Είναι πολύ ιδιαίτερη μέρα η σημερινή για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η συμπλήρωση είκοσι ετών από το πιο απρόσμενο θαύμα στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου έπρεπε να αποτελεί για όλους μας μέρα χαράς, συγκίνησης, περηφάνιας, νοσταλγίας.

Δεν πρέπει να υπάρχει Έλληνας που δεν θυμάται τι έκανε λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ στις 4 Ιουλίου 2004. Με ποιους είδε τον αλησμόνητο τελικό του Euro 2004 με την Πορτογαλία, ποιον αγκάλιασε πρώτο τη στιγμή του γκολ του Άγγελου Χαριστέα, πώς αισθανόταν στην απονομή του τροπαίου στον Θοδωρή Ζαγοράκη, σε ποιο σπίτι ή ποια πλατεία γιόρτασε τον ανέλπιστο θρίαμβο.

Πώς το έπος του Euro 2004 έγινε η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία του ελληνικού ποδοσφαίρου

Παρ’ όλα αυτά, αντί να συγκινούμαστε και να ξεφυλλίζουμε το άλμπουμ των πιο όμορφων ποδοσφαιρικών μας αναμνήσεων, επιβάλλεται άπαντες να διερευνήσουμε τι στα κομμάτια κάναμε λάθος ως κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια και δεν καταφέραμε να εξαργυρώσουμε ούτε μισό… κόκκο της χρυσόσκονης που άφησε πίσω της η μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού. Πώς καταφέραμε να παραδώσουμε… λευκή κόλλα σε όλες τις εξετάσεις που υποβληθήκαμε. Πώς χάσαμε όλα τα στοιχήματα που έμοιαζαν τόσο εύκολο να κερδηθούν με όπλο ένα τόσο ξεχωριστό γεγονός.

Από πού να αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα των αυτογκόλ και πού να ολοκληρώσουμε; Από την αδυναμία περιορισμού της εξάπλωσης της τοξικότητας στον χώρο; Από τη μη θέσπιση και εφαρμογή ενός αναπτυξιακού πλάνου που θα έδινε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη δυνατότητα να “χτίσει” πάνω στο συγκεκριμένο έπος προκειμένου να μη μείνει στην ιστορία ως μια “φωτοβολίδα”, αλλά ως η απαρχή της σταθεροποίησης της εθνικής ομάδας στο ψηλότερο επίπεδο των κορυφαίων διοργανώσεων;

Από την ανικανότητα να αντιληφθούμε τον σημαντικό ρόλο που πρέπει να επιτελεί η ΕΠΟ εστιάζοντας αποκλειστικά στη σπονδυλική στήλη του ελληνικού ποδοσφαίρου και όχι στο… παραποδόσφαιρο; Ειλικρινά δεν πρέπει να υπάρχει στο παρελθόν άλλη χώρα που να μην κατάφερε να αποκομίσει έστω μισό όφελος από μια τόσο ιστορική επιτυχία.

Οι χαμένες γενιές των φίλων της εθνικής Ελλάδος

Ποια είναι, όμως, η μεγαλύτερη “ήττα” που βιώσαμε ως κοινωνία όλα αυτά τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από το έπος της “αρμάδας” του Ότο Ρεχάγκελ στην Ιβηρική; Το γεγονός ότι δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε γενιές φιλάθλων της Εθνικής ομάδας.

Δεν καταφέραμε να πείσουμε τα μέλη της “Genaration X” και της “Genaration Z” ότι πρώτα πρέπει να είναι οπαδοί της Εθνικής ομάδας της πατρίδας τους και μετά οπαδοί ενός συλλόγου.

Σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν συναντάς τόσο χαμηλό δείκτη εθνικής συνείδησης στις τάξεις των φιλάθλων της. Πουθενά! Στην Ελλάδα παθιαζόμαστε αποκλειστικά για τους συλλόγους μας και θυμόμαστε την εθνική ομάδα μόνο σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν βρίσκεται κοντά στην πραγματοποίηση μιας επιτυχίας που θα τονώσει το προσωπικό μας φρόνημα (σ.σ.: το φρόνημα της χώρας, δεν ενδιαφέρει και πολλούς) και δεύτερον όταν μια επιτυχία ή μια αποτυχία της βολεύει τη “ρητορική” στην οποία επιδίδεται η ομάδα που υποστηρίζουμε, ανάλογα με το κατά πόσο ελέγχει την ΕΠΟ ή όχι.

Αυτή είναι η πιο θλιβερή παραδοχή ως “ταμείο” των τελευταίων είκοσι ετών. Και κανείς μας δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον καταμερισμό των ευθυνών.
Αθλητές, προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφοι, φίλαθλοι, όλοι μας –άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο– συμβάλαμε κυρίως με τον “ωχαδελφισμό” μας ή τον φανατισμό μας στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης πραγματικότητας.

Αφήσαμε τη μεγαλύτερη ευκαιρία που είχαμε για να μπολιάσουμε με εθνική και αθλητική παιδεία τις επόμενες γενιές, και όχι μόνο δεν καταφέραμε να τις χτίσουμε ένα καλύτερο αύριο, αλλά ούτε καν πετύχαμε να τις εμπνεύσουμε προκειμένου να το πετύχουν οι ίδιες.   

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή".