20 χρόνια από το έπος του Euro 2004: Η μεταφυσική στη μεγαλύτερη αθλητική στιγμή του έθνους
Ο κοινός παρονομαστής στην κεφαλιά του Χαριστέα
Πώς στο καλό ήξεραν όλοι, την ώρα που ο Άγγελος Μπασινάς πήγαινε να εκτελέσει το κόρνερ στον τελικό του Euro 2004, ότι η Εθνική Ελλάδος θα σκόραρε και θα κατακτούσε το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης;
Το ελληνικό ποδόσφαιρο και εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου στο «Λουζ», όταν ο Θοδωρής Ζαγοράκης σήκωσε το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης και η Εθνική Ελλάδος έγινε το πρόβλημα στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι της ηπείρου νικώντας στο Euro 2004, δεν έμοιαζαν, ακόμη δεν μοιάζουν, να συνταιριάζουν. Η κατάκτηση της ευρωπαϊκής κορυφής από την Εθνική Ελλάδος ήταν ανέλπιστη και αποτελεί ένα από τα θαύματα στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. Δεν αποτυπώθηκε, όπως κάποιος θα περίμενε, απλούστατα επειδή το παιχνίδι ήταν ήδη σημαντικό στις συνειδήσεις και διότι, φυσικά, η παρτίδα των συμφερόντων είχε ήδη παιχτεί.
Σε αντίθεση με το Ευρωμπάσκετ του 1987, που πορεύτηκε σε άγνωστα ύδατα και το έκανε ως ενθουσιασμένος μείρακας, η λαοφιλία του ποδοσφαίρου δεν επέτρεπε πειραματισμούς στο γνωστικό στάδιο, με αποτέλεσμα ο στόχος μιας μικρογραφίας της Premier League και η άνθηση του ελληνικού στοιχείου να μείνουν όνειρο για τους ρομαντικούς.
Η στιγμή, λοιπόν, απέφερε οφέλη μόνο στους ίδιους τους κόλπους της Εθνικής, η οποία πορεύτηκε με το σχέδιο που την εξυπηρέτησε στη διοργάνωση της Πορτογαλίας. Όταν η φουρνιά των ποδοσφαιριστών που αντιλήφθηκαν ότι η αλληλεγγύη κάνει τη δουλειά -και η προσωπικότητα, όπως φάνηκε στις πρωτοβουλίες που πήραν σε παιχνίδια όπως ο προημιτελικός με τη Γαλλία, με τη ζώνη πάνω στον Ζινεντίν Ζιντάν και παρά την εντολή του Ότο Ρεχάγκελ να τον μαρκάρει μαν του μαν ο Γιούρκας Σεϊταρίδης- κρέμασε τα παπούτσια της και το σχέδιο άλλαξε, έγινε αυτό που ο πανδαμάτωρ διαθέτει ως μια συνηθισμένη κατάσταση: η παρακμή.
Παρ’ όλα αυτά, όσοι έζησαν εκείνες τις στιγμές δεν μπορούν να ξεχάσουν τις λεπτομέρειές τους. Μπορεί να μη θυμούνται τι γεύτηκαν χθες, αλλά δύνανται να μνημονεύουν με κάθε λεπτομέρεια πού ήταν όταν ο Άγγελος Μπασινάς πήγαινε, στο 56’ του τελικού με την Πορτογαλία, να χτυπήσει το ένα και μοναδικό κόρνερ που πήρε η Εθνική σε εκείνο το ματς. Μπορούν, κιόλας, να συνομολογήσουν τον κοινό παρονομαστή και συναπτώς να ομνύουν σε αυτόν. Δηλαδή τη βαθιά πεποίθηση, μια παράλογη σιγουριά, ότι εκείνη τη στιγμή που ο κεντρικός μέσος του Παναθηναϊκού όδευε προς το μικρό ημικύκλιο, το γκολ προδιαγραφόταν.
Ο Γούντι Άλεν, δηλωμένος άθεος, είχε πει κάποτε, προφανώς αφοριστικά και με το νευρωτικό στυλ που τον κατέστησε μία εντελώς κινηματογραφική φιγούρα στο όριο του καρτούν, ότι «ένα home run του Χανκ Άαρον με έκανε να πιστέψω στον Θεό».
Ο σπουδαίος σκαπανέας του σινεμά εννοούσε εκείνη τη στιγμή, αλλά η κεφαλιά του Άγγελου Χαριστέα πάνω από τον Ρικάρντο, που κάνει την έξοδο, δεν έρχεται εξαπίνης. Δεκάδες μαρτυρίες ανάλαφρων φιλάθλων, ακόμα και μη, είναι δηλωτικές του πώς αντιμετωπίστηκε από τα χιλιάδες ζευγάρια μάτια που παρακολούθησαν το παιχνίδι και, συγχρόνως, ομιλούν την ελληνική.
Τα υψωμένα χέρια πριν από το κόρνερ και το μακρόσυρτο «ωωω» δεν ήταν η παρακαταθήκη του «Λουζ». Όπου έβλεπαν το παιχνίδι, τα χέρια υψώθηκαν και το «ωωω» υπήρξε το ίδιο μακρόσυρτο, όσα ναυτικά μίλια κι αν χώριζαν τον θεατή από τη Λισσαβώνα. Σε κάνει να αναρωτιέσαι, εκείνη η στιγμή, πόθεν απέρρεε τόση σιγουριά και ποιο ένστικτο καθοδηγούσε τον θεατή ώστε να είναι πανέτοιμος τη στιγμή της έκστασης. Ο.Κ., θα μπορούσε η φάση να έχει χαθεί και να βρίσκεται πια στα απωλεσθέντα, καθώς θα ήταν κάτι που ποτέ δεν θα είχε συμβεί.
Ειδοποιό, όμως, είναι το στοιχείο της απόλυτης πλειονότητας των πανδημούντων Ελλήνων που καθ’ όλη τη διάρκεια του μονόπρακτου, δηλαδή το αργό τρέξιμο του Μπασινά στο σημαιάκι, την ούτως ή άλλως μικρή φόρα και το ταξίδι της μπάλας έως το κεφάλι του Χαριστέα, είχαν ήδη βρεθεί σε μια νιρβανική κατάσταση. Πόσες και πόσες φορές έχει κάποιος καλό αίσθημα, πριν από μια εκτέλεση φάουλ, φέρ’ ειπείν, αλλά αυτό δεν συμφωνεί με τον ομοτράπεζό του. Στην προκειμένη, καθιστοί παρέμεναν ελάχιστοι. Η φάση ήταν σαν να έχει ξανασυμβεί και οι περισσότεροι είχαν σηκωθεί όρθιοι για να πανηγυρίσουν.
Έτσι ήταν εκείνος ο ενάμισης μήνας του καλοκαιριού του 2004. Ο Ζήσης Βρύζας έκανε ραμπόνες και προσπαθούσε να κρεμάει τερματοφύλακες, ο Θοδωρής Ζαγοράκης έκανε σομπρέρο και σέντρες-αλφάδι, ο Κώστας Κατσουράνης έκοβε τσάρκες στις περιοχές των αντιπάλων και ο Βασίλης Τσιάρτας... ενυδατωνόταν τακτικά.
Λιγότερες από 24 ώρες μετά, στήθηκε μια γιορτή στο Καλλιμάρμαρο, με τους θεατές να στοιβάζονται, λες και βρίσκονταν σε περιώνυμο κλαμπ στην παραλιακή. Το τρόπαιο περιφέρθηκε σαν λάφυρο πολέμου - ούτως ή άλλως, οι νίκες στα σπορ, όπως και ο σχηματισμός τους, έχουν μπόλικη από πολεμική σημειολογία.
Η Εθνική δεν πέτυχε ξανά κάτι ανάλογο, αλλά προόδευσε. Τα επόμενα οκτώ χρόνια έχασε μόνο μία διεθνή διοργάνωση. Οι αστέρες της δεν μυθοποιήθηκαν, περνώντας μια βάσανο κριτικής, την οποία δεν είναι βέβαιον ότι αξίζουν.
Όμως ακριβώς η στιγμή στο 56’, εκείνος ο εσμός ανθρώπων με τα υψωμένα χέρια και την απόλυτη σιγουριά, είναι το μεγάλο ερώτημα. Πώς στο καλό το ήξεραν; Ήταν ένα τυχαίο γεγονός ή μια επιφανής νοητική στιγμή που ερχόταν από το μέλλον;
Σε αντίθεση με το Ευρωμπάσκετ του 1987, που πορεύτηκε σε άγνωστα ύδατα και το έκανε ως ενθουσιασμένος μείρακας, η λαοφιλία του ποδοσφαίρου δεν επέτρεπε πειραματισμούς στο γνωστικό στάδιο, με αποτέλεσμα ο στόχος μιας μικρογραφίας της Premier League και η άνθηση του ελληνικού στοιχείου να μείνουν όνειρο για τους ρομαντικούς.
Η στιγμή, λοιπόν, απέφερε οφέλη μόνο στους ίδιους τους κόλπους της Εθνικής, η οποία πορεύτηκε με το σχέδιο που την εξυπηρέτησε στη διοργάνωση της Πορτογαλίας. Όταν η φουρνιά των ποδοσφαιριστών που αντιλήφθηκαν ότι η αλληλεγγύη κάνει τη δουλειά -και η προσωπικότητα, όπως φάνηκε στις πρωτοβουλίες που πήραν σε παιχνίδια όπως ο προημιτελικός με τη Γαλλία, με τη ζώνη πάνω στον Ζινεντίν Ζιντάν και παρά την εντολή του Ότο Ρεχάγκελ να τον μαρκάρει μαν του μαν ο Γιούρκας Σεϊταρίδης- κρέμασε τα παπούτσια της και το σχέδιο άλλαξε, έγινε αυτό που ο πανδαμάτωρ διαθέτει ως μια συνηθισμένη κατάσταση: η παρακμή.
Παρ’ όλα αυτά, όσοι έζησαν εκείνες τις στιγμές δεν μπορούν να ξεχάσουν τις λεπτομέρειές τους. Μπορεί να μη θυμούνται τι γεύτηκαν χθες, αλλά δύνανται να μνημονεύουν με κάθε λεπτομέρεια πού ήταν όταν ο Άγγελος Μπασινάς πήγαινε, στο 56’ του τελικού με την Πορτογαλία, να χτυπήσει το ένα και μοναδικό κόρνερ που πήρε η Εθνική σε εκείνο το ματς. Μπορούν, κιόλας, να συνομολογήσουν τον κοινό παρονομαστή και συναπτώς να ομνύουν σε αυτόν. Δηλαδή τη βαθιά πεποίθηση, μια παράλογη σιγουριά, ότι εκείνη τη στιγμή που ο κεντρικός μέσος του Παναθηναϊκού όδευε προς το μικρό ημικύκλιο, το γκολ προδιαγραφόταν.
Euro 2024: Τα υψωμένα χέρια
Ο Γούντι Άλεν, δηλωμένος άθεος, είχε πει κάποτε, προφανώς αφοριστικά και με το νευρωτικό στυλ που τον κατέστησε μία εντελώς κινηματογραφική φιγούρα στο όριο του καρτούν, ότι «ένα home run του Χανκ Άαρον με έκανε να πιστέψω στον Θεό».
Ο σπουδαίος σκαπανέας του σινεμά εννοούσε εκείνη τη στιγμή, αλλά η κεφαλιά του Άγγελου Χαριστέα πάνω από τον Ρικάρντο, που κάνει την έξοδο, δεν έρχεται εξαπίνης. Δεκάδες μαρτυρίες ανάλαφρων φιλάθλων, ακόμα και μη, είναι δηλωτικές του πώς αντιμετωπίστηκε από τα χιλιάδες ζευγάρια μάτια που παρακολούθησαν το παιχνίδι και, συγχρόνως, ομιλούν την ελληνική.
Τα υψωμένα χέρια πριν από το κόρνερ και το μακρόσυρτο «ωωω» δεν ήταν η παρακαταθήκη του «Λουζ». Όπου έβλεπαν το παιχνίδι, τα χέρια υψώθηκαν και το «ωωω» υπήρξε το ίδιο μακρόσυρτο, όσα ναυτικά μίλια κι αν χώριζαν τον θεατή από τη Λισσαβώνα. Σε κάνει να αναρωτιέσαι, εκείνη η στιγμή, πόθεν απέρρεε τόση σιγουριά και ποιο ένστικτο καθοδηγούσε τον θεατή ώστε να είναι πανέτοιμος τη στιγμή της έκστασης. Ο.Κ., θα μπορούσε η φάση να έχει χαθεί και να βρίσκεται πια στα απωλεσθέντα, καθώς θα ήταν κάτι που ποτέ δεν θα είχε συμβεί.
Ειδοποιό, όμως, είναι το στοιχείο της απόλυτης πλειονότητας των πανδημούντων Ελλήνων που καθ’ όλη τη διάρκεια του μονόπρακτου, δηλαδή το αργό τρέξιμο του Μπασινά στο σημαιάκι, την ούτως ή άλλως μικρή φόρα και το ταξίδι της μπάλας έως το κεφάλι του Χαριστέα, είχαν ήδη βρεθεί σε μια νιρβανική κατάσταση. Πόσες και πόσες φορές έχει κάποιος καλό αίσθημα, πριν από μια εκτέλεση φάουλ, φέρ’ ειπείν, αλλά αυτό δεν συμφωνεί με τον ομοτράπεζό του. Στην προκειμένη, καθιστοί παρέμεναν ελάχιστοι. Η φάση ήταν σαν να έχει ξανασυμβεί και οι περισσότεροι είχαν σηκωθεί όρθιοι για να πανηγυρίσουν.
Έτσι ήταν εκείνος ο ενάμισης μήνας του καλοκαιριού του 2004. Ο Ζήσης Βρύζας έκανε ραμπόνες και προσπαθούσε να κρεμάει τερματοφύλακες, ο Θοδωρής Ζαγοράκης έκανε σομπρέρο και σέντρες-αλφάδι, ο Κώστας Κατσουράνης έκοβε τσάρκες στις περιοχές των αντιπάλων και ο Βασίλης Τσιάρτας... ενυδατωνόταν τακτικά.
Λιγότερες από 24 ώρες μετά, στήθηκε μια γιορτή στο Καλλιμάρμαρο, με τους θεατές να στοιβάζονται, λες και βρίσκονταν σε περιώνυμο κλαμπ στην παραλιακή. Το τρόπαιο περιφέρθηκε σαν λάφυρο πολέμου - ούτως ή άλλως, οι νίκες στα σπορ, όπως και ο σχηματισμός τους, έχουν μπόλικη από πολεμική σημειολογία.
Η Εθνική δεν πέτυχε ξανά κάτι ανάλογο, αλλά προόδευσε. Τα επόμενα οκτώ χρόνια έχασε μόνο μία διεθνή διοργάνωση. Οι αστέρες της δεν μυθοποιήθηκαν, περνώντας μια βάσανο κριτικής, την οποία δεν είναι βέβαιον ότι αξίζουν.
Όμως ακριβώς η στιγμή στο 56’, εκείνος ο εσμός ανθρώπων με τα υψωμένα χέρια και την απόλυτη σιγουριά, είναι το μεγάλο ερώτημα. Πώς στο καλό το ήξεραν; Ήταν ένα τυχαίο γεγονός ή μια επιφανής νοητική στιγμή που ερχόταν από το μέλλον;