Γαλάζιο έδαφος, η πραγµατική έννοια της ΑΟΖ
Η νέα διεθνοπολιτική πραγματικότητα είναι αναπόφευκτο ότι θα επηρεάσει και το ελληνοτουρκικό σύστημα
Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει αρκετές παθογένειες, αλλά µία σηµαντική, αν και σχετικά παραγνωρισµένη, είναι ο επαρχιωτισµός της. Το ότι δηλαδή λειτουργεί µέσα στο στενό πλαίσιο της γεωπολιτικής «γειτονιάς», σχεδόν αδιαφορώντας για το τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσµο. Όµως, το διεθνές σύστηµα είναι ένα και ενιαίο και ό,τι συµβαίνει σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσµου ασκεί επιδράσεις στο σύνολο. Ο λόγος για την ΑΟΖ και την τάση µετατροπής της σε «γαλάζιο έδαφος».
Πράγµατι, ο κοσµογονικός ανταγωνισµός που βρίσκεται εδώ και µερικά χρόνια εν εξελίξει αναφορικά µε τον έλεγχο των εγγύς ευρασιατικών υδάτων έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητος από τη δηµόσια συζήτηση στη χώρα µας. Όμως, ο ανταγωνισµός αυτός θέτει νέα δεδοµένα και στο Δίκαιο της Θάλασσας, που µε τη σειρά τους έχουν τεράστιες δυνητικές επιδράσεις στο ελληνοτουρκικό σύστηµα.
Ο εν λόγω ανταγωνισµός ξεκίνησε από τις αξιώσεις της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα. Για να το πούµε µε όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια, η Κίνα αντιλαµβάνεται ολκληρη τη Νότια Σινική Θάλασσα ως χώρο εθνικής κυριαρχίας της, ως προέκταση του εδάφους της προς τη θάλασσα. Σε µία από τις πολυπληθείς µελέτες που εκδίδονται στις ΗΠΑ αναφορικά µε τον ανταγωνισµό τους µε την Κίνα, υπό τον τίτλο «China’s vision of victory», του Jonathan D.T. Ward, το δεύτερο µέρος του βιβλίου αναφέρεται στο «Γαλάζιο Εθνικό Εδαφος» (Blue National Soil) της Κίνας, δηλαδή τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ο συσχετισμός µε τη «γαλάζια πατρίδα» της Τουρκίας είναι εµφανής. Και ας µη βιαστεί κανείς να πει ότι αυτή είναι µια κινεζική ιδιαιτερότητα. Κάτι παρόµοιο συµβαίνει και µε τη Ρωσία στον Αρκτικό. Συγκεκριµένα, η διαφαινόµενη τήξη των αρκτικών πάγων στερεί από τη Ρωσία το «Μεγάλο Παγωµένο Τείχος», που εξασφάλιζε την από Βορρά προστασία της. Έτσι, για τους Ρώσους η απόλυτη κυριαρχία στον Αρκτικό είναι µονόδροµος. Με άλλα λόγια, είναι απλώς αδιανόητο για τη Ρωσία να βρίσκονται αµερικανικά αντιτορπιλικά στα 13 ναυτικά µίλια έξω από τις σιβηριανές ακτές.
Ετσι, λοιπόν, και ο Αρκτικός αντιµετωπίζεται από τη Ρωσία σαν «γαλάζια πατρίδα». Δηλαδή, ως χώρος πλήρους εθνικής κυριαρχίας, πολύ περισσότερο από ό,τι προβλέπει το γράµµα του ισχύοντος Δικαίου της Θάλασσας για τα χωρικά ύδατα και δραµατικά περισσότερο από ό,τι προβλέπει για την ΑΟΖ.
Παρόµοιες απόψεις φαίνεται να έχουν και η Βραζιλία και η Ινδία και φυσικά οι ΗΠΑ.
Οι τελευταίες διαχρονικά αντιµετωπίζουν µια τεράστια θαλάσσια έκταση, εύρους τουλάχιστον χιλίων χιλιοµέτρων ένθεν και ένθεν των ακτών τους στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό, ως χώρο όπου µπορούν να πράξουν ό,τι απαιτείται για να εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους, αδιαφορώντας για τους περιορισµούς του Διεθνούς ∆ικαίου. Με άλλα λόγια, έχει ξεκινήσει ήδη µια διαδικασία που τείνει να µετατρέψει την ΑΟΖ, ιδιαίτερα δε στις κλειστές θάλασσες, σε χώρο σχεδόν εθνικής κυριαρχίας, περίπου ισότιµο µε τη στεριά.
Αυτή η άτυπη αναβάθµιση της ΑΟΖ φαίνεται και από το πώς η διεθνής κοινότητα είχε αντιµετωπίσει τις δοκιµαστικές εκτοξεύσεις βορειοκορεατικών βαλλιστικών πυραύλων πριν από µερικά χρόνια. Τα διεθνή ΜΜΕ (των ελληνικών συµπεριλαµβανοµένων) είχαν καυτηριάσει το γεγονός ότι οι πύραυλοι αυτοί είχαν καταλήξει στην ΑΟΖ της Ιαπωνίας. Δηλαδή, αντιµετώπισαν την ΑΟΖ όχι ως χώρο αποκλειστικής άσκησης οικονοµικών δικαιωµάτων, αλλά ως χώρο σχεδόν εθνικής κυριαρχίας.
Αυτή η νέα διεθνοπολιτική πραγµατικότητα είναι αναπόφευκτο ότι θα επηρεάσει και το ελληνοτουρκικό σύστηµα. Για την ακρίβεια, ήδη το επηρεάζει. Ο όρος «γαλάζια πατρίδα» που χρησιµοποιεί η Τουρκία είναι επιδεικτικά ξεκάθαρος για το πώς αντιλαµβάνεται η Άγκυρα το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αναλυτικότερα, η άτυπη µετατροπή της ΑΟΖ σε χώρο εθνικής κυριαρχίας αυτοµάτως τοποθετεί την Τουρκία και την Ελλάδα σε µια γεωπολιτική δυσαρµονία, πρωτοφανή στην ιστορία των δύο χωρών.
Με βάση τη δυναµική του «γαλάζιου εθνικού εδάφους» που διαµορφώνεται διεθνώς, αν η Τουρκία επιτύχει να µην έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα τα ελληνικά νησιά ή επιβάλει στην Ελλάδα να µην ασκεί σε αυτά τα κυριαρχικά της δικαιώµατα, τότε προκύπτει σοβαρό πρόβληµα εθνικής κυριαρχίας. Κι αυτό λόγω των γεωπολιτικών ζυµώσεων που βρίσκονται σήµερα εν εξελίξει διεθνώς και τείνουν να µετατρέψουν -ατύπως, πλην αποφασιστικώς- την ΑΟΖ σε χώρο περίπου εθνικής κυριαρχίας.
Αν τα ελληνικά νησιά (συµπεριλαµβανοµένης της Κρήτης) στερηθούν την ΑΟΖ τους, µετατρέπονται σε χώρο ασαφούς κυριαρχίας. Κατά κάποιον τρόπο «ιµιοποιούνται». Εποµένως, όλο το Αιγαίο µεταβάλλεται σε µια «γκρίζα ζώνη» και, στη χειρότερη, ενσωµατώνεται σε τουρκικό «θαλάσσιο έδαφος». Στην τελευταία περίπτωση -ακόµη και υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις-, πολλά ελληνικά νησιά θα γίνουν κάτι σαν το Λεσότο στη Νότιο Αφρική. Δηλαδή, θα είναι θύλακοι µέσα στον χώρο εθνικής κυριαρχίας του αντιπάλου.
Στην πράξη, από τη στιγµή που τα νησιά δεν θα έχουν κυριαρχικά δικαιώµατα, θα θεωρούνται προεκτάσεις του «περιβάλλοντος κράτους», δηλαδή της Τουρκίας, µε ό,τι αυτό σηµαίνει και για την εθνική κυριαρχία επί των ίδιων των νησιών. Με άλλα λόγια, η νέα διεθνής πραγµατικότητα στις κλειστές θάλασσες του πλανήτη τείνει να ενοποιήσει τη στεριά µε τη θάλασσα σε µια ενιαία και αδιαίρετη ενότητα, µε αποτέλεσµα, αν χαθεί ή «γκριζάρει» το θαλάσσιο κοµµάτι αυτής της ενότητας, να «γκριζάρεται» και το χερσαίο.
Δυστυχώς, αυτή η νέα, δυνητική διεθνής γεωπολιτική πραγµατικότητα έχει περάσει απαρατήρητη (;) από τις ελληνικές ελίτ, µε αποτέλεσµα στο ελληνικό σύστηµα εξουσίας να κυριαρχούν τραγικά επικίνδυνες αντιλήψεις. Αντιλήψεις που προωθούν την άποψη ότι οφείλουµε να αντιληφθούµε «την αλήθεια των άλλων», δηλαδή της Τουρκίας, και να συµβιβαστούµε ή, στην καλύτερη περίπτωση, να εγκαταλείπουµε στην πράξη τα νόµιµα κυριαρχικά δικαιώµατα των νησιών µας.
Η πολιτική της µη άσκησης των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωµάτων, χάριν, υποτίθεται, µετριοπάθειας, όπως είναι η µη ανακήρυξη ΑΟΖ και η µη επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά µίλια, καθίσταται πλέον εγκληµατικά επικίνδυνη. Από τη στιγµή που οι εγγύς θάλασσες τείνουν να µετατραπούν σε προέκταση της στεριάς, αν δεν τις αντιµετωπίζεις ως τέτοιες, τότε ατύπως περνάς το µήνυµα ότι ούτε οι στεριές είναι δικές σου. Και αν δεν είναι δικές σου, είναι κάποιου άλλου. Τόσο απλά.
Πράγµατι, ο κοσµογονικός ανταγωνισµός που βρίσκεται εδώ και µερικά χρόνια εν εξελίξει αναφορικά µε τον έλεγχο των εγγύς ευρασιατικών υδάτων έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητος από τη δηµόσια συζήτηση στη χώρα µας. Όμως, ο ανταγωνισµός αυτός θέτει νέα δεδοµένα και στο Δίκαιο της Θάλασσας, που µε τη σειρά τους έχουν τεράστιες δυνητικές επιδράσεις στο ελληνοτουρκικό σύστηµα.
Ο εν λόγω ανταγωνισµός ξεκίνησε από τις αξιώσεις της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα. Για να το πούµε µε όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια, η Κίνα αντιλαµβάνεται ολκληρη τη Νότια Σινική Θάλασσα ως χώρο εθνικής κυριαρχίας της, ως προέκταση του εδάφους της προς τη θάλασσα. Σε µία από τις πολυπληθείς µελέτες που εκδίδονται στις ΗΠΑ αναφορικά µε τον ανταγωνισµό τους µε την Κίνα, υπό τον τίτλο «China’s vision of victory», του Jonathan D.T. Ward, το δεύτερο µέρος του βιβλίου αναφέρεται στο «Γαλάζιο Εθνικό Εδαφος» (Blue National Soil) της Κίνας, δηλαδή τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ο συσχετισμός µε τη «γαλάζια πατρίδα» της Τουρκίας είναι εµφανής. Και ας µη βιαστεί κανείς να πει ότι αυτή είναι µια κινεζική ιδιαιτερότητα. Κάτι παρόµοιο συµβαίνει και µε τη Ρωσία στον Αρκτικό. Συγκεκριµένα, η διαφαινόµενη τήξη των αρκτικών πάγων στερεί από τη Ρωσία το «Μεγάλο Παγωµένο Τείχος», που εξασφάλιζε την από Βορρά προστασία της. Έτσι, για τους Ρώσους η απόλυτη κυριαρχία στον Αρκτικό είναι µονόδροµος. Με άλλα λόγια, είναι απλώς αδιανόητο για τη Ρωσία να βρίσκονται αµερικανικά αντιτορπιλικά στα 13 ναυτικά µίλια έξω από τις σιβηριανές ακτές.
Ετσι, λοιπόν, και ο Αρκτικός αντιµετωπίζεται από τη Ρωσία σαν «γαλάζια πατρίδα». Δηλαδή, ως χώρος πλήρους εθνικής κυριαρχίας, πολύ περισσότερο από ό,τι προβλέπει το γράµµα του ισχύοντος Δικαίου της Θάλασσας για τα χωρικά ύδατα και δραµατικά περισσότερο από ό,τι προβλέπει για την ΑΟΖ.
Παρόµοιες απόψεις φαίνεται να έχουν και η Βραζιλία και η Ινδία και φυσικά οι ΗΠΑ.
Οι τελευταίες διαχρονικά αντιµετωπίζουν µια τεράστια θαλάσσια έκταση, εύρους τουλάχιστον χιλίων χιλιοµέτρων ένθεν και ένθεν των ακτών τους στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό, ως χώρο όπου µπορούν να πράξουν ό,τι απαιτείται για να εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους, αδιαφορώντας για τους περιορισµούς του Διεθνούς ∆ικαίου. Με άλλα λόγια, έχει ξεκινήσει ήδη µια διαδικασία που τείνει να µετατρέψει την ΑΟΖ, ιδιαίτερα δε στις κλειστές θάλασσες, σε χώρο σχεδόν εθνικής κυριαρχίας, περίπου ισότιµο µε τη στεριά.
Αυτή η άτυπη αναβάθµιση της ΑΟΖ φαίνεται και από το πώς η διεθνής κοινότητα είχε αντιµετωπίσει τις δοκιµαστικές εκτοξεύσεις βορειοκορεατικών βαλλιστικών πυραύλων πριν από µερικά χρόνια. Τα διεθνή ΜΜΕ (των ελληνικών συµπεριλαµβανοµένων) είχαν καυτηριάσει το γεγονός ότι οι πύραυλοι αυτοί είχαν καταλήξει στην ΑΟΖ της Ιαπωνίας. Δηλαδή, αντιµετώπισαν την ΑΟΖ όχι ως χώρο αποκλειστικής άσκησης οικονοµικών δικαιωµάτων, αλλά ως χώρο σχεδόν εθνικής κυριαρχίας.
Αυτή η νέα διεθνοπολιτική πραγµατικότητα είναι αναπόφευκτο ότι θα επηρεάσει και το ελληνοτουρκικό σύστηµα. Για την ακρίβεια, ήδη το επηρεάζει. Ο όρος «γαλάζια πατρίδα» που χρησιµοποιεί η Τουρκία είναι επιδεικτικά ξεκάθαρος για το πώς αντιλαµβάνεται η Άγκυρα το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αναλυτικότερα, η άτυπη µετατροπή της ΑΟΖ σε χώρο εθνικής κυριαρχίας αυτοµάτως τοποθετεί την Τουρκία και την Ελλάδα σε µια γεωπολιτική δυσαρµονία, πρωτοφανή στην ιστορία των δύο χωρών.
Με βάση τη δυναµική του «γαλάζιου εθνικού εδάφους» που διαµορφώνεται διεθνώς, αν η Τουρκία επιτύχει να µην έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα τα ελληνικά νησιά ή επιβάλει στην Ελλάδα να µην ασκεί σε αυτά τα κυριαρχικά της δικαιώµατα, τότε προκύπτει σοβαρό πρόβληµα εθνικής κυριαρχίας. Κι αυτό λόγω των γεωπολιτικών ζυµώσεων που βρίσκονται σήµερα εν εξελίξει διεθνώς και τείνουν να µετατρέψουν -ατύπως, πλην αποφασιστικώς- την ΑΟΖ σε χώρο περίπου εθνικής κυριαρχίας.
Αν τα ελληνικά νησιά (συµπεριλαµβανοµένης της Κρήτης) στερηθούν την ΑΟΖ τους, µετατρέπονται σε χώρο ασαφούς κυριαρχίας. Κατά κάποιον τρόπο «ιµιοποιούνται». Εποµένως, όλο το Αιγαίο µεταβάλλεται σε µια «γκρίζα ζώνη» και, στη χειρότερη, ενσωµατώνεται σε τουρκικό «θαλάσσιο έδαφος». Στην τελευταία περίπτωση -ακόµη και υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις-, πολλά ελληνικά νησιά θα γίνουν κάτι σαν το Λεσότο στη Νότιο Αφρική. Δηλαδή, θα είναι θύλακοι µέσα στον χώρο εθνικής κυριαρχίας του αντιπάλου.
Στην πράξη, από τη στιγµή που τα νησιά δεν θα έχουν κυριαρχικά δικαιώµατα, θα θεωρούνται προεκτάσεις του «περιβάλλοντος κράτους», δηλαδή της Τουρκίας, µε ό,τι αυτό σηµαίνει και για την εθνική κυριαρχία επί των ίδιων των νησιών. Με άλλα λόγια, η νέα διεθνής πραγµατικότητα στις κλειστές θάλασσες του πλανήτη τείνει να ενοποιήσει τη στεριά µε τη θάλασσα σε µια ενιαία και αδιαίρετη ενότητα, µε αποτέλεσµα, αν χαθεί ή «γκριζάρει» το θαλάσσιο κοµµάτι αυτής της ενότητας, να «γκριζάρεται» και το χερσαίο.
Δυστυχώς, αυτή η νέα, δυνητική διεθνής γεωπολιτική πραγµατικότητα έχει περάσει απαρατήρητη (;) από τις ελληνικές ελίτ, µε αποτέλεσµα στο ελληνικό σύστηµα εξουσίας να κυριαρχούν τραγικά επικίνδυνες αντιλήψεις. Αντιλήψεις που προωθούν την άποψη ότι οφείλουµε να αντιληφθούµε «την αλήθεια των άλλων», δηλαδή της Τουρκίας, και να συµβιβαστούµε ή, στην καλύτερη περίπτωση, να εγκαταλείπουµε στην πράξη τα νόµιµα κυριαρχικά δικαιώµατα των νησιών µας.
Η πολιτική της µη άσκησης των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωµάτων, χάριν, υποτίθεται, µετριοπάθειας, όπως είναι η µη ανακήρυξη ΑΟΖ και η µη επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά µίλια, καθίσταται πλέον εγκληµατικά επικίνδυνη. Από τη στιγµή που οι εγγύς θάλασσες τείνουν να µετατραπούν σε προέκταση της στεριάς, αν δεν τις αντιµετωπίζεις ως τέτοιες, τότε ατύπως περνάς το µήνυµα ότι ούτε οι στεριές είναι δικές σου. Και αν δεν είναι δικές σου, είναι κάποιου άλλου. Τόσο απλά.