Η δηµογραφική εξέλιξη της Τουρκίας
Στην περίοδο που εξετάζουµε, η Τουρκία πραγµατοποίησε ένα πληθυσµιακό άλµα. Από τα 21 εκατοµµύρια του 1950 έφτασε το 2014 να έχει πληθυσµό 78 εκατοµµυρίων, ο οποίος συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτή η εντυπωσιακή πληθυσµιακή µεγέθυνση είναι κυρίως αποτέλεσµα των πολύ υψηλών δεικτών γονιµότητας που παρουσίασε η Τουρκία κατά τις πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες. Στο µέλλον, δεδοµένου ότι η Τουρκία αναµένεται να ολοκληρώσει τη δηµογραφική της µετάβαση περίπου στα µέσα του 21ου αιώνα, ο πληθυσµός της θα συνεχίσει να αυξάνεται, µε επιβραδυνόµενους όµως ρυθµούς, για να προσεγγίσει τα 94 εκατοµµύρια το 2050 (κατά την Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία - βασικό σενάριο 2013).
Σε αυτή τη φάση, η Τουρκία αναµένεται να έχει αποκτήσει τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά των ανεπτυγµένων χωρών, δηλαδή πληθυσµό σχετικά γηρασµένο και αριθµητικά περίπου σταθεροποιηµένο. Στην παρούσα φάση, πάντως, διαθέτει τον πλέον νεανικό πληθυσµό στην περιοχή, µε µέση ηλικία τα 30 έτη: ένας στους τέσσερις είναι παιδί ηλικίας 0-14 ετών, δηλαδή υπάρχουν περίπου 19 εκατοµµύρια παιδιά (!), ενώ µόνο ένας στους δέκα είναι ηλικίας άνω των 60 ετών.
Τα στοιχεία αυτά µπορούν να συγκριθούν µόνο µε εκείνα της Αλβανίας (µέση ηλικία 34 έτη), αλλά απέχουν πολύ από εκείνα των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών (µέσες ηλικίες: Βουλγαρία 44 έτη, Ελλάδα 44 έτη, Ρουµανία 42 έτη). Από δηµογραφικής απόψεως λοιπόν, και εφόσον δεν ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες της πληθυσµιακής έκρηξης, η εικόνα της σύγχρονης Τουρκίας φαντάζει (και έως έναν βαθµό είναι) εντυπωσιακή. Είναι όµως έτσι;
Αν απομακρυνθούμε από την εικόνα των «µέσων όρων» και εντρυφήσουµε στις λεπτοµέρειες, θα διαπιστώσουµε ότι υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον υπόβαθρο. Κατ’ αρχάς, ο πληθυσµός της Τουρκίας δεν είναι οµοιογενής: το 18% περίπου ανήκει στην κουρδική εθνότητα, ένα 7%-12% κατανέµεται σε άλλες µειονότητες και το υπόλοιπο 70%-75% είναι Τούρκοι, σύµφωνα µε έρευνα της CIA (The World Factbook, 2008). Επιπλέον, οι πληθυσµοί αυτοί δεν είναι οµοιόµορφα κατανεµηµένοι.
Οι Κούρδοι, οι οποίοι συγκροτούν τη µεγαλύτερη µη τουρκική οµάδα, κατοικούν κυρίως στις νοτιοανατολικές και λιγότερο ανεπτυγµένες περιοχές, όπου αποτελούν την πλειονότητα. Αρκετοί Κούρδοι κατοικούν και στα µεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αγκυρα και η Κωνσταντινούπολη (όχι πάντα από δική τους επιλογή, αλλά και ως αποτέλεσµα της πολιτικής εκτοπίσεων αγροτικών κουρδικών πληθυσµών, που εφάρµοσαν οι τουρκικές Αρχές).
Το πρόβλημα των Κούρδων είναι ότι από την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους δεν είχαν θέση στο ιδεολογικό κατασκεύασµα της µίας και ενιαίας Τουρκίας, γεγονός το οποίο τους οδήγησε εξαρχής σε τριβές µε το κεµαλικό κράτος. Από την πλευρά του, το κράτος µέσα από µια πολιτική καταστολής της εθνικής τους υπόστασης προσπάθησε να τους «αφοµοιώσει» διά της πυγµής, καταφέρνοντας τελικά να τους περιθωριοποιήσει. Όπως όµως έχει αποδειχθεί ιστορικά, η «γκετοποίηση» ποτέ δεν επιτυγχάνει τους στόχους της και ειδικά όταν αφορά τόσο µεγάλες πληθυσµιακές οµάδες.
Έτσι, σήµερα το ζήτηµα της πολιτικής χειραφέτησης της κουρδικής µειονότητας, το οποίο από το 1984 τέθηκε και ενόπλως από το Εργατικό Κόµµα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), αποτελεί αναµφίβολα το µείζον εσωτερικό πρόβληµα της Τουρκίας. Στις τρεις δεκαετίες αυτού του ακήρυχτου πολέµου χαµηλής εντάσεως που διεξάγεται στα βουνά της ΝΑ Τουρκίας έχει χυθεί ήδη άφθονο αίµα, έχουν γίνει µεγάλες υλικές καταστροφές και το κόστος για το ίδιο το κράτος είναι τεράστιο.
Η κουρδική εξέγερση δεν είχε βεβαίως εξαρχής πιθανότητες στρατιωτικής επιτυχίας, αλλά µε τη διάρκειά της και κυρίως µε την αδυναµία του τουρκικού κράτους να την καταστείλει πέτυχε µια σηµαντική πολιτική νίκη: οδήγησε όλο και πιο πολλούς Κούρδους στο να εµπεδώσουν την εθνική τους ιδιαιτερότητα!
Αυτό φάνηκε στην απήχηση του κουρδικού κόµµατος HDP στις εκλογές του Ιουνίου 2015, στις οποίες το ποσοστό του ξεπέρασε το 13%. Σε αυτό συνέβαλαν και οι πρακτικές του τουρκικού κράτους, το οποίο µετήλθε όλα τα µέσα για να κάµψει το φρόνηµα των Κούρδων: από την επιβολή περιορισµών στη χρήση της γλώσσας τους έως τον βίαιο ξεριζωµό των πληθυσµών ολόκληρων χωριών, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα µεγάλα αστικά κέντρα, προκειµένου οι αντάρτες του ΡΚΚ να στερηθούν την υποστήριξή τους. Έως σήµερα οι πρακτικές αυτές όχι µόνο δεν έφεραν αποτέλεσµα, αλλά φαίνεται µάλλον να διεύρυναν το ρήγµα µεταξύ των Κούρδων και του τουρκικού κράτους.
Εδώ δεν θα κάνουµε καµία πρόβλεψη για το πώς θα εξελιχθεί στο µέλλον αυτό το ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτηµα, που θα καθορίσει και τη µορφή της ίδιας της Τουρκίας, αλλά θα τονίσουµε ότι στον βαθµό που οι κουρδικοί πληθυσµοί της γείτονος διατηρούν την εθνική τους συνείδηση το γεγονός ότι παρουσιάζουν σχεδόν διπλάσιους δείκτες γονιµότητας έναντι των Τούρκων ίσως τους καθιστά µακροπρόθεσµα ωρολογιακή δηµογραφική βόµβα.
Για του λόγου το αληθές, θα αναφέρουµε ενδεικτικά ότι, ενώ στο σύνολο του πληθυσµού της Τουρκίας η µέση ηλικία είναι τα 30 έτη, στις περιφέρειες µε µεγάλα ποσοστά κουρδικού πληθυσµού (άνω του 70) η µέση ηλικία κυµαίνεται από 19 έτη (Σιρνάκ) έως 22 έτη (Ντιγιάρµπακιρ)! (Πηγή: Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία, στοιχεία 2012, βλ. Π3.28).
Η διαφορά αυτή µπορεί σε έναν βαθµό να αποδοθεί σε πολιτισµικές διαφορές, αλλά σίγουρα ανακλά και την οικονοµική υπανάπτυξη της Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι παρόµοια δηµογραφική ζωτικότητα παρουσιάζουν και άλλες ανατολικές περιφέρειες της Τουρκίας, οι οποίες δεν έχουν τόσο υψηλά ποσοστά κουρδικού πληθυσµού.
Από την άλλη πλευρά, αν µετακινηθούµε από τα βάθη της Ανατολίας προς τα παράλια του Αιγαίου, θα διαπιστώσουµε ότι οι ηλικιακοί µέσοι όροι βαθµιαία «εξευρωπαΐζονται». Πράγµατι, στις πέντε περιφέρειες που βρίσκονται στα µικρασιατικά παράλια οι µέσες ηλικίες είναι: Τσανάκαλε (Canakkale) 37, Μπαλικεσίρ (Balikesir) 37, Σµύρνη (Izmir) 34, Αϊδίνιο (Aydin) 35 και Mugla 35. Ανάλογη εικόνα συναντά κανείς και στην ευρωπαϊκή Τουρκία (Ανατολική Θράκη), όπου στην περιφέρεια της Αδριανούπολης (Edirne) η µέση ηλικία φθάνει στα 37 έτη. Για την Κωνσταντινούπολη των 14 εκατοµµυρίων βεβαίως δεν µπορεί να γίνει λόγος, διότι, καθώς αποτελεί µια τεράστια µητροπολιτική χοάνη, στην οποία συρρέουν πληθυσµοί από όλη την Τουρκία, οι δείκτες της αναγκαστικά συµπίπτουν µε τους µέσους όρους όλης της χώρας.
Σε αδρές γραµµές, µπορούµε να πούµε ότι η Ανατολική Τουρκία είναι φτωχή, στις νοτιοανατολικές της επαρχίες είναι κυρίως κουρδική και διατηρεί επίµονα υψηλούς ρυθµούς γεννήσεων. Αντίθετα, όσο µετακινούµαστε δυτικότερα, οι ρυθµοί γεννήσεων µειώνονται, για να φτάσουν τελικά στα µικρασιατικά παράλια και στην ευρωπαϊκή πλευρά σε τιµές που προσεγγίζουν αυτές των ανεπτυγµένων οικονοµικά χωρών. Βλέπουµε λοιπόν πώς µέσα από τα δηµογραφικά στοιχεία αναδεικνύονται οι περιφερειακές ανισότητες και οι εσωτερικές αντιθέσεις της Τουρκίας, η οποία από πολλές απόψεις απέχει αρκετά από το να θεωρηθεί µια οµοιογενής χώρα. Αυτό όµως δεν θα πρέπει απαραίτητα να ερµηνευθεί και ως µειονέκτηµα.
Οι σηµαντικές ανισορροπίες στην κατανοµή εισοδήµατος και νεανικού πληθυσµού µπορεί να προκαλέσουν στο µέλλον τριβές, αλλά πάνω από όλα εγγυώνται µια κοινωνία µε ακαταστάλαχτη εσωτερική ενέργεια, που µέσα από µια υψηλή κινητικότητα θα αναζητήσει, έστω και µε συγκρούσεις, το σηµείο ισορροπίας της στο µέλλον.
Σε αυτή τη φάση, η Τουρκία αναµένεται να έχει αποκτήσει τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά των ανεπτυγµένων χωρών, δηλαδή πληθυσµό σχετικά γηρασµένο και αριθµητικά περίπου σταθεροποιηµένο. Στην παρούσα φάση, πάντως, διαθέτει τον πλέον νεανικό πληθυσµό στην περιοχή, µε µέση ηλικία τα 30 έτη: ένας στους τέσσερις είναι παιδί ηλικίας 0-14 ετών, δηλαδή υπάρχουν περίπου 19 εκατοµµύρια παιδιά (!), ενώ µόνο ένας στους δέκα είναι ηλικίας άνω των 60 ετών.
Τα στοιχεία αυτά µπορούν να συγκριθούν µόνο µε εκείνα της Αλβανίας (µέση ηλικία 34 έτη), αλλά απέχουν πολύ από εκείνα των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών (µέσες ηλικίες: Βουλγαρία 44 έτη, Ελλάδα 44 έτη, Ρουµανία 42 έτη). Από δηµογραφικής απόψεως λοιπόν, και εφόσον δεν ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες της πληθυσµιακής έκρηξης, η εικόνα της σύγχρονης Τουρκίας φαντάζει (και έως έναν βαθµό είναι) εντυπωσιακή. Είναι όµως έτσι;
Αν απομακρυνθούμε από την εικόνα των «µέσων όρων» και εντρυφήσουµε στις λεπτοµέρειες, θα διαπιστώσουµε ότι υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον υπόβαθρο. Κατ’ αρχάς, ο πληθυσµός της Τουρκίας δεν είναι οµοιογενής: το 18% περίπου ανήκει στην κουρδική εθνότητα, ένα 7%-12% κατανέµεται σε άλλες µειονότητες και το υπόλοιπο 70%-75% είναι Τούρκοι, σύµφωνα µε έρευνα της CIA (The World Factbook, 2008). Επιπλέον, οι πληθυσµοί αυτοί δεν είναι οµοιόµορφα κατανεµηµένοι.
Οι Κούρδοι, οι οποίοι συγκροτούν τη µεγαλύτερη µη τουρκική οµάδα, κατοικούν κυρίως στις νοτιοανατολικές και λιγότερο ανεπτυγµένες περιοχές, όπου αποτελούν την πλειονότητα. Αρκετοί Κούρδοι κατοικούν και στα µεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αγκυρα και η Κωνσταντινούπολη (όχι πάντα από δική τους επιλογή, αλλά και ως αποτέλεσµα της πολιτικής εκτοπίσεων αγροτικών κουρδικών πληθυσµών, που εφάρµοσαν οι τουρκικές Αρχές).
Το πρόβλημα των Κούρδων είναι ότι από την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους δεν είχαν θέση στο ιδεολογικό κατασκεύασµα της µίας και ενιαίας Τουρκίας, γεγονός το οποίο τους οδήγησε εξαρχής σε τριβές µε το κεµαλικό κράτος. Από την πλευρά του, το κράτος µέσα από µια πολιτική καταστολής της εθνικής τους υπόστασης προσπάθησε να τους «αφοµοιώσει» διά της πυγµής, καταφέρνοντας τελικά να τους περιθωριοποιήσει. Όπως όµως έχει αποδειχθεί ιστορικά, η «γκετοποίηση» ποτέ δεν επιτυγχάνει τους στόχους της και ειδικά όταν αφορά τόσο µεγάλες πληθυσµιακές οµάδες.
Έτσι, σήµερα το ζήτηµα της πολιτικής χειραφέτησης της κουρδικής µειονότητας, το οποίο από το 1984 τέθηκε και ενόπλως από το Εργατικό Κόµµα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), αποτελεί αναµφίβολα το µείζον εσωτερικό πρόβληµα της Τουρκίας. Στις τρεις δεκαετίες αυτού του ακήρυχτου πολέµου χαµηλής εντάσεως που διεξάγεται στα βουνά της ΝΑ Τουρκίας έχει χυθεί ήδη άφθονο αίµα, έχουν γίνει µεγάλες υλικές καταστροφές και το κόστος για το ίδιο το κράτος είναι τεράστιο.
Η κουρδική εξέγερση δεν είχε βεβαίως εξαρχής πιθανότητες στρατιωτικής επιτυχίας, αλλά µε τη διάρκειά της και κυρίως µε την αδυναµία του τουρκικού κράτους να την καταστείλει πέτυχε µια σηµαντική πολιτική νίκη: οδήγησε όλο και πιο πολλούς Κούρδους στο να εµπεδώσουν την εθνική τους ιδιαιτερότητα!
Αυτό φάνηκε στην απήχηση του κουρδικού κόµµατος HDP στις εκλογές του Ιουνίου 2015, στις οποίες το ποσοστό του ξεπέρασε το 13%. Σε αυτό συνέβαλαν και οι πρακτικές του τουρκικού κράτους, το οποίο µετήλθε όλα τα µέσα για να κάµψει το φρόνηµα των Κούρδων: από την επιβολή περιορισµών στη χρήση της γλώσσας τους έως τον βίαιο ξεριζωµό των πληθυσµών ολόκληρων χωριών, οι οποίοι οδηγήθηκαν στα µεγάλα αστικά κέντρα, προκειµένου οι αντάρτες του ΡΚΚ να στερηθούν την υποστήριξή τους. Έως σήµερα οι πρακτικές αυτές όχι µόνο δεν έφεραν αποτέλεσµα, αλλά φαίνεται µάλλον να διεύρυναν το ρήγµα µεταξύ των Κούρδων και του τουρκικού κράτους.
Εδώ δεν θα κάνουµε καµία πρόβλεψη για το πώς θα εξελιχθεί στο µέλλον αυτό το ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτηµα, που θα καθορίσει και τη µορφή της ίδιας της Τουρκίας, αλλά θα τονίσουµε ότι στον βαθµό που οι κουρδικοί πληθυσµοί της γείτονος διατηρούν την εθνική τους συνείδηση το γεγονός ότι παρουσιάζουν σχεδόν διπλάσιους δείκτες γονιµότητας έναντι των Τούρκων ίσως τους καθιστά µακροπρόθεσµα ωρολογιακή δηµογραφική βόµβα.
Για του λόγου το αληθές, θα αναφέρουµε ενδεικτικά ότι, ενώ στο σύνολο του πληθυσµού της Τουρκίας η µέση ηλικία είναι τα 30 έτη, στις περιφέρειες µε µεγάλα ποσοστά κουρδικού πληθυσµού (άνω του 70) η µέση ηλικία κυµαίνεται από 19 έτη (Σιρνάκ) έως 22 έτη (Ντιγιάρµπακιρ)! (Πηγή: Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία, στοιχεία 2012, βλ. Π3.28).
Η διαφορά αυτή µπορεί σε έναν βαθµό να αποδοθεί σε πολιτισµικές διαφορές, αλλά σίγουρα ανακλά και την οικονοµική υπανάπτυξη της Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι παρόµοια δηµογραφική ζωτικότητα παρουσιάζουν και άλλες ανατολικές περιφέρειες της Τουρκίας, οι οποίες δεν έχουν τόσο υψηλά ποσοστά κουρδικού πληθυσµού.
Από την άλλη πλευρά, αν µετακινηθούµε από τα βάθη της Ανατολίας προς τα παράλια του Αιγαίου, θα διαπιστώσουµε ότι οι ηλικιακοί µέσοι όροι βαθµιαία «εξευρωπαΐζονται». Πράγµατι, στις πέντε περιφέρειες που βρίσκονται στα µικρασιατικά παράλια οι µέσες ηλικίες είναι: Τσανάκαλε (Canakkale) 37, Μπαλικεσίρ (Balikesir) 37, Σµύρνη (Izmir) 34, Αϊδίνιο (Aydin) 35 και Mugla 35. Ανάλογη εικόνα συναντά κανείς και στην ευρωπαϊκή Τουρκία (Ανατολική Θράκη), όπου στην περιφέρεια της Αδριανούπολης (Edirne) η µέση ηλικία φθάνει στα 37 έτη. Για την Κωνσταντινούπολη των 14 εκατοµµυρίων βεβαίως δεν µπορεί να γίνει λόγος, διότι, καθώς αποτελεί µια τεράστια µητροπολιτική χοάνη, στην οποία συρρέουν πληθυσµοί από όλη την Τουρκία, οι δείκτες της αναγκαστικά συµπίπτουν µε τους µέσους όρους όλης της χώρας.
Σε αδρές γραµµές, µπορούµε να πούµε ότι η Ανατολική Τουρκία είναι φτωχή, στις νοτιοανατολικές της επαρχίες είναι κυρίως κουρδική και διατηρεί επίµονα υψηλούς ρυθµούς γεννήσεων. Αντίθετα, όσο µετακινούµαστε δυτικότερα, οι ρυθµοί γεννήσεων µειώνονται, για να φτάσουν τελικά στα µικρασιατικά παράλια και στην ευρωπαϊκή πλευρά σε τιµές που προσεγγίζουν αυτές των ανεπτυγµένων οικονοµικά χωρών. Βλέπουµε λοιπόν πώς µέσα από τα δηµογραφικά στοιχεία αναδεικνύονται οι περιφερειακές ανισότητες και οι εσωτερικές αντιθέσεις της Τουρκίας, η οποία από πολλές απόψεις απέχει αρκετά από το να θεωρηθεί µια οµοιογενής χώρα. Αυτό όµως δεν θα πρέπει απαραίτητα να ερµηνευθεί και ως µειονέκτηµα.
Οι σηµαντικές ανισορροπίες στην κατανοµή εισοδήµατος και νεανικού πληθυσµού µπορεί να προκαλέσουν στο µέλλον τριβές, αλλά πάνω από όλα εγγυώνται µια κοινωνία µε ακαταστάλαχτη εσωτερική ενέργεια, που µέσα από µια υψηλή κινητικότητα θα αναζητήσει, έστω και µε συγκρούσεις, το σηµείο ισορροπίας της στο µέλλον.