Ο θάνατος του Γιόχαν Νέεσκενς στην ηλικία των 73 την Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, από ασθένεια η οποία δεν έχει γνωστοποιηθεί ακόμη, στα 73, είναι αρκετός για να ενεργοποιήσει τη μνήμη. O Γιόχαν Κρόιφ έφυγε από τη ζωή το 2016, ακολούθησε ο αέρινος Πιτ Κάιζερ ένα χρόνο αργότερα, ο Βιμ Σουρμπίρ το 2020, ο Βιμ Γιάνσεν το 2022. Πρώτος από όλους, ο αρχιτέκτων Ρίνους Μίχελς, το 2005, στην ηλικία των 77.

Η εθνική Ολλανδίας και ο Άγιαξ της δεκαετίας του '70, οι δύο ομάδες που παιάνισαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη το εμβατήριο για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, εκείνο που η διάσταση του χώρου είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο πλην της μπάλας στα πόδια, χάνουν επίλεκτα μέλη τους. 


Ολλανδία: Ο εγκεφαλικός μέσος 

Ο Γιόχαν Νέεσκενς, κυρίως εξ ονόματος, θεωρήθηκε η προέκταση του Κρόιφ, εκείνου που στην Ολλανδία έχουν το ίδιο ψηλά με τον Βίνσεντ βαν Γκογκ. Συνοδοιπόροι στον Άγιαξ και την εθνική ομάδα, εξάλλου, συνεργάζονταν για γκολ όπως το κάτωθί, που ο Νέεσκενς έβαλε στο δυνητικό ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1974 με τη Βραζιλία. 





Η Ολλανδία μνημονεύεται ως "βασίλισσα χωρίς στέμμα". Ο τελικός της 4ης Ιουλίου 1974, στο Μόναχο, αποτέλεσε ένα στίγμα για τη χώρα, ωστόσο ενδεχομένως να δόμησε πεισματικά τον χαρακτήρα των ποδοσφαιριστών που κυκλοφορούσαν με χαίτες, φαβορίτες, αλυσίδες και βραχιόλια ακόμα και παρ' ότι είχε παρέλθει η εποχή των χίπις. 

Ο Νέεσκενς, μέλος του Άγιαξ από το 1970 έως το 1974, ακριβώς τη στιγμή για να φτιαχτεί η παντοκρατορία του, έπαιξε σε επίπεδο Ανδρών πρώτη φορά το 1968, με την ομάδα της γενέτειράς του, Ράσινγκ Χεμστέντε. Γεννημένος στις 15 Σεπτεμβρίου του 1951, ήταν ξεχωριστή οντότητα. Εξάλλου, μαζί με ποδοσφαιριστές όπως ο Άρι Χάαν και ο "φον Κάραγιαν" Ρόμπι Ρένσενμπρινκ, οδήγησαν την εθνική Ολλανδίας, προς πείσμα του... λιποτάκτη Κρόιφ, μια ανάσα από την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1978, στην Αργεντινή. 


Εκεί, εξάλλου, και μάλιστα στον τελικό της 25ης Ιουνίου ανάμεσα στην οικοδέσποινα και τους "οράνιε", έλαβε χώρα μία από τις πλέον περίφημες "what if" φάσεις στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. Το δοκάρι του Ρένσενμπρινκ στο 90', μία προβολή για την οποία αργότερα ο άσος της Άντερλεχτ είχε τονίσει ότι "ήταν αδύνατον να σκοράρω", που προσπέρασε τον Ουμπάλδο Φιλιόλ, αλλά όχι και τη μοίρα, η οποία είχε βιαστεί να στέψει την "μπιανκοσελέστε" των Σέσαρ Μενότι, Μάριο Κέμπες και Ντανιέλ Μπερτόνι πρωταθλήτρια κόσμου. 




Ο Νέεσκενς έπαιζε τότε στην Μπαρτσελόνα, στην οποία κλήθηκε μάλλον εσπευσμένα το 1974, τρία χρόνια μετά τον Μίχελς και ένα μετά τον Κρόιφ, πριν καν ευστοχήσει σε εκείνο το περίφημο πέναλτι στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου με τη Δυτική Γερμανία. Περίφημο, όχι για το ίδιο το χτύπημα, ένα "ξεράδι" μέσα στη μέση, χαρακτηριστικό του δυναμικού μέσου που επίσης ήταν, αλλά διότι προέκυψε από 16 ολλανδικές πάσες με την έναρξη του παιχνιδιού, οι οποίες διακόπηκαν μόνο όταν ο Κρόιφ ανατράπηκε μέσα στην περιοχή από τον Μπέρτι Φογκτς.




Οι Ολλανδοί ήταν υπέροχοι, αλλά ούτε ο Νέεσκενς ήταν αθώος του αίματος. Ο Τζόνι Ρεπ είχε πει, σε ανύποπτη στιγμή, ότι "θέλαμε να γελοιοποιήσουμε τους Γερμανούς και γι' αυτό δεν βιαστήκαμε να τελειώσουμε το παιχνίδι". Τέτοια εξουσία, ακόμα κι αν ο παρονομαστής της είναι η ομορφιά και η συμμετρία -ή μάλλον, κυρίως επειδή είναι αυτός ο παρονομαστής- έχει σίγουρα ροπή προς τη θανάσιμη έπαρση.

Ο Άγιαξ, πάντως, δεν παιζόταν. Ο Νέεσκενς κατέκτησε τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, τα δύο με τον καθ' όλα υποτιμημένο Ρουμάνο τεχνικό Στέφαν Κόβατς στο τιμόνι, από το 1971 έως το 1973. Ουσιαστικά η δική του φυγή για τους "μπλαουγκράνα" ήταν το οριστικό τέλος εποχής του Άγιαξ. 

Ο Νέεσκενς δεν μπόρεσε να λύσει το γρίφο του πώς θα κατακτούσε ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών η Μπαρτσελόνα. Έφυγε το 1979, μόλις στα 28 του, πολύ νέος για να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Έπαιξε στις ΗΠΑ με την Κόσμος της Νέας Υόρκης, επέστρεψε στην πατρίδα του και φόρεσε τη φανέλα της Χρόνινχεν, έπαιξε ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο και στα 40 του κρέμασε τη φανέλα του. Η KNVB, Ομοσπονδία ποδοσφαίρου στην Ολλανδία, στη συλλυπητήρια ανακοίνωση τον αποκάλεσε "πολίτη του κόσμου". 

Ασχολήθηκε με την προπονητική ως το 2012, ήταν, μάλιστα, συνεργάτης του Γκούους Χίντινκ στην εθνική Ολλανδίας που έφτασε στα ημιτελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1998, αλλά και του Φρανκ Ράικαρντ στην ομάδα που το 2000 έπαιξε στα επίσης στα ημιτελικά του δικού της Euro. 

Έγινε προπονητής της Ναϊμέγκεν το 2000 και κάθισε στον πάγκο της ως το 2004. Με τον Χίντινκ συνεργάστηκε ξανά στην εθνική Αυστραλίας, ήταν μάλιστα οι ηθικοί αυτουργοί, και μάλιστα εις βάρος της "μισητής" Κροατίας, στη φάση των "16" του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2006. Μάλιστα, οι Αυστραλοί τότε είχαν σπαραξικάρδιο αποκλεισμό, στο παιχνίδι με την Ιταλία που κρίθηκε με το πέναλτι του Φραντσέσκο Τότι στις καθυστερήσεις. 

Τελευταία δουλειά του σε πάγκο ήταν τη σεζόν 2011-12. Έκτοτε αποσύρθηκε. Η FIFA, σε μια εκδήλωση το 2004, τον περιέλαβε στους 125 κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.