Καρυωτάκης – Πολυδούρη: Έρωτας στα όρια του θρύλου
Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί
Για δύο ζωές «καταραμένες» και έναν μοιραίο (πλην ανεκπλήρωτο) έρωτα, που διανύθηκαν, θαρρείς, σε ρυθμό φαστ φόργουορντ, στιγματίστηκαν από την κοινωνική προκατάληψη και, εντέλει, εξαϋλώθηκαν αυτοπυρπολημένες, θα σας μιλήσω σήμερα. Για την ιστορία της Μαρίας Πολυδούρη (γεννήθηκε την Πρωταπριλιά του 1902) και του Κώστα Καρυωτάκη. Συναντήθηκαν τον χειμώνα του 1921 ως δημόσιοι υπάλληλοι στην ίδια υπηρεσία (στα 19 και στα 27, αντίστοιχα). Η συνάντησή τους υπήρξε καρμική. Αγαπήθηκαν και έκτοτε έζησαν μια ζωή «σαν δύο παράλληλες γραμμές». Μέχρι τον «οικειοθελή» θάνατό τους, με δύο χρόνια διαφορά, πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, εκείνος ήταν 31 και εκείνη 26 ετών. Ο έρωτάς τους αγγίζει τα όρια του θρύλου.
Το 1920, η Πολυδούρη χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της μέσα σε έξι μήνες. Γράφεται στη Νομική Αθηνών και μετατίθεται από τη Νομαρχία Μεσσηνίας στη Νομαρχία Αττικής. Έναν χρόνο αργότερα εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής. Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη, για τον οποίο γράφει στο ημερολόγιό της, στις 23 Νοεμβρίου: «Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα». Ο έρωτας εξελίσσεται ραγδαία. «Τον αγαπώ... Τον αγαπώ, καμιά αμφιβολία πια. Ό,τι νιώθω σιμά του κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του το γνωρίζω για πρώτη φορά...».
Γίνονται ζευγάρι, παρόλο που εκείνος διατηρεί δεσμό με μια άλλη γυναίκα. Έναν νεανικό του έρωτα... Η Μαρία είναι μια νέα γυναίκα, εντελώς ανεξάρτητη, έξω από τα καθιερωμένα. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Το προφίλ της, κατά τα πρότυπα της εποχής, κάθε άλλο παρά σε μια «καθώς πρέπει» νέα κοπέλα παραπέμπει, αλλά σε μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Έτσι, η ομολογία της σχέσης της με αυτόν τον ήδη φτασμένο ποιητή γίνεται διαβόητο θέμα στα σαλόνια της πρωτεύουσας, που τότε έμοιαζε με μικρό, «κακό» χωριό. Και ο Καρυωτάκης; Ήταν ικανός να την ακολουθήσει; Μάλλον όχι. Γι’ αυτό και ο δεσμός τους, παρότι θυελλώδης, αποδείχτηκε βραχείας διάρκειας (περίπου ένα εξάμηνο), ενώ παραμένει αμφίβολο αν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ερωτικά.
Είναι γνωστή η αντίδρασή του στην απρόσμενη πρόταση γάμου που του έκανε εκείνη σε μια βόλτα τους στο Φάληρο. Την αρνείται κατηγορηματικά και της αποκαλύπτει το ανομολόγητο μυστικό του. Πως πάσχει από σύφιλη. Παρά ταύτα, του αντιπροτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά.
Ο «Τάκης» εμμένει στην άρνησή του. Της ζητά να παραμείνουν φίλοι. Η Πολυδούρη προσποιείται ότι συμφωνεί, στην πραγματικότητα, όμως, νιώθει βαθιά απογοήτευση. Χωρίζουν από ζευγάρι. Ουσιαστικά, όμως, ποτέ δεν θα μπορέσει να τον ξεπεράσει. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια, στα τέλη του 1926, διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι. Εισάγεται στο «Σωτηρία». Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, προτού ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Στις 21 Ιουλίου του 1928, το μεσημέρι, ο ποιητής αυτοκτονεί. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Κρεμάει πάνω από το κρεβάτι της ένα σκίτσο κι ένα παιχνίδι. Δώρα δικά του...
Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930 αφήνει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Καραμάνη με ενέσεις μορφίνης που της προμήθευσε κρυφά ένας φίλος της...
*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Secret της εφημερίδας Παραπολιτικά στις 2 Απριλίου 2022
Το 1920, η Πολυδούρη χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της μέσα σε έξι μήνες. Γράφεται στη Νομική Αθηνών και μετατίθεται από τη Νομαρχία Μεσσηνίας στη Νομαρχία Αττικής. Έναν χρόνο αργότερα εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής. Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη, για τον οποίο γράφει στο ημερολόγιό της, στις 23 Νοεμβρίου: «Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα». Ο έρωτας εξελίσσεται ραγδαία. «Τον αγαπώ... Τον αγαπώ, καμιά αμφιβολία πια. Ό,τι νιώθω σιμά του κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του το γνωρίζω για πρώτη φορά...».
Γίνονται ζευγάρι, παρόλο που εκείνος διατηρεί δεσμό με μια άλλη γυναίκα. Έναν νεανικό του έρωτα... Η Μαρία είναι μια νέα γυναίκα, εντελώς ανεξάρτητη, έξω από τα καθιερωμένα. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Το προφίλ της, κατά τα πρότυπα της εποχής, κάθε άλλο παρά σε μια «καθώς πρέπει» νέα κοπέλα παραπέμπει, αλλά σε μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Έτσι, η ομολογία της σχέσης της με αυτόν τον ήδη φτασμένο ποιητή γίνεται διαβόητο θέμα στα σαλόνια της πρωτεύουσας, που τότε έμοιαζε με μικρό, «κακό» χωριό. Και ο Καρυωτάκης; Ήταν ικανός να την ακολουθήσει; Μάλλον όχι. Γι’ αυτό και ο δεσμός τους, παρότι θυελλώδης, αποδείχτηκε βραχείας διάρκειας (περίπου ένα εξάμηνο), ενώ παραμένει αμφίβολο αν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ερωτικά.
Είναι γνωστή η αντίδρασή του στην απρόσμενη πρόταση γάμου που του έκανε εκείνη σε μια βόλτα τους στο Φάληρο. Την αρνείται κατηγορηματικά και της αποκαλύπτει το ανομολόγητο μυστικό του. Πως πάσχει από σύφιλη. Παρά ταύτα, του αντιπροτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά.
Ο «Τάκης» εμμένει στην άρνησή του. Της ζητά να παραμείνουν φίλοι. Η Πολυδούρη προσποιείται ότι συμφωνεί, στην πραγματικότητα, όμως, νιώθει βαθιά απογοήτευση. Χωρίζουν από ζευγάρι. Ουσιαστικά, όμως, ποτέ δεν θα μπορέσει να τον ξεπεράσει. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια, στα τέλη του 1926, διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι. Εισάγεται στο «Σωτηρία». Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, προτού ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Στις 21 Ιουλίου του 1928, το μεσημέρι, ο ποιητής αυτοκτονεί. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Κρεμάει πάνω από το κρεβάτι της ένα σκίτσο κι ένα παιχνίδι. Δώρα δικά του...
Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί
Τα επόμενα δύο χρόνια από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη η υγεία της Πολυδούρη επιδεινώνεται. Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό της αγγίζουν την «κίτρινη» δημοσιογραφία. «Εκανε κάθε λογής καταχρήσεις. Επινε, γλεντούσε, χόρευε μέχρι το πρωί, αλητόφερνε. Εκεί, σε ένα κρεβάτι της τρίτης θέσης, δεχόταν τις επισκέψεις του Καρυωτάκη και, όταν αυτός αυτοκτόνησε, και άλλων φίλων της». «Η φθισική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που πεθαίνει τρελή στη “Σωτηρία”». «Μια ζωή που σβήνει σε λουλούδια και στίχους. Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί». Ενα σωρό αδιάκριτες παρεμβάσεις και συγκινητικές πληροφορίες μαζί με άλλες, πιο βρώμικες. «Της δίνουν ηρωίνη και άλλα δηλητήρια». Στον «Ημερήσιο Τύπο», τα νέα της από το «Σωτηρία» βρίσκονται ακριβώς πλάι στα σχόλια για την κοσμική κίνηση. «Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων, που δεν έχει καμία θέση στην καρδιά μου;», γράφει σε επιστολή της.Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930 αφήνει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Καραμάνη με ενέσεις μορφίνης που της προμήθευσε κρυφά ένας φίλος της...
Υστερόγραφο
Όταν, μετά τον θάνατο εκείνου, ανοίχτηκε το μπαούλο του, βρέθηκαν, εκτός των ολίγων άλλων (ένα δικό του θεατρικό έργο και κάποια σκόρπια ποιήματα), όλα τα γράμματα που του είχε στείλει εκείνη και περισσότερες από εκατό φωτογραφίες της.*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Secret της εφημερίδας Παραπολιτικά στις 2 Απριλίου 2022