Το αφιέρωμα της ''Wall Street Journal'' στον Βαγγέλη Μαρινάκη: "Απολαμβάνω την ανηφορική διαδρομή, δεν μου αρέσει να χάνω"
Οι στόχοι του για τον Ολυμπιακό και τη Νότιγχαμ Φόρεστ
Ο Έλληνας μεγιστάνας της ναυτιλίας, Bαγγέλης Mαρινάκης, οι ομάδες του και το «πρόσω ολοταχώς», μέσα από το ρεπορτάζ του Costas Paris στη ''Wall Street Journal''
Iδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το αφιέρωμα της «Wall Street Journal» στον Βαγγέλη Μαρινάκη για το πώς πορεύεται στον χώρο του ποδοσφαίρου και όχι μόνο. Με απλά λόγια, έχουμε καταγραφή μιας επιτυχημένης πορείας και το ρεπορτάζ στέκεται σε ορισμένες φωτεινές στιγμές. Αλλά και στον τρόπο σκέψης του Βαγγέλη Μαρινάκη.
Το 2010, αρχίζει η διήγηση, ήταν απόλυτα λογικό ο Έλληνας μεγιστάνας της ναυτιλίας, Βαγγέλης Μαρινάκης, να αγοράσει μια ποδοσφαιρική ομάδα, τον Ολυμπιακό. Ήταν η ομάδα του από τότε που ήταν παιδί. Είχε το έμβλημά της τατουάζ στο αριστερό του χέρι και ο πατέρας του, ο οποίος ίδρυσε τη ναυτιλιακή αυτοκρατορία, ήταν μεταξύ των πρώτων επενδυτών της ομάδας, όταν το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό, το 1979. Αυτό που φαινόταν πολύ λιγότερο λογικό ήταν όταν ο Μαρινάκης, σε συνέχεια της αρχικής επένδυσής του, αγόρασε μια ομάδα σε κακή κατάσταση από τα East Midlands της Βρετανίας, τη Νότιγχαμ Φόρεστ. Το μόνο κοινό που είχε η Νότιγχαμ με τον Ολυμπιακό ήταν οι κόκκινες φανέλες.
Σε εκείνο το σημείο του ρεπορτάζ αναφέρεται το εξής, που έχει, αναμφίβολα, σημασία. Ο Μαρινάκης, ο οποίος ήταν σε θέση βλέποντας ένα καράβι να καταλάβει αν αυτό βυθίζεται, έθεσε μια δύσκολη αποστολή στον εαυτό του: να κρατήσει και τους δύο συλλόγους στην επιφάνεια.
Έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη για να χρηματοδοτήσει μια σειρά από ακριβές μεταγραφές και προσέλαβε νέους προπονητές και για τις δύο ομάδες. Τώρα ο Ολυμπιακός θα παίξει στον τελικό του Conference League, έχοντας την ευκαιρία να σηκώσει το πρώτο του ευρωπαϊκό τρόπαιο, ενώ η Νότιγχαμ απέφυγε τον υποβιβασμό και έκλεισε θέση για ακόμα μια επικερδή σεζόν στην Premier League.
«Δεν μου αρέσει καθόλου να χάνω και όταν συμβαίνει αυτό, κάνω ό,τι μπορώ για να το αλλάξω», δήλωσε ο Μαρινάκης. Όπως σημειώνεται στο άρθρο, η περιουσία του αποτιμάται περίπου στα 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια και διοικεί έναν στόλο με περισσότερα από 100 πλοία.
Ο Μαρινάκης είναι 56 ετών και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη ναυτιλία, το ποδόσφαιρο και την ιδιοκτησία της Alter Ego Media, του μεγαλύτερου εκδοτικού ομίλου στην Ελλάδα, ο οποίος περιλαμβάνει τις δύο εφημερίδες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στη χώρα, περιοδικά και το Mega, το δημοφιλέστερο ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι.
Ωστόσο, η προσέγγισή του σε καθεμιά από τις επιχειρήσεις του είναι πάντα η ίδια. Είναι κάθε άλλο παρά διστακτικός.
Τα ΜΜΕ που κατέχει, τα οποία συχνά ασκούν κριτική στην ελληνική κυβέρνηση, έχουν αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση, ώστε η Alter Ego Media έγινε κερδοφόρα φέτος και σχεδιάζει να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών αργότερα μέσα στο έτος.
Οι ποδοσφαιρικές του ομάδες έχουν, εξάλλου, έρθει σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες ποδοσφαιρικές Αρχές των χωρών τους. Τον περασμένο Μάρτιο αφαιρέθηκαν τέσσερις βαθμοί από τη Φόρεστ για παραβίαση των κανόνων δαπανών της Premier League. Ο σύλλογος κατηγόρησε επίσης τους διαιτητές ότι είναι προκατειλημμένοι εναντίον του μετά την ήττα με 1-0 από τη Λίβερπουλ και μετά τον μη καταλογισμό πέναλτι υπέρ του στον αγώνα όπου ηττήθηκε με 2-0 από την Έβερτον.
«Πιστεύω ακράδαντα ότι η Premier League υπήρξε σκληρή απέναντι στη Φόρεστ», δήλωσε ο Μαρινάκης, ο οποίος δαπάνησε περίπου 250 εκατομμύρια στερλίνες (318 εκατομμύρια δολάρια) για τη βελτίωση της εικόνας της ομάδας, που βρισκόταν στα πρόθυρα του υποβιβασμού στην τρίτη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου όταν πήρε την ιδιοκτησία της, τον Μάιο του 2017.
«Είμαι ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου συλλόγου στην Ελλάδα και δεν θα είχα επενδύσει στην Αγγλία για μια μικρότερη ομάδα, που θέλει απλώς να αποφύγει τον υποβιβασμό», δήλωσε ο Μαρινάκης. «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να κάνουμε τη Φόρεστ να λάμψει ξανά».
Αυτό που χρειάζεται επειγόντως, σύμφωνα με τον Μαρινάκη, είναι ένα μεγαλύτερο γήπεδο από το «City Ground» -με τη χωρητικότητα να είναι 30.445 θέσεις-, που είναι η έδρα της Φόρεστ από το 1898. Θέλει να μεταφέρει την ομάδα σε ένα νέο γήπεδο 50.000 θέσεων, αλλά πιέζει επίσης το Δημοτικό Συμβούλιο του Νότιγχαμ για την έκδοση άδειας ώστε να προστεθούν τουλάχιστον 15.000 νέες θέσεις στο υπάρχον γήπεδο.
«Ζούμε σε μια εποχή που η επιτυχία μετριέται με τα κέρδη», δήλωσε ο Μαρινάκης. «Πρέπει να έχουμε μεγαλύτερους στόχους, όπως άλλες περιφερειακές πόλεις, το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, που έχουν κάποιους από τους μεγαλύτερους συλλόγους στον κόσμο».
Υπό αυτή την έννοια, ο Μαρινάκης χαράζει μια παρόμοια πορεία με αυτήν που εφάρμοσε στον Ολυμπιακό.
Αγόρασε τον σύλλογο -τον πιο επιτυχημένο στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου- το 2010, εν μέσω της ελληνικής κρίσης χρέους, και προχώρησε σε επενδύσεις άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των χρεών και τη βελτίωση των προπονητικών εγκαταστάσεων της ομάδας. Η επιτυχία ήρθε, καθώς ο Ολυμπιακός στέφθηκε πρωταθλητής στις 10 από τις 12 σεζόν που ακολούθησαν την εξαγορά από τον Μαρινάκη.
Τα τελευταία δύο χρόνια ο σύλλογος πέρασε φουρτούνες, με διαδοχικές τρίτες θέσεις και δύο συνεχόμενες χρονιές χωρίς εισιτήριο για το Champions League. Ο Μαρινάκης λέει ότι η απώλεια μιας θέσης στην κορυφαία διοργάνωση συλλόγων της Ευρώπης αφήνει μια τρύπα ύψους από 20 εκατ. ευρώ (22 εκατ. δολ.) έως 30 εκατ. ευρώ στα οικονομικά του συλλόγου, την οποία καλύπτει ο ίδιος.
Αλλά δεν θα έχει παράπονο αν ο Ολυμπιακός νικήσει τη Φιορεντίνα στον τελικό του Conference League και γίνει η πρώτη ελληνική ομάδα που θα σηκώσει ευρωπαϊκό τρόπαιο.
Η ιδιοκτησία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, αναγνωρίζει ο Μαρινάκης, μπορεί να είναι μια εξαντλητική και, μερικές φορές, εξαιρετικά εκνευριστική υπόθεση.
«Απολαμβάνω την ανηφορική διαδρομή», λέει, «και δεν προλαβαίνω να βαρεθώ».
Το 2010, αρχίζει η διήγηση, ήταν απόλυτα λογικό ο Έλληνας μεγιστάνας της ναυτιλίας, Βαγγέλης Μαρινάκης, να αγοράσει μια ποδοσφαιρική ομάδα, τον Ολυμπιακό. Ήταν η ομάδα του από τότε που ήταν παιδί. Είχε το έμβλημά της τατουάζ στο αριστερό του χέρι και ο πατέρας του, ο οποίος ίδρυσε τη ναυτιλιακή αυτοκρατορία, ήταν μεταξύ των πρώτων επενδυτών της ομάδας, όταν το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό, το 1979. Αυτό που φαινόταν πολύ λιγότερο λογικό ήταν όταν ο Μαρινάκης, σε συνέχεια της αρχικής επένδυσής του, αγόρασε μια ομάδα σε κακή κατάσταση από τα East Midlands της Βρετανίας, τη Νότιγχαμ Φόρεστ. Το μόνο κοινό που είχε η Νότιγχαμ με τον Ολυμπιακό ήταν οι κόκκινες φανέλες.
Σε εκείνο το σημείο του ρεπορτάζ αναφέρεται το εξής, που έχει, αναμφίβολα, σημασία. Ο Μαρινάκης, ο οποίος ήταν σε θέση βλέποντας ένα καράβι να καταλάβει αν αυτό βυθίζεται, έθεσε μια δύσκολη αποστολή στον εαυτό του: να κρατήσει και τους δύο συλλόγους στην επιφάνεια.
Μαρινάκης: «Δεν μου αρέσει καθόλου να χάνω και όταν συμβαίνει αυτό, κάνω ό,τι μπορώ για να το αλλάξω»
Στις αρχές του 2024, ο Ολυμπιακός αγωνιζόταν να προχωρήσει στο Europa Conference League και η Φόρεστ αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο του υποβιβασμού από την αγγλική Premier League. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες στη θέση του Μαρινάκη, συνεχίζει το άρθρο, θα περίμεναν μέχρι την επόμενη σεζόν για ένα νέο ξεκίνημα – ή ίσως ακόμη και να περιόριζαν τη ζημιά τους αποχωρώντας. Αντί γι' αυτό, ο Μαρινάκης έκανε πρόσω ολοταχώς.Έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη για να χρηματοδοτήσει μια σειρά από ακριβές μεταγραφές και προσέλαβε νέους προπονητές και για τις δύο ομάδες. Τώρα ο Ολυμπιακός θα παίξει στον τελικό του Conference League, έχοντας την ευκαιρία να σηκώσει το πρώτο του ευρωπαϊκό τρόπαιο, ενώ η Νότιγχαμ απέφυγε τον υποβιβασμό και έκλεισε θέση για ακόμα μια επικερδή σεζόν στην Premier League.
«Δεν μου αρέσει καθόλου να χάνω και όταν συμβαίνει αυτό, κάνω ό,τι μπορώ για να το αλλάξω», δήλωσε ο Μαρινάκης. Όπως σημειώνεται στο άρθρο, η περιουσία του αποτιμάται περίπου στα 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια και διοικεί έναν στόλο με περισσότερα από 100 πλοία.
Σταθερή προσέγγιση
Τι αναφέρεται στη συνέχεια;Ο Μαρινάκης είναι 56 ετών και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη ναυτιλία, το ποδόσφαιρο και την ιδιοκτησία της Alter Ego Media, του μεγαλύτερου εκδοτικού ομίλου στην Ελλάδα, ο οποίος περιλαμβάνει τις δύο εφημερίδες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στη χώρα, περιοδικά και το Mega, το δημοφιλέστερο ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι.
Ωστόσο, η προσέγγισή του σε καθεμιά από τις επιχειρήσεις του είναι πάντα η ίδια. Είναι κάθε άλλο παρά διστακτικός.
Τα ΜΜΕ που κατέχει, τα οποία συχνά ασκούν κριτική στην ελληνική κυβέρνηση, έχουν αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση, ώστε η Alter Ego Media έγινε κερδοφόρα φέτος και σχεδιάζει να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών αργότερα μέσα στο έτος.
Οι ποδοσφαιρικές του ομάδες έχουν, εξάλλου, έρθει σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες ποδοσφαιρικές Αρχές των χωρών τους. Τον περασμένο Μάρτιο αφαιρέθηκαν τέσσερις βαθμοί από τη Φόρεστ για παραβίαση των κανόνων δαπανών της Premier League. Ο σύλλογος κατηγόρησε επίσης τους διαιτητές ότι είναι προκατειλημμένοι εναντίον του μετά την ήττα με 1-0 από τη Λίβερπουλ και μετά τον μη καταλογισμό πέναλτι υπέρ του στον αγώνα όπου ηττήθηκε με 2-0 από την Έβερτον.
«Πιστεύω ακράδαντα ότι η Premier League υπήρξε σκληρή απέναντι στη Φόρεστ», δήλωσε ο Μαρινάκης, ο οποίος δαπάνησε περίπου 250 εκατομμύρια στερλίνες (318 εκατομμύρια δολάρια) για τη βελτίωση της εικόνας της ομάδας, που βρισκόταν στα πρόθυρα του υποβιβασμού στην τρίτη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου όταν πήρε την ιδιοκτησία της, τον Μάιο του 2017.
Μαρινάκης: «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να κάνουμε τη Φόρεστ να λάμψει ξανά»
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο Μαρινάκης δεν σκοπεύει να δείξει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το αγαπημένο του άθλημα. Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει την εξαγορά της Ρίο Άβε, μιας μεσαίας δυναμικότητας πορτογαλικής ομάδας, που τερμάτισε στην 11η θέση του πορτογαλικού πρωταθλήματος. Η ιστορία δείχνει ότι ο Μαρινάκης δεν θα αρκεστεί για πολύ στην 11η θέση. Μέσα σε πέντε χρόνια από τότε που ανέλαβε τον έλεγχο της Νότιγχαμ Φόρεστ, ο σύλλογος επέστρεψε στην κορυφαία κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, για πρώτη φορά ύστερα από σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα. Παρότι οι δύο τελευταίες σεζόν ήταν επιτυχημένες και η ομάδα απέφυγε τον υποβιβασμό, είναι σαφές ότι ο Μαρινάκης δεν θεωρεί την απλή παραμονή στην Premier League κάτι για το οποίο αξίζει να πανηγυρίσει.«Είμαι ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου συλλόγου στην Ελλάδα και δεν θα είχα επενδύσει στην Αγγλία για μια μικρότερη ομάδα, που θέλει απλώς να αποφύγει τον υποβιβασμό», δήλωσε ο Μαρινάκης. «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να κάνουμε τη Φόρεστ να λάμψει ξανά».
Αυτό που χρειάζεται επειγόντως, σύμφωνα με τον Μαρινάκη, είναι ένα μεγαλύτερο γήπεδο από το «City Ground» -με τη χωρητικότητα να είναι 30.445 θέσεις-, που είναι η έδρα της Φόρεστ από το 1898. Θέλει να μεταφέρει την ομάδα σε ένα νέο γήπεδο 50.000 θέσεων, αλλά πιέζει επίσης το Δημοτικό Συμβούλιο του Νότιγχαμ για την έκδοση άδειας ώστε να προστεθούν τουλάχιστον 15.000 νέες θέσεις στο υπάρχον γήπεδο.
«Ζούμε σε μια εποχή που η επιτυχία μετριέται με τα κέρδη», δήλωσε ο Μαρινάκης. «Πρέπει να έχουμε μεγαλύτερους στόχους, όπως άλλες περιφερειακές πόλεις, το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, που έχουν κάποιους από τους μεγαλύτερους συλλόγους στον κόσμο».
Υπό αυτή την έννοια, ο Μαρινάκης χαράζει μια παρόμοια πορεία με αυτήν που εφάρμοσε στον Ολυμπιακό.
Αγόρασε τον σύλλογο -τον πιο επιτυχημένο στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου- το 2010, εν μέσω της ελληνικής κρίσης χρέους, και προχώρησε σε επενδύσεις άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των χρεών και τη βελτίωση των προπονητικών εγκαταστάσεων της ομάδας. Η επιτυχία ήρθε, καθώς ο Ολυμπιακός στέφθηκε πρωταθλητής στις 10 από τις 12 σεζόν που ακολούθησαν την εξαγορά από τον Μαρινάκη.
Τα τελευταία δύο χρόνια ο σύλλογος πέρασε φουρτούνες, με διαδοχικές τρίτες θέσεις και δύο συνεχόμενες χρονιές χωρίς εισιτήριο για το Champions League. Ο Μαρινάκης λέει ότι η απώλεια μιας θέσης στην κορυφαία διοργάνωση συλλόγων της Ευρώπης αφήνει μια τρύπα ύψους από 20 εκατ. ευρώ (22 εκατ. δολ.) έως 30 εκατ. ευρώ στα οικονομικά του συλλόγου, την οποία καλύπτει ο ίδιος.
Αλλά δεν θα έχει παράπονο αν ο Ολυμπιακός νικήσει τη Φιορεντίνα στον τελικό του Conference League και γίνει η πρώτη ελληνική ομάδα που θα σηκώσει ευρωπαϊκό τρόπαιο.
Η ιδιοκτησία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, αναγνωρίζει ο Μαρινάκης, μπορεί να είναι μια εξαντλητική και, μερικές φορές, εξαιρετικά εκνευριστική υπόθεση.
«Απολαμβάνω την ανηφορική διαδρομή», λέει, «και δεν προλαβαίνω να βαρεθώ».