Έχουµε τελικά καµιά ελπίδα να σωθούµε;
Ακόµα και πριν ξεκινήσει τον πόλεµό του ο Πούτιν, η µάχη κατά της κλιµατικής αλλαγής είχε χαθεί
Ακόµα και πριν κηρύξει τον πόλεµο ενάντια στην Ουκρανία ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιµίρ Πούτιν, πυροδοτώντας έναν παγκόσµιο διαγκωνισµό για την εξασφάλιση ορυκτών καυσίµων, ο πλανήτης έχανε ήδη τη µάχη απέναντι στην κλιµατική αλλαγή. Με τους ηγέτες κρατών και τη διεθνή διπλωµατία να αποδεικνύονται ανεπαρκείς και αναποτελεσµατικοί, έχουµε τελικά καµία ελπίδα να σωθούµε; Λέγεται συχνά ότι στον πόλεµο δεν υπάρχουν νικητές, απλώς κάποιοι χάνουν λιγότερα από άλλους. Ο πόλεµος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας φαίνεται ότι δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Και αυτός που ήδη είναι ξεκάθαρα από τους χαµένους είναι ο πλανήτης Γη.
Ο πόλεµος αυτός έχει καταστεί η πρώτη διεθνής προτεραιότητα ανάµεσα στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και στο κοινό. Και δικαίως: η επιθετικότητα του Ρώσου προέδρου, Βλαντιµίρ Πούτιν, ενάντια της Ουκρανίας απειλεί έναν πυλώνα της διεθνούς τάξης, δηλαδή την απαγόρευση της αλλαγής των συνόρων διά της βίας. Ωστόσο, ο πόλεµος έχει πυροδοτήσει και έναν παγκόσµιο διαγκωνισµό για την επάρκεια της ενέργειας στον απόηχο των κυρώσεων κατά των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας και ενόψει της πιθανότητας η Ρωσία να διακόψει τον εφοδιασµό. Πολλές χώρες έχουν διαπιστώσει ότι ο ευκολότερος και ταχύτερος τρόπος αντιµετώπισης αυτής της απειλής είναι η εξασφάλιση ορυκτών καυσίµων, τα οποία όµως εκπέµπουν αέρια θερµοκηπίου.
Αλλά ακόµα και πριν ξεκινήσει τον πόλεµό του ο Πούτιν, η µάχη κατά της κλιµατικής αλλαγής είχε χαθεί. Αποδείχθηκε δύσκολο να γίνει κατανοητή η αίσθηση επείγοντος και επιτακτικότητας του ζητήµατος, καθώς το πρόβληµα θεωρείται µεν ευρέως υπαρκτό (η άρνηση της κλιµατικής επιστήµης ήδη εξασθενεί), όµως θεωρείται ως επί το πλείστον κάτι που µπορεί να αντιµετωπιστεί στο µέλλον. Οι θερµοκρασίες-ρεκόρ στην Ευρώπη και αλλού, οι ξηρασίες, οι πυρκαγιές, οι εντονότερες καταιγίδες και η αυξηµένη µετανάστευση µπορεί να αλλάξουν αυτή την αντίληψη, αλλά δεν το έχουν κάνει µέχρι στιγµής.
Επιπλέον, οποιαδήποτε κυβέρνηση µόνη της δεν µπορεί να λύσει το πρόβληµα. Κατά συνέπεια, πολλές χώρες έχουν την αίσθηση ότι το να πράξουν το σωστό δεν θα έχει σηµασία, γιατί άλλες χώρες θα εξακολουθήσουν να πράττουν λάθος κι έτσι θα υποφέρουµε όλοι.
Επειτα υπάρχει και η συναφής ερώτηση, που ακούγεται συχνότερα στον αναπτυσσόµενο κόσµο: «Γιατί πρέπει να κάνουµε το σωστό εµείς, αφού δεν προκαλέσαµε εµείς το πρόβληµα;». Οι φτωχές χώρες απορρίπτουν το αίτηµα των πλούσιων χωρών -οι οποίες βιοµηχανοποιήθηκαν σε µια εποχή που δεν δινόταν µεγάλη σηµασία στα κλιµατικά ζητήµατα και οι οποίες ευθύνονται ιστορικά για πολύ περισσότερες εκποµπές άνθρακα- να αναπτυχθούν µε έναν τρόπο που τους εµποδίζει την πρόσβαση στη φθηνότερη µορφή ενέργειας. Και σαν να µη φτάνει αυτό, αρκετές χώρες (ιδιαίτερα η Βραζιλία) δεν κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αποτρέψουν την καταστροφή των τροπικών δασών, του φυσικού σπόγγου εκποµπών άνθρακα της γης.
Οι διεθνείς προσπάθειες για την επιβράδυνση της κλιµατικής αλλαγής παρεµποδίζονται από τη συνεχή αντίθεση στη µεγαλύτερη εξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια, παρ’ όλο που η τελευταία δεν απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα στην ατµόσφαιρα. Από την καταστροφή της Φουκουσίµα, το 2011 στην Ιαπωνία, η λειτουργία υπαρχόντων πυρηνικών αντιδραστήρων ή η κατασκευή νέων και ασφαλέστερων σταθµών αντιµετωπίζει τεράστιες πολιτικές αντιστάσεις.
Επιπλέον, οι προσπάθειες επιβράδυνσης της κλιµατικής αλλαγής εξακολουθούν να πλήττονται από την αντίληψη ότι αυτές πρέπει υποχρεωτικά να αποβούν εις βάρος της απασχόλησης και της οικονοµικής ανάπτυξης. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αληθές: η κλιµατική αλλαγή αποδεικνύεται δαπανηρή, ενώ η εισαγωγή εναλλακτικών λύσεων αντί των ορυκτών καυσίµων µπορεί να δηµιουργήσει θέσεις εργασίας και να µειώσει το ενεργειακό κόστος µε την πάροδο του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πολύ µεγάλη αντίσταση σε µια τέτοια αλλαγή, ειδικά σε περιοχές που εξαρτώνται ιστορικά από την παραγωγή ορυκτών καυσίµων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι διεθνείς προσπάθειες επιβράδυνσης του ρυθµού της υπερθέρµανσης του πλανήτη έχουν καταφέρει ελάχιστα. Οι παγκόσµιοι ηγέτες θα συνέλθουν ξανά τον Νοέµβριο (στην Αίγυπτο) για την επόµενη ∆ιάσκεψη των Ηνωµένων Εθνών για την Κλιµατική Αλλαγή (COP27), αλλά δεν µπορούµε να είµαστε αισιόδοξοι ότι αυτή η συνάντηση θα επιτύχει πολύ περισσότερα από τις 26 που προηγήθηκαν.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες, παραδοσιακά ηγέτιδα δύναµη των διεθνών προσπαθειών για τον περιορισµό της κλιµατικής αλλαγής, παραµερίζονται ολοένα και περισσότερο. Ο προηγούµενος πρόεδρός τους, Ντόναλντ Τραµπ, απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συµφωνία του Παρισιού για το κλίµα του 2015, ενώ ο διάδοχός του, Τζο Μπάιντεν, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο σε αυτά που µπορεί να κάνει, επειδή το Κογκρέσο (κυρίως τα ρεπουµπλικανικά µέλη του) αρνείται να επιδοτήσει την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, και το Ανώτατο ∆ικαστήριο έχει περιορίσει δραστικά την εξουσία της οµοσπονδιακής κυβέρνησης να ρυθµίζει τις εκποµπές CO2. Παράλληλα, υπάρχει ελάχιστη έως καθόλου πολιτική στήριξη για τη φορολόγηση των εκποµπών ή τη σύναψη εµπορικών συµφωνιών που θα αποθάρρυναν την κατανάλωση άνθρακα ή πετρελαίου, επιβάλλοντας δασµούς σε προϊόντα που χρησιµοποιούν εντατικά αυτά τα ορυκτά.
Το αποτέλεσµα είναι πως η θερµοκρασία στην επιφάνεια της Γης εκτιµάται ότι είναι 1,1ºC πάνω από τα προβιοµηχανικά επίπεδα και θα αυξηθεί περισσότερο λόγω της προηγηθείσης δραστηριότητας, ακόµα κι αν ο κόσµος σταµατούσε αυτή τη στιγµή να εκπέµπει αέρια θερµοκηπίου - κάτι που προφανώς δεν πρόκειται να συµβεί. Αντίθετα, ο δρόµος στον οποίο βαδίζουµε µας οδηγεί σε ένα πολύ θερµότερο κλίµα, επηρεάζοντας τα στρώµατα πάγου, τα τροπικά δάση και την τούνδρα. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο.
Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα; Υπάρχει, αλλά ως επί το πλείστον αυτή δεν προέρχεται από τις κυβερνητικές προσπάθειες, είτε µεµονωµένων χωρών είτε πολλών συνδυαστικά. Οι πολιτικοί ηγέτες πιθανότατα δεν θα δράσουν στον βαθµό που χρειάζεται µέχρις ότου να είναι πολύ αργά. Μία πιθανότητα να σηµειωθεί κάποια πρόοδος µπορεί να προέλθει από τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν οικονοµικά κίνητρα να δηµιουργήσουν προϊόντα που εξασφαλίζ ουν µεγαλύτερη εξοικονόµηση καυσίµων. Οι εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις µπορούν να παρακινήσουν τις επιχειρήσεις να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση θεσπίζοντας κανόνες που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην καινοτοµία.
Μια δεύτερη πιθανότητα θετικών αλλαγών έχει να κάνει µε την προσαρµογή. Οι κυβερνήσεις µπορούν να δηµιουργήσουν υποδοµές για να βοηθήσουν στη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής, όπως οι πληµµύρες, και τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα µπορούν να χρησιµοποιήσουν τον δανεισµό και την ασφάλιση για να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους να χτίζουν κατοικίες σε περιοχές που είναι επιρρεπείς σε πληµµύρες ή πυρκαγιές. Η µεγαλύτερη ελπίδα που έχουµε για να προλάβουµε όσο γίνεται την επιδείνωση της κλιµατικής αλλαγής προέρχεται µάλλον από την τεχνολογία, κυρίως από αυτές τις τεχνολογίες που µας επιτρέπουν να σταµατήσουµε ή ακόµα και να αντιστρέψουµε την κλιµατική αλλαγή, αφαιρώντας µέρος του άνθρακα από την ατµόσφαιρα.
*Ραδιοφωνική µας έρευνα στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον συνεργάτη µου Λεωνίδα Αποσκίτη σχετικά µε την κλιµατική αλλαγή και τα φαινόµενα αυξηµένης ξηρασίας το καλοκαίρι του 2022.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 27 Αυγούστου 2022
Ο πόλεµος αυτός έχει καταστεί η πρώτη διεθνής προτεραιότητα ανάµεσα στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και στο κοινό. Και δικαίως: η επιθετικότητα του Ρώσου προέδρου, Βλαντιµίρ Πούτιν, ενάντια της Ουκρανίας απειλεί έναν πυλώνα της διεθνούς τάξης, δηλαδή την απαγόρευση της αλλαγής των συνόρων διά της βίας. Ωστόσο, ο πόλεµος έχει πυροδοτήσει και έναν παγκόσµιο διαγκωνισµό για την επάρκεια της ενέργειας στον απόηχο των κυρώσεων κατά των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας και ενόψει της πιθανότητας η Ρωσία να διακόψει τον εφοδιασµό. Πολλές χώρες έχουν διαπιστώσει ότι ο ευκολότερος και ταχύτερος τρόπος αντιµετώπισης αυτής της απειλής είναι η εξασφάλιση ορυκτών καυσίµων, τα οποία όµως εκπέµπουν αέρια θερµοκηπίου.
Αλλά ακόµα και πριν ξεκινήσει τον πόλεµό του ο Πούτιν, η µάχη κατά της κλιµατικής αλλαγής είχε χαθεί. Αποδείχθηκε δύσκολο να γίνει κατανοητή η αίσθηση επείγοντος και επιτακτικότητας του ζητήµατος, καθώς το πρόβληµα θεωρείται µεν ευρέως υπαρκτό (η άρνηση της κλιµατικής επιστήµης ήδη εξασθενεί), όµως θεωρείται ως επί το πλείστον κάτι που µπορεί να αντιµετωπιστεί στο µέλλον. Οι θερµοκρασίες-ρεκόρ στην Ευρώπη και αλλού, οι ξηρασίες, οι πυρκαγιές, οι εντονότερες καταιγίδες και η αυξηµένη µετανάστευση µπορεί να αλλάξουν αυτή την αντίληψη, αλλά δεν το έχουν κάνει µέχρι στιγµής.
Επιπλέον, οποιαδήποτε κυβέρνηση µόνη της δεν µπορεί να λύσει το πρόβληµα. Κατά συνέπεια, πολλές χώρες έχουν την αίσθηση ότι το να πράξουν το σωστό δεν θα έχει σηµασία, γιατί άλλες χώρες θα εξακολουθήσουν να πράττουν λάθος κι έτσι θα υποφέρουµε όλοι.
Επειτα υπάρχει και η συναφής ερώτηση, που ακούγεται συχνότερα στον αναπτυσσόµενο κόσµο: «Γιατί πρέπει να κάνουµε το σωστό εµείς, αφού δεν προκαλέσαµε εµείς το πρόβληµα;». Οι φτωχές χώρες απορρίπτουν το αίτηµα των πλούσιων χωρών -οι οποίες βιοµηχανοποιήθηκαν σε µια εποχή που δεν δινόταν µεγάλη σηµασία στα κλιµατικά ζητήµατα και οι οποίες ευθύνονται ιστορικά για πολύ περισσότερες εκποµπές άνθρακα- να αναπτυχθούν µε έναν τρόπο που τους εµποδίζει την πρόσβαση στη φθηνότερη µορφή ενέργειας. Και σαν να µη φτάνει αυτό, αρκετές χώρες (ιδιαίτερα η Βραζιλία) δεν κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αποτρέψουν την καταστροφή των τροπικών δασών, του φυσικού σπόγγου εκποµπών άνθρακα της γης.
Οι διεθνείς προσπάθειες για την επιβράδυνση της κλιµατικής αλλαγής παρεµποδίζονται από τη συνεχή αντίθεση στη µεγαλύτερη εξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια, παρ’ όλο που η τελευταία δεν απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα στην ατµόσφαιρα. Από την καταστροφή της Φουκουσίµα, το 2011 στην Ιαπωνία, η λειτουργία υπαρχόντων πυρηνικών αντιδραστήρων ή η κατασκευή νέων και ασφαλέστερων σταθµών αντιµετωπίζει τεράστιες πολιτικές αντιστάσεις.
Επιπλέον, οι προσπάθειες επιβράδυνσης της κλιµατικής αλλαγής εξακολουθούν να πλήττονται από την αντίληψη ότι αυτές πρέπει υποχρεωτικά να αποβούν εις βάρος της απασχόλησης και της οικονοµικής ανάπτυξης. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αληθές: η κλιµατική αλλαγή αποδεικνύεται δαπανηρή, ενώ η εισαγωγή εναλλακτικών λύσεων αντί των ορυκτών καυσίµων µπορεί να δηµιουργήσει θέσεις εργασίας και να µειώσει το ενεργειακό κόστος µε την πάροδο του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πολύ µεγάλη αντίσταση σε µια τέτοια αλλαγή, ειδικά σε περιοχές που εξαρτώνται ιστορικά από την παραγωγή ορυκτών καυσίµων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι διεθνείς προσπάθειες επιβράδυνσης του ρυθµού της υπερθέρµανσης του πλανήτη έχουν καταφέρει ελάχιστα. Οι παγκόσµιοι ηγέτες θα συνέλθουν ξανά τον Νοέµβριο (στην Αίγυπτο) για την επόµενη ∆ιάσκεψη των Ηνωµένων Εθνών για την Κλιµατική Αλλαγή (COP27), αλλά δεν µπορούµε να είµαστε αισιόδοξοι ότι αυτή η συνάντηση θα επιτύχει πολύ περισσότερα από τις 26 που προηγήθηκαν.
Οι Ηνωµένες Πολιτείες, παραδοσιακά ηγέτιδα δύναµη των διεθνών προσπαθειών για τον περιορισµό της κλιµατικής αλλαγής, παραµερίζονται ολοένα και περισσότερο. Ο προηγούµενος πρόεδρός τους, Ντόναλντ Τραµπ, απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συµφωνία του Παρισιού για το κλίµα του 2015, ενώ ο διάδοχός του, Τζο Μπάιντεν, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο σε αυτά που µπορεί να κάνει, επειδή το Κογκρέσο (κυρίως τα ρεπουµπλικανικά µέλη του) αρνείται να επιδοτήσει την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, και το Ανώτατο ∆ικαστήριο έχει περιορίσει δραστικά την εξουσία της οµοσπονδιακής κυβέρνησης να ρυθµίζει τις εκποµπές CO2. Παράλληλα, υπάρχει ελάχιστη έως καθόλου πολιτική στήριξη για τη φορολόγηση των εκποµπών ή τη σύναψη εµπορικών συµφωνιών που θα αποθάρρυναν την κατανάλωση άνθρακα ή πετρελαίου, επιβάλλοντας δασµούς σε προϊόντα που χρησιµοποιούν εντατικά αυτά τα ορυκτά.
Το αποτέλεσµα είναι πως η θερµοκρασία στην επιφάνεια της Γης εκτιµάται ότι είναι 1,1ºC πάνω από τα προβιοµηχανικά επίπεδα και θα αυξηθεί περισσότερο λόγω της προηγηθείσης δραστηριότητας, ακόµα κι αν ο κόσµος σταµατούσε αυτή τη στιγµή να εκπέµπει αέρια θερµοκηπίου - κάτι που προφανώς δεν πρόκειται να συµβεί. Αντίθετα, ο δρόµος στον οποίο βαδίζουµε µας οδηγεί σε ένα πολύ θερµότερο κλίµα, επηρεάζοντας τα στρώµατα πάγου, τα τροπικά δάση και την τούνδρα. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο.
Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα; Υπάρχει, αλλά ως επί το πλείστον αυτή δεν προέρχεται από τις κυβερνητικές προσπάθειες, είτε µεµονωµένων χωρών είτε πολλών συνδυαστικά. Οι πολιτικοί ηγέτες πιθανότατα δεν θα δράσουν στον βαθµό που χρειάζεται µέχρις ότου να είναι πολύ αργά. Μία πιθανότητα να σηµειωθεί κάποια πρόοδος µπορεί να προέλθει από τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν οικονοµικά κίνητρα να δηµιουργήσουν προϊόντα που εξασφαλίζ ουν µεγαλύτερη εξοικονόµηση καυσίµων. Οι εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις µπορούν να παρακινήσουν τις επιχειρήσεις να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση θεσπίζοντας κανόνες που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην καινοτοµία.
Μια δεύτερη πιθανότητα θετικών αλλαγών έχει να κάνει µε την προσαρµογή. Οι κυβερνήσεις µπορούν να δηµιουργήσουν υποδοµές για να βοηθήσουν στη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής, όπως οι πληµµύρες, και τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα µπορούν να χρησιµοποιήσουν τον δανεισµό και την ασφάλιση για να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους να χτίζουν κατοικίες σε περιοχές που είναι επιρρεπείς σε πληµµύρες ή πυρκαγιές. Η µεγαλύτερη ελπίδα που έχουµε για να προλάβουµε όσο γίνεται την επιδείνωση της κλιµατικής αλλαγής προέρχεται µάλλον από την τεχνολογία, κυρίως από αυτές τις τεχνολογίες που µας επιτρέπουν να σταµατήσουµε ή ακόµα και να αντιστρέψουµε την κλιµατική αλλαγή, αφαιρώντας µέρος του άνθρακα από την ατµόσφαιρα.
*Ραδιοφωνική µας έρευνα στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον συνεργάτη µου Λεωνίδα Αποσκίτη σχετικά µε την κλιµατική αλλαγή και τα φαινόµενα αυξηµένης ξηρασίας το καλοκαίρι του 2022.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 27 Αυγούστου 2022