Ο Νίκος Κακλαμανάκης πάτησε το πράσινο κουμπί στο τηλέφωνό του την 30ή Ιουλίου. Η ημερομηνία δεν είναι τυχαία, αφού τότε ήταν που κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στους Αγώνες της Ατλάντα, το 1996. Οκτώ χρόνια αργότερα, δεν του έμελλε μόνο να πάρει άλλο ένα, το ασημένιο στα Μιστράλ, στην ιστιοπλοΐα, αλλά και να ανάψει με τη δάδα τον βωμό, σφραγίζοντας την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 2004.

Ο Κακλαμανάκης, που έχει κρατήσει τη σημείωση των «New York Times» στο πρωτοσέλιδό τους από τη νίκη του στην Ατλάντα, είδε την τελετή έναρξης στο Παρίσι και οι διαφορές με την Αθήνα είναι εγγενείς και πλήρως διαχωριστικές. «Τo υγρό στοιχείο της διοργάνωσης της Αθήνας το πήραν και το έκαναν κάτι μεγάλο, χαοτικό. Εμείς πήραμε κάτι πάρα πολύ ωραίο, που αφορούσε το δέσιμο και την ιστορία μας, και το απογειώσαμε. Πώς; Κρατώντας το μέτρο», είπε στα «Παραπολιτικά», μιλώντας για τις δύο τελετές έναρξης.

Ο ίδιος θυμάται ακόμη το τρέξιμό του στο στάδιο, παίρνοντας τη φλόγα από τον Ιωάννη Μελισσανίδη. Το πώς πέρασε ανάμεσα στους αθλητές που βρίσκονταν ήδη μέσα σε μια Αθήνα η οποία έμοιαζε να έχει βγει από το μυαλό του Γουές Αντερσον, αν ο ευφάνταστος Αμερικανός σκηνοθέτης μπορούσε να κατανοήσει τι σημαίνει αττικός ουρανός. Τότε, με δισεκατομμύρια τηλεθεατές να παρακολουθούν και σε ένα στάδιο που κρατούσε την ανάσα του, έκανε το τρέξιμο που πάντα περνά στην αιωνιότητα.

«Η λαμπαδηδρομία ήταν παγκόσμια και την ακουμπούσαν οι αθλητές. Δεν υπήρχε πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε εμένα και τους 10.000 αθλητές στο στάδιο. Ηταν πολύ διαφορετική η Ελλάδα. Ο βωμός υποκλίνεται στον άνθρωπο. Για εμένα ήταν καλύτερο να γινόταν σε στάδιο. Το ότι έγινε στον Σηκουάνα το έκανε λίγο φλύαρο, αλλά ήταν μια πάρα πολύ καλή τελετή, ειδικά προς το τέλος». Οι θεατές, βέβαια, δεν την ευχαριστήθηκαν: «Ναι, ήταν μια τηλεοπτική τελετή, όμως οι άνθρωποι που ήταν εκεί και είχαν πληρώσει ακριβά εισιτήρια αισθάνονταν εξαπατημένοι. Είδαν μόνο τους αθλητές και αισθάνονται εξαπατημένοι».


Τι συνέβη με το τηλεφώνημα της Γιάννας Αγγελοπούλου

Η επιλογή του Κακλαμανάκη ως τελευταίου λαμπαδηδρόμου έγινε μία ημέρα πριν. Στην προπόνησή του, στις 12 Αυγούστου, κι ενώ ήταν μέσα στη θάλασσα, είδε ένα φουσκωτό και τη φυσικοθεραπεύτριά του να κραδαίνει στον αέρα ένα κινητό. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Γιάννα Αγγελοπούλου: «Αγχος σε ό,τι αφορά την τελετή έναρξης δεν είχα. Επρεπε να διαδραματίσω έναν ρόλο. Το έμαθα μία ημέρα πριν, σε προπόνηση, είδα να με κυνηγούν. Ηταν το κινητό της φυσικοθεραπεύτριάς μου, Γεωργίας Λακκάκη. “Μα, καλά, τι θέλετε τώρα;”. “Τρέχα για πρόβες, ανάβεις τον βωμό”. “Μα, είμαι σε προπόνηση”. Δεν θα άφηνα την προπόνηση και τους κόπους τεσσάρων χρόνων. “Δεν έχεις καταλάβει καλά”. Τελείωσα την προπόνηση και πήγα. Εκανα την πρόβα σε 50 δευτερόλεπτα, αλλά κανονικά, στην τελετή έναρξης, την έκανα 45. “Μου είπαν από την επικοινωνία “Νικόλα, τώρα είναι η στιγμή”».

Ο Κακλαμανάκης ήταν ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό. Στην πρόβα στο Ολυμπιακό Στάδιο πήγε ως... υπάλληλος: «Οταν έτρεξα στην τελετή έναρξης στην πρόβα, με είχαν ντύσει με ένα φωσφοριζέ κίτρινο γιλέκο, με κράνος, σαν να ήμουν υπάλληλος του σταδίου. “Δεν μπορούμε να σου πούμε από ποιον θα πάρεις τη δάδα” , μου είπαν. Είχα και γυαλιά ηλίου, για να μη με αναγνωρίσει κανείς. Επειδή ήμουν ηλιοκαμένος, έκρυβα το δέρμα μου». Σε ό,τι αφορά την τελετή, την παρακολούθησε σχεδόν απομονωμένος. «Ημουν σε ένα δωμάτιο, ήμουν κρυμμένος, ως τελευταίος λαμπαδηδρόμος. Δεν είδα ποτέ το γκαλά, ήμουν σε ένα δωμάτιο και την είδα από μία οθόνη. Βγήκα για μια στιγμή, για να πάρω την ατμόσφαιρα του σταδίου. Σε σχέση με τις δύο προηγούμενες τελετές όπου είχα δώσει το “παρών”, εμείς επαναπροσδιορίσαμε τις ρίζες».

Ο Κακλαμανάκης συνέχισε: «Ο βωμός κατεβαίνει στο ύψος του ανθρώπου. Εγώ έφτασα λίγο πιο πριν, έκοψα την καρδιά των αθλητών στη μέση. Είναι πάρα πολύ όμορφη η στιγμή, διότι πέρασε η φλόγα ξυστά από τα κεφάλια των ανθρώπων. Για μένα ήταν πάρα πολύ όμορφο αυτό. Χάνονται λίγο οι ιαχές του κόσμου, έχω τις ιαχές των αθλητών, τα δακρυσμένα πρόσωπά τους».

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά