Ποιος είναι ο δείκτης που ορίζει ως ανταγωνιστικό και ελκυστικό ένα πρωτάθλημα όπως η δική μας Super League; Το πόσο αμφίρροπα είναι τα ντέρμπι του; Πόσο ρευστή είναι η μάχη για την κατάκτηση του τίτλου; Ή πόσο κοντά βρίσκονται οι αποστάσεις που χωρίζουν τους θεωρητικά "ισχυρούς" από τους "μικρούς" μιας λίγκας;

Αν δεχτούμε ότι η Premier League είναι το πιο εμπορικό πρωτάθλημα στον πλανήτη κι ότι οι περισσότερες λίγκες στην Ευρώπη επιχειρούν να αντιγράψουν το δικό της μοντέλο, δεν χωρά καμιά αμφιβολία ότι το αλατοπίπερο μιας εγχώριας διοργάνωσης εξαρτάται κυρίως από το… απρόβλεπτο που συνοδεύει κάθε της αγωνιστική. Άρα από το βαθμό ανταγωνιστικότητας των ομάδων δεύτερης και τρίτης ταχύτητας.

Να ξέρεις ποιοι "μεγάλοι" θα διεκδικήσουν το πρωτάθλημα, αλλά να γνωρίζεις κι ότι... θα φτύσουν αίμα

Κακά τα ψέματα. Όσο ισχυρές κι αν είναι ομάδες όπως ο Μπόρνμουθ, η Άστον Βίλα, η Μπράιτον ή η Φούλαμ, στο τέλος της χρονιάς το τρόπαιο της πρωταθλήτριας θα καταλήξει στα χέρια της Μάντσεστερ Σίτι, της Λίβερπουλ, της Άρσεναλ, της Τσέλσι, της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, άντε και της Τότεναμ. Μια φορά κάθε… μισό αιώνα θα βρίσκεται και μια Λέστερ να γίνει πρωταγωνίστρια μιας μίνι επανάστασης, αλλά ο κανόνας δεν αλλάζει.

Το ίδιο ισχύει στην Ισπανία με Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, Ατλέτικο Μαδρίτης, στην Ιταλία με Γιουβέντους, Μίλαν, Ίντερ, Νάπολι, Ρόμα, στη Γερμανία με Μπάγερν, Ντόρτμουντ, στη Γαλλία με την Παρί.

Μοιραία και στην Ελλάδα άπαντες γνωρίζουμε πριν την έναρξη της Super League ότι ο γύρος του θριάμβου θα φιλοξενηθεί είτε στο Καραϊσκάκη, είτε στην “Opap Arena”, είτε στην Τούμπα, είτε στη Λεωφόρο και εσχάτως το ΟΑΚΑ.

Ωστόσο οι δυσκολίες που συναντούν οι διεκδικητές ενός τίτλου στη διάρκεια της διαδρομής είναι εκείνες που ορίζουν και το βαθμό ανταγωνιστικότητας ενός ολόκληρου πρωταθλήματος.

Η τοξικότητα στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι πλέον εξαντλητική

Ναι, φέτος παρακολουθούμε για πρώτη φορά ανταγωνιστική Super League. Όχι επειδή ζούμε μια αμφίρροπη μάχη για την κατάκτηση του τίτλου, αλλά διότι πριν από την έναρξη κάθε αγωνιστικής καμία νίκη "μεγάλου" δεν θεωρείται δεδομένη.

Ουδέποτε τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε ζήσει τόσες πολλές απώλειες των τεσσάρων "ισχυρών" στις πρώτες εφτά αγωνιστικές μιας σεζόν. Ουδέποτε βλέπαμε ομάδες όπως ο Παναιτωλικός, η Athens Kallithea, ο Λεβαδειακός, ή ο Πανσερραϊκός να… απειλούν μαζικά και ταυτόχρονα Ολυμπιακό, ΑΕΚ, Παναθηναϊκό και ΠΑΟΚ με "εμφράγματα" και "εγκεφαλικά".

Όχι, βέβαια, ότι μπορούμε να χαρούμε μια λίγκα που εκτοξεύει κάθε εβδομάδα ολοένα και περισσότερο τους δείκτες ανταγωνιστικότητάς της.
Είναι τόσο έντονη η… μπόχα της τοξικότητας και τόσο εξόφθαλμα θλιβερός ο τρόπος που οι ίδιες οι ΠΑΕ φροντίζουν να μειώνουν την αξία του προϊόντος που οι ίδιες – θεωρητικά – εμπορεύονται για να προσελκύσουν όλο και περισσότερους πελάτες, που δυσκολεύεσαι να αναδείξεις τη διαφορετικότητα του φετινού πρωταθλήματος, μην τυχόν και χαρακτηριστείς… τσάτσος ή "εργαλείο".

Οι φωνές κυρίως των "μεγάλων δυνάμεων" για τη διαιτησία μοιάζουν πλέον εξαντλητικές για τον μέσο υγιή φίλαθλο. Θέλετε να είμαστε απόλυτα ρεαλιστές; Η διαιτησία στη Super League είναι πολύ καλύτερη από εκείνη της Premier League! Πιστέψτε μας!

Αν οι διαιτητές του δικού μας πρωταθλήματος εμφάνιζαν το ρεπερτόριο "εγκλημάτων" που στιγματίζει κάθε Σαββατοκύριακο το κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη, δεν θα είχε μείνει ούτε… κολυμπηθρόξυλο όρθιο στην ποδοσφαιρική μας κοινωνία.

Τι κάνουν, όμως, στην Αγγλία; Διαμαρτύρονται, γκρινιάζουν, αλλά ποτέ δεν αφήνουν το συμφέρον ή τις "επικοινωνιακές ανάγκες" του ενός να επισκιάσει το συνολικό καλό του προϊόντος! Αυτή είναι η μεγάλη μας διαφορά!

Εδώ η συντριπτική πλειοψηφία όσων επηρεάζουν ή "χειραγωγούν" τη φίλαθλη κοινή γνώμη (παράγοντες, προπονητές, δημοσιογράφοι) υπηρετούν μια συγκεκριμένη προπαγάνδα, αδιαφορώντας παντελώς για τις συνέπειες που έχει η συμπεριφορά τους για το ίδιο το προϊόν. Και, ειλικρινά, το φετινό πρωτάθλημα δεν αξίζει τόσο έντονη τοξικότητα!

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή".