Γιώργος Σεφέρης: Το Νόμπελ της Ελληνικής μας Μοναξιάς και Αγωνίας
Το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου του 1963 έφθασε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση της απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Έλληνας θα είχε το προνόμιο μιας τέτοιας τιμής. Αμέσως μετά, ο ποιητής δήλωνε: «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση - κάθε λαού - και το ελληνικό πνεύμα».
Η σπουδαία αυτή είδηση, όμως, δεν βρήκε την εποχή εκείνη την απήχηση που της άρμοζε, ούτε από τον Τύπο, ούτε από την επίσημη Πολιτεία. Χαρακτηριστικό είναι πως από την μέρα που βραβεύτηκε μέχρι το τέλος της χρονιάς, στην Ελλάδα και την Κύπρο δημοσιεύτηκαν μόλις 29 καταμετρημένα δημοσιογραφικά και κριτικά κείμενα, για τον ποιητή με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός. Τα, δε, άμεσα ενημερωτικά ρεπορτάζ, ήταν επίσης ελάχιστα και σχεδόν μόνο σε δύο εφημερίδες («Καθημερινή», «Το Βήμα») και σε ένα περιοδικό («Ο ταχυδρόμος»).
Ο Νίκος Καρύδης (ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και συνιδρυτής των εκδόσεων «Ίκαρος»), έγραφε σχετικά στο προσωπικό του Ημερολόγιο:
«Τη μέρα εκείνη έτρεξα στο σπίτι της οδού Άγρας με μια αγκαλιά κουμαριές. Όταν μπήκα μέσα με πιάσανε τα κλάματα από χαρά και συγκίνηση. Ο Σεφέρης ήτανε ήρεμος και η Μαρώ έλαμπε ολόκληρη. Ήμαστε λίγοι φίλοι κι ένα-δυο φωτογράφοι εφημερίδων. Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν άρθρα και φωτογραφίες με την είδηση. Κάναμε βιτρίνα στον Ίκαρο με τα βιβλία του και φωτογραφίες του και ο κόσμος στεκόταν και αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός ο Σεφέρης και κάμποσοι έλεγαν ότι είναι αυτός που γράφει τα λόγια στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η κυβέρνηση που υπήρχε ήταν υπηρεσιακή και τηλεόραση δεν υπήρχε. Ο κόσμος πολύ λίγο ενδιαφέρθηκε και η πώληση των βιβλίων των ποιημάτων του ήταν μέτρια..Ο Σεφέρης είπε της Μαρώς: “Να μη με αφήσεις να το πάρω επάνω μου”. Και έμεινε πράγματι απλός σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είχε φύγει και από το Υπουργείο Εξωτερικών και αφοσιώθηκε στα γραψίματά του… Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο».
Η τελετή απονομής έγινε στη Στοκχόλμη στις 10 Δεκεμβρίου. Εκείνο το βράδυ ο Γιώργος Σεφέρης εκφωνεί ομιλία στο τιμητικό δείπνο που παρατέθηκε στο Δημαρχείο της Σουηδικής πρωτεύουσας. Σε αυτήν επισημαίνει την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και μιλά για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο. Αρκεί μία απλή ανάγνωση, για να διαπιστώσει κανείς την διαχρονική επικαιρότητα των λόγων του, 56 χρόνια μετά…
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα (Σ.Σ.: Η ομιλία γράφτηκε και δόθηκε στα γαλλικά). Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος, «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο, διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»).
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…». (Σ.Σ.:Αναφέρεται στο Μακρυγιάννη, ο οποίος όμως αποδίδει τη συγκεκριμένη φράση σε έναν Τούρκο μπέη). Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. Είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να 'βρει καταφύγιο. Απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα. Που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς. Που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός «να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής», για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης επιστρέφοντας αεροπορικώς από την Στοκχόλμη, μαζί με τον νομπελίστα και τους συνοδούς του, είχε τηλεγραφήσει σε κάποια μέσα ενημέρωσης και σε επίσημους φορείς (υπουργεία, Ακαδημία Αθηνών κ.ά.), αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής. «Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος» αφηγείται ο ίδιος στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης»…
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ: Σαν μια βαθιά ηχώ από την ιστορία (ή μήπως και φωνή από το σήμερα;) της Ελλάδας μοιάζει το απόσπασμα από το ποίημα (”Με τον τρόπο του Γ. Σ” 1936, ο τίτλος του) που ακολουθεί. Γραμμένο σε εποχή δικτατορίας, όταν ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος πρόβαλλε στον ορίζοντα: «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει / δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε/ ξέμπαρκοι όλοι εμείς/ δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν/ όλα τα καράβια,/περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν./Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται/ στην Αττική /και δε βρίσκεται πουθενά (…). Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει/ κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”/ είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο /καράβι με το κολύμπι/ εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια /που δεν μπορούν να κινήσουν (...). Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον /Πειραιά /σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται /κανένας αργάτης/ καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως /που βασιλεύει/ ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα /και στα χρυσά (…). Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει/ παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί/ γρανίτες… /το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.»
Η σπουδαία αυτή είδηση, όμως, δεν βρήκε την εποχή εκείνη την απήχηση που της άρμοζε, ούτε από τον Τύπο, ούτε από την επίσημη Πολιτεία. Χαρακτηριστικό είναι πως από την μέρα που βραβεύτηκε μέχρι το τέλος της χρονιάς, στην Ελλάδα και την Κύπρο δημοσιεύτηκαν μόλις 29 καταμετρημένα δημοσιογραφικά και κριτικά κείμενα, για τον ποιητή με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός. Τα, δε, άμεσα ενημερωτικά ρεπορτάζ, ήταν επίσης ελάχιστα και σχεδόν μόνο σε δύο εφημερίδες («Καθημερινή», «Το Βήμα») και σε ένα περιοδικό («Ο ταχυδρόμος»).
Ο Νίκος Καρύδης (ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και συνιδρυτής των εκδόσεων «Ίκαρος»), έγραφε σχετικά στο προσωπικό του Ημερολόγιο:
«Τη μέρα εκείνη έτρεξα στο σπίτι της οδού Άγρας με μια αγκαλιά κουμαριές. Όταν μπήκα μέσα με πιάσανε τα κλάματα από χαρά και συγκίνηση. Ο Σεφέρης ήτανε ήρεμος και η Μαρώ έλαμπε ολόκληρη. Ήμαστε λίγοι φίλοι κι ένα-δυο φωτογράφοι εφημερίδων. Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν άρθρα και φωτογραφίες με την είδηση. Κάναμε βιτρίνα στον Ίκαρο με τα βιβλία του και φωτογραφίες του και ο κόσμος στεκόταν και αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός ο Σεφέρης και κάμποσοι έλεγαν ότι είναι αυτός που γράφει τα λόγια στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η κυβέρνηση που υπήρχε ήταν υπηρεσιακή και τηλεόραση δεν υπήρχε. Ο κόσμος πολύ λίγο ενδιαφέρθηκε και η πώληση των βιβλίων των ποιημάτων του ήταν μέτρια..Ο Σεφέρης είπε της Μαρώς: “Να μη με αφήσεις να το πάρω επάνω μου”. Και έμεινε πράγματι απλός σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είχε φύγει και από το Υπουργείο Εξωτερικών και αφοσιώθηκε στα γραψίματά του… Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο».
Η τελετή απονομής έγινε στη Στοκχόλμη στις 10 Δεκεμβρίου. Εκείνο το βράδυ ο Γιώργος Σεφέρης εκφωνεί ομιλία στο τιμητικό δείπνο που παρατέθηκε στο Δημαρχείο της Σουηδικής πρωτεύουσας. Σε αυτήν επισημαίνει την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και μιλά για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο. Αρκεί μία απλή ανάγνωση, για να διαπιστώσει κανείς την διαχρονική επικαιρότητα των λόγων του, 56 χρόνια μετά…
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα (Σ.Σ.: Η ομιλία γράφτηκε και δόθηκε στα γαλλικά). Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος, «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο, διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»).
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…». (Σ.Σ.:Αναφέρεται στο Μακρυγιάννη, ο οποίος όμως αποδίδει τη συγκεκριμένη φράση σε έναν Τούρκο μπέη). Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. Είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να 'βρει καταφύγιο. Απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα. Που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς. Που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός «να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής», για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης επιστρέφοντας αεροπορικώς από την Στοκχόλμη, μαζί με τον νομπελίστα και τους συνοδούς του, είχε τηλεγραφήσει σε κάποια μέσα ενημέρωσης και σε επίσημους φορείς (υπουργεία, Ακαδημία Αθηνών κ.ά.), αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής. «Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος» αφηγείται ο ίδιος στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης»…
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ: Σαν μια βαθιά ηχώ από την ιστορία (ή μήπως και φωνή από το σήμερα;) της Ελλάδας μοιάζει το απόσπασμα από το ποίημα (”Με τον τρόπο του Γ. Σ” 1936, ο τίτλος του) που ακολουθεί. Γραμμένο σε εποχή δικτατορίας, όταν ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος πρόβαλλε στον ορίζοντα: «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει / δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε/ ξέμπαρκοι όλοι εμείς/ δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν/ όλα τα καράβια,/περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν./Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται/ στην Αττική /και δε βρίσκεται πουθενά (…). Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει/ κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”/ είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο /καράβι με το κολύμπι/ εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια /που δεν μπορούν να κινήσουν (...). Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον /Πειραιά /σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται /κανένας αργάτης/ καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως /που βασιλεύει/ ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα /και στα χρυσά (…). Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει/ παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί/ γρανίτες… /το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.»