Τα άγνωστα ολοκαυτώµατα
Ο επίλογος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου δεν έχει γραφτεί γιατί ο συγκεκριµένος πόλεµος ζει στις συνειδήσεις των λαών, στις καρδιές όσων επέζησαν, και λειτουργεί διαχρονικά ως εφιάλτης, δροσουλίτης µιας νύχτας που δεν λέει να ξηµερώσει. Και το αντίκτυπο που τον χαρακτηρίζει είναι τα άγνωστα ολοκαυτώµατα, εκτός του γνωστού των Εβραίων. Αγνώστων ολοκαυτωµάτων το κεφάλαιο λοιπόν. Και ενώ η εξόντωση των Εβραίων ήταν η πιο ορατή γενοκτονία που έλαβε χώρα σε όλο το εύρος της ηπείρου, υπήρξαν και άλλες, εξίσου συντριπτικές απουσίες σε τοπικό επίπεδο. Στην Κροατία σκοτώθηκαν 592.000 Σέρβοι, µουσουλµάνοι και Εβραίοι από το καθεστώς των Ουστάσι, σε µια «προσπάθεια να καθαριστεί εθνοτικά ολόκληρη η χώρα».
Στη Βολίνια, αφότου είχαν εξολοθρευτεί οι Εβραίοι, δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί σκοτώθηκαν από Ουκρανούς εθνικιστές. Οι Βούλγαροι σφαγίασαν ελληνικές κοινότητες σε περιοχές στις οποίες είχαν εισβάλει κατά µήκος των βόρειων ακτών του Αιγαίου και οι Ούγγροι έκαναν το ίδιο στους Σέρβους στην περιοχή της Βοϊβοδίνας στη Γιουγκοσλαβία. Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, οι ανεπιθύµητες εθνοτικές οµάδες απλώς εκδιώκονταν από τις κωµοπόλεις και τα χωριά τους. Αυτό συνέβαινε σε ολόκληρη την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη στις αρχές του πολέµου, καθώς οι παλιές αυτοκρατορίες προσαρτούσαν και πάλι τα εδάφη που είχαν χάσει µετά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Η πιο δραµατική, όµως, έξοδος εθνοτικής οµάδας συνέβη το 1945, όταν πολλά εκατοµµύρια Γερµανοί εκδιώχθηκαν από την Ανατολική Πρωσία, τη Σιλεσία και την Ποµερανία από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό, αφήνοντας πίσω τους ένα τοπίο από κωµοπόλεις-φαντάσµατα.
Όταν αυτά τα τµήµατα της Ανατολικής Γερµανίας εκχωρήθηκαν στην Πολωνία την επαύριο του πολέµου, οι Πολωνοί που κατέφθασαν εκεί περιέγραψαν µια απόκοσµη έλλειψη ζωής σε δρόµους που κατά τα άλλα έδειχναν απολύτως φυσιολογικοί. Μερικά από τα σπίτια είχαν ακόµη πάνω στα τραπέζια πιάτα µε φαγητά, σαν να είχαν εγκαταλειφθεί βιαστικά. «Όλα ήταν άδεια», θυµάται ο Ζµπίγκνιου Ογκροτζίνσκι, ένας από τους πρώτους Πολωνούς αξιωµατούχους που διορίστηκαν στη γερµανική πόλη του Στετίνου την άνοιξη του 1945. «Εµπαινες µέσα σε σπίτια και τα πάντα βρίσκονταν εκεί - βιβλία στα ράφια, έπιπλα, τα πάντα. ∆εν υπήρχε απολύτως κανένας Γερµανός». Σε µερικές αγροτικές περιοχές της Ανατολικής Γερµανίας η απουσία ζωής έµοιαζε ολοκληρωτική.
Κατά τη διάρκεια µόλις έξι ετών, τα δηµογραφικά µεγέθη της Ευρώπης είχαν αλλάξει ανεπανόρθωτα. Η πυκνότητα του πληθυσµού της Πολωνίας έπεσε κατά 27% και µερικές περιοχές στα ανατολικά της χώρας µόλις που ήταν κατοικηµένες. Χώρες που υπήρξαν άλλοτε εθνοτικά ανάµεικτες είχαν «εκκαθαριστεί» τόσο εκτεταµένα, ώστε περιείχαν πλέον µόνο µία εθνοτική οµάδα, για όποιον λόγο κι αν είχε γίνει αυτό. Συνεπώς, εκτός από την απουσία ανθρώπων, υπήρχε και µια απουσία κοινότητας, και µια απουσία διαφορετικότητας: µεγάλες περιοχές της Ευρώπης είχαν καταστεί οµογενείς. Αυτή η διαδικασία απλώς θα επιταχυνόταν στους µήνες µετά τον πόλεµο. Αν η ολοσχερής σφαγή ολόκληρων κοινοτήτων έκανε το τοπίο να φαντάζει απόκοσµο στους εξωτερικούς παρατηρητές, ήταν ακόµα πιο αποπροσανατολιστική για τους ελάχιστους που εξακολουθούσαν να ζουν µέσα στο κενό. Οι επιζώντες της σφαγής του Οραντούρ-σιρ-Γκλαν στην περιοχή Λιµουζέν της Γαλλίας, για παράδειγµα, δεν έχουν ποτέ εξοικειωθεί µε αυτό που τους συνέβη. Το καλοκαίρι του 1944, σε αντίποινα για τη δράση της τοπικής Αντίστασης, όλοι οι άντρες της κωµόπολης συγκεντρώθηκαν και εκτελέστηκαν. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν µέσα στην εκκλησία και στη συνέχεια πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεµο οι Αρχές αποφάσισαν να µην ξαναχτίσουν το χωριό, αλλά να φτιάξουν ένα καινούργιο εκεί κοντά - το ίδιο το Οραντούρ θα διατηρείτο για πάντα ακριβώς όπως ήταν την ηµέρα της σφαγής. Ακόµα και σήµερα είναι µια πόλη-φάντασµα.
Παρόμοιες σφαγές, εξίσου βάρβαρες, συνέβησαν σε αµέτρητες τοπικές κοινότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η πιο γνωστή ίσως απ’ όλες αυτές ήταν εκείνη στο Λίντιτσε της Τσεχοσλοβακίας, όπου ολόκληρος ο άρρην πληθυσµός εκτελέστηκε σε αντίποινα για τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ, του Γερµανού βοηθού διοικητή του Προτεκτοράτου του Ράιχ στη Βοηµία και τη Μοραβία. Τα παιδιά του χωριού στάλθηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τσέλµνο, όπου θανατώθηκαν µε αέρια, και οι γυναίκες κλείστηκαν στο Ράβενσµπρουκ ως εργάτριες-δούλες. Το ίδιο το χωριό πυρπολήθηκε και ισοπεδώθηκε και τα µπάζα αποµακρύνθηκαν για να επιτραπεί στο χορτάρι να αναπτυχθεί εκεί όπου άλλοτε έστεκαν τα κτίρια. Ο σκοπός της σφαγής δεν ήταν απλώς να τιµωρηθεί η τοπική κοινότητα επειδή αντιστάθηκε στην κατοχή, αλλά να εξαλειφθεί τελείως, σαν να µην είχε υπάρξει ποτέ. Οι Γερµανοί χρησιµοποίησαν στη συνέχεια τη συστηµατική καταστροφή του χωριού ως µια «διαφήµιση» του τι θα συνέβαινε σε οποιοδήποτε άλλο χωριό θα βρισκόταν να έχει έστω και µακρινή εµπλοκή µε δραστηριότητες της Αντίστασης. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος τέτοιας ολοκληρωτικής εξάλειψης µιας κοινότητας δεν θα πρέπει να υποτιµηθεί. Το 1945, έπειτα από την απελευθέρωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι επιζήσασες γυναίκες του Λίντιτσε κατευθύνθηκαν και πάλι προς το χωριό τους. ∆εν γνώριζαν τι είχε συµβεί στην κοινότητά τους έως ότου συνάντησαν Τσέχους στρατιώτες στα σύνορα.
Μία απ’ αυτές τις γυναίκες, η Μιλοσλάβα Καλίµποβα, περιέγραψε αργότερα την αντίδρασή της: «Οι στρατιώτες χαµήλωσαν τα κεφάλια τους και πολλοί από αυτούς είχαν δάκρυα στα µάτια. Είπαµε, “Ω, όχι! Μη µας λέτε ότι τα χειρότερα είναι µπροστά µας...”. Ενας από τους στρατιώτες µού µίλησε και έµαθα απ’ αυτόν ότι πριν από τρία χρόνια όλοι οι άντρες είχαν εκτελεστεί. [...]. Να σκοτώσουν µικρά αγόρια! Να σκοτώσουν όλους τους άνδρες κατ’ αυτόν τον τρόπο! Και, το χειρότερο απ’ όλα, να ρίξουν αέρια στα παιδιά! Ηταν ένα τεράστιο σοκ». Οταν έφτασε στο χωριό, βρήκε «µόνο γυµνές πεδιάδες». Τίποτε από το αρχικό χωριό δεν υπήρχε, εκτός από τη δική της ανάµνηση και τις αναµνήσεις των άλλων επιζωσών που ήταν µαζί της.
Η καταστροφή κωµοπόλεων και χωριών ήταν µια απώλεια όχι µόνο για τους επιζήσαντες κατοίκους εκείνων των τόπων, αλλά και για τη συνολική γύρω περιοχή και, κατ’ επέκταση, για ολόκληρη την ήπειρο, η οποία, σύµφωνα µε τα λόγια του Αντουάν ντε Σεν Εξιπερί, στερήθηκε ένα «φορτίο αναµνήσεων [...], µία συστάδα παραδόσεων». Το Λίντιτσε, όπως και χιλιάδες άλλα χωριά, έσβησε σαν ένα φως. Για την κατάσταση µετά τη λήξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου θα κάνουµε ορισµένα ακόµα αφιερώµατα, όπου ανάγλυφα θα γνωρίσουµε µελανές άγνωστες πτυχές του που καθόρισαν τη ζωή της Ευρώπης έκτοτε.
Στη Βολίνια, αφότου είχαν εξολοθρευτεί οι Εβραίοι, δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί σκοτώθηκαν από Ουκρανούς εθνικιστές. Οι Βούλγαροι σφαγίασαν ελληνικές κοινότητες σε περιοχές στις οποίες είχαν εισβάλει κατά µήκος των βόρειων ακτών του Αιγαίου και οι Ούγγροι έκαναν το ίδιο στους Σέρβους στην περιοχή της Βοϊβοδίνας στη Γιουγκοσλαβία. Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, οι ανεπιθύµητες εθνοτικές οµάδες απλώς εκδιώκονταν από τις κωµοπόλεις και τα χωριά τους. Αυτό συνέβαινε σε ολόκληρη την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη στις αρχές του πολέµου, καθώς οι παλιές αυτοκρατορίες προσαρτούσαν και πάλι τα εδάφη που είχαν χάσει µετά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Η πιο δραµατική, όµως, έξοδος εθνοτικής οµάδας συνέβη το 1945, όταν πολλά εκατοµµύρια Γερµανοί εκδιώχθηκαν από την Ανατολική Πρωσία, τη Σιλεσία και την Ποµερανία από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό, αφήνοντας πίσω τους ένα τοπίο από κωµοπόλεις-φαντάσµατα.
Όταν αυτά τα τµήµατα της Ανατολικής Γερµανίας εκχωρήθηκαν στην Πολωνία την επαύριο του πολέµου, οι Πολωνοί που κατέφθασαν εκεί περιέγραψαν µια απόκοσµη έλλειψη ζωής σε δρόµους που κατά τα άλλα έδειχναν απολύτως φυσιολογικοί. Μερικά από τα σπίτια είχαν ακόµη πάνω στα τραπέζια πιάτα µε φαγητά, σαν να είχαν εγκαταλειφθεί βιαστικά. «Όλα ήταν άδεια», θυµάται ο Ζµπίγκνιου Ογκροτζίνσκι, ένας από τους πρώτους Πολωνούς αξιωµατούχους που διορίστηκαν στη γερµανική πόλη του Στετίνου την άνοιξη του 1945. «Εµπαινες µέσα σε σπίτια και τα πάντα βρίσκονταν εκεί - βιβλία στα ράφια, έπιπλα, τα πάντα. ∆εν υπήρχε απολύτως κανένας Γερµανός». Σε µερικές αγροτικές περιοχές της Ανατολικής Γερµανίας η απουσία ζωής έµοιαζε ολοκληρωτική.
Κατά τη διάρκεια µόλις έξι ετών, τα δηµογραφικά µεγέθη της Ευρώπης είχαν αλλάξει ανεπανόρθωτα. Η πυκνότητα του πληθυσµού της Πολωνίας έπεσε κατά 27% και µερικές περιοχές στα ανατολικά της χώρας µόλις που ήταν κατοικηµένες. Χώρες που υπήρξαν άλλοτε εθνοτικά ανάµεικτες είχαν «εκκαθαριστεί» τόσο εκτεταµένα, ώστε περιείχαν πλέον µόνο µία εθνοτική οµάδα, για όποιον λόγο κι αν είχε γίνει αυτό. Συνεπώς, εκτός από την απουσία ανθρώπων, υπήρχε και µια απουσία κοινότητας, και µια απουσία διαφορετικότητας: µεγάλες περιοχές της Ευρώπης είχαν καταστεί οµογενείς. Αυτή η διαδικασία απλώς θα επιταχυνόταν στους µήνες µετά τον πόλεµο. Αν η ολοσχερής σφαγή ολόκληρων κοινοτήτων έκανε το τοπίο να φαντάζει απόκοσµο στους εξωτερικούς παρατηρητές, ήταν ακόµα πιο αποπροσανατολιστική για τους ελάχιστους που εξακολουθούσαν να ζουν µέσα στο κενό. Οι επιζώντες της σφαγής του Οραντούρ-σιρ-Γκλαν στην περιοχή Λιµουζέν της Γαλλίας, για παράδειγµα, δεν έχουν ποτέ εξοικειωθεί µε αυτό που τους συνέβη. Το καλοκαίρι του 1944, σε αντίποινα για τη δράση της τοπικής Αντίστασης, όλοι οι άντρες της κωµόπολης συγκεντρώθηκαν και εκτελέστηκαν. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν µέσα στην εκκλησία και στη συνέχεια πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεµο οι Αρχές αποφάσισαν να µην ξαναχτίσουν το χωριό, αλλά να φτιάξουν ένα καινούργιο εκεί κοντά - το ίδιο το Οραντούρ θα διατηρείτο για πάντα ακριβώς όπως ήταν την ηµέρα της σφαγής. Ακόµα και σήµερα είναι µια πόλη-φάντασµα.
Παρόμοιες σφαγές, εξίσου βάρβαρες, συνέβησαν σε αµέτρητες τοπικές κοινότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η πιο γνωστή ίσως απ’ όλες αυτές ήταν εκείνη στο Λίντιτσε της Τσεχοσλοβακίας, όπου ολόκληρος ο άρρην πληθυσµός εκτελέστηκε σε αντίποινα για τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ, του Γερµανού βοηθού διοικητή του Προτεκτοράτου του Ράιχ στη Βοηµία και τη Μοραβία. Τα παιδιά του χωριού στάλθηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τσέλµνο, όπου θανατώθηκαν µε αέρια, και οι γυναίκες κλείστηκαν στο Ράβενσµπρουκ ως εργάτριες-δούλες. Το ίδιο το χωριό πυρπολήθηκε και ισοπεδώθηκε και τα µπάζα αποµακρύνθηκαν για να επιτραπεί στο χορτάρι να αναπτυχθεί εκεί όπου άλλοτε έστεκαν τα κτίρια. Ο σκοπός της σφαγής δεν ήταν απλώς να τιµωρηθεί η τοπική κοινότητα επειδή αντιστάθηκε στην κατοχή, αλλά να εξαλειφθεί τελείως, σαν να µην είχε υπάρξει ποτέ. Οι Γερµανοί χρησιµοποίησαν στη συνέχεια τη συστηµατική καταστροφή του χωριού ως µια «διαφήµιση» του τι θα συνέβαινε σε οποιοδήποτε άλλο χωριό θα βρισκόταν να έχει έστω και µακρινή εµπλοκή µε δραστηριότητες της Αντίστασης. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος τέτοιας ολοκληρωτικής εξάλειψης µιας κοινότητας δεν θα πρέπει να υποτιµηθεί. Το 1945, έπειτα από την απελευθέρωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι επιζήσασες γυναίκες του Λίντιτσε κατευθύνθηκαν και πάλι προς το χωριό τους. ∆εν γνώριζαν τι είχε συµβεί στην κοινότητά τους έως ότου συνάντησαν Τσέχους στρατιώτες στα σύνορα.
Μία απ’ αυτές τις γυναίκες, η Μιλοσλάβα Καλίµποβα, περιέγραψε αργότερα την αντίδρασή της: «Οι στρατιώτες χαµήλωσαν τα κεφάλια τους και πολλοί από αυτούς είχαν δάκρυα στα µάτια. Είπαµε, “Ω, όχι! Μη µας λέτε ότι τα χειρότερα είναι µπροστά µας...”. Ενας από τους στρατιώτες µού µίλησε και έµαθα απ’ αυτόν ότι πριν από τρία χρόνια όλοι οι άντρες είχαν εκτελεστεί. [...]. Να σκοτώσουν µικρά αγόρια! Να σκοτώσουν όλους τους άνδρες κατ’ αυτόν τον τρόπο! Και, το χειρότερο απ’ όλα, να ρίξουν αέρια στα παιδιά! Ηταν ένα τεράστιο σοκ». Οταν έφτασε στο χωριό, βρήκε «µόνο γυµνές πεδιάδες». Τίποτε από το αρχικό χωριό δεν υπήρχε, εκτός από τη δική της ανάµνηση και τις αναµνήσεις των άλλων επιζωσών που ήταν µαζί της.
Η καταστροφή κωµοπόλεων και χωριών ήταν µια απώλεια όχι µόνο για τους επιζήσαντες κατοίκους εκείνων των τόπων, αλλά και για τη συνολική γύρω περιοχή και, κατ’ επέκταση, για ολόκληρη την ήπειρο, η οποία, σύµφωνα µε τα λόγια του Αντουάν ντε Σεν Εξιπερί, στερήθηκε ένα «φορτίο αναµνήσεων [...], µία συστάδα παραδόσεων». Το Λίντιτσε, όπως και χιλιάδες άλλα χωριά, έσβησε σαν ένα φως. Για την κατάσταση µετά τη λήξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου θα κάνουµε ορισµένα ακόµα αφιερώµατα, όπου ανάγλυφα θα γνωρίσουµε µελανές άγνωστες πτυχές του που καθόρισαν τη ζωή της Ευρώπης έκτοτε.