Μάχη για το πάνω χέρι στη Μέση Ανατολή
Στην παλαιά Μέση Ανατολή, μία και μοναδική σύγκρουση-ομπρέλα (αυτή ανάμεσα στο Ισραήλ και στις αραβικές χώρες) είχε πολλά μέτωπα και η ∆ύση είχε το αναφαίρετο δικαίωμα να προστατεύει τη ροή του πετρελαίου προς την παγκόσμια οικονομία. Στη νέα Μέση Ανατολή, η καθοριστική σύγκρουση είναι μια ευρύτερη διαμάχη ανάμεσα σε πολλαπλούς παίκτες, που επιζητούν την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή.
Αυτή η νέα διαμάχη ξεκίνησε όταν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα εισηγήθηκε την ευρύτερη απόσυρση της Αμερικής από την περιοχή, όμως εντατικοποιήθηκε υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ομπάμα είχε τουλάχιστον ένα πολιτικό όραμα για την περιοχή. Με τη συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά του Ιράν να αποτρέπει μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, ο Ομπάμα ήλπιζε ότι η χαλάρωση των κυρώσεων και η ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη θα επέτρεπαν τη σταδιακή επανένταξη του Ιράν στη διεθνή κοινότητα σε βάθος δεκαετίας. Ο Τραμπ, αντιθέτως, δεν έχει κα-μία στρατηγική και θέλει να συγκαλύψει την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή –η οποία αποδείχθηκε και από την απροκάλυπτη εγκατάλειψη των Κούρδων στη Συρία– με μαχητική ρητορική και μαζικές εξαγωγές όπλων προς εταίρους και συμμάχους των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο.
Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, η οποία είναι η πλούσια κατεξοχήν σουνιτική δύναμη στην περιοχή (αν δεν συνυπολογίσουμε την Τουρκία), τρέφει από καιρό φιλοδοξίες για ηγεμονία –τουλάχιστον στον Περσικό Κόλπο και την Αραβική Χερσόνησο– και βλέπει το επί το πλείστον σιιτικό Ιράν ως τον κύριο ανταγωνιστή της. Τα τελευταία χρόνια το Ιράν και η Σαουδική Αραβία διεξάγουν έναν καταστροφικό πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Υεμένη, ο οποίος έχει επιφέρει τεράστιες απώλειες μεταξύ των αμάχων και μια ανθρωπιστική καταστροφή.
Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν μια νυχτερινή επίθεση στην καρδιά της βιομηχανίας πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας συγκλόνισε την παγκόσμια οικονομία. Μια σειρά από drones εισήλθαν στον εναέριο χώρο της Σαουδικής Αραβίας χωρίς να γίνουν αντιληπτά και εξαπέλυσαν επιθέσεις ακριβείας σε καίριες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Η σαουδική αεράμυνα –εάν υπήρξε– πιάστηκε στον ύπνο, κάτι που υποδεικνύει ότι οι επιτιθέμενοι γνώριζαν καλά τις κρατούσες συνθήκες.
Μια μεταμεσονύκτια, απροειδοποίητη επίθεση εγείρει προφανή ερωτήματα. Ποιος το έκανε και πώς κατάφερε να το φέρει εις πέρας; Την ευθύνη ανέλαβαν οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν, όμως στην πραγματικότητα οι αντάρτες αυτοί δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν μια τέτοια επίθεση. ∆εδομένης της τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε και του σχεδιασμού που απαιτήθηκε, ο μόνος εύλογος ύποπτος είναι το Ιράν, παρά τις σθεναρές αρνήσεις εκ μέρους της ιρανικής κυβέρνησης. Εξάλλου, και από την άποψη του κινήτρου και του συμφέροντος, είναι σαφές ότι το Ιράν είναι αυτό που ωφελήθηκε περισσότερο από την επίθεση.
Εντέλει η Σαουδική Αραβία ταπεινώθηκε στα μάτια του κόσμου και αποκαλύφθηκε ότι είναι μια «χάρτινη τίγρης», που απλώς βρυχάται δυνατά. Πέρα από την αναμφισβήτητη αποτυχία της σαουδικής αντικατασκοπίας να εντοπίσει ή να αποτρέψει την επίθεση, είναι εξίσου προφανές ότι η Σαουδική Αραβία αργά ή γρήγορα θα χάσει τον πόλεμο στην Υεμένη. Και τότε οι ηγεμονικές της φιλοδοξίες θα γίνουν αντικείμενο ακόμα μεγαλύτερης χλεύης.
Σε τελική ανάλυση, την ευθύνη για την επίθεση στη Σαουδική Αραβία είναι σχε-δόν βέβαιο ότι φέρει ο Κασέμ Σουλεϊμάνι, ο στρατηγός που διοικεί τη μονάδα ξένων αποστολών του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς. Με την επίθεση αυτή, το Ιράν απέδειξε ότι είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη με εντυπωσιακές τεχνολογικές και υλικοτεχνικές δυνατότητες, που δύσκολα αναχαιτίζονται. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αλλάξει θεμελιωδώς τον στρατηγικό λογισμό στην περιοχή. Αναμφίβολα, όλες οι πετρελαιομοναρχίες της αραβικής πλευράς του Περσικού Κόλπου επανεξετάζουν ήδη τις προοπτικές, τα συμφέροντα και τις συμμαχίες της εξωτερικής πολιτικής τους.
Επιπλέον, το Ιράν έκανε και τον Τραμπ να φαντάζει αδύναμος. Μετά την άρνησή του να απαντήσει στρατιωτικά σε μια επίθεση εναντίον ενός πολύτιμου περιφερειακού συμμάχου των ΗΠΑ, ο Αμερικανός Πρόεδρος απέπεμψε τον σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια, Τζον Μπόλτον, έναν από τους μεγαλύτερους πολέμιους του ιρανικού καθεστώτος. Κανείς δεν θα κλάψει για τον Μπόλτον. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ότι ο εκτοπισμός του ήταν συνέπεια αυτής της επίθεσης.
Ο ερασιτεχνισμός του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική –η χρήση μαχητικής μεγαλοστομίας για να συγκαλυφθεί η έλλειψη εύλογων επιλογών και στρατηγικής– φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης. Η απόφασή του να εγκαταλείψει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν χωρίς να σκεφτεί τα επακόλουθα αποδείχθηκε ύψιστη απερισκεψία και θα αποβεί πολύ επικίνδυνη.
Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια δυναμική που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Μετά τη σύνοδο κορυφής του G7 στο Μπιαρίτς της Γαλλίας στα τέλη Αυγούστου, φημολογήθηκε το ενδεχόμενο μιας συνάντησης μεταξύ του Τραμπ και του Ιρανού προέδρου, Χασάν Ρουχανί. Η επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας σημειώθηκε λίγες μόλις εβδομάδες αργότερα, λίγο πριν οι δύο ηγέτες βρεθούν στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, όπου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια συνάντησή τους. Κατά συνέπεια προκύπτει το ερώτημα εάν η επίθεση ήταν το αποτέλεσμα μιας ευρύτερης εσωτερικής πάλης εξουσίας εντός του Ιράν μεταξύ ριζο-σπαστών και μετριοπαθών.
Οπως και αν έχει, με τη θέση της Σαουδικής Αραβίας να διαβρώνεται ήδη, οι δύο πραγματικές στρατιωτικές δυνάμεις που απομένουν στην περιοχή είναι το Ισραήλ και το Ιράν. Και οι δύο αυτές χώρες εμφανίζονται να κινούνται στην κατεύθυνση μιας επικίνδυνης αντιπαράθεσης. Το Ισραήλ είναι πολύ θορυβημένο με την προφανή ικανότητα του Ιράν να εξαπολύει επιθέσεις ακριβείας σε μεγάλη απόσταση με drones ή βαλλιστικούς πυραύλους (Κρουζ). Και αν αυτό δεν αποτελούσε ήδη από μόνο του ση-μαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ισραήλ, το Ιράν θα μπορούσε να προσπαθήσει να εφοδιάσει με παρόμοιες δυνατότητες τη Χεζμπολάχ ή άλλους περιφερειακούς αντιπροσώπους του.
Εάν σημειωνόταν εναντίον του Ισραήλ επίθεση παρόμοιας ακρίβειας και υψηλής τεχνογνωσίας όπως εκείνη εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, η Μέση Ανατολή θα βυθιζόταν σε πόλεμο σε μια κλίμακα πολύ πέρα από οτιδήποτε έχει βιώσει μέχρι στιγμής. ∆υστυχώς (αλλά ευτυχώς για τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν), αυτή είναι η πραγματικότητα ενός κόσμου στον οποίο οι ΗΠΑ έχουν εγκαταλείψει οποιαδήποτε επίφαση παγκόσμιας ηγεσίας
Αυτή η νέα διαμάχη ξεκίνησε όταν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα εισηγήθηκε την ευρύτερη απόσυρση της Αμερικής από την περιοχή, όμως εντατικοποιήθηκε υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ομπάμα είχε τουλάχιστον ένα πολιτικό όραμα για την περιοχή. Με τη συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά του Ιράν να αποτρέπει μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών, ο Ομπάμα ήλπιζε ότι η χαλάρωση των κυρώσεων και η ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη θα επέτρεπαν τη σταδιακή επανένταξη του Ιράν στη διεθνή κοινότητα σε βάθος δεκαετίας. Ο Τραμπ, αντιθέτως, δεν έχει κα-μία στρατηγική και θέλει να συγκαλύψει την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή –η οποία αποδείχθηκε και από την απροκάλυπτη εγκατάλειψη των Κούρδων στη Συρία– με μαχητική ρητορική και μαζικές εξαγωγές όπλων προς εταίρους και συμμάχους των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο.
Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, η οποία είναι η πλούσια κατεξοχήν σουνιτική δύναμη στην περιοχή (αν δεν συνυπολογίσουμε την Τουρκία), τρέφει από καιρό φιλοδοξίες για ηγεμονία –τουλάχιστον στον Περσικό Κόλπο και την Αραβική Χερσόνησο– και βλέπει το επί το πλείστον σιιτικό Ιράν ως τον κύριο ανταγωνιστή της. Τα τελευταία χρόνια το Ιράν και η Σαουδική Αραβία διεξάγουν έναν καταστροφικό πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Υεμένη, ο οποίος έχει επιφέρει τεράστιες απώλειες μεταξύ των αμάχων και μια ανθρωπιστική καταστροφή.
Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν μια νυχτερινή επίθεση στην καρδιά της βιομηχανίας πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας συγκλόνισε την παγκόσμια οικονομία. Μια σειρά από drones εισήλθαν στον εναέριο χώρο της Σαουδικής Αραβίας χωρίς να γίνουν αντιληπτά και εξαπέλυσαν επιθέσεις ακριβείας σε καίριες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις. Η σαουδική αεράμυνα –εάν υπήρξε– πιάστηκε στον ύπνο, κάτι που υποδεικνύει ότι οι επιτιθέμενοι γνώριζαν καλά τις κρατούσες συνθήκες.
Μια μεταμεσονύκτια, απροειδοποίητη επίθεση εγείρει προφανή ερωτήματα. Ποιος το έκανε και πώς κατάφερε να το φέρει εις πέρας; Την ευθύνη ανέλαβαν οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν, όμως στην πραγματικότητα οι αντάρτες αυτοί δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν μια τέτοια επίθεση. ∆εδομένης της τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε και του σχεδιασμού που απαιτήθηκε, ο μόνος εύλογος ύποπτος είναι το Ιράν, παρά τις σθεναρές αρνήσεις εκ μέρους της ιρανικής κυβέρνησης. Εξάλλου, και από την άποψη του κινήτρου και του συμφέροντος, είναι σαφές ότι το Ιράν είναι αυτό που ωφελήθηκε περισσότερο από την επίθεση.
Εντέλει η Σαουδική Αραβία ταπεινώθηκε στα μάτια του κόσμου και αποκαλύφθηκε ότι είναι μια «χάρτινη τίγρης», που απλώς βρυχάται δυνατά. Πέρα από την αναμφισβήτητη αποτυχία της σαουδικής αντικατασκοπίας να εντοπίσει ή να αποτρέψει την επίθεση, είναι εξίσου προφανές ότι η Σαουδική Αραβία αργά ή γρήγορα θα χάσει τον πόλεμο στην Υεμένη. Και τότε οι ηγεμονικές της φιλοδοξίες θα γίνουν αντικείμενο ακόμα μεγαλύτερης χλεύης.
Σε τελική ανάλυση, την ευθύνη για την επίθεση στη Σαουδική Αραβία είναι σχε-δόν βέβαιο ότι φέρει ο Κασέμ Σουλεϊμάνι, ο στρατηγός που διοικεί τη μονάδα ξένων αποστολών του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς. Με την επίθεση αυτή, το Ιράν απέδειξε ότι είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη με εντυπωσιακές τεχνολογικές και υλικοτεχνικές δυνατότητες, που δύσκολα αναχαιτίζονται. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αλλάξει θεμελιωδώς τον στρατηγικό λογισμό στην περιοχή. Αναμφίβολα, όλες οι πετρελαιομοναρχίες της αραβικής πλευράς του Περσικού Κόλπου επανεξετάζουν ήδη τις προοπτικές, τα συμφέροντα και τις συμμαχίες της εξωτερικής πολιτικής τους.
Επιπλέον, το Ιράν έκανε και τον Τραμπ να φαντάζει αδύναμος. Μετά την άρνησή του να απαντήσει στρατιωτικά σε μια επίθεση εναντίον ενός πολύτιμου περιφερειακού συμμάχου των ΗΠΑ, ο Αμερικανός Πρόεδρος απέπεμψε τον σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια, Τζον Μπόλτον, έναν από τους μεγαλύτερους πολέμιους του ιρανικού καθεστώτος. Κανείς δεν θα κλάψει για τον Μπόλτον. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ότι ο εκτοπισμός του ήταν συνέπεια αυτής της επίθεσης.
Ο ερασιτεχνισμός του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική –η χρήση μαχητικής μεγαλοστομίας για να συγκαλυφθεί η έλλειψη εύλογων επιλογών και στρατηγικής– φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης. Η απόφασή του να εγκαταλείψει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν χωρίς να σκεφτεί τα επακόλουθα αποδείχθηκε ύψιστη απερισκεψία και θα αποβεί πολύ επικίνδυνη.
Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια δυναμική που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Μετά τη σύνοδο κορυφής του G7 στο Μπιαρίτς της Γαλλίας στα τέλη Αυγούστου, φημολογήθηκε το ενδεχόμενο μιας συνάντησης μεταξύ του Τραμπ και του Ιρανού προέδρου, Χασάν Ρουχανί. Η επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας σημειώθηκε λίγες μόλις εβδομάδες αργότερα, λίγο πριν οι δύο ηγέτες βρεθούν στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, όπου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια συνάντησή τους. Κατά συνέπεια προκύπτει το ερώτημα εάν η επίθεση ήταν το αποτέλεσμα μιας ευρύτερης εσωτερικής πάλης εξουσίας εντός του Ιράν μεταξύ ριζο-σπαστών και μετριοπαθών.
Οπως και αν έχει, με τη θέση της Σαουδικής Αραβίας να διαβρώνεται ήδη, οι δύο πραγματικές στρατιωτικές δυνάμεις που απομένουν στην περιοχή είναι το Ισραήλ και το Ιράν. Και οι δύο αυτές χώρες εμφανίζονται να κινούνται στην κατεύθυνση μιας επικίνδυνης αντιπαράθεσης. Το Ισραήλ είναι πολύ θορυβημένο με την προφανή ικανότητα του Ιράν να εξαπολύει επιθέσεις ακριβείας σε μεγάλη απόσταση με drones ή βαλλιστικούς πυραύλους (Κρουζ). Και αν αυτό δεν αποτελούσε ήδη από μόνο του ση-μαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ισραήλ, το Ιράν θα μπορούσε να προσπαθήσει να εφοδιάσει με παρόμοιες δυνατότητες τη Χεζμπολάχ ή άλλους περιφερειακούς αντιπροσώπους του.
Εάν σημειωνόταν εναντίον του Ισραήλ επίθεση παρόμοιας ακρίβειας και υψηλής τεχνογνωσίας όπως εκείνη εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, η Μέση Ανατολή θα βυθιζόταν σε πόλεμο σε μια κλίμακα πολύ πέρα από οτιδήποτε έχει βιώσει μέχρι στιγμής. ∆υστυχώς (αλλά ευτυχώς για τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν), αυτή είναι η πραγματικότητα ενός κόσμου στον οποίο οι ΗΠΑ έχουν εγκαταλείψει οποιαδήποτε επίφαση παγκόσμιας ηγεσίας