Ελλάδα - Σκωτία: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν κάτι ξυλοκόποι από τη Γλασκώβη...
Ο πρώτος τελικός ανόδου
Η Εθνική Σκωτίας στηρίζεται διαχρονικά στη σωματική δύναμη των ποδοσφαιριστών της, αλλά η τωρινή της εκδοχή διαθέτει και πολλές ακόμη αρετές - Ποιο πλεονέκτημα μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στην πρώτη κατηγορία του UEFA Nations League.

Μια φορά κι έναν καιρό, ο όρος Σκωτσέζος ποδοσφαιριστής συνοδευόταν παραδοσιακά από τον επιθετικό προσδιορισμό… ξυλοκόπος! Δυναμικοί μεν, αλλά εξαιρετικά άτεχνοι στην πλειοψηφία τους, η απόφοιτοι του πιο βόρειου τμήματος της ποδοσφαιρικής σχολής του Ηνωμένου Βασιλείου, υποχρέωναν τους αντιπάλους τους να φορούν… δυο και τρία ζευγάρια επικαλαμίδες ως έξτρα προφύλαξη όποτε βρίσκονταν απέναντι τους στο γήπεδο.
Ακόμη κι αν ήθελαν να το γυρίσουν στις… κορδελίτσες και το βραζιλιάνικο μοντέλο, οι Σκωτσέζοι θα ήταν αδύνατο να το πράξουν, καθώς ως λαός διαθέτουν σωματότυπο που βασίζεται στην υπέρμετρη μυϊκή δύναμη. Έτσι βγαίνουν… από την κοιλιά της μάνας τους, για να το γράψουμε λίγο πιο λαϊκά.
H νέα εκδοχή της εθνικής Σκωτίας δεν στηρίζεται μόνο στη δύναμη
Τι κι αν οι Βρετανοί έχουν χαρίσει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο αστέρια όπως ο Κένι Νταλγκλίς, ο Ντένις Λο, ή ο Γκρέιαμ Σούνες; Στο μυαλό μεγάλης πλειοψηφίας της κοινής γνώμης το προφίλ ενός Σκωτσέζου ποδοσφαιριστή παραπέμπει περισσότερο στον θηριώδη Ντάνκαν Φέργκιουσον, επί σειρά ετών φορ της Έβερτον.
Η τωρινή εκδοχή της αντιπάλου της εθνικής Ελλάδος στα μπαράζ ανόδου του UEFA Nations League, ωστόσο, διαθέτει πολύ περισσότερες αρετές από εκείνες που τη χαρακτήριζαν τα παλιότερα χρόνια. Με τους καλύτερους Σκωτσέζους παίκτες να μετακομίζουν πολύ νωρίς – από την ηλικία των 14-15 ετών – στα πολυεθνικά πρωταθλήματα της αγγλικής Premier League και της Championship, ο Στιβ Κλαρκ έχει την πολυτέλεια να επιλέγει το ρόστερ του μέσα από μια σαφώς πιο… πολυμορφική και ποιοτική δεξαμενή.
Για να είμαστε δίκαιοι, στον παλαίμαχο άσο της Σεντ Μίρεν και της Τσέλσι οφείλεται και η σταδιακή αναγέννηση μιας εθνικής ομάδας που παρά το ειδικό της βάρος απείχε για πολλά χρόνια από την πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Από το 2019, όταν ανέλαβε καθήκοντα ομοσπονδιακού τεχνικού ο Κλαρκ, οι Σκωτσέζοι επιδεικνύουν αξιομνημόνευτη συνέπεια στη διεκδίκηση προκρίσεων σε μεγάλες διοργανώσεις, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να υπερηφανεύονται για ορισμένες από τις πιο ξακουστές νίκες της ιστορίας τους.
Το... καύσιμο της Σκωτίας και η ορμή της εθνικής Ελλάδος
Μην σας ξεγελά η προβληματική τους παρουσία στην τελική φάση του Euro 2024. Οι αποψινοί μας αντίπαλοι δεν είναι εύκολη λεία όχι μόνο για τους παίκτες του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, αλλά για οποιαδήποτε ομάδα.
Δεν πρόκειται, φυσικά, για κάποιο θηρίο… που προκαλεί τρόμο, ούτε για κάποια εθνική ομάδα που αποτελείται από έναν γαλαξία αστεριών πρώτης γραμμής.
Είναι, όμως, εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσεις ποιος είναι το φαβορί στα δύο παιχνίδια που θα κρίνουν την άνοδο στην πρώτη κατηγορία του Nations League.
Ελλάδα και Σκωτία, άλλωστε, έχουν και σχεδόν μηδενική προϊστορία για να λάβουμε υπ’ όψη έστω κάποια ιστορικά δεδομένα. Μπορεί με τους Άγγλους, τους Ιρλανδούς και τους Βορειοιρλανδούς να έχουμε ανοίξει… μπόλικους λογαριασμούς τις τελευταίες δεκαετίες, με τους Σκωτσέζους, αντίθετα, έχουμε μονομαχήσει μόνο μία φορά στο παρελθόν κι αυτή το μακρινό 1996, όταν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μοιραστήκαμε από μία νίκη με το ίδιο σκορ (1-0).
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε ένα σημείο που ενδεχομένως να αποδειχτεί κλειδί για την επικράτηση της δικής μας εθνικής, ίσως αυτό να εντοπίζεται στην έλλειψη ενέργειας που παρουσιάζει κάθε ανοιξιάτικο τρίμηνο τα τελευταία χρόνια η πλειοψηφία των παικτών που αγωνίζεται σε συλλόγους της Premier League.
Είναι άκρως ελπιδοφόρα, για παράδειγμα, η εικόνα του Άντι Ρόμπερτσον στα τελευταία παιχνίδια της Λίβερπουλ, καθώς ο ηγέτης της εθνικής Σκωτίας έδειχνε να έχει… μείνει από καύσιμο τόσο στις δύο αναμετρήσεις με την Παρί, όσο και στον τελικό του Carabao Cup κόντρα στη Νιουκάστλ.
Μοιάζει, πάντως, εξαιρετικά δύσκολο να “καθαρίσει” την άνοδο από το πρώτο παιχνίδι είτε η μία ομάδα, είτε η άλλη.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή".