Αναµνήσεις από τη λίστα Λαγκάρντ
Το όνοµα οφείλεται στην τότε υπουργό Οικονοµικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία παρέδωσε τη λίστα στο ελληνικό κράτος τον Οκτώβριο του 2010
Λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, ξεχασµένες και απαξιωµένες από όλες τις κυβερνήσεις. Ιούνιο και Οκτώβριο του 2019 αρχειοθετούνται και µε τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών αποφεύγονται διώξεις και πρόστιµα των εµπλεκοµένων. Μιλάµε για τη λίστα Λαγκάρντ ή κατάλογο Λαγκάρντ ή λίστα Φαλτσιανί, έναν ειδικό κατάλογο Ελλήνων καταθετών στην τράπεζα HSBC της Ελβετίας. Ο κατάλογος, παρότι ήταν προϊόν υποκλοπής, περιήλθε στις µυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας, από εκεί στο γαλλικό υπουργείο Οικονοµικών και στη συνέχεια, κατά το µέρος που αφορούσε Ελληνες καταθέτες, έφθασε στον Ελληνα υπουργό Οικονοµικών.
Το όνοµα οφείλεται στην τότε υπουργό Οικονοµικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία παρέδωσε τη λίστα στο ελληνικό κράτος τον Οκτώβριο του 2010, γεγονός που επαναλήφθηκε τον ∆εκέµβριο του 2012, παραµονές Χριστουγέννων. Το ότι η λίστα αναφέρεται διεθνώς και ως λίστα Φαλτσιανί οφείλεται στο όνοµα του υποκλέψαντος το συγκεκριµένο τραπεζικό αρχείο καταθετών, που αφορά την τελευταία δεκαετία µέχρι το έτος 2007.
Σύμφωνα µε τα διάφορα δηµοσιεύµατα, η ύπαρξη της λίστας Λαγκάρντ αποκαλύφθηκε το καλοκαίρι του 2010, όταν οι γαλλικές µυστικές υπηρεσίες φέρονταν να ενηµέρωσαν την ελληνική ΕΥΠ και τον τότε διοικητή της, Κ. Μπίκα, ότι στο γαλλικό υπουργείο Οικονοµικών υπήρχαν ήδη κατάλογοι, σε ψηφιακή µορφή, Ελλήνων καταθετών στην Ελβετία. Στη συνέχεια ο κ. Μπίκας φέρεται να διαχειρίστηκε την όλη υπόθεση, όπου, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, υπήρξε συνεννόηση µεταξύ του ελληνικού και του γαλλικού υπουργείου Οικονοµικών, ώστε αυτό το αρχείο να φτάσει στις ελληνικές Αρχές. Έτσι, µε την εµπλοκή των µυστικών υπηρεσιών, το αρχείο παραδόθηκε επίσηµα από το γαλλικό υπουργείο Οικονοµικών στον Ελληνα πρέσβη στο Παρίσι µε διαβιβαστικό έγγραφο και έφτασε τελικά τον Οκτώβριο του 2010 σε µορφή CD, εκτός διπλωµατικού σάκου, που σηµαίνει χωρίς αριθµό πρωτοκόλλου, παρακάµπτοντας έτσι το υπουργείο Εξωτερικών, και παραδόθηκε στον τότε υπουργό Οικονοµικών, Γ. Παπακωνσταντίνου. Ο τελευταίος ενηµέρωσε σχετικά το Μαξίµου, δηλαδή το Γραφείο του Πρωθυπουργού, Γ.Α. Παπανδρέου. Το CD φαίνεται να περιείχε περίπου 2.000 αρχεία Excel µε αριθµούς τραπεζικών λογαριασµών, ονόµατα δικαιούχων και σε κάποιες περιπτώσεις (δηλώσεις αναφέρουν περίπου στους µισούς από αυτούς) χρηµατικά ποσά καταθέσεων. Το συνολικό ποσό των καταθέσεων στη λίστα εκτιµάται σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
Τον ίδιο µήνα, ο Γ. Παπακωνσταντίνου επέλεξε µερικά από αυτά τα ονόµατα (οι δηλώσεις µιλούν για περίπου 10-20 ονόµατα) µε τις µεγαλύτερες καταθέσεις και τα παρέδωσε σε πρόχειρο χαρτί στον τότε ειδικό γραµµατέα του Σ∆ΟΕ, Γιάννη Καπελέρη, για να «διερευνήσει το οικονοµικό τους προφίλ». Σύµφωνα µε τον κ. Καπελέρη, σε αυτήν τη λίστα δεν υπήρχαν ονόµατα πολιτικών ή γνωστών επιχειρηµατιών, χωρίς όµως να δηλωθεί αν έγινε ή δεν έγινε σχετική έρευνα παραβατικότητας στα συγκεκριµένα ονόµατα. Τέλος, το καλοκαίρι του 2011, λίγο πριν παραιτηθεί από υπουργός Οικονοµικών, ο Γ. Παπακωνσταντίνου παρέδωσε το σύνολο της λίστας στον νέο επικεφαλής του Σ∆ΟΕ, Ι. ∆ιώτη, σε µορφή USB stick. Παρέλειψε, όµως, να την παραδώσει και στον διάδοχό του, Ευ. Βενιζέλο.
Στη συνέχεια, ο νέος υπουργός Οικονοµικών, Ευ. Βενιζέλος, δήλωσε ότι δεν παρέλαβε τέτοιο αρχείο σε CD, αλλά σε «στικάκι» από τον Ι. ∆ιώτη. Ο κ. Βενιζέλος δεν πραγµατοποίησε καµία έρευνα σχετικά µε τη λίστα, καθώς θεώρησε ότι δεν µπορεί να αξιοποιηθεί νόµιµα, παρότι αυτό είχε επιδοθεί κατά τον επισηµότερο τρόπο µε διαβιβαστικό έγγραφο. Επίσης, φέρεται να τη διατήρησε (υπεξαίρεσε) στο προσωπικό του γραφείο ακόµα και µετά την παραίτησή του από υπουργός Οικονοµικών. Τέλος, δεν την παρέδωσε στον διάδοχό του, Φ. Σαχινίδη, ως όφειλε, ούτε σε οποιονδήποτε άλλον. Τον Σεπτέµβριο του 2012 ήρθε για πρώτη φορά στη δηµοσιότητα η ύπαρξη της λίστας. Επειτα από µια αρχική σύγχυση για τη διαδροµή της και την εξαφάνισή της, ο Ευ. Βενιζέλος αποκάλυψε πως είχε ακόµη στην κατοχή του τη λίστα, την οποία και παρέδωσε στις 2 Οκτωβρίου 2012 στον πρωθυπουργό, Αντ. Σαµαρά. Παράλληλα, ο Ευ. Βενιζέλος άφησε υπόνοιες πως πιθανώς η λίστα που κατείχε να µην ήταν η αυθεντική, αλλά να είχε στην πορεία της τροποποιηθεί. Από το σηµείο αυτό και µετά άρχισαν να εγείρονται δικαιολογηµένα ερωτήµατα και αµφιβολίες περί της εγκυρότητάς της, αν δηλαδή είχε υποστεί αλλοιώσεις - αφαιρέσεις κ.λπ., αν υπάρχουν αντίγραφα και πόσα, ποιοι τα κατέχουν κ.ά. Κάτω από αυτές τις εξελίξεις, το ελληνικό εβδοµαδιαίο περιοδικό «Hot Doc» (καυτά ντοκουµέντα), που εκδίδει ο δηµοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης, δηµοσίευσε σε έκτακτη έκδοση στις 26 Οκτωβρίου 2012 έναν κατάλογο φερόµενο ως λίστα Λαγκάρντ. Αυτός περιλάµβανε 2.059 ονόµατα Ελλήνων καταθετών, χωρίς όµως να περιλαµβάνονται το ύψος των καταθέσεων εκάστου και οι αριθµοί λογαριασµών.
Τέλος, σηµειώνεται ότι στον εν λόγω κατάλογο που δηµοσιεύτηκε περιλαµβάνονται ονόµατα πολιτικών και συγγενών τους, καθώς επίσης εφοπλιστών, επιχειρηµατιών κ.λπ. που ενδεχοµένως ο κύκλος εργασιών τους να δικαιολογεί καταθέσεις στο εξωτερικό, µε δεδοµένο ότι το µεγαλύτερο µέρος της δραστηριότητάς τους γίνεται εκτός συνόρων, π.χ. εφοπλιστές, πλοιοκτήτες κ.λπ. Πλην, όµως, περιλαµβάνονται και ονόµατα Ελλήνων που δεν δικαιολογούν καταθέσεις στο εξωτερικό, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι είναι και απόλυτα παράνοµο (περιπτώσεις φοροαποφυγής). Στην τελευταία αυτή κατηγορία φέρονται να είναι δηµοσιογράφοι, ιατροί, καθηγητές, ηθοποιοί κ.ά.
Η λίστα παραδόθηκε στους οικονοµικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη. Ο υπουργός Οικονοµικών, Ι. Στουρνάρας, ζήτησε νέο αντίγραφο της λίστας από τις γαλλικές Αρχές, το οποίο και έφτασε στην Ελλάδα τον ∆εκέµβριο του 2012. Επειτα από σύγκριση της νέας λίστας µε αυτήν που παρέδωσε ο Ευ. Βενιζέλος προέκυψε ότι από την «παλιά» είχαν αφαιρεθεί 3 ονόµατα και 2 λογαριασµοί προσώπων συγγενικών του πρώην υπουργού (και αρχικού παραλήπτη της λίστας) Γ. Παπακωνσταντίνου: η ξαδέρφη του Ελένη Παπακωνσταντίνου και ο σύζυγός της, Συµεών Σικιαρίδης, καθώς και ο Ανδρέας Ρωσσώνης, σύζυγος της άλλης ξαδέρφης του πρώην υπουργού, Μαρίνας Παπακωνσταντίνου. Συνεπώς, η αυθεντική λίστα περιέχει 2.062 ονόµατα, ενώ η αλλοιωµένη 2.059. Στις 28 ∆εκεµβρίου 2012 ο Ευ. Βενιζέλος διέγραψε τον Γ. Παπακωνσταντίνου από το ΠΑΣΟΚ.
Τις βραδινές ώρες της 19ης ∆εκεµβρίου 2012, η Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας της Βουλής αποφάσισε να παραπέµψει την έρευνα για τη λίστα Λαγκάρντ στην Επιτροπή Ελέγχου Πόθεν Εσχες. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, κατά της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι Αναστάσιος Νεράντζης, Βύρων Πολύδωρας, Προκόπης Παυλόπουλος και Γιώργος Βλάχος από τη Ν.∆., ο Απόστολος Κακλαµάνης του ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Τσούκαλης της ∆ΗΜ.ΑΡ. και ο Μιχαήλ Αρβανίτης της Χρυσής Αυγής. Αντίθετα, υπέρ της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι Ζωή Κωνσταντοπούλου, Παναγιώτης Λαφαζάνης και Θεόδωρος ∆ρίτσας του ΣΥΡΙΖΑ, η Λιάνα Κανέλλη του ΚΚΕ και ο Γιάννης ∆ηµαράς των Ανεξάρτητων Ελλήνων, καθώς και ο Μανώλης Κεφαλογιάννης της Ν.∆. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχιστεί στην επιτροπή η έρευνα για το τι απέγινε το «καυτό» στικάκι τελικά απορρίφθηκε. Ο δε εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής δήλωσε ότι είχε ψηφίσει λάθος, ζητώντας επανάληψη της διαδικασίας, αίτηµα που απορρίφθηκε. Ετσι, η ψηφοφορία έληξε µε ψήφους 7 κατά, έναντι 6 υπέρ.
Το όνοµα οφείλεται στην τότε υπουργό Οικονοµικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία παρέδωσε τη λίστα στο ελληνικό κράτος τον Οκτώβριο του 2010, γεγονός που επαναλήφθηκε τον ∆εκέµβριο του 2012, παραµονές Χριστουγέννων. Το ότι η λίστα αναφέρεται διεθνώς και ως λίστα Φαλτσιανί οφείλεται στο όνοµα του υποκλέψαντος το συγκεκριµένο τραπεζικό αρχείο καταθετών, που αφορά την τελευταία δεκαετία µέχρι το έτος 2007.
Σύμφωνα µε τα διάφορα δηµοσιεύµατα, η ύπαρξη της λίστας Λαγκάρντ αποκαλύφθηκε το καλοκαίρι του 2010, όταν οι γαλλικές µυστικές υπηρεσίες φέρονταν να ενηµέρωσαν την ελληνική ΕΥΠ και τον τότε διοικητή της, Κ. Μπίκα, ότι στο γαλλικό υπουργείο Οικονοµικών υπήρχαν ήδη κατάλογοι, σε ψηφιακή µορφή, Ελλήνων καταθετών στην Ελβετία. Στη συνέχεια ο κ. Μπίκας φέρεται να διαχειρίστηκε την όλη υπόθεση, όπου, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, υπήρξε συνεννόηση µεταξύ του ελληνικού και του γαλλικού υπουργείου Οικονοµικών, ώστε αυτό το αρχείο να φτάσει στις ελληνικές Αρχές. Έτσι, µε την εµπλοκή των µυστικών υπηρεσιών, το αρχείο παραδόθηκε επίσηµα από το γαλλικό υπουργείο Οικονοµικών στον Ελληνα πρέσβη στο Παρίσι µε διαβιβαστικό έγγραφο και έφτασε τελικά τον Οκτώβριο του 2010 σε µορφή CD, εκτός διπλωµατικού σάκου, που σηµαίνει χωρίς αριθµό πρωτοκόλλου, παρακάµπτοντας έτσι το υπουργείο Εξωτερικών, και παραδόθηκε στον τότε υπουργό Οικονοµικών, Γ. Παπακωνσταντίνου. Ο τελευταίος ενηµέρωσε σχετικά το Μαξίµου, δηλαδή το Γραφείο του Πρωθυπουργού, Γ.Α. Παπανδρέου. Το CD φαίνεται να περιείχε περίπου 2.000 αρχεία Excel µε αριθµούς τραπεζικών λογαριασµών, ονόµατα δικαιούχων και σε κάποιες περιπτώσεις (δηλώσεις αναφέρουν περίπου στους µισούς από αυτούς) χρηµατικά ποσά καταθέσεων. Το συνολικό ποσό των καταθέσεων στη λίστα εκτιµάται σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
Τον ίδιο µήνα, ο Γ. Παπακωνσταντίνου επέλεξε µερικά από αυτά τα ονόµατα (οι δηλώσεις µιλούν για περίπου 10-20 ονόµατα) µε τις µεγαλύτερες καταθέσεις και τα παρέδωσε σε πρόχειρο χαρτί στον τότε ειδικό γραµµατέα του Σ∆ΟΕ, Γιάννη Καπελέρη, για να «διερευνήσει το οικονοµικό τους προφίλ». Σύµφωνα µε τον κ. Καπελέρη, σε αυτήν τη λίστα δεν υπήρχαν ονόµατα πολιτικών ή γνωστών επιχειρηµατιών, χωρίς όµως να δηλωθεί αν έγινε ή δεν έγινε σχετική έρευνα παραβατικότητας στα συγκεκριµένα ονόµατα. Τέλος, το καλοκαίρι του 2011, λίγο πριν παραιτηθεί από υπουργός Οικονοµικών, ο Γ. Παπακωνσταντίνου παρέδωσε το σύνολο της λίστας στον νέο επικεφαλής του Σ∆ΟΕ, Ι. ∆ιώτη, σε µορφή USB stick. Παρέλειψε, όµως, να την παραδώσει και στον διάδοχό του, Ευ. Βενιζέλο.
Στη συνέχεια, ο νέος υπουργός Οικονοµικών, Ευ. Βενιζέλος, δήλωσε ότι δεν παρέλαβε τέτοιο αρχείο σε CD, αλλά σε «στικάκι» από τον Ι. ∆ιώτη. Ο κ. Βενιζέλος δεν πραγµατοποίησε καµία έρευνα σχετικά µε τη λίστα, καθώς θεώρησε ότι δεν µπορεί να αξιοποιηθεί νόµιµα, παρότι αυτό είχε επιδοθεί κατά τον επισηµότερο τρόπο µε διαβιβαστικό έγγραφο. Επίσης, φέρεται να τη διατήρησε (υπεξαίρεσε) στο προσωπικό του γραφείο ακόµα και µετά την παραίτησή του από υπουργός Οικονοµικών. Τέλος, δεν την παρέδωσε στον διάδοχό του, Φ. Σαχινίδη, ως όφειλε, ούτε σε οποιονδήποτε άλλον. Τον Σεπτέµβριο του 2012 ήρθε για πρώτη φορά στη δηµοσιότητα η ύπαρξη της λίστας. Επειτα από µια αρχική σύγχυση για τη διαδροµή της και την εξαφάνισή της, ο Ευ. Βενιζέλος αποκάλυψε πως είχε ακόµη στην κατοχή του τη λίστα, την οποία και παρέδωσε στις 2 Οκτωβρίου 2012 στον πρωθυπουργό, Αντ. Σαµαρά. Παράλληλα, ο Ευ. Βενιζέλος άφησε υπόνοιες πως πιθανώς η λίστα που κατείχε να µην ήταν η αυθεντική, αλλά να είχε στην πορεία της τροποποιηθεί. Από το σηµείο αυτό και µετά άρχισαν να εγείρονται δικαιολογηµένα ερωτήµατα και αµφιβολίες περί της εγκυρότητάς της, αν δηλαδή είχε υποστεί αλλοιώσεις - αφαιρέσεις κ.λπ., αν υπάρχουν αντίγραφα και πόσα, ποιοι τα κατέχουν κ.ά. Κάτω από αυτές τις εξελίξεις, το ελληνικό εβδοµαδιαίο περιοδικό «Hot Doc» (καυτά ντοκουµέντα), που εκδίδει ο δηµοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης, δηµοσίευσε σε έκτακτη έκδοση στις 26 Οκτωβρίου 2012 έναν κατάλογο φερόµενο ως λίστα Λαγκάρντ. Αυτός περιλάµβανε 2.059 ονόµατα Ελλήνων καταθετών, χωρίς όµως να περιλαµβάνονται το ύψος των καταθέσεων εκάστου και οι αριθµοί λογαριασµών.
Τέλος, σηµειώνεται ότι στον εν λόγω κατάλογο που δηµοσιεύτηκε περιλαµβάνονται ονόµατα πολιτικών και συγγενών τους, καθώς επίσης εφοπλιστών, επιχειρηµατιών κ.λπ. που ενδεχοµένως ο κύκλος εργασιών τους να δικαιολογεί καταθέσεις στο εξωτερικό, µε δεδοµένο ότι το µεγαλύτερο µέρος της δραστηριότητάς τους γίνεται εκτός συνόρων, π.χ. εφοπλιστές, πλοιοκτήτες κ.λπ. Πλην, όµως, περιλαµβάνονται και ονόµατα Ελλήνων που δεν δικαιολογούν καταθέσεις στο εξωτερικό, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι είναι και απόλυτα παράνοµο (περιπτώσεις φοροαποφυγής). Στην τελευταία αυτή κατηγορία φέρονται να είναι δηµοσιογράφοι, ιατροί, καθηγητές, ηθοποιοί κ.ά.
Η λίστα παραδόθηκε στους οικονοµικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη. Ο υπουργός Οικονοµικών, Ι. Στουρνάρας, ζήτησε νέο αντίγραφο της λίστας από τις γαλλικές Αρχές, το οποίο και έφτασε στην Ελλάδα τον ∆εκέµβριο του 2012. Επειτα από σύγκριση της νέας λίστας µε αυτήν που παρέδωσε ο Ευ. Βενιζέλος προέκυψε ότι από την «παλιά» είχαν αφαιρεθεί 3 ονόµατα και 2 λογαριασµοί προσώπων συγγενικών του πρώην υπουργού (και αρχικού παραλήπτη της λίστας) Γ. Παπακωνσταντίνου: η ξαδέρφη του Ελένη Παπακωνσταντίνου και ο σύζυγός της, Συµεών Σικιαρίδης, καθώς και ο Ανδρέας Ρωσσώνης, σύζυγος της άλλης ξαδέρφης του πρώην υπουργού, Μαρίνας Παπακωνσταντίνου. Συνεπώς, η αυθεντική λίστα περιέχει 2.062 ονόµατα, ενώ η αλλοιωµένη 2.059. Στις 28 ∆εκεµβρίου 2012 ο Ευ. Βενιζέλος διέγραψε τον Γ. Παπακωνσταντίνου από το ΠΑΣΟΚ.
Τις βραδινές ώρες της 19ης ∆εκεµβρίου 2012, η Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας της Βουλής αποφάσισε να παραπέµψει την έρευνα για τη λίστα Λαγκάρντ στην Επιτροπή Ελέγχου Πόθεν Εσχες. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, κατά της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι Αναστάσιος Νεράντζης, Βύρων Πολύδωρας, Προκόπης Παυλόπουλος και Γιώργος Βλάχος από τη Ν.∆., ο Απόστολος Κακλαµάνης του ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Τσούκαλης της ∆ΗΜ.ΑΡ. και ο Μιχαήλ Αρβανίτης της Χρυσής Αυγής. Αντίθετα, υπέρ της συνέχισης των ερευνών ψήφισαν οι Ζωή Κωνσταντοπούλου, Παναγιώτης Λαφαζάνης και Θεόδωρος ∆ρίτσας του ΣΥΡΙΖΑ, η Λιάνα Κανέλλη του ΚΚΕ και ο Γιάννης ∆ηµαράς των Ανεξάρτητων Ελλήνων, καθώς και ο Μανώλης Κεφαλογιάννης της Ν.∆. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχιστεί στην επιτροπή η έρευνα για το τι απέγινε το «καυτό» στικάκι τελικά απορρίφθηκε. Ο δε εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής δήλωσε ότι είχε ψηφίσει λάθος, ζητώντας επανάληψη της διαδικασίας, αίτηµα που απορρίφθηκε. Ετσι, η ψηφοφορία έληξε µε ψήφους 7 κατά, έναντι 6 υπέρ.