειγμα της αντι-επιστήμης. Ήταν αντι-Σπούτνικ, αντι-ηλεκτρονικό μυαλό, ο Κέσαρεφ, ο Κριβέσκι, ο Βοΐνοφ, ο Τσάρεφ και φυσικά ο Κουζνέτσοφ, όλοι πάρθηκαν στο καθαριστήριο από τον μικρό άντρα σε κάποια στιγμή μέσα στο παιχνίδια, είτε ως μονάδες είτε ως ζευγάρια είτε ως τριάδα είτε ως, κάποια φορά, ο ένας μετά τον άλλον.
Στην αρχή του παιχνιδιού, ύστερα από αυτά τα θυελλώδη τρία πρώτα λεπτά, οι Σοβιετικοί ακόμη θεωρούσαν ότι το πρόβλημα ήταν το μαρκάρισμα και ξεκίνησαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Αλλά αν σκλήρυναν, δεν ήταν αξιοσημείωτο, διότι ο Γκαρίντσα συνέχιζε να τρέχει γύρω τους.
Μετά οι Σοβιετικοί μαζεύτηκαν και προσπαθούσαν να τον ρίχνουν κάτω, ανεπιτυχώς στο μεγαλύτερο μέρος. Σε ένα αξιομνημόνευτο γεγονός, αφού έριξε έναν αντίπαλο στο έδαφος, ο Γκαρίντσα έβαλε το πόδι του πάνω από την μπάλα και με την πλάτη του στον παίκτη, του έτεινε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Σήκωσε τον παίκτη και μετά ξεκίνησε να τρέχει ξανά, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Πιστέψτε με, φίλοι: το παιχνίδι της Βραζιλίας με τη Ρωσία κρίθηκε ύστερα από μόνο τρία λεπτά. Επαναλαμβάνω: στα πρώτα τρία λεπτά της μάχης, ο Γκαρίντσα νίκησε την κολοσσιαία Ρωσία με τη Σιβηρία και όλα τα άλλα.
Και μια σημείωση: η Βραζιλία χρειαζόταν μόνο την ισοπαλία. Αλλά ο Γκαρίντσα δεν πιστεύει στην ισοπαλία. Εκτόξευσε τον εαυτό του στο μισό των αντιπάλων σαν σφαίρα από όπλο. Ντρίμπλαρε έναν, ντρίμπλαρε άλλον και σε μια φανταστική διείσδυση, ντρίμπλαρε μέχρι τη γενειάδα του Ρασπούτιν.
Φίλοι: η αποσύνθεση της ρωσικής άμυνας άρχισε ακριβώς την πρώτη φορά που ο Γκαρίντσα ακούμπησε την μπάλα. Φαντάζομαι την τεράστια κατάπληξη των Ρώσων μπροστά στο αγόρι με τα τοξωτά πόδια, που ήρθε για να ανατρέψει όλες τις ιδέες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Πώς να μαρκάρεις εκείνο που δεν μαρκάρεται; Πώς να νιώσεις το ανεπαίσθητo; Στην ανίκανη αγανάκτησή του, ο αντίπαλός του κοίταξε τον Γκαρίντσα, τα στραβά πόδια του Γκαρίντσα, και συμπέρανε: δεν υπάρχει».