Από μειονότητα σε κοινότητα
Παραδειγματιζόμενοι από τους Ελληνοκυπρίους, που αγωνίζονταν για την πολιτική και εθνική ελευθερία τους, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να συνειδητοποιούν και αυτοί, για πρώτη φορά, τη διαφορετική εθνική τους ταυτότητα και να επιδιώκουν ευρύτερη συμμετοχή στις πολιτικές υποθέσεις της νήσου
Τουρκοκύπριοι, ο μεγάλος άγνωστος της κυπριακής τραγωδίας. Θύτες και θύματα ή και τα δύο μαζί, 64 χρόνια μετά την εγκληματική Συμφωνία της Ζυρίχης. Η παρουσία του τουρκικού στοιχείου στην Κύπρο χρονολογείται από την εποχή της κατάληψης της νήσου από τους Οθωμανούς, το 1571. Μέχρι τότε η Κύπρος είχε σχεδόν αποκλειστικά ελληνικό και ορθόδοξο πληθυσμό, που τελούσε υπό ενετική κατοχή.
Το μουσουλμανικό στοιχείο στην Κύπρο παρέμεινε πληθυσμιακά περιορισμένο, γεγονός που τεκμηριώνεται και από την πρώτη απογραφή, το 1881, που διενεργήθηκε μετά την εγκατάσταση των βρετανικών Αρχών στη νήσο. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή, τρία χρόνια μετά τον τερματισμό της οθωμανικής διοίκησης, οι μουσουλμάνοι της Κύπρου αριθμούσαν μόνο 42.638 άτομα, με το ελληνορθόδοξο στοιχείο να ανέρχεται στους 137.600. Το τουρκικό στοιχείο, λοιπόν, αποτελούσε τότε λίγο περισσότερο από το 24% του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου.
Οπως φαίνεται από τα επίσημα βρετανικά πληθυσμιακά στοιχεία, κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας (1878-1960), αριθμητικά τουλάχιστον, οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειονότητα και, όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, το 1960, οι Τούρκοι της Κύπρου αριθμούσαν 104.350 ή 18% του συνολικού πληθυσμού της νήσου.
Σε ό,τι αφορά τη διοικητική και κοινοτική δομή, το μουσουλμανικό στοιχείο της Κύπρου ήταν πάντα καλά οργανωμένο. Επί τουρκοκρατίας αποτελούσε την άρχουσα τάξη, ενώ υπό το βρετανικό αποικιακό καθεστώς η τουρκοκυπριακή μειονότητα διατήρησε τον χωριστό μουσουλμανοτουρκικό χαρακτήρα της και τις βασικές διοικητικές δομές της. Η μουφτεία, σε συνεργασία με τη βακουφική διοίκηση, συνέχισε να ασκεί πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία, ενώ ο καδής διατήρησε δικαστικές αρμοδιότητες αναφορικά με την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου. Η μουφτεία ήταν επίσης αρμόδια για θέματα παιδείας της κοινότητας και στην Κύπρο εκδίδονταν αρκετές τουρκικές εφημερίδες, όπως η «Βατάν» και αργότερα η «Χαλκίν Σεσί».
Στους κόλπους της τουρκοκυπριακής μειονότητας υπήρχαν αρκετοί μεγαλογαιοκτήμονες, με επιρροή και πολιτική ισχύ. Επιπλέον, η βρετανική διοίκηση εγκαθίδρυσε Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο η τουρκοκυπριακή μειονότητα εκπροσωπείτο με τρεις αντιπροσώπους. Αυτοί, όπως και οι εννέα Ελληνοκύπριοι εκπρόσωποι, 11 «βουλευτές», εκλέγονταν από τις αντίστοιχες κοινότητές τους (πέραν των αιρετών εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων, στο Συμβούλιο υπηρετούσαν και έξι διορισμένοι Βρετανοί ανώτατοι υπάλληλοι).
Η εθνοθρησκευτική διαφοροποίηση μεταξύ της χριστιανικής ελληνοκυπριακής και της ισλαμικής τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν πάντα δεδομένη και στηριζόταν σε πραγματικά δεδομένα, αλλά και στο οθωμανικό σύστημα των μιλέτ, που εφαρμόστηκε επί τουρκοκρατίας (1571-1878).
Οι βασικές συνιστώσες του καθεστώτος της θεσμικής και κοινωνικής διαφοροποίησης των δύο κοινοτήτων διατηρήθηκαν και εν πολλοίς ενισχύθηκαν από τη βρετανική αποικιακή διοίκηση (1878-1960). Είναι επίσης δεδομένο ότι η ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830, αποτέλεσε πόλο έλξης και σημείο αναφοράς για τους Ελληνες της Κύπρου, οι οποίοι προσδοκούσαν την εδαφική και διοικητική ένταξή τους στην Ελλάδα. Αλλά και η δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 οδήγησε σε αντίστοιχες τάσεις μεταξύ των μελών της τουρκοκυπριακής κοινότητας, με αποτέλεσμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 να εμφανιστούν οι πρώτοι κεμαλικοί εθνικιστικοί πυρήνες στους κόλπους της κοινότητας αυτής.
Ωστόσο, παρά τις πιο πάνω διαφοροποιήσεις, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων παρέμεναν καλές, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι Κύπριοι, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητας, ήταν στενά συνδεδεμένοι με το νησί τους και μοιράζoνταν πολλά κοινά κυπριακά πολιτιστικά στοιχεία, παραδόσεις, ήθη και έθιμα. Στον οικονομικό και εργασιακό τομέα η συνεργασία ήταν στενή και επί καθημερινής βάσης. Τουλάχιστον μέχρι το 1963 οι Κύπριοι στελέχωναν από κοινού τα συνδικαλιστικά όργανα του νησιού, με το ΑΚΕΛ να ασκεί σημαντική επιρροή επί των Τουρκοκύπριων εργατών. Οι Τουρκοκύπριοι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, γνώριζαν την ελληνική και ένας σεβαστός αριθμός ήταν ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αιρετοί εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων στο Νομοθετικό Συμβούλιο συνεργάστηκαν και προώθησαν από κοινού αιτήματα των κατοίκων της νήσου, κυρίως στον οικονομικό τομέα. Ωστόσο, η εικόνα αυτή της συνεργασίας άρχισε να αλλοιώνεται σταδιακά από το 1903, όταν οι Έλληνες αντιπρόσωποι διατύπωσαν, για πρώτη φορά, στο Νομοθετικό Συμβούλιο το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα. Δεν άργησε να δημιουργηθεί, στους κόλπους του Νομοθετικού Συμβουλίου, τουρκοβρετανικό μέτωπο, καθώς η ένταση των ενωτικών διεκδικήσεων έδωσε την ευκαιρία στις αποικιακές Αρχές να θεσμοθετήσουν τον εθνικοθρησκευτικό διαχωρισμό μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων, παροτρύνοντας τους Τούρκους αντιπροσώπους να εκφράσουν την αντίθεσή τους προς την ένωση και να ζητήσουν την επιστροφή της Κύπρου στην οθωμανική αυτοκρατορία, σε περίπτωση τερματισμού της βρετανικής κατοχής. Στις 10-12 Δεκεμβρίου 1918, η τουρκοκυπριακή ηγεσία διοργάνωσε Εθνικό Συνέδριο (Meclisi Milli) στη Λευκωσία, το οποίο αποφάσισε την ίδρυση του Τουρκικού Εθνικού Συμβουλίου στην Κύπρο και απέστειλε υπόμνημα στον Αγγλο ύπατο αρμοστή ζητώντας τη συνέχιση της βρετανικής κατοχής. Αρνητική επίσης υπήρξε η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων στην εξέγερση των Ελλήνων συμπατριωτών τους εναντίον της αγγλικής κατοχής τον Οκτώβριο του 1931.
Παραδειγματιζόμενοι από τους Ελληνοκυπρίους, που αγωνίζονταν για την πολιτική και εθνική ελευθερία τους, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να συνειδητοποιούν και αυτοί, για πρώτη φορά, τη διαφορετική εθνική τους ταυτότητα και να επιδιώκουν ευρύτερη συμμετοχή στις πολιτικές υποθέσεις της νήσου. Εξάλλου, η επικράτηση του κεμαλισμού στην Τουρκία δεν τους άφησε αδιάφορους, με αποτέλεσμα από το 1923 και μετά να εμφανιστούν δύο διαφορετικές τάσεις στους κόλπους της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι υποστηρικτές του κεμαλισμού στην Κύπρο σχημάτισαν το εθνικιστικό Κόμμα του Εθνικού Μετώπου, που μετεξελίχθηκε σε φερέφωνο της Άγκυρας. Η πρώτη τουρκική εφημερίδα με λατινικούς χαρακτήρες εμφανίστηκε στην Κύπρο το 1931. Εναν χρόνο νωρίτερα, είχε εκλεγεί για πρώτη φορά στο Νομοθετικό Συμβούλιο ένας Τουρκοκύπριος κεμαλικός, ο Νετσατί Οζκάν, που ήταν επίσης ο εκπρόσωπος στην Κύπρο του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Κεμάλ Ατατούρκ.
Από την άλλη πλευρά, οι πιστοί μουσουλμάνοι ήταν αντίθετοι στις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις και επιθυμούσαν να παραμείνουν υπό βρετανικό καθεστώς, διατηρώντας τη θρησκευτική δομή τους και τις ισλαμικές αρχές τους. Η δεύτερη αυτή ομάδα είχε συγκροτήσει αγγλόφιλο κόμμα (ingilizciler) με επίκεντρο τη μουφτεία, τη βακουφική διοίκηση και τον καδή της Κύπρου. Οι συντηρητικοί αυτοί βρετανόφιλοι Τουρκοκύπριοι είχαν σε μεγάλο βαθμό αγγλοποιηθεί και ήταν συγκεντρωμένοι στη Λευκωσία αλλά και στην περιοχή της Πάφου. Η παράταξη αυτή άρχισε να χάνει, πολιτικά, έδαφος με ορόσημο την αποτυχία του αρχηγού της και διευθυντή του ΕΒΚΑΦ Σερ Μεχμέτ Μουνούρ να εκλεγεί στο Νομοθετικό Συμβούλιο κατά τις εκλογές του 1930.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, οι κεμαλικοί, παρά την αντίδραση των βρετανικών Αρχών, είχαν πλέον καταφέρει να αλώσουν τα συντηρητικά κάστρα της μουφτείας και του ΕΒΚΑΦ και να ενώσουν τα δύο ρεύματα υπό τη σκέπη μιας τουρκοκυπριακής πολιτικής οργάνωσης, του ΚΑΤΑΚ (Σωματείο της Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου της Κύπρου). Οι φιλοβρετανικοί κύκλοι πείστηκαν να ευθυγραμμιστούν με τους κεμαλικούς, επειδή αυτοί δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν το αποικιακό καθεστώς και να συμμαχήσουν με τους Βρετανούς εναντίον της Ένωσης.
Μολονότι το ΚΑΤΑΚ έθεσε σκοπό του την προστασία των εθνικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, για τους Τούρκους εθνικιστές το σωματείο αυτό αποτελούσε απλώς έναν σταθμό στην πορεία κεμαλοποίησης της κοινότητάς τους. Ειδικότερα, η χρήση του όρου «τουρκική μειονότητα» στην ονομασία του πιο πάνω σωματείου ήταν ιδιαίτερα απεχθής για τους Τούρκους εθνικιστές. Ήταν, ωστόσο, αποφασισμένοι να απαλείψουν το ταχύτερο δυνατόν οποιαδήποτε αναφορά στον μειονοτικό χαρακτήρα των Τουρκοκυπρίων και, τελικά, τον Απρίλιο του 1942 πέτυχαν τη μετονομασία του σωματείου αυτού σε «Εθνικό Τουρκο-Κυπριακό Λαϊκό Κόμμα».
* Απομαγνητοφώνηση εκπομπής μας στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM με τους συνεργάτες μου Σπύρο Δημητρίου και Λεωνίδα Αποσκίτη, με θέμα το πόνημα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (King’s College) Αλέξη Αλεξανδρή.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 16 Απριλίου 2022
Το μουσουλμανικό στοιχείο στην Κύπρο παρέμεινε πληθυσμιακά περιορισμένο, γεγονός που τεκμηριώνεται και από την πρώτη απογραφή, το 1881, που διενεργήθηκε μετά την εγκατάσταση των βρετανικών Αρχών στη νήσο. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή, τρία χρόνια μετά τον τερματισμό της οθωμανικής διοίκησης, οι μουσουλμάνοι της Κύπρου αριθμούσαν μόνο 42.638 άτομα, με το ελληνορθόδοξο στοιχείο να ανέρχεται στους 137.600. Το τουρκικό στοιχείο, λοιπόν, αποτελούσε τότε λίγο περισσότερο από το 24% του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου.
Οπως φαίνεται από τα επίσημα βρετανικά πληθυσμιακά στοιχεία, κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας (1878-1960), αριθμητικά τουλάχιστον, οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν μειονότητα και, όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, το 1960, οι Τούρκοι της Κύπρου αριθμούσαν 104.350 ή 18% του συνολικού πληθυσμού της νήσου.
Σε ό,τι αφορά τη διοικητική και κοινοτική δομή, το μουσουλμανικό στοιχείο της Κύπρου ήταν πάντα καλά οργανωμένο. Επί τουρκοκρατίας αποτελούσε την άρχουσα τάξη, ενώ υπό το βρετανικό αποικιακό καθεστώς η τουρκοκυπριακή μειονότητα διατήρησε τον χωριστό μουσουλμανοτουρκικό χαρακτήρα της και τις βασικές διοικητικές δομές της. Η μουφτεία, σε συνεργασία με τη βακουφική διοίκηση, συνέχισε να ασκεί πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία, ενώ ο καδής διατήρησε δικαστικές αρμοδιότητες αναφορικά με την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου. Η μουφτεία ήταν επίσης αρμόδια για θέματα παιδείας της κοινότητας και στην Κύπρο εκδίδονταν αρκετές τουρκικές εφημερίδες, όπως η «Βατάν» και αργότερα η «Χαλκίν Σεσί».
Στους κόλπους της τουρκοκυπριακής μειονότητας υπήρχαν αρκετοί μεγαλογαιοκτήμονες, με επιρροή και πολιτική ισχύ. Επιπλέον, η βρετανική διοίκηση εγκαθίδρυσε Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο η τουρκοκυπριακή μειονότητα εκπροσωπείτο με τρεις αντιπροσώπους. Αυτοί, όπως και οι εννέα Ελληνοκύπριοι εκπρόσωποι, 11 «βουλευτές», εκλέγονταν από τις αντίστοιχες κοινότητές τους (πέραν των αιρετών εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων, στο Συμβούλιο υπηρετούσαν και έξι διορισμένοι Βρετανοί ανώτατοι υπάλληλοι).
Η εθνοθρησκευτική διαφοροποίηση μεταξύ της χριστιανικής ελληνοκυπριακής και της ισλαμικής τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν πάντα δεδομένη και στηριζόταν σε πραγματικά δεδομένα, αλλά και στο οθωμανικό σύστημα των μιλέτ, που εφαρμόστηκε επί τουρκοκρατίας (1571-1878).
Οι βασικές συνιστώσες του καθεστώτος της θεσμικής και κοινωνικής διαφοροποίησης των δύο κοινοτήτων διατηρήθηκαν και εν πολλοίς ενισχύθηκαν από τη βρετανική αποικιακή διοίκηση (1878-1960). Είναι επίσης δεδομένο ότι η ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830, αποτέλεσε πόλο έλξης και σημείο αναφοράς για τους Ελληνες της Κύπρου, οι οποίοι προσδοκούσαν την εδαφική και διοικητική ένταξή τους στην Ελλάδα. Αλλά και η δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 οδήγησε σε αντίστοιχες τάσεις μεταξύ των μελών της τουρκοκυπριακής κοινότητας, με αποτέλεσμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 να εμφανιστούν οι πρώτοι κεμαλικοί εθνικιστικοί πυρήνες στους κόλπους της κοινότητας αυτής.
Ωστόσο, παρά τις πιο πάνω διαφοροποιήσεις, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων παρέμεναν καλές, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι Κύπριοι, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητας, ήταν στενά συνδεδεμένοι με το νησί τους και μοιράζoνταν πολλά κοινά κυπριακά πολιτιστικά στοιχεία, παραδόσεις, ήθη και έθιμα. Στον οικονομικό και εργασιακό τομέα η συνεργασία ήταν στενή και επί καθημερινής βάσης. Τουλάχιστον μέχρι το 1963 οι Κύπριοι στελέχωναν από κοινού τα συνδικαλιστικά όργανα του νησιού, με το ΑΚΕΛ να ασκεί σημαντική επιρροή επί των Τουρκοκύπριων εργατών. Οι Τουρκοκύπριοι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, γνώριζαν την ελληνική και ένας σεβαστός αριθμός ήταν ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αιρετοί εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων στο Νομοθετικό Συμβούλιο συνεργάστηκαν και προώθησαν από κοινού αιτήματα των κατοίκων της νήσου, κυρίως στον οικονομικό τομέα. Ωστόσο, η εικόνα αυτή της συνεργασίας άρχισε να αλλοιώνεται σταδιακά από το 1903, όταν οι Έλληνες αντιπρόσωποι διατύπωσαν, για πρώτη φορά, στο Νομοθετικό Συμβούλιο το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα. Δεν άργησε να δημιουργηθεί, στους κόλπους του Νομοθετικού Συμβουλίου, τουρκοβρετανικό μέτωπο, καθώς η ένταση των ενωτικών διεκδικήσεων έδωσε την ευκαιρία στις αποικιακές Αρχές να θεσμοθετήσουν τον εθνικοθρησκευτικό διαχωρισμό μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων, παροτρύνοντας τους Τούρκους αντιπροσώπους να εκφράσουν την αντίθεσή τους προς την ένωση και να ζητήσουν την επιστροφή της Κύπρου στην οθωμανική αυτοκρατορία, σε περίπτωση τερματισμού της βρετανικής κατοχής. Στις 10-12 Δεκεμβρίου 1918, η τουρκοκυπριακή ηγεσία διοργάνωσε Εθνικό Συνέδριο (Meclisi Milli) στη Λευκωσία, το οποίο αποφάσισε την ίδρυση του Τουρκικού Εθνικού Συμβουλίου στην Κύπρο και απέστειλε υπόμνημα στον Αγγλο ύπατο αρμοστή ζητώντας τη συνέχιση της βρετανικής κατοχής. Αρνητική επίσης υπήρξε η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων στην εξέγερση των Ελλήνων συμπατριωτών τους εναντίον της αγγλικής κατοχής τον Οκτώβριο του 1931.
Παραδειγματιζόμενοι από τους Ελληνοκυπρίους, που αγωνίζονταν για την πολιτική και εθνική ελευθερία τους, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να συνειδητοποιούν και αυτοί, για πρώτη φορά, τη διαφορετική εθνική τους ταυτότητα και να επιδιώκουν ευρύτερη συμμετοχή στις πολιτικές υποθέσεις της νήσου. Εξάλλου, η επικράτηση του κεμαλισμού στην Τουρκία δεν τους άφησε αδιάφορους, με αποτέλεσμα από το 1923 και μετά να εμφανιστούν δύο διαφορετικές τάσεις στους κόλπους της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι υποστηρικτές του κεμαλισμού στην Κύπρο σχημάτισαν το εθνικιστικό Κόμμα του Εθνικού Μετώπου, που μετεξελίχθηκε σε φερέφωνο της Άγκυρας. Η πρώτη τουρκική εφημερίδα με λατινικούς χαρακτήρες εμφανίστηκε στην Κύπρο το 1931. Εναν χρόνο νωρίτερα, είχε εκλεγεί για πρώτη φορά στο Νομοθετικό Συμβούλιο ένας Τουρκοκύπριος κεμαλικός, ο Νετσατί Οζκάν, που ήταν επίσης ο εκπρόσωπος στην Κύπρο του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Κεμάλ Ατατούρκ.
Από την άλλη πλευρά, οι πιστοί μουσουλμάνοι ήταν αντίθετοι στις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις και επιθυμούσαν να παραμείνουν υπό βρετανικό καθεστώς, διατηρώντας τη θρησκευτική δομή τους και τις ισλαμικές αρχές τους. Η δεύτερη αυτή ομάδα είχε συγκροτήσει αγγλόφιλο κόμμα (ingilizciler) με επίκεντρο τη μουφτεία, τη βακουφική διοίκηση και τον καδή της Κύπρου. Οι συντηρητικοί αυτοί βρετανόφιλοι Τουρκοκύπριοι είχαν σε μεγάλο βαθμό αγγλοποιηθεί και ήταν συγκεντρωμένοι στη Λευκωσία αλλά και στην περιοχή της Πάφου. Η παράταξη αυτή άρχισε να χάνει, πολιτικά, έδαφος με ορόσημο την αποτυχία του αρχηγού της και διευθυντή του ΕΒΚΑΦ Σερ Μεχμέτ Μουνούρ να εκλεγεί στο Νομοθετικό Συμβούλιο κατά τις εκλογές του 1930.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, οι κεμαλικοί, παρά την αντίδραση των βρετανικών Αρχών, είχαν πλέον καταφέρει να αλώσουν τα συντηρητικά κάστρα της μουφτείας και του ΕΒΚΑΦ και να ενώσουν τα δύο ρεύματα υπό τη σκέπη μιας τουρκοκυπριακής πολιτικής οργάνωσης, του ΚΑΤΑΚ (Σωματείο της Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου της Κύπρου). Οι φιλοβρετανικοί κύκλοι πείστηκαν να ευθυγραμμιστούν με τους κεμαλικούς, επειδή αυτοί δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν το αποικιακό καθεστώς και να συμμαχήσουν με τους Βρετανούς εναντίον της Ένωσης.
Μολονότι το ΚΑΤΑΚ έθεσε σκοπό του την προστασία των εθνικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, για τους Τούρκους εθνικιστές το σωματείο αυτό αποτελούσε απλώς έναν σταθμό στην πορεία κεμαλοποίησης της κοινότητάς τους. Ειδικότερα, η χρήση του όρου «τουρκική μειονότητα» στην ονομασία του πιο πάνω σωματείου ήταν ιδιαίτερα απεχθής για τους Τούρκους εθνικιστές. Ήταν, ωστόσο, αποφασισμένοι να απαλείψουν το ταχύτερο δυνατόν οποιαδήποτε αναφορά στον μειονοτικό χαρακτήρα των Τουρκοκυπρίων και, τελικά, τον Απρίλιο του 1942 πέτυχαν τη μετονομασία του σωματείου αυτού σε «Εθνικό Τουρκο-Κυπριακό Λαϊκό Κόμμα».
* Απομαγνητοφώνηση εκπομπής μας στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM με τους συνεργάτες μου Σπύρο Δημητρίου και Λεωνίδα Αποσκίτη, με θέμα το πόνημα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (King’s College) Αλέξη Αλεξανδρή.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 16 Απριλίου 2022