Όταν ο Άρης αντιμετώπισε τη Χέμοφαρμ στις 2 Μαΐου του 2003 για τον ημιτελικό του ULEB Cup, οι περισσότεροι εκ των ρεκτών του μπάσκετ ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το συστημένο ως φαινόμενο Ντάρκο Μίλιτσιτς. Ο Σέρβος πάουερ φόργουορντ είχε κάνει εντύπωση στους κύκλους του μπάσκετ για την ευλυγισία του και τον τρόπο που έπαιζε και υπήρχαν ψίθυροι ότι επρόκειτο να μπει στα ντραφτ, όπου και αναμενόταν ψηλά.

Η Σερβία βρισκόταν σε μια εποχή παλινόρθωσης, η οποία ήταν κρυμμένη καλά μέσα στους δύο διαδοχικούς τίτλους που κατέκτησε, το Ευρωμπάσκετ του 2001 στην Τουρκία και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2002 στην Ιντιανάπολις των ΗΠΑ. Οι διορατικοί, όμως, μπορούσαν να αντικρίσουν αυτό που επρόκειτο να έρθει.

Είναι, άλλωστε, μνημειώδες το ξέσπασμα του Βλάντε Ντίβατς στα αποδυτήρια μετά την ήττα από το Πουέρτο Ρίκο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και πριν το παιχνίδι μπαράζ με την Τουρκία, που θα έστελνε μία από τις δύο ομάδες στα προημιτελικά της διοργάνωσης, προς τους Γιουγκοσλάβους συμπαίκτες του. Ο Ντάντε τούς μίλησε με πολύ άσχημο τρόπο, προκειμένου να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Μπορεί οι παίκτες, υπό τις οδηγίες του Σβέτισλαβ Πέσιτς, να συντονίστηκαν και να έφτασαν στο θρίαμβο επί των ΗΠΑ και την κατάκτηση του τροπαίου στον τελικό με την Αργεντινή -όχι όμως πριν οι «γκαούτσος» του Μάνου Τζινόμπιλι γίνουν αμνοί επί σφαγή για το διαιτητικό δίδυμο της αναμέτρησης- αλλά το πρόβλημα κρύφτηκε κάτω από το χαλί. Όταν εκείνο σηκώθηκε, εμφανίστηκε.

Ήταν οι συνέπειες του πολέμου, οι παίκτες που έφυγαν και έμαθαν αλλιώς, οι διαφορετικές, εν τέλει, προσλαμβάνουσες. Όταν ο Μίλιτσιτς, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ηττήθηκε από τον Άρη σε εκείνο τον ημιτελικό στο Αλεξάνδρειο 83-76, αποφάσισε να πάει στο ντραφτ, οι σπουδαίοι προπονητές του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, προεξάρχοντος του Ντούσαν Ίβκοβιτς, εξανέστησαν. «Πώς πάει αυτό το παιδί στο NBA χωρίς να έχει τριφτεί στον ανταγωνισμό του ευρωπαϊκού μπάσκετ;» αναρωτιόντουσαν δηκτικά. Ο Μίλιτσιτς έγινε νούμερο 2 στο ντραφτ, κάτω μόνο από τον ΛεΜπρόν Τζέιμς και πάνω από τους Καρμέλο Άντονι, Κρις Μπος και Ντουέιν Γουέιντ, τον πήραν οι Ντιτρόιτ Πίστονς νομίζοντας ότι αποκτούν μια βελτιωμένη έκδοση του Κέβιν Γκαρνέτ και οι προσδοκίες διαψεύστηκαν σε βαθμό τέτοιο, που στο Ντιτρόιτ σχεδόν καθορίζονται από αυτήν την γκάφα.

Ο Μίλιτσιτς ήταν το επίνειο της κακής νοοτροπίας και των παθογενειών της νέας εποχής του σερβικού μπάσκετ. Με απώτατο σημείο παρακμής το Ευρωμπάσκετ του 2005, όταν ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς «έδωσε», μετά τον αποκλεισμό με τη Γαλλία στην «Μπεογκράτσκα Αρένα», στα μπαράζ για την πρόκριση στην οκτάδα, τους παίκτες του ονομαστικά και μίλησε για κακή νοοτροπία, το υπερεγώ των προσωπικοτήτων που απάρτιζαν την ομάδα, η έπαρση και η αλαζονεία με την οποία οι ακριβοθώρητοι παίκτες περιέφεραν εαυτόν και, βέβαια, οι ήττες, υπήρξαν δαμόκλειος σπάθη με σκοινί τόσο φθαρμένο που αναρωτιόσουν πόσους θα τρυπούσε το όπλο με την πτώση του.

Για να γίνει η αλλαγή, έπρεπε να πειστεί ο Ίβκοβιτς, που παρ’ ότι επαναλάμβανε στον εαυτό του ότι «είμαι πολύ γέρος για τέτοιες βλακείες», έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά. Η Σερβία, με νεαρά παιδιά που στην τελική μάθαιναν τρόπους, επανερχόταν στην κορυφή. Έφτασαν, στην πρώτη διοργάνωση με τον «Ντούντα», στο Ευρωμπάσκετ του 2009, στον τελικό, έπαιξαν στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, όπου, με τη γραμμή που πάτησε ο Κερέμ Τουντσερί πριν το νικητήριο καλάθι της οικοδέσποινας Τουρκίας, πλήρωσαν παλιές αμαρτίες, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι φαινόταν να αποκτούν τη σωστή νοοτροπία.


Εργαστήριο ντραφτ

Ο Δούναβης, όμως, διατήρησε το πράσινο χρώμα του περνώντας από το Βελιγράδι. Δεν γύρισε πίσω το μπλε του ποταμιού και οι παλιοί καιροί, που βάναυσα βιάστηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο των αρχών της δεκαετίας του ’90 και το βομβαρδισμό από δυνάμεις του ΝΑΤΟ λίγο πριν μπει το μιλένιουμ.

Με τις πόρτες του NBA να είναι ορθάνοιχτες, ουδέν επιχείρημα περί παραμονής στην Ευρώπη ήταν αρκετό ώστε να κρατήσει τα ταλαντούχα παιδιά. Ύστερα από λίγο καιρό, δεν επρόκειτο καν για τυχαία επιλογή.

Η ομάδα με το πρώτο όνομα Αβάλα Άντα, χρονολογία έναρξης το 1998 και με μια αρένα στο Βελιγράδι στην οποία έχει δοθεί το ονοματεπώνυμο ενός γίγαντα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, του θρυλικού Ράνκο Ζεράβιτσα, μετονομάστηκε το 2005 σε Mega Basket. Το δεύτερο συνθετικό της ποικίλε, ανά καιρούς, αναλόγως των χορηγών που συνεργάζονται μαζί της. Το μικρό σωματείο αυτοσυστήνεται ως εκείνο που φτιάχνει παίκτες για να βρουν θέση στα ντραφτ του NBA. Ο Νίκολα Γιόκιτς έπαιξε σε αυτό δύο χρόνια, από το 2012 έως το 2014, όταν και τον διάλεξαν οι Ντένβερ Νάγκετς στο νούμερο 41 της διαδικασίας εκείνο το καλοκαίρι.

Τότε ήταν που πρωτόπαιξε με τη Σερβία, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Γαλλίας, όπου η ομάδα του Αλεξάνταρ Τζόρτζεβιτς έφτασε στον τελικό με τις ΗΠΑ. Ο Γιόκιτς είχε μηδαμινή εμπειρία από μπάσκετ ως τότε. Φρικτό και σκαιώδες, για όλους τους σημαντικούς δασκάλους του γένους, από τον Άτσα Νίκολιτς ως τον Μίρκο Νόβοσελ και από τον Μπόγκνταν Τάνιεβιτς ως τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, να φεύγει ένας παίκτης τόσο άβγαλτος για τις ΗΠΑ.

Ο Γιόκιτς δεν περίμενε να κατακτήσει το δαχτυλίδι για να αποδείξει ότι η επιλογή του ήταν σωστή. Σε όλα τα σπορ υπάρχει μια κοινή γλώσσα -και το μπάσκετ, προσδιορισμένο από παντός είδους προσόντα, παρέκκλινε κατατί από το δρόμο της απλότητας. Ο σέντερ από το Σομπόρ, με ένα πρόσωπο που θα ζήλευε ο πρώτος Σλάβος, μπορεί να μην πέρασε από τη σφύρα και τον άκμονα της Ευρώπης, ώστε να σφυρηλατηθεί ποικιλοτρόπως, αλλά μοιάζει κάπως με τον Εμανουέλ Καντ, που έκανε μάθημα γεωγραφίας χωρίς να έχει φύγει ποτέ από το σπίτι του.

Έχει αυτήν τη μαθηματική αίσθηση, όλες οι γωνίες είναι μέσα στο μυαλό του, τις έχει δει, τις έχει καταλάβει πριν καν τις υλοποιήσει. Ταυτοχρόνως, έχει γιγαντωμένη την αίσθηση του χρόνου, τον οποίο χρησιμοποιεί προς όφελός του. Βασίζεται στο χωροχρόνο για να υλοποιήσει όποια εντολή τού δίνει ο εγκέφαλος και δεν μπορεί να ενεργοποιήσει μέσα από τα αθλητικά προσόντα που δεν διαθέτει.

Ταυτοχρόνως, παραμένει ψύχραιμος σαν φιλόσοφος. Θα περίμενε κάποιος, μετά τη λήξη του πέμπτου τελικού του NBA απέναντι στους Μαϊάμι Χιτ τα ξημερώματα της Τρίτης, όταν οι Νάγκετς κατέκτησαν το πρώτο δαχτυλίδι στην Ιστορία τους νικώντας στο Ντένβερ 94-89 και φτάνοντας στο 4-1 της σειράς, ότι πιθανότατα όλη αυτή η συναισθηματική ισορροπία στην οποία ακροβατεί, έχοντας την ίδια στάση μετριοπάθειας σε νίκες και ήττες, ήταν ένα προσωπείο, το οποίο θα έβγαινε τη μεγάλη στιγμή και θα εμφανίζονταν τα αληθινά συναισθήματά του.


Όμως ουδέν τέτοιο συνέβη. Ο Γιόκιτς αντέδρασε με στωικότητα στο θρίαμβο, τρόπω ιδεατώ για το ανθρώπινο είδος, που ψάχνει την τελειοποίηση στην αυτεπίγνωση και τον έλεγχο στα συναισθήματά του, ο οποίος θα καθορίζει την ηρεμία (χωρίς αυτή να λογίζεται ως μακαριότητα) τις κρίσιμες στιγμές.

Ο Γιόκιτς που οδηγεί άλογα στο χωριό του στο Σομπόρ, που δεν έχει social media, που δεν πάει σε τουριστικά μέρη διακοπές, που έβγαλε τα ξημερώματα χιλιάδες συμπατριώτες του στο δρόμο προκειμένου να πανηγυρίσουν τον τίτλο που κατέκτησε ο ήρωάς τους, έφυγε πράγματι πολύ νωρίς για το NBA.

Όμως η αντίδρασή του μετά τη σπουδαία νίκη του θα έκανε περήφανους όλους τους δασκάλους του γένους. Γι’ αυτό, κιόλας, με τη Γιουγκοσλαβία να χάνει έναν έναν τους ήρωές της και να περιβάλλεται, εν είδει πέπλου, από την παραδοχή ότι εκείνες οι εποχές δεν επαναλαμβάνονται, ο Γιόκιτς είναι οι νότες από τα κουρέλια, που ακόμη τραγουδούν.