Σύγκρουση «κουλτούρας» - Οι εθνικές πολιτικές και τα διεθνή φαινόμενα του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού
Η σύγχρονη απουσία νοήµατος ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι ο καπιταλισµός είναι γεµάτος παραδοξότητες
Κινητήρια δύναµη της σύγχρονης πολιτικής αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά οι πόλεµοι κουλτούρας: συγκρούσεις αλληλεξουδετέρωσης που πυροδοτούνται από φατριαστικές αντιλήψεις, από τον φόβο και από µια χαοτική σύγχυση βασικών εννοιών και ιδεών.
Για να επιλύσουµε οποιοδήποτε από τα σηµερινά πιεστικά προβλήµατά µας, θα πρέπει πρώτα να βελτιώσουµε τη συλλογική διανοητική µας «υγιεινή».
Η περίφηµη διατριβή του πολιτικού επιστήµονα Σάµιουελ Χάντινγκτον, που υποστήριζε ότι ο µεταψυχροπολεµικός κόσµος θα καθοριζόταν από µια «σύγκρουση πολιτισµών», αποδείχθηκε άστοχη. Αδιαµφισβήτητα, υπάρχει χάσµα και αντιπαράθεση µεταξύ πολιτισµών, αλλά η γενεσιουργός αιτία είναι η σύγκρουση ανάµεσα σε διαφορετικές «κουλτούρες» εντός του ίδιου «πολιτισµού».
Αυτή η σύγκρουση είναι που πυροδότησε την εισβολή στο Καπιτώλιο των Ηνωµένων Πολιτειών στις 6 Ιανουαρίου 2021. Τέτοιου είδους ενδοπολιτισµικές συγκρούσεις καθιστούν εντέλει τον ίδιο τον πολιτισµό αδύνατο - ή, έστω, δυσλειτουργικό, όπως ισχύει σήµερα για την πολιτική στις ΗΠΑ. Από την COVID-19 έως τη γεωπολιτική, κάθε ζήτηµα που ανακύπτει εντάσσεται πλέον µέσα σε έναν πόλεµο κουλτούρας.
Στις 6 Ιανουαρίου πριν από έναν χρόνο, άρθηκε βίαια ο ήδη κουρελιασµένος µανδύας των πολιτικών και συµπεριφορικών προτύπων µετριασµού των συγκρούσεων. Οι συζητήσεις για τις πολιτισµικές αξίες είναι πανταχού παρούσες και ωστόσο καθένας νοµίζει πως η δική του τοπική ή εθνική σύγκρουση είναι µε κάποιον τρόπο µοναδική, λες και οι µετα-αυτοκρατορικοί πονοκέφαλοι της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν χωρούν συγκρίσεις ή λες και διαφέρει πολύ από αυτούς η ιµπεριαλιστική πανωλεθρία της ίδιας της Αµερικής. Είναι πραγµατικά µόνο αµερικανικό ζήτηµα οι συζητήσεις για την ιστορική κληρονοµιά της δουλείας και της φυλετικής καταπίεσης; Είναι πραγµατικά κυρίως ευρωπαϊκό φαινόµενο ο αγώνας υπέρβασης (ή επαναβεβαίωσης) της εθνικής ταυτότητας;
Στην πραγµατικότητα, οι όροι µε τους οποίους ορίζονται αυτές οι συζητήσεις χάνουν ραγδαία το νόηµά τους. Το 1907, ο Αµερικανός φιλόσοφος Γουίλιαµ Τζέιµς προκάλεσε εκτεταµένη κατακραυγή όταν ισχυρίστηκε ότι η εγκυρότητα µιας ιδέας µπορεί να αξιολογηθεί βάσει της «απτής διαφοράς (...) που επιφέρει στην πραγµατική ζωή κάποιου η ισχύς της». Αναφερόµενος προκλητικά στην «ταµειακή αξία της αλήθειας µε βιωµατικούς όρους», υποστήριξε ότι οι ιδέες δεν έχουν εγγενή αξία. Αντίθετα, πρέπει να αποδείξουν την αξία τους µε το να γίνουν ευρέως αποδεκτές µέσω της γενικευµένης κυκλοφορίας τους σε µια αγορά.
Γράφοντας αµέσως µετά το καταστροφικό οικονοµικό κραχ του 1907, ο φιλόσοφος Τζον Γκριρ Χίµπεν άσκησε δριµεία κριτική στο πραγµατιστικό επιχείρηµα του Τζέιµς, προειδοποιώντας ότι η αποδοχή του «θα προκαλούσε σίγουρα πανικό στον κόσµο της σκέψης µας, ακριβώς όπως θα προκαλούσε πανικό µια παρόµοια αιτίαση στον κόσµο των χρηµατοοικονοµικών».
Αυτή η διαφωνία των αρχών του προηγούµενου αιώνα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη σήµερα, τώρα που µια κάποια αίσθηση πανικού έχει γίνει ο κανόνας. Την οικονοµική κρίση του 2007-2008 ακολούθησε η άνοδος του λαϊκισµού και στη συνέχεια ο όλεθρος της πανδηµίας COVID-19. Καθεµιά εξέλιξη βάθυνε τη γενικότερη κρίση γλώσσας και νοήµατος. Αν ο χρηµατοοικονοµικός πανικός καταστρέφει την αξία, τότε οι γλωσσικές κρίσεις καταστρέφουν τις αξίες.
Όταν οι άνθρωποι χρησιµοποιούν όρους που δεν καταλαβαίνουν τη σηµασία τους, τότε κυριολεκτικά δεν ξέρουν τι λένε. Κι αυτή η πρακτική έχει γίνει πάρα πολύ συνηθισµένη. Πολλές από τις λέξεις που χρησιµοποιούµε σήµερα είναι προϊόντα προηγούµενων αναταραχών. Ο καπιταλισµός και ο σοσιαλισµός υιοθετήθηκαν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα ως απόκριση στη Βιοµηχανική Επανάσταση. Η παγκοσµιοποίηση, η γεωπολιτική και η πολυµέρεια διαδόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα ως απόκριση στις ιµπεριαλιστικές πολιτικές των Μεγάλων ∆υνάµεων και στον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Όπως και οι ιοί, έτσι και αυτοί οι όροι έχουν µεταλλαχθεί στο µεσοδιάστηµα. Για παράδειγµα, ο καπιταλισµός και ο σοσιαλισµός αρχικά περιέγραφαν διαρκώς εξελισσόµενους τρόπους κατανόησης του τρόπου µε τον οποίο οργανώθηκε -ή έπρεπε να οργανωθεί- ο κόσµος. Τώρα, όµως, έχουν γίνει απλώς λέξεις εκφοβισµού. Η πλευρά που παίρνει κάποιος στον πόλεµο κουλτούρας καθορίζεται από το αν φοβάται περισσότερο τον σοσιαλισµό ή τον καπιταλισµό (ή παραλλαγές τους, όπως «υπερκαπιταλισµός» ή «αφυπνισµένος καπιταλισµός»).
Ο καπιταλισμός αναγνωρίστηκε από πολύ νωρίς ως φαινόµενο που υπερέβαινε τα εθνικά σύνορα και έγινε µια παγκόσµια πραγµατικότητα. Ο σοσιαλισµός ήταν κι αυτός υπερεθνικός, αλλά η υλοποίησή του εξαρτιόταν από τον χαρακτήρα του κρατικού συστήµατος, το οποίο µε τη σειρά του ενσάρκωνε την πεποίθηση ότι το έθνος-κράτος ήταν µια «κανονική» (και ορισµένοι θα υποστήριζαν αναπόφευκτη) πολιτική δοµή. Έτσι, οι εθνικές πολιτικές και τα διεθνή φαινόµενα του καπιταλισµού και του σοσιαλισµού ζούσαν σε µια διαρκή ένταση µεταξύ τους.
Ο καπιταλισµός ξεκίνησε ως η περιγραφή ενός συστήµατος που δεν διευκόλυνε απλώς τις συναλλαγές, αλλά και εµπορευµατοποιούσε περισσότερους τοµείς της ζωής, καταρρίπτοντας έτσι παραδοσιακά πρότυπα και θεσµούς. Καθώς άρχιζαν να ανταλλάσσονται περισσότερα είδη πραγµάτων, ο καπιταλισµός ως ιδέα γινόταν όλο και πιο διάχυτος, διαπερνώντας κάθε πτυχή της ατοµικής συµπεριφοράς. Εν τέλει, οι αρχές της αγοράς εφαρµόστηκαν στις ανθρώπινες σχέσεις, στις επιλογές συζύγων, στη διαχείριση των αθλημάτων, στην πολιτιστική παραγωγή κ.ο.κ. Όλα φάνταζαν σαν να είχαν κάποιο χρηµατοοικονοµικό ισοδύναµο.
Η σύγχρονη απουσία νοήµατος ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι ο καπιταλισµός είναι γεµάτος παραδοξότητες. Το σύστηµα βασίζεται στην αποκεντρωµένη λήψη αποφάσεων, αλλά, καθώς το κεφάλαιο συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερα σηµεία, οι αποφάσεις προέρχονται από ολοένα και λιγότερα κέντρα λήψης τους. Αυτό ανοίγει τον δρόµο στον «κεντρικό προγραµµατισµό», µε το Facebook και την Google να υποκαθιστούν τις παλιές σοσιαλιστικές κρατικές αρχές στη διαµόρφωση της συµπεριφοράς και των οικονοµικών µας ενεργειών. Καµία από τις δύο διευθετήσεις δεν ελέγχεται πραγµατικά από ατοµικές επιλογές ή από αντιπροσωπευτικούς θεσµούς.
Πριν από την πανδηµία COVID-19, οι όροι κάθε πολιτικής συζήτησης θέτονταν από τέσσερα δίπολα: παγκοσµιοποίηση έναντι έθνους-κράτους, καπιταλισµός έναντι σοσιαλισµού, τεχνοκρατία έναντι λαϊκισµού και πολυµέρεια έναντι γεωπολιτικής. Αυτές οι συζητήσεις είναι πλέον ξεπερασµένες. Σε καθεµιά περίπτωση, υπάρχει µια κραυγαλέα ανάγκη για διαφορετικές επιλογές. Η προσθήκη του προθέµατος «µετα-» έρχεται να βοηθήσει κάπως. Η µετα-παγκοσµιοποίηση είναι πιο κατάλληλος όρος από την αποπαγκοσµιοποίηση, και ο µετα-καπιταλισµός µπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να διατυπωθεί µια λύση στην υπέρµετρη συγκέντρωση κεφαλαίου. Ο µετα-σοσιαλισµός µπορεί να προσφέρει έναν τρόπο υπέρβασης των ορίων του έθνους-κράτους, τα οποία ήταν εγγενή στον παραδοσιακό σοσιαλισµό. Ο µεταλαϊκισµός θα µπορούσε να ενδυναµώσει τον λαό χωρίς να βασίζεται στην καταστροφική και σουρεαλιστική έννοια του «πραγµατικού λαού» (λες και κάποιοι άνθρωποι είναι µη πραγµατικοί). Σε κάθε περίπτωση, µια µετακοινωνία προϋποθέτει ένα νέο σύνολο όρων.
Δημοσιεύτηκε στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 29/1
Για να επιλύσουµε οποιοδήποτε από τα σηµερινά πιεστικά προβλήµατά µας, θα πρέπει πρώτα να βελτιώσουµε τη συλλογική διανοητική µας «υγιεινή».
Η περίφηµη διατριβή του πολιτικού επιστήµονα Σάµιουελ Χάντινγκτον, που υποστήριζε ότι ο µεταψυχροπολεµικός κόσµος θα καθοριζόταν από µια «σύγκρουση πολιτισµών», αποδείχθηκε άστοχη. Αδιαµφισβήτητα, υπάρχει χάσµα και αντιπαράθεση µεταξύ πολιτισµών, αλλά η γενεσιουργός αιτία είναι η σύγκρουση ανάµεσα σε διαφορετικές «κουλτούρες» εντός του ίδιου «πολιτισµού».
Αυτή η σύγκρουση είναι που πυροδότησε την εισβολή στο Καπιτώλιο των Ηνωµένων Πολιτειών στις 6 Ιανουαρίου 2021. Τέτοιου είδους ενδοπολιτισµικές συγκρούσεις καθιστούν εντέλει τον ίδιο τον πολιτισµό αδύνατο - ή, έστω, δυσλειτουργικό, όπως ισχύει σήµερα για την πολιτική στις ΗΠΑ. Από την COVID-19 έως τη γεωπολιτική, κάθε ζήτηµα που ανακύπτει εντάσσεται πλέον µέσα σε έναν πόλεµο κουλτούρας.
Στις 6 Ιανουαρίου πριν από έναν χρόνο, άρθηκε βίαια ο ήδη κουρελιασµένος µανδύας των πολιτικών και συµπεριφορικών προτύπων µετριασµού των συγκρούσεων. Οι συζητήσεις για τις πολιτισµικές αξίες είναι πανταχού παρούσες και ωστόσο καθένας νοµίζει πως η δική του τοπική ή εθνική σύγκρουση είναι µε κάποιον τρόπο µοναδική, λες και οι µετα-αυτοκρατορικοί πονοκέφαλοι της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν χωρούν συγκρίσεις ή λες και διαφέρει πολύ από αυτούς η ιµπεριαλιστική πανωλεθρία της ίδιας της Αµερικής. Είναι πραγµατικά µόνο αµερικανικό ζήτηµα οι συζητήσεις για την ιστορική κληρονοµιά της δουλείας και της φυλετικής καταπίεσης; Είναι πραγµατικά κυρίως ευρωπαϊκό φαινόµενο ο αγώνας υπέρβασης (ή επαναβεβαίωσης) της εθνικής ταυτότητας;
Στην πραγµατικότητα, οι όροι µε τους οποίους ορίζονται αυτές οι συζητήσεις χάνουν ραγδαία το νόηµά τους. Το 1907, ο Αµερικανός φιλόσοφος Γουίλιαµ Τζέιµς προκάλεσε εκτεταµένη κατακραυγή όταν ισχυρίστηκε ότι η εγκυρότητα µιας ιδέας µπορεί να αξιολογηθεί βάσει της «απτής διαφοράς (...) που επιφέρει στην πραγµατική ζωή κάποιου η ισχύς της». Αναφερόµενος προκλητικά στην «ταµειακή αξία της αλήθειας µε βιωµατικούς όρους», υποστήριξε ότι οι ιδέες δεν έχουν εγγενή αξία. Αντίθετα, πρέπει να αποδείξουν την αξία τους µε το να γίνουν ευρέως αποδεκτές µέσω της γενικευµένης κυκλοφορίας τους σε µια αγορά.
Γράφοντας αµέσως µετά το καταστροφικό οικονοµικό κραχ του 1907, ο φιλόσοφος Τζον Γκριρ Χίµπεν άσκησε δριµεία κριτική στο πραγµατιστικό επιχείρηµα του Τζέιµς, προειδοποιώντας ότι η αποδοχή του «θα προκαλούσε σίγουρα πανικό στον κόσµο της σκέψης µας, ακριβώς όπως θα προκαλούσε πανικό µια παρόµοια αιτίαση στον κόσµο των χρηµατοοικονοµικών».
Αυτή η διαφωνία των αρχών του προηγούµενου αιώνα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη σήµερα, τώρα που µια κάποια αίσθηση πανικού έχει γίνει ο κανόνας. Την οικονοµική κρίση του 2007-2008 ακολούθησε η άνοδος του λαϊκισµού και στη συνέχεια ο όλεθρος της πανδηµίας COVID-19. Καθεµιά εξέλιξη βάθυνε τη γενικότερη κρίση γλώσσας και νοήµατος. Αν ο χρηµατοοικονοµικός πανικός καταστρέφει την αξία, τότε οι γλωσσικές κρίσεις καταστρέφουν τις αξίες.
Όταν οι άνθρωποι χρησιµοποιούν όρους που δεν καταλαβαίνουν τη σηµασία τους, τότε κυριολεκτικά δεν ξέρουν τι λένε. Κι αυτή η πρακτική έχει γίνει πάρα πολύ συνηθισµένη. Πολλές από τις λέξεις που χρησιµοποιούµε σήµερα είναι προϊόντα προηγούµενων αναταραχών. Ο καπιταλισµός και ο σοσιαλισµός υιοθετήθηκαν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα ως απόκριση στη Βιοµηχανική Επανάσταση. Η παγκοσµιοποίηση, η γεωπολιτική και η πολυµέρεια διαδόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα ως απόκριση στις ιµπεριαλιστικές πολιτικές των Μεγάλων ∆υνάµεων και στον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Όπως και οι ιοί, έτσι και αυτοί οι όροι έχουν µεταλλαχθεί στο µεσοδιάστηµα. Για παράδειγµα, ο καπιταλισµός και ο σοσιαλισµός αρχικά περιέγραφαν διαρκώς εξελισσόµενους τρόπους κατανόησης του τρόπου µε τον οποίο οργανώθηκε -ή έπρεπε να οργανωθεί- ο κόσµος. Τώρα, όµως, έχουν γίνει απλώς λέξεις εκφοβισµού. Η πλευρά που παίρνει κάποιος στον πόλεµο κουλτούρας καθορίζεται από το αν φοβάται περισσότερο τον σοσιαλισµό ή τον καπιταλισµό (ή παραλλαγές τους, όπως «υπερκαπιταλισµός» ή «αφυπνισµένος καπιταλισµός»).
Ο καπιταλισμός αναγνωρίστηκε από πολύ νωρίς ως φαινόµενο που υπερέβαινε τα εθνικά σύνορα και έγινε µια παγκόσµια πραγµατικότητα. Ο σοσιαλισµός ήταν κι αυτός υπερεθνικός, αλλά η υλοποίησή του εξαρτιόταν από τον χαρακτήρα του κρατικού συστήµατος, το οποίο µε τη σειρά του ενσάρκωνε την πεποίθηση ότι το έθνος-κράτος ήταν µια «κανονική» (και ορισµένοι θα υποστήριζαν αναπόφευκτη) πολιτική δοµή. Έτσι, οι εθνικές πολιτικές και τα διεθνή φαινόµενα του καπιταλισµού και του σοσιαλισµού ζούσαν σε µια διαρκή ένταση µεταξύ τους.
Ο καπιταλισµός ξεκίνησε ως η περιγραφή ενός συστήµατος που δεν διευκόλυνε απλώς τις συναλλαγές, αλλά και εµπορευµατοποιούσε περισσότερους τοµείς της ζωής, καταρρίπτοντας έτσι παραδοσιακά πρότυπα και θεσµούς. Καθώς άρχιζαν να ανταλλάσσονται περισσότερα είδη πραγµάτων, ο καπιταλισµός ως ιδέα γινόταν όλο και πιο διάχυτος, διαπερνώντας κάθε πτυχή της ατοµικής συµπεριφοράς. Εν τέλει, οι αρχές της αγοράς εφαρµόστηκαν στις ανθρώπινες σχέσεις, στις επιλογές συζύγων, στη διαχείριση των αθλημάτων, στην πολιτιστική παραγωγή κ.ο.κ. Όλα φάνταζαν σαν να είχαν κάποιο χρηµατοοικονοµικό ισοδύναµο.
Η σύγχρονη απουσία νοήµατος ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι ο καπιταλισµός είναι γεµάτος παραδοξότητες. Το σύστηµα βασίζεται στην αποκεντρωµένη λήψη αποφάσεων, αλλά, καθώς το κεφάλαιο συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερα σηµεία, οι αποφάσεις προέρχονται από ολοένα και λιγότερα κέντρα λήψης τους. Αυτό ανοίγει τον δρόµο στον «κεντρικό προγραµµατισµό», µε το Facebook και την Google να υποκαθιστούν τις παλιές σοσιαλιστικές κρατικές αρχές στη διαµόρφωση της συµπεριφοράς και των οικονοµικών µας ενεργειών. Καµία από τις δύο διευθετήσεις δεν ελέγχεται πραγµατικά από ατοµικές επιλογές ή από αντιπροσωπευτικούς θεσµούς.
Πριν από την πανδηµία COVID-19, οι όροι κάθε πολιτικής συζήτησης θέτονταν από τέσσερα δίπολα: παγκοσµιοποίηση έναντι έθνους-κράτους, καπιταλισµός έναντι σοσιαλισµού, τεχνοκρατία έναντι λαϊκισµού και πολυµέρεια έναντι γεωπολιτικής. Αυτές οι συζητήσεις είναι πλέον ξεπερασµένες. Σε καθεµιά περίπτωση, υπάρχει µια κραυγαλέα ανάγκη για διαφορετικές επιλογές. Η προσθήκη του προθέµατος «µετα-» έρχεται να βοηθήσει κάπως. Η µετα-παγκοσµιοποίηση είναι πιο κατάλληλος όρος από την αποπαγκοσµιοποίηση, και ο µετα-καπιταλισµός µπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να διατυπωθεί µια λύση στην υπέρµετρη συγκέντρωση κεφαλαίου. Ο µετα-σοσιαλισµός µπορεί να προσφέρει έναν τρόπο υπέρβασης των ορίων του έθνους-κράτους, τα οποία ήταν εγγενή στον παραδοσιακό σοσιαλισµό. Ο µεταλαϊκισµός θα µπορούσε να ενδυναµώσει τον λαό χωρίς να βασίζεται στην καταστροφική και σουρεαλιστική έννοια του «πραγµατικού λαού» (λες και κάποιοι άνθρωποι είναι µη πραγµατικοί). Σε κάθε περίπτωση, µια µετακοινωνία προϋποθέτει ένα νέο σύνολο όρων.
Δημοσιεύτηκε στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 29/1