Τους τελευταίους µήνες έχουν ξεσπάσει διαµαρτυρίες και αναταραχές σε τρεις από τις πιο εύπορες πόλεις του κόσµου. Το Παρίσι αντιµετωπίζει κύµατα διαδηλώσεων και ταραχών από τον Νοέµβριο του 2018, όταν ο Γάλλος πρόεδρος, Εµανουέλ Μακρόν, ανήγγειλε αυξήσεις στους φόρους των καυσίµων. Το Χονγκ Κονγκ βρίσκεται σε αναταραχή από τον Μάρτιο του 2019, όταν η επικεφαλής της τοπικής εκτελεστικής εξουσίας, Κάρι Λαµ, πρότεινε έναν νόµο που θα επέτρεπε την έκδοση κρατουµένων στην κινεζική ενδοχώρα. Και στο Σαντιάγο εξερράγησαν αναταραχές τον Οκτώβριο, όταν ο πρόεδρος Σεµπαστιάν Πινιέρα ανήγγειλε την αύξηση της τιµής των εισιτηρίων του µετρό.

Καθένα από αυτά τα κύµατα διαµαρτυρίας χαρακτηρίζεται και από ιδιαίτερους τοπικούς παράγοντες, αλλά όλα µαζί αφηγούνται την ευρύτερη ιστορία τού τι µπορεί να συµβεί όταν η αίσθηση της αδικίας συνδυάζεται µε µια ευρέως διαδεδοµένη αντίληψη περί χαµηλής κοινωνικής κινητικότητας. Όλα δείχνουν ότι οι Αρχές έχουν χάσει την επαφή τους µε το λαϊκό αίσθηµα.

Σύμφωνα µε το παραδοσιακό ποσοτικό στοιχείο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αυτές οι τρεις πόλεις είναι πρότυπα οικονοµικής επιτυχίας. Το κατά κεφαλήν εισόδηµα είναι περίπου 40.000 δολάρια στο Χονγκ Κονγκ, περισσότερα από 60.000 δολάρια στο Παρίσι και περίπου 18.000 δολάρια στο Σαντιάγο, το οποίο είναι µία από τις πλουσιότερες πόλεις της Λατινικής Αµερικής. Στην έκθεση για την παγκόσµια ανταγωνιστικότητα του Παγκόσµιου Οικονοµικού Φόρουµ για το 2019 το Χονγκ Κονγκ κατατάσσεται στην τρίτη θέση, η Γαλλία στη 15η και η Χιλή στην 33η (που είναι µε µεγάλη διαφορά η καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Λατινικής Αµερικής). Ωστόσο, παρότι οι χώρες αυτές είναι αρκετά πλούσιες και ανταγωνιστικές σύµφωνα µε τα συµβατικά πρότυπα, οι πληθυσµοί τους είναι δυσαρεστηµένοι µε βασικές πτυχές της ζωής τους. Σύµφωνα µε την έκθεση για την παγκόσµια ευτυχία του 2019, οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ, της Γαλλίας και της Χιλής αισθάνονται ότι η ζωή τους έχει περιέλθει κατά πολλούς τρόπους σε τέλµα.

Στο πλαίσιο αυτής της ετήσιας έρευνας, τίθεται η εξής ερώτηση σε ανθρώπους από όλο τον κόσµο: «Είστε ικανοποιηµένος/η ή δυσαρεστηµένος/η από τον βαθµό της ελευθερίας σας να επιλέξετε τι να κάνετε µε τη ζωή σας;». Ενώ, λοιπόν, το Χονγκ Κονγκ κατέχει την 9η θέση παγκοσµίως ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ως προς την αντίληψη που έχει ο κόσµος σχετικά µε την προσωπική ελευθερία του να επιλέξει την πορεία της ζωής του βρίσκεται πολύ χαµηλότερα, και δη στην 66η θέση. Παρόµοιες αναντιστοιχίες διαπιστώνονται τόσο στη Γαλλία (25η στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αλλά 69η στην ελευθερία επιλογής), όσο και στη Χιλή (48η στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αλλά 98η στην ελευθερία επιλογής).

Παραδόξως, τόσο το Ιδρυµα Χέριτατζ όσο και το Πανεπιστήµιο Σάιµον Φρέιζερ κατατάσσουν το Χονγκ Κονγκ πρώτο παγκοσµίως σε οικονοµική ελευθερία. Κι όµως, οι κάτοικοί του δηλώνουν σε απόγνωση ως προς την ελευθερία τους να επιλέξουν τι να κάνουν στη ζωή τους. Και στις τρεις παραπάνω χώρες οι νέοι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις και δεν είχαν την τύχη να γεννηθούν σε πλούσιες οικογένειες είναι απογοητευµένοι σχετικά µε τις δυνατότητές τους να βρουν οικονοµικά προσιτή στέγη και αξιοπρεπή δουλειά. Στο Χονγκ Κονγκ, οι τιµές των ακινήτων σε σχέση µε τον µέσο µισθό είναι από τις υψηλότερες στον κόσµο. Στη Χιλή διαπιστώνεται το υψηλότερο ποσοστό εισοδηµατικής ανισότητας στον ΟΟΣΑ, τη λέσχη των χωρών υψηλού εισοδήµατος. Στη δε Γαλλία, τα παιδιά των οικογενειών της ελίτ απολαµβάνουν τεράστια πλεονεκτήµατα στη διάρκεια της ζωής τους.

Λόγω των πολύ υψηλών ενοικίων, οι περισσότεροι άνθρωποι αποµακρύνονται από τις επιχειρηµατικές περιοχές του κέντρου και καταλήγουν συνήθως να εξαρτώνται από προσωπικά οχήµατα ή από τις δηµόσιες συγκοινωνίες για τη µετακίνησή τους προς και από τη δουλειά τους. Ως εκ τούτου, µεγάλο µέρος του κοινού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις µεταβολές τιµών των µεταφορών, όπως φαίνεται και από την έκρηξη διαµαρτυριών στο Παρίσι και το Σαντιάγο.

Ασφαλώς το Χονγκ Κονγκ, η Γαλλία και η Χιλή δεν είναι οι µόνες χώρες που αντιµετωπίζουν κρίση κοινωνικής κινητικότητας και γενικευµένης δυσαρέσκειας µε την ανισότητα. Στις Ηνωµένες Πολιτείες σηµειώνονται πολύ υψηλά ποσοστά αυτοκτονίας, καθώς και άλλες εκφάνσεις κοινωνικής δυσλειτουργίας, όπως, π.χ., µαζικοί πυροβολισµοί, σε µια εποχή που χαρακτηρίζεται από άνευ προηγουµένου ανισότητα και κατάρρευση της εµπιστοσύνης του κόσµου στην κυβέρνησή του. Μάλιστα, οι ΗΠΑ θεωρείται βέβαιο ότι θα αντιµετωπίσουν κι άλλες κοινωνικές εκρήξεις στο µέλλον, εάν συνεχίσουν να διαχειρίζονται την πολιτική και την οικονοµία όπως έκαναν έως τώρα. Αν θέλουµε να αποφύγουµε µια τέτοια έκβαση, θα πρέπει να αντλήσουµε ορισµένα διδάγµατα από τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις.

Κάθε κοινωνία οφείλει να αφουγκράζεται τον παλμό του πληθυσμού της και να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις πηγές τυχόν κοινωνικής δυσαρέσκειας και δυσπιστίας


Ίσως το πιο σηµαντικό αλλά και αναµενόµενο συµπέρασµα είναι πως τα παραδοσιακά ποσοτικά στοιχεία περί ευηµερίας είναι απολύτως ανεπαρκή για τη µέτρηση του πραγµατικού αισθήµατος που επικρατεί στον κόσµο. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ µετρά το µέσο εισόδηµα µιας οικονοµίας, αλλά δεν λέει τίποτα για την κατανοµή του εισοδήµατος, τις αντιλήψεις του κόσµου περί δικαιοσύνης ή αδικίας, την αίσθηση του κόσµου ως προς την οικονοµική του ευπάθεια ή άλλα ζητήµατα (όπως η εµπιστοσύνη του κόσµου στην κυβέρνησή του), τα οποία συνεισφέρουν σε µεγάλο ποσοστό στη συνολική ποιότητα ζωής. Οι δε κατατάξεις, όπως αυτή βάσει του ∆είκτη Παγκόσµιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσµιου Οικονοµικού Φόρουµ, του ∆είκτη Οικονοµικής Ελευθερίας του Ιδρύµατος Χέριτατζ και της Μέτρησης Παγκόσµιας Οικονοµικής Ελευθερίας του Πανεπιστηµίου Σάιµον Φρέιζερ, αποτυπώνουν ελάχιστα στοιχεία σχετικά µε την υποκειµενική αίσθηση που έχουν οι πολίτες ως προς το δίκαιο και το άδικο, την ειλικρίνεια ή µη της κυβέρνησής τους, την αξιοπιστία ή µη των συµπολιτών τους.

Η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης, η οποία αντανακλάται και στους 17 Στόχους Αειφόρου Ανάπτυξης (SDG) που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις όλου του κόσµου το 2015, σηµαίνει ότι πρέπει να προχωρήσουµε πέρα από τους παραδοσιακούς δείκτες, όπως η αύξηση του ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν εισόδηµα, σε ένα πολύ πιο εµπλουτισµένο σύνολο στόχων, που θα συµπεριλαµβάνει την κοινωνική δικαιοσύνη, την εµπιστοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιµότητα. Για παράδειγµα, οι Στόχοι Αειφόρου Ανάπτυξης δίνουν ιδιαίτερη έµφαση όχι µόνο στην εισοδηµατική ανισότητα (SDG 10), αλλά και σε ευρύτερους δείκτες ευηµερίας (SDG 3).

Κάθε κοινωνία οφείλει να αφουγκράζεται τον παλµό του πληθυσµού της και να λαµβάνει σοβαρά υπόψη τις πηγές τυχόν κοινωνικής δυσαρέσκειας και δυσπιστίας. Η οικονοµική ανάπτυξη χωρίς δικαιοσύνη και περιβαλλοντική βιωσιµότητα είναι συνταγή για αναταραχή και όχι για ευηµερία. Θα χρειαστούµε πολύ µεγαλύτερη παροχή δηµόσιων υπηρεσιών, περισσότερη ανακατανοµή εισοδήµατος από τους πλούσιους στους φτωχούς και περισσότερες δηµόσιες επενδύσεις προκειµένου να επιτύχουµε περιβαλλοντική βιωσιµότητα. Ακόµα και φαινοµενικά λογικές πολιτικές, όπως η κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιµα ή η αύξηση των τιµών στα εισιτήρια του µετρό για την κάλυψη του κόστους, θα οδηγήσουν σε εκτεταµένες αναταραχές, εάν υλοποιηθούν υπό συνθήκες χαµηλής κοινωνικής εµπιστοσύνης, υψηλής ανισότητας και γενικευµένης αίσθησης αδικίας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 16/11