Μίμης Δομάζος: Το σημείο αναφοράς για τη σταθερότητα και την απόδοση
Έπαιζε πάντα καλά
Ο Μίμης Δομάζος πέθανε στην ηλικία των 83 και οι παλαιότεροι μιλούν για έναν ποδοσφαιριστή που δεν είχαν δει ποτέ να παίζει άσχημα, είτε στον Παναθηναϊκό είτε στην ΑΕΚ είτε στην εθνική Ελλάδος
Ο Μίμης Δομάζος δεν είναι μόνο σημείο αναφοράς του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά και του χάσματος γενεών. Οι άνθρωποι που μεγαλώνουν δύσκολα δείχνουν ανοχή στον τρόπο συμπεριφοράς των μικρότερων. Η μνήμη τους, εξάλλου, κονταίνει όσο περνούν τα χρόνια. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι και οι ίδιοι υπήρξαν το ίδιο αψείς και τραχείς. Έτσι, ενώ το πέρασμα του χρόνου αποτελεί οπωσδήποτε ένα τρόπον τινά μειονέκτημα σε σχέση με τα νιάτα, έχει και τα καλά του. Την εμπειρία, αλλά και την ενθύμιση ότι τα παλιότερα βιώματα είναι εμφανώς ανώτερα των παροντικών.
Ο γραφιάς μπορεί να συνομολογήσει σε αυτό, καθώς ανασύρει συζητήσεις από την εφηβική ηλικία του. Όταν μιλούσε για τον Ρονάλντο Ναζάριο, οι παλιότεροι απαντούσαν με τον Αλφρέντο ντι Στέφανο. Όταν έλεγε ότι δεν έχει υπάρξει πιο ντελικάτος ποδοσφαιριστής από τον Ζινεντίν Ζιντάν, οι παλιότεροι του συνέστηναν να μην αυθαδιάζει, αφού δεν έχει προλάβει τον Γιόχαν Κρόιφ. Και όταν ανταπαντούσε ότι έχει δει το θαύμα του Δημήτρη Σαραβάκου στο Γκέτεμποργκ, του εξαπέλυαν μύδρους, αφού ουδείς όπως ο Μίμης Δομάζος υπήρξε.
Glomex Player(40599x1hkkig7d8l, v-d7aaovcgx77l)
Το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό το 1979, έτσι προσωπικότητες όπως ο Μίμης Δομάζος απέκτησαν λαϊκή υπόσταση. Έγιναν στοιχεία της κουλτούρας και οι γλυκές αναμνήσεις οδηγούσαν τους ανθρώπους να παρακάμπτουν όποιες άσχημες στιγμές. Οδηγούσε η ψυχή τη γλώσσα στο να τις αποδίδουν, άμεσα, στην εξαίρεση του κανόνα.
Ο Μίμης Δομάζος, λοιπόν, δεν ήταν ένας απλός ποδοσφαιριστής. Ήταν κάποιος που έπαιζε πάντα καλά. Ο υπογράφων δεν έχει ανάμνηση ανθρώπου που σε ποδοσφαιρική συζήτηση να αναφέρει παιχνίδι που ο Δομάζος ήταν κακός. Ο κοινός παρονομαστής ήταν πως δεν είχε οποιαδήποτε απόκλιση στην απόδοσή του. Κυριακή παρά Τετάρτη και Τετάρτη παρά Κυριακή, ο «στρατηγός» έπαιζε πάντα εκείνο που μπορούσε. Με τη φανέλα των Αμπελοκήπων, του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ και βέβαια της εθνικής Ελλάδος.
Glomex Player(40599x1hkkig7d8l, v-d7aabkbzfye1)
Ασφαλώς, υπήρξε ένας εγωτιστής στον αγωνιστικό χώρο. Όπως ο Γιώργος Καραγκούνης τρεις δεκαετίες μετά, οι ιστορίες για το πώς ήθελε πάντα να παίζει έχουν αποκτήσει θρυλική εσάνς. Κάθε φορά που ένας προπονητής θα τον έκανε αλλαγή, θα δοκίμαζε την οργή του. Ο Δομάζος ομοίαζε με τον Σωκράτη στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα. Όπως ο φιλόσοφος δεν ένιωθε την επιρροή του κρασιού και μπορούσε να εξακοντίζει φιλοσοφικά κομψοτεχνήματα, έτσι και το νούμερο 10 του ελληνικού ποδοσφαίρου έμενε άφθαρτο της επιρροής του χρόνου. Ακόμα και στα παιχνίδια παλαιμάχων, ο Δομάζος πρωτοστατούσε. Πολλές ανέκδοτες ιστορίες τον έφεραν να μη θέλει, με τίποτα, να βγει από τον αγωνιστικό χώρο.
Το πέρασμα του χρόνου ασφαλώς ωραιοποιεί την αλήθεια. Αυτή, δυστυχώς για όλους, είναι πως ο άνθρωπος υπάρχει ως ον και υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Όμως, ο Μίμης Δομάζος ήταν η εξαίρεση. Η οικογένειά του, οι φίλοι του, οι συμπαίκτες του, οι θεατές και εκείνοι που τον έμαθαν από αφηγήσεις, ως τέτοια θα τον μνημονεύουν. Εσαεί.
Ο γραφιάς μπορεί να συνομολογήσει σε αυτό, καθώς ανασύρει συζητήσεις από την εφηβική ηλικία του. Όταν μιλούσε για τον Ρονάλντο Ναζάριο, οι παλιότεροι απαντούσαν με τον Αλφρέντο ντι Στέφανο. Όταν έλεγε ότι δεν έχει υπάρξει πιο ντελικάτος ποδοσφαιριστής από τον Ζινεντίν Ζιντάν, οι παλιότεροι του συνέστηναν να μην αυθαδιάζει, αφού δεν έχει προλάβει τον Γιόχαν Κρόιφ. Και όταν ανταπαντούσε ότι έχει δει το θαύμα του Δημήτρη Σαραβάκου στο Γκέτεμποργκ, του εξαπέλυαν μύδρους, αφού ουδείς όπως ο Μίμης Δομάζος υπήρξε.
Μίμης Δομάζος: Τα στοιχεία του μύθου
Το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό το 1979, έτσι προσωπικότητες όπως ο Μίμης Δομάζος απέκτησαν λαϊκή υπόσταση. Έγιναν στοιχεία της κουλτούρας και οι γλυκές αναμνήσεις οδηγούσαν τους ανθρώπους να παρακάμπτουν όποιες άσχημες στιγμές. Οδηγούσε η ψυχή τη γλώσσα στο να τις αποδίδουν, άμεσα, στην εξαίρεση του κανόνα.
Ο Μίμης Δομάζος, λοιπόν, δεν ήταν ένας απλός ποδοσφαιριστής. Ήταν κάποιος που έπαιζε πάντα καλά. Ο υπογράφων δεν έχει ανάμνηση ανθρώπου που σε ποδοσφαιρική συζήτηση να αναφέρει παιχνίδι που ο Δομάζος ήταν κακός. Ο κοινός παρονομαστής ήταν πως δεν είχε οποιαδήποτε απόκλιση στην απόδοσή του. Κυριακή παρά Τετάρτη και Τετάρτη παρά Κυριακή, ο «στρατηγός» έπαιζε πάντα εκείνο που μπορούσε. Με τη φανέλα των Αμπελοκήπων, του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ και βέβαια της εθνικής Ελλάδος.
Ασφαλώς, υπήρξε ένας εγωτιστής στον αγωνιστικό χώρο. Όπως ο Γιώργος Καραγκούνης τρεις δεκαετίες μετά, οι ιστορίες για το πώς ήθελε πάντα να παίζει έχουν αποκτήσει θρυλική εσάνς. Κάθε φορά που ένας προπονητής θα τον έκανε αλλαγή, θα δοκίμαζε την οργή του. Ο Δομάζος ομοίαζε με τον Σωκράτη στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα. Όπως ο φιλόσοφος δεν ένιωθε την επιρροή του κρασιού και μπορούσε να εξακοντίζει φιλοσοφικά κομψοτεχνήματα, έτσι και το νούμερο 10 του ελληνικού ποδοσφαίρου έμενε άφθαρτο της επιρροής του χρόνου. Ακόμα και στα παιχνίδια παλαιμάχων, ο Δομάζος πρωτοστατούσε. Πολλές ανέκδοτες ιστορίες τον έφεραν να μη θέλει, με τίποτα, να βγει από τον αγωνιστικό χώρο.
Το πέρασμα του χρόνου ασφαλώς ωραιοποιεί την αλήθεια. Αυτή, δυστυχώς για όλους, είναι πως ο άνθρωπος υπάρχει ως ον και υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Όμως, ο Μίμης Δομάζος ήταν η εξαίρεση. Η οικογένειά του, οι φίλοι του, οι συμπαίκτες του, οι θεατές και εκείνοι που τον έμαθαν από αφηγήσεις, ως τέτοια θα τον μνημονεύουν. Εσαεί.