Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός της Τουρκίας μέσω... σίριαλ
Απομαγνητοφωνήσεως το ανάγνωσμα, με θέμα της ραδιοφωνικής μας εκπομπής: «Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός της Τουρκίας», το οποίο αναπτύξαμε μαζί με τον συνεργάτη μου, συγγραφέα και δημοσιογράφο Λεωνίδα Αποσκίτη, αποκαλύπτοντας την ήπια εισβολή της Αγκυρας στον κόσμο του παγκόσμιου θεάματος και τη θέση μιας ιστορίας και ενός λαού που πρόσφερε την έννοια «βαρβαρότης» σε όλες τις πτώσεις και καταπτώσεις της Ιστορίας. Απέναντί μας έχουμε μια Τουρκία ιδιαίτερα επικίνδυνη, που διεκδικεί ελληνική γη και θάλασσα, ήδη κατέχει παράνομα κυπριακό έδαφος και έχει «γκριζάρει» μεγάλο μέρος του Ανατολικού Αιγαίου.
Η «σύμμαχος» γειτονική χώρα γνωρίζει πολύ καλά, πέρα από τη χρήση της βίας, των εξανδραποδισμών και των εκβιασμών, την αξία αυτού που στις διεθνείς σχέσεις αποκαλείται σήμερα soſt power, «ήπια ισχύς». Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Joseph Nye, ο οποίος επινόησε τον όρο στα τέλη της δεκαετίας του ’80, πρόκειται για «τη μορφή εξουσίας που πείθει τους άλλους να επιθυμούν αυτό που επιθυμείς αντί να τους εξαναγκάζει. Πρόκειται, κατά βάση, για έναν έμμεσο τρόπο προβολής ισχύος».
Η πρακτική αυτή, με την προβολή της ανωτερότητας του πολιτισμού, του τρόπου ζωής και του «αδιάφθορου» πολιτικού ήθους, ήταν από τους στυλοβάτες της αμερικανικής ηγεμονίας μαζί με τα αεροπλανοφόρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι προσφάτως.
Σήμερα, που η αμερικανική υπερδύναμη παρουσιάζει σημεία κόπωσης και παρακμής, η Αγκυρα είναι η πρώτη στην περιοχή που το έχει καταλάβει αυτό και κάνει ό,τι μπορεί για να το εκμεταλλευτεί.
Οι Αμερικανοί δεν είναι πλέον οι μόνοι παγκόσμιοι ηγέτες, ούτε η μαζική κουλτούρα του χάμπουργκερ και της CocaCola είναι η μαζική κουλτούρα του κόσμου, όπως άλλοτε. Η παγκόσμια «ήπια δύναμη» που ενσαρκώνει η ποπ κουλτούρα αναβλύζει και από άλλα μέρη, εκτός Χόλιγουντ, όπως το Πεκίνο (Κίνα), η Βομβάη (Ινδία), η Σεούλ (Νότια Κορέα) και, βέβαια, η Κωνσταντινούπολη στην Τουρκία.
Αυτό που πρέπει σοβαρά να μας απασχολεί είναι ότι η Τουρκία, πέρα από «ταραξίας» της περιοχής είναι μια χώρα με μεγάλη δυναμική, λόγω της νεαρής και πολλών καταγωγών δημογραφίας της. Μια σύνθετη χώρα, με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, «που σφύζει από δημιουργικότητα, αναπλάθεται ολόκληρη με ρυθμούς πυρετώδεις τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού», όπως επισημαίνει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς («Καθημερινή», 15/9/2019).
Η εικόνα που δίνουν σήμερα οι Τούρκοι στους εκατομμύρια επισκέπτες τους είναι αυτή ενός λαού περήφανου γι’ αυτό που είναι και που έχει «προσλάβει» τη ∆ύση και τα «φώτα» της με τον δικό του τρόπο, χωρίς τον μηδενισμό και τον αμοραλισμό που τη διακρίνουν, λέει ο Γιανναράς.
Εν αντιθέσει με εμάς, τους Ελληνες, που προσπαθούμε με το ζόρι να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, «Ευρωπαίοι», βυθισμένοι στο κιτσαριό και τον εθνομηδενισμό.
Από το Μπουένος Αϊρες μέχρι την Τζακάρτα και από τη Μαδρίτη μέχρι τη Μόσχα, όλοι αναφέρονται στο είδος των διεθνών τηλεοπτικών σίριαλ που παράγονται στην Πόλη, γνωστά ως dizi, και τα οποία είναι πολύ δημοφιλή.
Η ερμηνεία του είδους του τουρκικού dizi γίνεται πολλές φορές ως «τουρκική σαπουνόπερα», «τουρκικό δράμα» ή «τουρκική τηλενουβέλα», αλλά είναι κάτι πέρα και από αυτά. Το είδος του dizi ξεχωρίζει από τη σαπουνόπερα ή την τηλενουβέλα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Για το ζήτημα αυτό και την αλλαγή των διεθνών στερεοτύπων μάς ενημερώνει η Fatima Bhutto (Φατιμά Μπούτο), συγγραφέας του βιβλίου «New kings of the world». Από τα σχετικά αποσπάσματα του βιβλίου της και την αρθρογραφία της στον «Guardian» (13 Σεπτ. 2019) μάς πληροφορεί για το πώς η τουρκική τηλεόραση κατακτά τον κόσμο («How Turkish TV is taking over the world»): «Χάρη στις διεθνείς πωλήσεις και την παγκόσμια θεαματικότητα, η Τουρκία είναι δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στην παγκόσμια διανομή τηλεοπτικών προγραμμάτων έχοντας τεράστιο κοινό στη Ρωσία, την Κίνα, την Κορέα και τη Λατινική Αμερική. Σήμερα, η Χιλή είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής dizi από πλευράς αριθμού πωλήσεων προγραμμάτων, ενώ το Μεξικό και μετά η Αργεντινή πληρώνουν τα περισσότερα για να τα αγοράσουν».
Τα σενάρια των dizi, τα οποία έχουν καλύψει τα πάντα, από πολέμους συμμοριών μέχρι ραδιουργίες συζύγων του σουλτάνου, είναι ένα μείγμα «Ντίκενς και Αδελφών Μπροντέ», όπως λέει ο Eset, νεαρός Κωνσταντινουπολίτης σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών.
Σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, όπου έχει ανοίξει δραματικά η ψαλίδα ανάμεσα στις ελίτ και τις λαϊκές μάζες, αυτό που παράγει για την τηλεόραση η Τουρκία δεν είναι ένα συνηθισμένο τηλερομάντζο των καλών εποχών, αλλά ένα προϊόν που συνδυάζει τον αγώνα της επιβίωσης μέσα σε αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, με τις συναισθηματικές ιστορίες και τη ρομαντική αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος.Η Τουρκία έχει γίνει εξπέρ στο να πουλάει πολλές και διαφορετικές εκδοχές της Σταχτοπούτας και του παρελθόντος της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε μια αλληλοσύνδεση διαφορετικών μορφών αφήγησης, όπως μουσικής, εικόνας και κειμένου. Eνα από τα πιο επιτυχημένα τουρκικά σίριαλ στο Netfl ix αντιγράφει την πλοκή γύρω από τα μυστικά τάγματα των βιβλίων και των αντίστοιχων ταινιών του Dan Brown, με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς. Η αντιπρόεδρος διεθνών παραγωγών του Netfl ix ανακοίνωσε ότι η ανταπόκριση των φαν από όλο τον κόσμο γι’ αυτή την επική σειρά φαντασίας με τίτλο «Χακάν, ο προστάτης» είναι τεράστια.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο εν λόγω σίριαλ, που προβλήθηκε σε... 190 χώρες, παίζει η Κωνσταντινούπολη του Βυζαντίου, των ημερών της Αλωσης, της οθωμανικής περιόδου των μύθων και των θρύλων για την ΑγιαΣοφιά. Η πόλη αυτή των 15 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου η Ανατολή συναντά τη ∆ύση και το παρελθόν το παρόν, έχει γίνει το μεγάλο ατού των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών.
Αυτό που θέλουν να δείξουν οι εγκέφαλοι της τουρκικής πολιτιστικής διπλωματίας είναι ότι εκείνο που ήταν στον 20ό αιώνα οι ΗΠΑ και η εικόνα αυτή περνούσε από τις παραγωγές του Χόλιγουντ ήταν κάποτε η οθωμανική αυτοκρατορία, μιλώντας για το στοιχείο της οικειότητας που νιώθουν πολίτες διαφόρων χωρών με το «τουρκικό πολιτιστικό περιβάλλον». Η Τουρκία, ως «έθνος αυτοκρατορίας», μοιράζεται με τις περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και τις ανατολικές ευρωπαϊκές περιοχές μια παρόμοια αισθητική μνήμη μαζί με κοινούς κοινωνικούς κώδικες.
Οι λατινοαμερικανικές και οι ασιατικές χώρες έχουν επίσης πολιτιστικές συγγένειες με τον τουρκικό κόσμο, με διαφορετικούς τρόπους.
∆εδομένης της μεσογειακής τους κληρονομιάς, οι λατινοαμερικανικές χώρες απολαμβάνουν τις οικογενειακές σκηνές με παρόμοιο φαγητό ή στερεότυπα συμπεριφοράς ανάλογα με τα δικά τους. Για τους Ασιάτες τηλεθεατές, το τουρκικό πολιτιστικό τοπίο προσφέρει επίσης ένα συγγενές αξιακό σύστημα ως προς τους ρόλους των φύλων και των τάξεων, αλλά και μια παρόμοια στάση απέναντι στον δυτικό κόσμο και τις τραυματικές εμπειρίες του «εκσυγχρονισμού» που έχει επιβάλει.
Η «σύμμαχος» γειτονική χώρα γνωρίζει πολύ καλά, πέρα από τη χρήση της βίας, των εξανδραποδισμών και των εκβιασμών, την αξία αυτού που στις διεθνείς σχέσεις αποκαλείται σήμερα soſt power, «ήπια ισχύς». Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Joseph Nye, ο οποίος επινόησε τον όρο στα τέλη της δεκαετίας του ’80, πρόκειται για «τη μορφή εξουσίας που πείθει τους άλλους να επιθυμούν αυτό που επιθυμείς αντί να τους εξαναγκάζει. Πρόκειται, κατά βάση, για έναν έμμεσο τρόπο προβολής ισχύος».
Η πρακτική αυτή, με την προβολή της ανωτερότητας του πολιτισμού, του τρόπου ζωής και του «αδιάφθορου» πολιτικού ήθους, ήταν από τους στυλοβάτες της αμερικανικής ηγεμονίας μαζί με τα αεροπλανοφόρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι προσφάτως.
Σήμερα, που η αμερικανική υπερδύναμη παρουσιάζει σημεία κόπωσης και παρακμής, η Αγκυρα είναι η πρώτη στην περιοχή που το έχει καταλάβει αυτό και κάνει ό,τι μπορεί για να το εκμεταλλευτεί.
Οι Αμερικανοί δεν είναι πλέον οι μόνοι παγκόσμιοι ηγέτες, ούτε η μαζική κουλτούρα του χάμπουργκερ και της CocaCola είναι η μαζική κουλτούρα του κόσμου, όπως άλλοτε. Η παγκόσμια «ήπια δύναμη» που ενσαρκώνει η ποπ κουλτούρα αναβλύζει και από άλλα μέρη, εκτός Χόλιγουντ, όπως το Πεκίνο (Κίνα), η Βομβάη (Ινδία), η Σεούλ (Νότια Κορέα) και, βέβαια, η Κωνσταντινούπολη στην Τουρκία.
Αυτό που πρέπει σοβαρά να μας απασχολεί είναι ότι η Τουρκία, πέρα από «ταραξίας» της περιοχής είναι μια χώρα με μεγάλη δυναμική, λόγω της νεαρής και πολλών καταγωγών δημογραφίας της. Μια σύνθετη χώρα, με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, «που σφύζει από δημιουργικότητα, αναπλάθεται ολόκληρη με ρυθμούς πυρετώδεις τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού», όπως επισημαίνει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς («Καθημερινή», 15/9/2019).
Η εικόνα που δίνουν σήμερα οι Τούρκοι στους εκατομμύρια επισκέπτες τους είναι αυτή ενός λαού περήφανου γι’ αυτό που είναι και που έχει «προσλάβει» τη ∆ύση και τα «φώτα» της με τον δικό του τρόπο, χωρίς τον μηδενισμό και τον αμοραλισμό που τη διακρίνουν, λέει ο Γιανναράς.
Εν αντιθέσει με εμάς, τους Ελληνες, που προσπαθούμε με το ζόρι να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, «Ευρωπαίοι», βυθισμένοι στο κιτσαριό και τον εθνομηδενισμό.
Από το Μπουένος Αϊρες μέχρι την Τζακάρτα και από τη Μαδρίτη μέχρι τη Μόσχα, όλοι αναφέρονται στο είδος των διεθνών τηλεοπτικών σίριαλ που παράγονται στην Πόλη, γνωστά ως dizi, και τα οποία είναι πολύ δημοφιλή.
Η ερμηνεία του είδους του τουρκικού dizi γίνεται πολλές φορές ως «τουρκική σαπουνόπερα», «τουρκικό δράμα» ή «τουρκική τηλενουβέλα», αλλά είναι κάτι πέρα και από αυτά. Το είδος του dizi ξεχωρίζει από τη σαπουνόπερα ή την τηλενουβέλα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Για το ζήτημα αυτό και την αλλαγή των διεθνών στερεοτύπων μάς ενημερώνει η Fatima Bhutto (Φατιμά Μπούτο), συγγραφέας του βιβλίου «New kings of the world». Από τα σχετικά αποσπάσματα του βιβλίου της και την αρθρογραφία της στον «Guardian» (13 Σεπτ. 2019) μάς πληροφορεί για το πώς η τουρκική τηλεόραση κατακτά τον κόσμο («How Turkish TV is taking over the world»): «Χάρη στις διεθνείς πωλήσεις και την παγκόσμια θεαματικότητα, η Τουρκία είναι δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στην παγκόσμια διανομή τηλεοπτικών προγραμμάτων έχοντας τεράστιο κοινό στη Ρωσία, την Κίνα, την Κορέα και τη Λατινική Αμερική. Σήμερα, η Χιλή είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής dizi από πλευράς αριθμού πωλήσεων προγραμμάτων, ενώ το Μεξικό και μετά η Αργεντινή πληρώνουν τα περισσότερα για να τα αγοράσουν».
Τα σενάρια των dizi, τα οποία έχουν καλύψει τα πάντα, από πολέμους συμμοριών μέχρι ραδιουργίες συζύγων του σουλτάνου, είναι ένα μείγμα «Ντίκενς και Αδελφών Μπροντέ», όπως λέει ο Eset, νεαρός Κωνσταντινουπολίτης σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών.
Σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, όπου έχει ανοίξει δραματικά η ψαλίδα ανάμεσα στις ελίτ και τις λαϊκές μάζες, αυτό που παράγει για την τηλεόραση η Τουρκία δεν είναι ένα συνηθισμένο τηλερομάντζο των καλών εποχών, αλλά ένα προϊόν που συνδυάζει τον αγώνα της επιβίωσης μέσα σε αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, με τις συναισθηματικές ιστορίες και τη ρομαντική αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος.Η Τουρκία έχει γίνει εξπέρ στο να πουλάει πολλές και διαφορετικές εκδοχές της Σταχτοπούτας και του παρελθόντος της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε μια αλληλοσύνδεση διαφορετικών μορφών αφήγησης, όπως μουσικής, εικόνας και κειμένου. Eνα από τα πιο επιτυχημένα τουρκικά σίριαλ στο Netfl ix αντιγράφει την πλοκή γύρω από τα μυστικά τάγματα των βιβλίων και των αντίστοιχων ταινιών του Dan Brown, με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς. Η αντιπρόεδρος διεθνών παραγωγών του Netfl ix ανακοίνωσε ότι η ανταπόκριση των φαν από όλο τον κόσμο γι’ αυτή την επική σειρά φαντασίας με τίτλο «Χακάν, ο προστάτης» είναι τεράστια.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο εν λόγω σίριαλ, που προβλήθηκε σε... 190 χώρες, παίζει η Κωνσταντινούπολη του Βυζαντίου, των ημερών της Αλωσης, της οθωμανικής περιόδου των μύθων και των θρύλων για την ΑγιαΣοφιά. Η πόλη αυτή των 15 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου η Ανατολή συναντά τη ∆ύση και το παρελθόν το παρόν, έχει γίνει το μεγάλο ατού των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών.
Αυτό που θέλουν να δείξουν οι εγκέφαλοι της τουρκικής πολιτιστικής διπλωματίας είναι ότι εκείνο που ήταν στον 20ό αιώνα οι ΗΠΑ και η εικόνα αυτή περνούσε από τις παραγωγές του Χόλιγουντ ήταν κάποτε η οθωμανική αυτοκρατορία, μιλώντας για το στοιχείο της οικειότητας που νιώθουν πολίτες διαφόρων χωρών με το «τουρκικό πολιτιστικό περιβάλλον». Η Τουρκία, ως «έθνος αυτοκρατορίας», μοιράζεται με τις περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και τις ανατολικές ευρωπαϊκές περιοχές μια παρόμοια αισθητική μνήμη μαζί με κοινούς κοινωνικούς κώδικες.
Οι λατινοαμερικανικές και οι ασιατικές χώρες έχουν επίσης πολιτιστικές συγγένειες με τον τουρκικό κόσμο, με διαφορετικούς τρόπους.
∆εδομένης της μεσογειακής τους κληρονομιάς, οι λατινοαμερικανικές χώρες απολαμβάνουν τις οικογενειακές σκηνές με παρόμοιο φαγητό ή στερεότυπα συμπεριφοράς ανάλογα με τα δικά τους. Για τους Ασιάτες τηλεθεατές, το τουρκικό πολιτιστικό τοπίο προσφέρει επίσης ένα συγγενές αξιακό σύστημα ως προς τους ρόλους των φύλων και των τάξεων, αλλά και μια παρόμοια στάση απέναντι στον δυτικό κόσμο και τις τραυματικές εμπειρίες του «εκσυγχρονισμού» που έχει επιβάλει.