Έφηβος ετών 88…
Έφηβος ετών 88… Αυτό θα μπορούσε να γράφει η επιτύμβια επιγραφή στο τάφο του Κώστα Βουτσά που εγκατέλειψε «ανεπαισθήτως» τα επίγεια τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης (26 Φεβρουαρίου, ώρα 4.30). Περίπου 50 μέρες μετά τον αδόκητο θάνατο της πρώτης του συζύγου και μητέρας της πρωτοτόκου κόρης του Σάντρας, Έρρικας Μπρόγιερ.
Εραστής της ζωής, της χαράς και της υποκριτικής τέχνης, έχει καταγραφεί στο κοινωνικό μας ασυνείδητο (εδώ και σχεδόν 70 χρόνια) σαν έναν από τους βασικούς ήρωες, της νεοελληνικής μυθολογίας μας. Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και τα χρόνια της αθωότητάς μας, μέχρι τα χρόνια της κρίσης και των πρώτων μεταμνημονιακών (;) μηνών. Από την εποχή, δηλαδή, που ως λαός μέσα στις σκοτεινές αίθουσες κάναμε έγχρωμα όνειρα με φόντο τις ασπρόμαυρες ταινίας, μέχρι σήμερα, όπου εν μέσω καταιγισμού φαντασμαγορικών εικόνων, τα όνειρά μας είναι γκρίζα.
Πότε ως καλοκάγαθος μαμάκιας με καταγωγή «απέ την Πόλη» (Νύχτα γάμου), πότε ως «όσα πάνε κι όσα έρθουν», γιος ή αδελφός (Τέντυ μπόι αγάπη μου και Ένα κορίτσι για δύο), πότε ως αφελής επαρχιώτης (Το θύμα), πότε ως καταπιεσμένος από γυναίκα, μάνα και αδελφές, φιλότιμος μα και δειλός μικροαστός (Το ανθρωπάκι, 20 γυναίκες κι εγώ), πότε ως «Ονειροπαρμένος» ή αθεράπευτα «Αισιόδοξος» οι εκατοντάδες χαρακτήρες που ενσάρκωσε στον κινηματογράφο και το θέατρο, απετέλεσαν αναγνωρίσιμα (το πάλαι ποτέ) αρχέτυπα ανθρώπινων τύπων. Ελλήνων της «διπλανής πόρτας», σε μια κοινωνία που ακόμα δεν είχε κλειστεί στο απρόσωπο καβούκι της και στο κλουβί του παγκοσμιοποιημένου διαδικτύου. Σε μια κοινωνία όπου η κυτταρική δομή της είχε στον πυρήνα της την γειτονιά, την μονοκατοικία, τις αλάνες, τις πολυκατοικίες με τους θυρωρούς, αλλά και τις πάσης φύσεως άμεσες ανθρώπινες σχέσεις. Με τα καλά και τα στραβά τους.
Γι’ αυτό και οι ατάκες του (αυτοσχέδιες επί το πλείστον) αποτελούν κομμάτι της ζώσας προφορικής παράδοσης μας, ανεκδοτολογικού τύπου και απόδειξη της βαθειάς ενσυνείδησης και του υψηλού δείκτη Συναισθηματικής νοημοσύνης που διαθέτουν όλοι οι διαχρονικοί καλλιτέχνες και δημιουργοί. Όσοι, εν τέλει, καταφέρνουν να εκφράζουν αυθεντικά την λαϊκή (ανά) ψυχή και τα αισθήματά μας.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Αγαπημένε Κώστα μας, για τους περισσότερους από εμάς τίποτα δεν έχει τελειώσει. Έχουμε να πάμε παρέα πολλές ακόμα βόλτες με το κότερο. Μαζί,περνάμε πάντα ωραία.
Εραστής της ζωής, της χαράς και της υποκριτικής τέχνης, έχει καταγραφεί στο κοινωνικό μας ασυνείδητο (εδώ και σχεδόν 70 χρόνια) σαν έναν από τους βασικούς ήρωες, της νεοελληνικής μυθολογίας μας. Από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και τα χρόνια της αθωότητάς μας, μέχρι τα χρόνια της κρίσης και των πρώτων μεταμνημονιακών (;) μηνών. Από την εποχή, δηλαδή, που ως λαός μέσα στις σκοτεινές αίθουσες κάναμε έγχρωμα όνειρα με φόντο τις ασπρόμαυρες ταινίας, μέχρι σήμερα, όπου εν μέσω καταιγισμού φαντασμαγορικών εικόνων, τα όνειρά μας είναι γκρίζα.
Πότε ως καλοκάγαθος μαμάκιας με καταγωγή «απέ την Πόλη» (Νύχτα γάμου), πότε ως «όσα πάνε κι όσα έρθουν», γιος ή αδελφός (Τέντυ μπόι αγάπη μου και Ένα κορίτσι για δύο), πότε ως αφελής επαρχιώτης (Το θύμα), πότε ως καταπιεσμένος από γυναίκα, μάνα και αδελφές, φιλότιμος μα και δειλός μικροαστός (Το ανθρωπάκι, 20 γυναίκες κι εγώ), πότε ως «Ονειροπαρμένος» ή αθεράπευτα «Αισιόδοξος» οι εκατοντάδες χαρακτήρες που ενσάρκωσε στον κινηματογράφο και το θέατρο, απετέλεσαν αναγνωρίσιμα (το πάλαι ποτέ) αρχέτυπα ανθρώπινων τύπων. Ελλήνων της «διπλανής πόρτας», σε μια κοινωνία που ακόμα δεν είχε κλειστεί στο απρόσωπο καβούκι της και στο κλουβί του παγκοσμιοποιημένου διαδικτύου. Σε μια κοινωνία όπου η κυτταρική δομή της είχε στον πυρήνα της την γειτονιά, την μονοκατοικία, τις αλάνες, τις πολυκατοικίες με τους θυρωρούς, αλλά και τις πάσης φύσεως άμεσες ανθρώπινες σχέσεις. Με τα καλά και τα στραβά τους.
Γι’ αυτό και οι ατάκες του (αυτοσχέδιες επί το πλείστον) αποτελούν κομμάτι της ζώσας προφορικής παράδοσης μας, ανεκδοτολογικού τύπου και απόδειξη της βαθειάς ενσυνείδησης και του υψηλού δείκτη Συναισθηματικής νοημοσύνης που διαθέτουν όλοι οι διαχρονικοί καλλιτέχνες και δημιουργοί. Όσοι, εν τέλει, καταφέρνουν να εκφράζουν αυθεντικά την λαϊκή (ανά) ψυχή και τα αισθήματά μας.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Αγαπημένε Κώστα μας, για τους περισσότερους από εμάς τίποτα δεν έχει τελειώσει. Έχουμε να πάμε παρέα πολλές ακόμα βόλτες με το κότερο. Μαζί,περνάμε πάντα ωραία.