Η Μεγάλη Προδοσία
Σε πολύπλοκα πολιτικά και διπλωµατικά ζητήµατα δεν υπάρχουν φίλοι ή εχθροί δεδοµένοι, αλλά η στάση κρατών καθορίζεται µε γνώµονα τις επιδιώξεις, τα συµφέροντα και την ψυχρή σκοπιµότητα
Συµπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα βαρυσήµαντο γεγονός, που επέφερε συρρίκνωση στην Ελλάδα του 1922, προσθέτοντας µια µεγάλη εθνική αποτυχία. Μια καίρια καµπή, η οποία επηρέασε πολύπλευρα την ελληνική πολιτική ζωή και κοινωνία µε αλυσιδωτές επιδράσεις έως τις ηµέρες µας. Το όραµα της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών επρόκειτο να µείνει ανεκπλήρωτο. Θέλοντας να αποδώσουµε ελάχιστο φόρο τιµής στους πρωτεργάτες εκείνης της µεγάλης εποποιίας, που ενσάρκωσαν τους εθνικούς πόθους, αναδεικνύοντας τη Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισµού σε εφικτή προοπτική, θα επιχειρήσουµε να εµβαθύνουµε στα γεγονότα που συνδέονται µε το τελικό αποτέλεσµα της Καταστροφής και, καθώς η Ιστορία αποτελεί µια ζωντανή πηγή µαρτυρίας που διδάσκει όσους γνωρίζουν να ερµηνεύουν τον νόµο αιτίου και αιτιατού, θα προσπαθήσουµε να επισηµάνουµε ιστορικά κοινά µε το σήµερα.
Κατά γενική οµολογία, η καταστροφή του ελληνικού Στρατού στον Σαγγάριο ποταµό υπήρξε η µεγαλύτερη τραγωδία των µεταπελευθερωτικών χρόνων. Ενας κόλαφος, που απέτρεψε την πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισµού, επηρεάζοντας τη δοµή της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και τη µετέπειτα πολιτική στάση του επίσηµου κρατικού σχηµατισµού. Είναι αποδεκτό ότι η θεώρηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας είχε δύο διαστάσεις. Την ελληνοτουρκική, στο πεδίο της διπλωµατίας και του συσχετισµού των δυνάµεων, αλλά και την ευρωπαϊκή, στο πλαίσιο της Αντάντ. Παράλληλα, όµως, µε τον συσχετισµό των στρατιωτικών δυνάµεων εκτυλίσσεται και ένας άλλος αγώνας, λιγότερο γνωστός και αθόρυβος, αλλά ωστόσο το ίδιο, αν όχι και περισσότερο, σηµαντικός. Αυτός της διπλωµατικής διαπάλης και υπεροχής, που εκτυλίσσεται και τροφοδοτείται τόσο από παρασκηνιακές ενέργειες όσο και από τα ελληνικά πολιτικά σφάλµατα της εποχής.
Τι αντιπροσώπευε, όµως, η Μικρασιατική Εκστρατεία για την «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ) και τι σήµαινε η ευόδωσή της για την ελληνική εξωτερική πολιτική; Αναµφίβολα, στο µέτρο που η επίσηµη ελληνική κυβέρνηση τηρούσε µια στάση απαρέγκλιτα φιλική προς τις ξένες δυνάµεις που συγκροτούσαν την Αντάντ και ιδιαιτέρως ευνοϊκή προς την Αγγλία, η Μικρασιατική Καταστροφή τελούσε υπό τις ευλογίες των ανεπτυγµένων δυτικών χωρών της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Αµερική).
Οι εκβιοµηχανισµένες αυτές δυνάµεις, έχοντας κορεστεί οι ευρωπαϊκές αγορές, προσανατολίζονταν προς την εξεύρεση νέων αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών. Στην έξαρση αυτή του νεοαποικισµού, µε χαρακτήρα άκρατης οικονοµικής εκµεταλλεύσεως, θέση θύµατος είχαν οι υπανάπτυκτοι λαοί, µε προεξάρχουσα την αποσυντιθέµενη Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η δηµιουργία µίας ενιαίας οικονοµικά εκµεταλλεύσιµης ζώνης, που θα εκτεινόταν από την περιοχή των Στενών του Βοσπόρου µέχρι τον Περσικό Κόλπο, προσδιόριζε τις βλέψεις της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής (όπως και η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών), ενώ η επιβολή του καθεστώτος των επαχθών διαµολογήσεων στην υπανάπτυκτη αυτή εκτεταµένη περιοχή κέντριζε το ενδιαφέρον και των υπόλοιπων συνδιεκδικητών των πολλαπλών προνοµίων. Οµως, η επιβολή της αγγλογαλλικής βουλήσεως στον εκτεταµένο αυτό γεωγραφικό χώρο απαιτούσε πρώτα τη στρατιωτική επικυριαρχία στην ευαίσθητη µικρασιατική περιοχή.
Η Αγγλία, πόσω µάλλον η Γαλλία, δεν είχαν την ικανότητα µετά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο να επιβάλουν τη θέλησή τους στη µεγάλη Οθωµανική Αυτοκρατορία µε µία ισχυρή στρατιωτική παρουσία. Εάν ήθελαν να προσποριστούν τα τεράστια οφέλη που τους προσέδιδαν οι συγκυρίες της εποχής, ήταν υποχρεωµένοι να χρησιµοποιήσουν µια µη εξασθενηµένη, από στρατιωτικής απόψεως, δύναµη της εποχής, κι αυτή ήταν η Ελλάδα. Ετσι, πίσω από το δίκαιο αίτηµα της ελληνικής πλευράς για διεκδίκηση των εδαφικών εκείνων περιοχών µε τους συµπαγείς ελληνικούς πληθυσµούς της ∆υτικής Μικράς Ασίας, οι ξένες δυνάµεις -και κυρίως η Αγγλίαβρήκαν την ευκαιρία να προωθήσουν τα δικά τους πρώτιστα οικονοµικά συµφέροντα, που τον καιρό εκείνο, συγκυριακά, συνέπιπταν µε την υλοποίηση της ελληνικής πολιτικής ολοκληρώσεως.
Με αυτά τα δεδοµένα, η Ελλάδα επέτρεψε στις Μεγάλες ∆υνάµεις να αξιοποιήσουν έµµεσα, αλλά ουσιαστικά, τον ελληνικό Στρατό προς όφελός τους. Και ενώ ο ελληνικός Στρατός προάσπιζε µε αυτοθυσία και γενναιότητα τις εθνικές θέσεις στο διευρυµένο µέτωπο της Μικράς Ασίας, στα µετόπισθεν οι Αγγλοι επωφελούνταν από τις ελληνικές νίκες για την υλοποίηση των οικονοµικών τους στόχων. Εγκατεστηµένοι στην αρχαία Τρωάδα, επιδίδονταν στην προσοδοφόρα τακτική του ελέγχου των Στενών. Παράλληλα, όµως, στο µέτρο και στον βαθµό που η Μικρασιατική Εκστρατεία συνέτεινε στην εθνική ολοκλήρωση και την υλοποίηση του οράµατος της Μεγάλης Ιδέας, αποτελούσε επιλογή καθαρά πατριωτική. Και ως τέτοια ενεργοποιήθηκε µακριά από κάθε ιµπεριαλιστική σκοπιµότητα και προοπτική.
Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν τροµακτικές για τον Ελληνισµό: ξεριζωµός από πανάρχαιες ελληνικές εστίες, προσφυγιά, αστυφιλία, πείνα, εξαθλίωση κ.ά. Η στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων σε αυτό το ζήτηµα, όπως και σε κάθε άλλο, καταδεικνύει ότι σε πολύπλοκα πολιτικά και διπλωµατικά ζητήµατα δεν υπάρχουν φίλοι ή εχθροί δεδοµένοι, αλλά η στάση κρατών καθορίζεται µε γνώµονα τις επιδιώξεις, τα συµφέροντα και την ψυχρή σκοπιµότητα, µη υποκείµενη σε συναισθηµατικές λογικές. Από την αρχή ήδη του 20ού αιώνα, η πολιτική ζωή στην Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερα ταραγµένη. Ο παλαιοκοµµατισµός και η διαφθορά της εξουσίας ήταν αυτά τα αίτια, άλλωστε που προκάλεσαν την Εθνική Επανάσταση στου Γουδή το 1909. Στον συσχετισµό των δυνάµεων θα αναµειχθεί µε ιδιαίτερη έµφαση στην πολιτική ζωή του τόπου και ο ξένος παράγοντας. Η ανάδειξη στον θρόνο του Κωνσταντίνου σκοπό είχε την ουδετερότητα της Ελλάδας, µε µια σχετικά φιλική απόκλιση προς τις δυνάµεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Η Ελλάδα τελικά εισέρχεται στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, µετά την επικράτηση του Βενιζέλου µε το Κίνηµα της «Εθνικής Αµύνης» στη Θεσσαλονίκη, το 1917. Και ενώ η Ελλάδα εισπράττει φαινοµενικά οφέλη, ένα από τα οποία είναι η συγκατάθεση των Μεγάλων ∆υνάµεων της εποχής για την αποβίβαση ελληνικού Στρατού στη Σµύρνη τον Μάιο του 1919, προς υλοποίηση των Συνθηκών που έχουν υπογραφεί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αποφεύγουν να συνδράµουν στην υλοποίησή τους, αφήνοντας τα ελληνικά στρατεύµατα να διαχειριστούν από µόνα τους το πρόβληµα. Συγκεκριµένα, η απόβαση του ελληνικού Στρατού στη Σµύρνη συντελείται προς υλοποίηση των συµφωνηθέντων στη Συνδιάσκεψη των Νικητριών ∆υνάµεων στο Παρίσι. Τότε, η Ελλάδα διαµηνύει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν διεκδικεί εδάφη εκεί όπου της λείπει η εθνολογική βάση, τονίζοντας ότι η προώθηση του ελληνικού Στρατού πραγµατοποιείται σε εδάφη που συνιστούν προαιώνιες ελληνικές εστίες.
Η επιλογή αυτή των συµµάχων συµπίπτει, προσωρινά, µε την υλοποίηση του πνεύµατος της Μεγάλης Ιδέας που διακατέχει τον Ελληνισµό. Προαιώνια οράµατα και βλέψεις ξαφνικά αποκτούν σάρκα και οστά, ενώ προσδοκίες αιώνων τείνουν να γίνουν και πάλι πραγµατικότητα. Υπάρχουν µεγαλοαστοί που δεν αναγείρουν επαύλεις στην Αθήνα, αναµένοντας να τις οικοδοµήσουν στην Κωνσταντινούπολη! Τέτοιο πνεύµα διατρέχει τον Ελληνισµό της εποχής. Και ενώ οι µάχες µαίνονται στο µικρασιατικό µέτωπο και υπογράφεται το 1920 η Συνθήκη των Σεβρών, που δίνει σάρκα και οστά στο όραµα της Μεγάλης Ιδέας, ενώ όλα φαινοµενικά δείχνουν ότι η Ελλάδα οδηγείται σε έναν πολιτικοστρατιωτικό θρίαµβο, αρχίζει αφανώς η αντίστροφη µέτρηση.
Ο Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές και τις χάνει, υφιστάµενος παταγώδη ήττα. Τις εκλογές κερδίζει η Ηνωµένη Αντιπολίτευσις, συγκροτούµενη από τους Νικόλαο Στράτο (αρχηγός του µικρού Εθνικού Συντηρητικού Κόµµατος), ∆ηµήτριο Γούναρη (ιδρυτής του κόµµατος των Εθνικοφρόνων), ∆ηµήτριο Ράλλη (επικεφαλής βραχύβιων κυβερνήσεων) και Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (συνιδρυτής και ηγετικό στέλεχος του Λαϊκού Κόµµατoς).
Οι προαναφερθέντες κερδίζουν τις εκλογές µε σύνθηµά τους αφενός την επαναφορά-αποκατάσταση στον θρόνο του Κωνσταντίνου, που έχει εκθρονιστεί, αφετέρου τον τερµατισµό του πολέµου στο µέτωπο της Μικρασίας, ο οποίος, ερχόµενος µετά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, έχει υπερβολικά κουράσει. Ενώ όµως οι ηγέτες της Ηνωµένης Αντιπολιτεύσεως κάνουν αλλαγή πλεύσεως και συνεχίζουν τον πόλεµο, παράλληλα ανακαλούν διά δηµοψηφίσµατος στον θρόνο τον Κωνσταντίνο τον Στρατηλάτη, ο οποίος αποτελεί το «κόκκινο πανί» για τις Μεγάλες ∆υνάµεις της εποχής και συνιστά η επαναφορά του την προσχηµατική δικαιολογία για την αλλαγή πλεύσεως εκ µέρους τους, αλλαγή η οποία συντελείται σταδιακά, αλλά ουσιαστικά.
*Αποµαγνητοφώνηση εκποµπής µου στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον συνεργάτη µου Λεωνίδα Αποσκίτη πάνω σε εργασία του συγγραφέα-ερευνητή Ιωάννη Θ. Χαραλαµπόπουλου σχετικά µε τη Μικρασιατική Καταστροφή.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 24 Σεπτεμβρίου 2022
Κατά γενική οµολογία, η καταστροφή του ελληνικού Στρατού στον Σαγγάριο ποταµό υπήρξε η µεγαλύτερη τραγωδία των µεταπελευθερωτικών χρόνων. Ενας κόλαφος, που απέτρεψε την πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισµού, επηρεάζοντας τη δοµή της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και τη µετέπειτα πολιτική στάση του επίσηµου κρατικού σχηµατισµού. Είναι αποδεκτό ότι η θεώρηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας είχε δύο διαστάσεις. Την ελληνοτουρκική, στο πεδίο της διπλωµατίας και του συσχετισµού των δυνάµεων, αλλά και την ευρωπαϊκή, στο πλαίσιο της Αντάντ. Παράλληλα, όµως, µε τον συσχετισµό των στρατιωτικών δυνάµεων εκτυλίσσεται και ένας άλλος αγώνας, λιγότερο γνωστός και αθόρυβος, αλλά ωστόσο το ίδιο, αν όχι και περισσότερο, σηµαντικός. Αυτός της διπλωµατικής διαπάλης και υπεροχής, που εκτυλίσσεται και τροφοδοτείται τόσο από παρασκηνιακές ενέργειες όσο και από τα ελληνικά πολιτικά σφάλµατα της εποχής.
Τι αντιπροσώπευε, όµως, η Μικρασιατική Εκστρατεία για την «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ) και τι σήµαινε η ευόδωσή της για την ελληνική εξωτερική πολιτική; Αναµφίβολα, στο µέτρο που η επίσηµη ελληνική κυβέρνηση τηρούσε µια στάση απαρέγκλιτα φιλική προς τις ξένες δυνάµεις που συγκροτούσαν την Αντάντ και ιδιαιτέρως ευνοϊκή προς την Αγγλία, η Μικρασιατική Καταστροφή τελούσε υπό τις ευλογίες των ανεπτυγµένων δυτικών χωρών της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Αµερική).
Οι εκβιοµηχανισµένες αυτές δυνάµεις, έχοντας κορεστεί οι ευρωπαϊκές αγορές, προσανατολίζονταν προς την εξεύρεση νέων αγορών και πλουτοπαραγωγικών πηγών. Στην έξαρση αυτή του νεοαποικισµού, µε χαρακτήρα άκρατης οικονοµικής εκµεταλλεύσεως, θέση θύµατος είχαν οι υπανάπτυκτοι λαοί, µε προεξάρχουσα την αποσυντιθέµενη Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η δηµιουργία µίας ενιαίας οικονοµικά εκµεταλλεύσιµης ζώνης, που θα εκτεινόταν από την περιοχή των Στενών του Βοσπόρου µέχρι τον Περσικό Κόλπο, προσδιόριζε τις βλέψεις της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής (όπως και η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών), ενώ η επιβολή του καθεστώτος των επαχθών διαµολογήσεων στην υπανάπτυκτη αυτή εκτεταµένη περιοχή κέντριζε το ενδιαφέρον και των υπόλοιπων συνδιεκδικητών των πολλαπλών προνοµίων. Οµως, η επιβολή της αγγλογαλλικής βουλήσεως στον εκτεταµένο αυτό γεωγραφικό χώρο απαιτούσε πρώτα τη στρατιωτική επικυριαρχία στην ευαίσθητη µικρασιατική περιοχή.
Η Αγγλία, πόσω µάλλον η Γαλλία, δεν είχαν την ικανότητα µετά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο να επιβάλουν τη θέλησή τους στη µεγάλη Οθωµανική Αυτοκρατορία µε µία ισχυρή στρατιωτική παρουσία. Εάν ήθελαν να προσποριστούν τα τεράστια οφέλη που τους προσέδιδαν οι συγκυρίες της εποχής, ήταν υποχρεωµένοι να χρησιµοποιήσουν µια µη εξασθενηµένη, από στρατιωτικής απόψεως, δύναµη της εποχής, κι αυτή ήταν η Ελλάδα. Ετσι, πίσω από το δίκαιο αίτηµα της ελληνικής πλευράς για διεκδίκηση των εδαφικών εκείνων περιοχών µε τους συµπαγείς ελληνικούς πληθυσµούς της ∆υτικής Μικράς Ασίας, οι ξένες δυνάµεις -και κυρίως η Αγγλίαβρήκαν την ευκαιρία να προωθήσουν τα δικά τους πρώτιστα οικονοµικά συµφέροντα, που τον καιρό εκείνο, συγκυριακά, συνέπιπταν µε την υλοποίηση της ελληνικής πολιτικής ολοκληρώσεως.
Με αυτά τα δεδοµένα, η Ελλάδα επέτρεψε στις Μεγάλες ∆υνάµεις να αξιοποιήσουν έµµεσα, αλλά ουσιαστικά, τον ελληνικό Στρατό προς όφελός τους. Και ενώ ο ελληνικός Στρατός προάσπιζε µε αυτοθυσία και γενναιότητα τις εθνικές θέσεις στο διευρυµένο µέτωπο της Μικράς Ασίας, στα µετόπισθεν οι Αγγλοι επωφελούνταν από τις ελληνικές νίκες για την υλοποίηση των οικονοµικών τους στόχων. Εγκατεστηµένοι στην αρχαία Τρωάδα, επιδίδονταν στην προσοδοφόρα τακτική του ελέγχου των Στενών. Παράλληλα, όµως, στο µέτρο και στον βαθµό που η Μικρασιατική Εκστρατεία συνέτεινε στην εθνική ολοκλήρωση και την υλοποίηση του οράµατος της Μεγάλης Ιδέας, αποτελούσε επιλογή καθαρά πατριωτική. Και ως τέτοια ενεργοποιήθηκε µακριά από κάθε ιµπεριαλιστική σκοπιµότητα και προοπτική.
Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν τροµακτικές για τον Ελληνισµό: ξεριζωµός από πανάρχαιες ελληνικές εστίες, προσφυγιά, αστυφιλία, πείνα, εξαθλίωση κ.ά. Η στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων σε αυτό το ζήτηµα, όπως και σε κάθε άλλο, καταδεικνύει ότι σε πολύπλοκα πολιτικά και διπλωµατικά ζητήµατα δεν υπάρχουν φίλοι ή εχθροί δεδοµένοι, αλλά η στάση κρατών καθορίζεται µε γνώµονα τις επιδιώξεις, τα συµφέροντα και την ψυχρή σκοπιµότητα, µη υποκείµενη σε συναισθηµατικές λογικές. Από την αρχή ήδη του 20ού αιώνα, η πολιτική ζωή στην Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερα ταραγµένη. Ο παλαιοκοµµατισµός και η διαφθορά της εξουσίας ήταν αυτά τα αίτια, άλλωστε που προκάλεσαν την Εθνική Επανάσταση στου Γουδή το 1909. Στον συσχετισµό των δυνάµεων θα αναµειχθεί µε ιδιαίτερη έµφαση στην πολιτική ζωή του τόπου και ο ξένος παράγοντας. Η ανάδειξη στον θρόνο του Κωνσταντίνου σκοπό είχε την ουδετερότητα της Ελλάδας, µε µια σχετικά φιλική απόκλιση προς τις δυνάµεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Η Ελλάδα τελικά εισέρχεται στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, µετά την επικράτηση του Βενιζέλου µε το Κίνηµα της «Εθνικής Αµύνης» στη Θεσσαλονίκη, το 1917. Και ενώ η Ελλάδα εισπράττει φαινοµενικά οφέλη, ένα από τα οποία είναι η συγκατάθεση των Μεγάλων ∆υνάµεων της εποχής για την αποβίβαση ελληνικού Στρατού στη Σµύρνη τον Μάιο του 1919, προς υλοποίηση των Συνθηκών που έχουν υπογραφεί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αποφεύγουν να συνδράµουν στην υλοποίησή τους, αφήνοντας τα ελληνικά στρατεύµατα να διαχειριστούν από µόνα τους το πρόβληµα. Συγκεκριµένα, η απόβαση του ελληνικού Στρατού στη Σµύρνη συντελείται προς υλοποίηση των συµφωνηθέντων στη Συνδιάσκεψη των Νικητριών ∆υνάµεων στο Παρίσι. Τότε, η Ελλάδα διαµηνύει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν διεκδικεί εδάφη εκεί όπου της λείπει η εθνολογική βάση, τονίζοντας ότι η προώθηση του ελληνικού Στρατού πραγµατοποιείται σε εδάφη που συνιστούν προαιώνιες ελληνικές εστίες.
Η επιλογή αυτή των συµµάχων συµπίπτει, προσωρινά, µε την υλοποίηση του πνεύµατος της Μεγάλης Ιδέας που διακατέχει τον Ελληνισµό. Προαιώνια οράµατα και βλέψεις ξαφνικά αποκτούν σάρκα και οστά, ενώ προσδοκίες αιώνων τείνουν να γίνουν και πάλι πραγµατικότητα. Υπάρχουν µεγαλοαστοί που δεν αναγείρουν επαύλεις στην Αθήνα, αναµένοντας να τις οικοδοµήσουν στην Κωνσταντινούπολη! Τέτοιο πνεύµα διατρέχει τον Ελληνισµό της εποχής. Και ενώ οι µάχες µαίνονται στο µικρασιατικό µέτωπο και υπογράφεται το 1920 η Συνθήκη των Σεβρών, που δίνει σάρκα και οστά στο όραµα της Μεγάλης Ιδέας, ενώ όλα φαινοµενικά δείχνουν ότι η Ελλάδα οδηγείται σε έναν πολιτικοστρατιωτικό θρίαµβο, αρχίζει αφανώς η αντίστροφη µέτρηση.
Ο Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές και τις χάνει, υφιστάµενος παταγώδη ήττα. Τις εκλογές κερδίζει η Ηνωµένη Αντιπολίτευσις, συγκροτούµενη από τους Νικόλαο Στράτο (αρχηγός του µικρού Εθνικού Συντηρητικού Κόµµατος), ∆ηµήτριο Γούναρη (ιδρυτής του κόµµατος των Εθνικοφρόνων), ∆ηµήτριο Ράλλη (επικεφαλής βραχύβιων κυβερνήσεων) και Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (συνιδρυτής και ηγετικό στέλεχος του Λαϊκού Κόµµατoς).
Οι προαναφερθέντες κερδίζουν τις εκλογές µε σύνθηµά τους αφενός την επαναφορά-αποκατάσταση στον θρόνο του Κωνσταντίνου, που έχει εκθρονιστεί, αφετέρου τον τερµατισµό του πολέµου στο µέτωπο της Μικρασίας, ο οποίος, ερχόµενος µετά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, έχει υπερβολικά κουράσει. Ενώ όµως οι ηγέτες της Ηνωµένης Αντιπολιτεύσεως κάνουν αλλαγή πλεύσεως και συνεχίζουν τον πόλεµο, παράλληλα ανακαλούν διά δηµοψηφίσµατος στον θρόνο τον Κωνσταντίνο τον Στρατηλάτη, ο οποίος αποτελεί το «κόκκινο πανί» για τις Μεγάλες ∆υνάµεις της εποχής και συνιστά η επαναφορά του την προσχηµατική δικαιολογία για την αλλαγή πλεύσεως εκ µέρους τους, αλλαγή η οποία συντελείται σταδιακά, αλλά ουσιαστικά.
*Αποµαγνητοφώνηση εκποµπής µου στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον συνεργάτη µου Λεωνίδα Αποσκίτη πάνω σε εργασία του συγγραφέα-ερευνητή Ιωάννη Θ. Χαραλαµπόπουλου σχετικά µε τη Μικρασιατική Καταστροφή.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 24 Σεπτεμβρίου 2022