Social Media: Οι χούλιγκαν του πληκτρολογίου στον αθλητισμό
Διαδικτυακό bullying
Τα social media αποτελούν το νέο πεδίο εκφοβισμού –cyberbullying- στον αθλητισμό, καθώς το άβατο των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης προστατεύει τους δράστες σε βάρος της ψυχικής υγείας των θυμάτων
Ο εκφοβισμός μέσω των social media είναι η σκληρή πραγματικότητα με την οποία έρχονται ολοένα και πιο συχνά αντιμέτωποι οι αθλητές. Χρήστες των social media εξασφαλίζουν ισχυρές δόσεις ντοπαμίνης -της χημικής ουσίας που παράγεται στον εγκέφαλο- με τη συνεχή χρήση του Διαδικτύου, αποστέλλοντας ακόμα και απειλές θανάτου σε επαγγελματίες αθλητές και αθλήτριες, όταν η απόδοσή τους δεν είναι καλή. Αυτό μάλιστα δεν συμβαίνει μόνο στο δημοφιλές ποδόσφαιρο. Πρόσφατα, ύστερα από ήττα της γερμανικής ομάδας χόκεϊ επί πάγου Cologne Sharks με 5-4 σε έναν αγώνα πρωταθλήματος, ο αμυντικός Μόριτζ Μίλερ, ο οποίος υπέπεσε σε πέναλτι 70 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος, δέχθηκε απειλή θανάτου στο Instagram. Ενας χρήστης social media ανήρτησε πρώτα ένα μαχαίρι και μια σταγόνα αίματος, πριν γράψει στη φωτογραφία του Μίλερ με τα τρία παιδιά του: «Θα σκότωνα αυτά τα σκουλήκια μετά το τόσο τραγικό παιχνίδι σου». Δυστυχώς, η περίπτωση του Μίλερ δεν είναι μεμονωμένη. Τον περασμένο Νοέμβριο ο Κόμπους Ράιναχ, ένας Νοτιοαφρικανός παίκτης του ράγκμπι που αγωνίζεται στη Μονπελιέ, δέχθηκε απειλές θανάτου στα social media (cyberbullying) μετά τη νίκη της εθνικής ομάδας ράγκμπι της Νότιας Αφρικής επί της Γαλλίας, στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Μετά τον τελικό, ένας άλλο... αθλητής, ο διάσημος διαιτητής ράγκμπι, ο Αγγλος Γουέιν Μπαρνς, δέχθηκε απειλές θανάτου για τις αποφάσεις του και πρόσφατα ο Τομά Ανρί, Γάλλος επιθετικός της Βερόνα, είπε ότι κάποιοι απείλησαν να σκοτώσουν τον ίδιο και μέλη της οικογένειάς του έπειτα από ένα χαμένο πέναλτι.
Τα social media, η Μπάγερν και η ρητορική του μίσους
Η Αννα-Λεν βον Χόντενμπεργκ είναι η διευθύνουσα σύμβουλος της HateAid, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που υποστηρίζει τα θύματα της διαδικτυακής ρητορικής μίσους. Μιλώντας στην «Deutsche Welle», υποστήριξε ότι την τελευταία πενταετία έχουμε μεγάλη «αύξηση των απειλών θανάτου».
Η Μπάγερν Μονάχου διεξήγαγε πρόσφατα μια καμπάνια για τη ρητορική μίσους, αλλά η Χόντενμπεργκ θεωρεί ότι αυτή η τακτική δεν αποδίδει: «Αυτό που βλέπουμε είναι ότι ακόμη και οι μεγάλες ομάδες στο ποδόσφαιρο, αλλά και σε άλλα αθλήματα, ειδικά σε αυτά που δεν είναι τόσο δημοφιλή, αφήνουν μόνους τους τούς αθλητές να αντιμετωπίσουν το θέμα». Η Γερμανίδα πρόσθεσε: «Δεν υπάρχει ψυχολογική υποστήριξη για τους αθλητές και τις οικογένειές τους. Απλώς δεν υπάρχει η σχετική υποδομή. Για τα θύματα δεν αρκεί μία καμπάνια, προκειμένου να πέσουν τα φώτα της δημοσιότητας στο θέμα. Είναι απαραίτητη η παροχή συγκεκριμένης υποστήριξης».
Οι μελέτες δείχνουν ότι το πρόβλημα έχει να κάνει με συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως η ευκολία πρόσβασης στους λογαριασμούς των αθλητών, η συμβατική υποχρέωση που έχουν οι περισσότεροι πλέον από τους αθλητές να είναι ενεργοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι ελάχιστες συνέπειες για τους δράστες και η κακή έως ανύπαρκτη συνεργασία των Αρχών με τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Το 2020 η Γερμανία πέρασε έναν νόμο με τον οποίο ποινικοποιεί τον διαδικτυακό εκφοβισμό –cyberbullying-, αλλά αυτό δεν διευκόλυνε την επίλυση σχετικών υποθέσεων ούτε βοήθησε στη μείωση των κρουσμάτων.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι στην Ευρώπη, εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως η X -πρώην Twitter- και η Meta -πρώην Facebook-, διέπονται από τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία, καθώς εδρεύουν στην Ιρλανδία. Για να ανακαλύψει την ταυτότητα ενός δράστη, η αστυνομία πρέπει να περάσει από αυτές τις εταιρείες και αυτό μπορεί να διαρκέσει πολλούς μήνες και τελικά να μην αποδώσει. Οι εισαγγελείς απευθύνονται αρκετές φορές σε αυτές τις εταιρείες αναζητώντας στοιχεία για τους δράστες του cyberbullying, όπως για παράδειγμα τις διευθύνσεις I.P.
Τις περισσότερες φορές δεν παίρνουν καμία πληροφορία, λόγω της προστασίας προσωπικών δεδομένων που προτάσσει ο επίτροπος Προστασίας Δεδομένων στην Ιρλανδία. Θεωρείται πλέον επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για το θέμα, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση. Επίσης, να γίνει πιο αυστηρή η επιβολή των νόμων, να βρεθεί μια φόρμουλα συνεργασίας των Αρχών με τις πλατφόρμες και οι αθλητικοί σύλλογοι να δημιουργήσουν ένα σύστημα υποστήριξης των αθλητών και των μελών των οικογενειών τους.
Τα social media και οι ομάδες κλείνουν τα μάτια
Ουσιαστικά οι αθλητικοί σύλλογοι κλείνουν τα μάτια απέναντι στο συγκεκριμένο πρόβλημα και το εκλαμβάνουν ως προσωπικό θέμα του κάθε αθλητή-θύματος και όχι ως ένα ζήτημα που απασχολεί τον χώρο του αθλητισμού. Κατά βάθος πρόκειται για κάτι που συνυπάρχει εδώ με την αθλητική κουλτούρα. Οι μελετητές θεωρούν ότι ακριβώς με την ευκολία που μέχρι τώρα ακούγονταν ύβρεις και απειλές από τους οπαδούς στις εξέδρες, με τον ίδιο τρόπο αυτές μεταφέρονται από το πληκτρολόγιο στα social media.
Τα κρούσματα γίνονται όλο και πιο ακραία και η αποτυχία καταπολέμησης αυτών της απειλών καταλήγει να επηρεάζει όχι μόνο την απόδοση των αθλητών, αλλά κυρίως την ψυχική υγεία τους. Κάποτε οι ποδοσφαιριστές, οι μπασκετμπολίστες, γενικότερα οι αθλητές έρχονταν αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση την ώρα ενός αγώνα ή κατά την έλευσή τους σε ένα γήπεδο και την αποχώρησή τους από αυτό. Πλέον το αντιμετωπίζουν 24 ώρες το 24ωρο, καθώς μέσω των smartphones τους γίνονται δέκτες του διαδικτυακού εκφοβισμού ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ".