Μια άγνωστη παράµετρος του Μικρασιατικού
Το «άµεσο» αποτέλεσµα φαίνεται στον τρόπο µε τον οποίο «διευθετήθηκε» στη Λωζάννη η ελληνοτουρκική ρήξη, αφήνοντας αόριστα περιθώρια στην Τουρκία να υπολογίζεται ως ευρωπαϊκή χώρα
Μια άλλη προσέγγιση του Μικρασιατικού ανέπτυξε ο µέγιστος τουρκολόγος του αιώνα µας, Νεοκλής Σαρρής. Και πάνω στην ανάλυσή του οργανώσαµε εκποµπή στον 90,1 µε τους συνεργάτες µου, Λεωνίδα Αποσκίτη και Σπύρο ∆ηµητρίου. Την αποµαγνητοφώνησή της δροµολογούµε στο σηµερινό µας αφιέρωµα. Είναι γνωστό πως το «Ανατολικό Ζήτηµα», που αναφέρεται στον διαµοιρασµό της οσµανικής αυτοκρατορίας, άλυτο λόγω των αντικρουόµενων συµφερόντων δυνάµεων, συνασπισµένων ή µη, προσδίδει τελικά στις διεθνείς σχέσεις µια ιδιαιτερότητα µονοτονίας. Γιατί η µη επίλυση του «Ανατολικού Ζητήµατος» και η επ’ αόριστον παράταση του «δόγµατος της ακεραιότητας της οσµανικής αυτοκρατορίας», έννοιες συνδεόµενες απόλυτα µεταξύ τους, συντελούν ώστε η «σύγχρονη» Τουρκία να λειτουργεί ως «εµβόλιµο κράτος».
Αυτό άλλωστε φαίνεται κι από τις γενέθλιες διαδικασίες, που καταλήγουν στη συγκρότηση της σηµερινής Τουρκίας ως πολιτειακού µορφώµατος, αλλά και ως υποκειµένου διεθνών σχέσεων. ∆ιαδικασίες που έχουν αποφασιστικές επιπτώσεις πάνω στις αντιδράσεις της χώρας αυτής προς την Ελλάδα και συνδέονται µόνον «έµµεσα» µε την ανατροπή όσων µετεξελίξεων προβλέπονταν από τους νικητές του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου για τον χώρο της Μικράς Ασίας, µε την ενεργοποίηση των εθνοτήτων της. Το κίνηµα για εθνική αποκατάσταση των χωρών της αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει από την Ελλάδα, όχι γιατί οι κοινωνικοοικονοµικοί όροι ενός ακµάζοντος µεταπρατικού κεφαλαίου ήταν η µοναδική κινητήρια δύναµη, αλλά γιατί αυτοί ενίσχυσαν την ιδεολογία και χαλύβδωσαν την πολιτική πράξη της ανεξαρτησίας πάνω σε πλαίσια που είχε χαράξει ήδη η Ιστορία στη συλλογική συνείδηση της καταπιεσµένης (πολιτικά και πολιτισµικά) ελληνικής εθνότητας.
Ο Ταχίρ Αλάνγκου, ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Τούρκους πεζογράφους, µε ανοιχτούς ορίζοντες στην καρτεσιανή λογική του, εµβαθύνοντας στο γεγονός της Κεµαλικής Επανάστασης και στη γένεση του νεότερου τουρκικού κράτους, διατυπώνει την ακόλουθη άποψη διαµέσου του δρος Μουνίρ, ήρωα του µυθιστορήµατός του «Ο κουρασµένος πολεµιστής»: «Αν οι Αγγλοι κατορθώσουν να δηµιουργήσουν την εµβόλιµη περιοχή ανάµεσα στους µπολσεβίκους και τη ∆ύση και αν µπορέσουν να την επιβάλουν, έστω και πρόσκαιρα, στους µπολσεβίκους, τότε η Ανατολία θα διαµελιστεί, θα διαµοιραστεί! Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή οι µπολσεβίκοι, έστω και πρόσκαιρα, δεν δεχτούν µια παρόµοια κατάσταση, αν βρουν στην Τουρκία δύναµη αντίστασης, τότε η εµβόλιµη περιοχή ανάµεσα στους µπολσεβίκους και τον δυτικό κόσµο θα µετατοπιστεί προς την Ανατολία. Οσο δύσκολες συνθήκες κι αν προκύψουν απ’ αυτή την κοσµοχαλασιά, εµείς µπορούµε να βγάλουµε ένα τουρκικό κράτος ... Το ζήτηµα είναι κατά πόσον θα το αντιληφθούν οι µεγάλοι ηγέτες µας ... » (Alangu, Kemal Tahir: «Yorgun Savasçi» [«Ο κουρασµένος πολεµιστής»], Εκδ. Bilgi, Ankara, 1976, σελ. 128).
Ο δρ Μουνίρ φέρεται να κάνει τις σκέψεις αυτές τον Φεβρουάριο του 1919. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ο Κεµάλ σε επιστολή του προς τον στρατηγό Κιαζίµ Καράµπεκιρ, µεταξύ άλλων, γράφει: «Σε περίπτωση που οι µπολσεβίκοι επιδείξουν δραστηριότητα και ασκήσουν µεγαλύτερη επιρροή, θα πρέπει, προσπαθώντας να φανούµε ουδέτεροι, να εξαναγκάσουµε τις δυνάµεις των Συµµάχων (εννοεί τους Αγγλους, Γάλλους και Ιταλούς) να αποµακρυνθούν από τη χώρα µας και, σε ενάντια περίπτωση, είναι φρόνιµο να ισχυριστούµε πως θα γίνουν αιτία η πατρίδα µας να παραµείνει κάτω από την κατοχή των µπολσεβίκων και πως θα πράξουµε ανάλογα ... Από την άλλη πλευρά, µη αναµένοντας να έλθει η αρχική πρόταση από τους Σοβιετικούς, είναι πολύ σκόπιµο να αποστείλουµε µερικά χρήσιµα άτοµα από εκείνη την περιοχή (την Ανατολική Μικρά Ασία), µε µυστική αποστολή, και να αρχίσουµε αµέσως διαπραγµατεύσεις. Ετσι, δεν θα παραστεί ανάγκη να έλθουν στη χώρα µας µπολσεβίκοι, πολλοί σε αριθµό και σε δύναµη ... Στη συνέχεια, µόλις συνεννοηθούµε, θα ’ναι πολύ φρόνιµο να τους κρατήσουµε στα σύνορα και να τους χρησιµοποιήσουµε ως όπλο για την αποµάκρυνση των Συµµάχων από τη χώρα» (Karabekir, Kazim: «Ιstiklal Harbimiz» [«Ο πόλεµος της ανεξαρτησίας µας»], Εκδ. Τϋrkiye Yayinevi, Ιstanbul, 1959, σελ. 58).
Η άποψη του Αλάνγκου έρχεται σε αντίθεση προς την πλειονότητα των Τούρκων ιστορικών ή, ορθότερα, της επίσηµης τουρκικής ιστοριογραφίας. Ωστόσο, δεν απέχει καθόλου από την πραγµατικότητα. Αντίθετα προς τον Κεµάλ, ο στρατηγός Αλί Φουάτ (Τζεµπέσοϊ), που την εποχή εκείνη αποστέλλεται ως πρεσβευτής του κεµαλικού καθεστώτος στη Μόσχα, φρονεί πως η Τουρκία πρέπει να συµβάλει µε τις δυνάµεις της στη δηµιουργία της καυκασιανής οµοσπονδίας, ώστε «µε αυτόν τον τρόπο να κατορθωθεί η συγκρότηση ενός ισχυρού εµβόλιµου κράτους έναντι των µεγάλων κινδύνων, που καθ’ όλη την Ιστορία, προερχόµενοι από εκείνη την περιοχή, απειλούν τη Μέση Ανατολή». (….) (Cebesoy, Αli Fuat «Moskova Hatiralari» [«Αναµνήσεις από τη Μόσχα»], Εκδ. Vatan, Istanbul, 1955, σελ. 8, 262).
Είναι γεγονός ότι µε την κοσµογονία της Οκτωβριανής Επανάστασης οι δυτικές δυνάµεις, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία, κατέβαλαν προσπάθειες προκειµένου να συγκρατήσουν την επέκτασή της µε τη δηµιουργία «εµβόλιµων κρατών», όπως της Γεωργίας, του Αζερµπαϊτζάν, της Αρµενίας και της Καυκασιανής οµοσπονδίας. Εδώ ανήκει και η περίπτωση της ∆ηµοκρατίας του Πόντου. Η βρετανική πολιτική, µετά την επανάσταση των µπολσεβίκων, κατέτεινε στη δηµιουργία ενός «εµβόλιµου κράτους», όπως ήταν αυτά της Οµοσπονδίας της Αρµενίας, της Γεωργίας και του Αζερµπαϊτζάν, και κρατών, όπως ήταν το κουρδικό, το λαζικό (που αρχικά έγινε σκέψη οµοσπονδιοποίησής του µε το αρµενικό) και αυτό των Νεστοριανών. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε αναγκαστικά και η προσπάθεια συγκρότησης της ∆ηµοκρατίας του Πόντου. Ο Βενιζέλος, έχοντας κατανοήσει το γεγονός πολύ ορθά, στις 5 Οκτωβρίου του 1920 έλεγε στον Lloyd George: «Η Αρµενία και η Γεωργία µαζί µε τη ∆ηµοκρατία του Πόντου µπορούν να δηµιουργήσουν ένα στέρεο τείχος κατέναντι του ισλαµικού και του ρωσικού ιµπεριαλισµού» (Documents of British Foreign Policy, 1919-1939, τόµος ΧΙΙΙ, έγγρ. αρ. 152).
Πάντως, µια αποτυχία στην προκείµενη στοχοθεσία είχε ως άµεσο αποτέλεσµα την επιβίωση της Τουρκίας, όχι µόνο ως «εµβόλιµου» ή «ενδιάµεσου» κράτους, αλλά και ως λειτουργικής αναβίωσης της ίδιας της οσµανικής αυτοκρατορίας, µια και επικράτησε το δόγµα της ακεραιότητάς της. ∆ύο φορές στην Ιστορία η οσµανική αυτοκρατορία έχει βρεθεί στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσής της. Την πρώτη, το 1789, την αποτρέπει η µεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η οποία θορυβεί τις συγκεντρωτικές µοναρχίες της Ευρώπης, που βλέπουν τον κίνδυνο να απειλεί τους θρόνους, εφόσον κλονίζεται το διαβρωµένο αντιστήριγµα της φεουδαρχίας, που ψυχορραγεί. Η δεύτερη συµπίπτει µε την Οκτωβριανή Επανάσταση, οπότε και πάλι βρίσκονται αντιµέτωπα δύο κοινωνικά και οικονοµικά συστήµατα. Ετσι, η οσµανική αυτοκρατορία (ή η νεότερη Τουρκία) εµφανίζεται ως «ενδιάµεση δύναµη», που από ορισµού της παρεµβάλλεται µεταξύ αντιµαχόµενων διαλεκτικά οικονοµικών συστηµάτων σε τρόπο ώστε η πολιτική απεικόνιση των αντιµέτωπων στρατοπέδων να παραµένει η ίδια, παρ’ όλες τις κοινωνικές εξελίξεις που µεσολαβούν. Η µία κατόπιν της άλλης ακολούθησαν και οι λοιπές εθνότητες κατά διαβάθµιση της ανάπτυξης, έστω και κατά υποτυπώδη τρόπο, των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην οικονοµία του κάθε τόπου.
Η επιτυχία τους οφειλόταν στη δυσκαµψία για εκσυγχρονισµό του οσµανικού κράτους, από τη µία, και στις διεθνείς συγκυρίες, από την άλλη. «Εµµεσο» αποτέλεσµα και απόδειξη της ισχύος των τελευταίων είναι οι περιπτώσεις των Αρµενίων και των Κούρδων. Ετσι, το αρµενικό έθνος, µολονότι είχε καταλύσει όσον αφορά τον εαυτό του τις φεουδαρχικές δοµές και είχε αναπτύξει κεφαλαιοκρατικές σχέσεις µέσα στους κόλπους της αυτοκρατορίας, δεν κατόρθωσε να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος και, αφηµένο στην οικτρή του µοίρα, εξανδραποδίστηκε και εξοντώθηκε. Οσο για τους Κούρδους, στις µέρες µας, αφού διαλύονται οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και µε την εισβολή των κεφαλαιοκρατικών-αστικών δοµών διαµορφώνεται η εθνική συνείδησή τους, το πηγαίο κίνηµά τους και τα σχέδιά τους για πολιτειακή αποκατάσταση αντιµετωπίστηκαν µε πολιτιστικό εκµηδενισµό. Το «άµεσο» αποτέλεσµα φαίνεται στον τρόπο µε τον οποίο «διευθετήθηκε» στη Λωζάννη η ελληνοτουρκική ρήξη, αφήνοντας αόριστα περιθώρια στην Τουρκία να υπολογίζεται ως ευρωπαϊκή χώρα, ή, πιο σωστά, αφήνοντας στις ευρωπαϊκές χώρες την ευχέρεια, εφόσον τα δικά τους συµφέροντα το επιβάλλουν, να την υπολογίζουν. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι διαχρονική η παρατήρηση του Μαρξ, που στηρίζεται στις απόψεις του τσάρου Νικολάου I και κατά την οποία η Ρωσία δεν θα συναινούσε να επεκταθεί η Ελλάδα τόσο ώστε να γίνει ισχυρό κράτος, ούτε να διαµελιστεί η οσµανική αυτοκρατορία σε µικρές ∆ηµοκρατίες! Και προφανώς κάτι παρόµοιο δεν διανοείτο ούτε η Μεγάλη Βρετανία ούτε άλλη δυτική δύναµη.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 8 Οκτωβρίου 2022
Αυτό άλλωστε φαίνεται κι από τις γενέθλιες διαδικασίες, που καταλήγουν στη συγκρότηση της σηµερινής Τουρκίας ως πολιτειακού µορφώµατος, αλλά και ως υποκειµένου διεθνών σχέσεων. ∆ιαδικασίες που έχουν αποφασιστικές επιπτώσεις πάνω στις αντιδράσεις της χώρας αυτής προς την Ελλάδα και συνδέονται µόνον «έµµεσα» µε την ανατροπή όσων µετεξελίξεων προβλέπονταν από τους νικητές του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου για τον χώρο της Μικράς Ασίας, µε την ενεργοποίηση των εθνοτήτων της. Το κίνηµα για εθνική αποκατάσταση των χωρών της αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει από την Ελλάδα, όχι γιατί οι κοινωνικοοικονοµικοί όροι ενός ακµάζοντος µεταπρατικού κεφαλαίου ήταν η µοναδική κινητήρια δύναµη, αλλά γιατί αυτοί ενίσχυσαν την ιδεολογία και χαλύβδωσαν την πολιτική πράξη της ανεξαρτησίας πάνω σε πλαίσια που είχε χαράξει ήδη η Ιστορία στη συλλογική συνείδηση της καταπιεσµένης (πολιτικά και πολιτισµικά) ελληνικής εθνότητας.
Ο Ταχίρ Αλάνγκου, ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Τούρκους πεζογράφους, µε ανοιχτούς ορίζοντες στην καρτεσιανή λογική του, εµβαθύνοντας στο γεγονός της Κεµαλικής Επανάστασης και στη γένεση του νεότερου τουρκικού κράτους, διατυπώνει την ακόλουθη άποψη διαµέσου του δρος Μουνίρ, ήρωα του µυθιστορήµατός του «Ο κουρασµένος πολεµιστής»: «Αν οι Αγγλοι κατορθώσουν να δηµιουργήσουν την εµβόλιµη περιοχή ανάµεσα στους µπολσεβίκους και τη ∆ύση και αν µπορέσουν να την επιβάλουν, έστω και πρόσκαιρα, στους µπολσεβίκους, τότε η Ανατολία θα διαµελιστεί, θα διαµοιραστεί! Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή οι µπολσεβίκοι, έστω και πρόσκαιρα, δεν δεχτούν µια παρόµοια κατάσταση, αν βρουν στην Τουρκία δύναµη αντίστασης, τότε η εµβόλιµη περιοχή ανάµεσα στους µπολσεβίκους και τον δυτικό κόσµο θα µετατοπιστεί προς την Ανατολία. Οσο δύσκολες συνθήκες κι αν προκύψουν απ’ αυτή την κοσµοχαλασιά, εµείς µπορούµε να βγάλουµε ένα τουρκικό κράτος ... Το ζήτηµα είναι κατά πόσον θα το αντιληφθούν οι µεγάλοι ηγέτες µας ... » (Alangu, Kemal Tahir: «Yorgun Savasçi» [«Ο κουρασµένος πολεµιστής»], Εκδ. Bilgi, Ankara, 1976, σελ. 128).
Ο δρ Μουνίρ φέρεται να κάνει τις σκέψεις αυτές τον Φεβρουάριο του 1919. Στις 22 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ο Κεµάλ σε επιστολή του προς τον στρατηγό Κιαζίµ Καράµπεκιρ, µεταξύ άλλων, γράφει: «Σε περίπτωση που οι µπολσεβίκοι επιδείξουν δραστηριότητα και ασκήσουν µεγαλύτερη επιρροή, θα πρέπει, προσπαθώντας να φανούµε ουδέτεροι, να εξαναγκάσουµε τις δυνάµεις των Συµµάχων (εννοεί τους Αγγλους, Γάλλους και Ιταλούς) να αποµακρυνθούν από τη χώρα µας και, σε ενάντια περίπτωση, είναι φρόνιµο να ισχυριστούµε πως θα γίνουν αιτία η πατρίδα µας να παραµείνει κάτω από την κατοχή των µπολσεβίκων και πως θα πράξουµε ανάλογα ... Από την άλλη πλευρά, µη αναµένοντας να έλθει η αρχική πρόταση από τους Σοβιετικούς, είναι πολύ σκόπιµο να αποστείλουµε µερικά χρήσιµα άτοµα από εκείνη την περιοχή (την Ανατολική Μικρά Ασία), µε µυστική αποστολή, και να αρχίσουµε αµέσως διαπραγµατεύσεις. Ετσι, δεν θα παραστεί ανάγκη να έλθουν στη χώρα µας µπολσεβίκοι, πολλοί σε αριθµό και σε δύναµη ... Στη συνέχεια, µόλις συνεννοηθούµε, θα ’ναι πολύ φρόνιµο να τους κρατήσουµε στα σύνορα και να τους χρησιµοποιήσουµε ως όπλο για την αποµάκρυνση των Συµµάχων από τη χώρα» (Karabekir, Kazim: «Ιstiklal Harbimiz» [«Ο πόλεµος της ανεξαρτησίας µας»], Εκδ. Τϋrkiye Yayinevi, Ιstanbul, 1959, σελ. 58).
Η άποψη του Αλάνγκου έρχεται σε αντίθεση προς την πλειονότητα των Τούρκων ιστορικών ή, ορθότερα, της επίσηµης τουρκικής ιστοριογραφίας. Ωστόσο, δεν απέχει καθόλου από την πραγµατικότητα. Αντίθετα προς τον Κεµάλ, ο στρατηγός Αλί Φουάτ (Τζεµπέσοϊ), που την εποχή εκείνη αποστέλλεται ως πρεσβευτής του κεµαλικού καθεστώτος στη Μόσχα, φρονεί πως η Τουρκία πρέπει να συµβάλει µε τις δυνάµεις της στη δηµιουργία της καυκασιανής οµοσπονδίας, ώστε «µε αυτόν τον τρόπο να κατορθωθεί η συγκρότηση ενός ισχυρού εµβόλιµου κράτους έναντι των µεγάλων κινδύνων, που καθ’ όλη την Ιστορία, προερχόµενοι από εκείνη την περιοχή, απειλούν τη Μέση Ανατολή». (….) (Cebesoy, Αli Fuat «Moskova Hatiralari» [«Αναµνήσεις από τη Μόσχα»], Εκδ. Vatan, Istanbul, 1955, σελ. 8, 262).
Είναι γεγονός ότι µε την κοσµογονία της Οκτωβριανής Επανάστασης οι δυτικές δυνάµεις, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία, κατέβαλαν προσπάθειες προκειµένου να συγκρατήσουν την επέκτασή της µε τη δηµιουργία «εµβόλιµων κρατών», όπως της Γεωργίας, του Αζερµπαϊτζάν, της Αρµενίας και της Καυκασιανής οµοσπονδίας. Εδώ ανήκει και η περίπτωση της ∆ηµοκρατίας του Πόντου. Η βρετανική πολιτική, µετά την επανάσταση των µπολσεβίκων, κατέτεινε στη δηµιουργία ενός «εµβόλιµου κράτους», όπως ήταν αυτά της Οµοσπονδίας της Αρµενίας, της Γεωργίας και του Αζερµπαϊτζάν, και κρατών, όπως ήταν το κουρδικό, το λαζικό (που αρχικά έγινε σκέψη οµοσπονδιοποίησής του µε το αρµενικό) και αυτό των Νεστοριανών. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε αναγκαστικά και η προσπάθεια συγκρότησης της ∆ηµοκρατίας του Πόντου. Ο Βενιζέλος, έχοντας κατανοήσει το γεγονός πολύ ορθά, στις 5 Οκτωβρίου του 1920 έλεγε στον Lloyd George: «Η Αρµενία και η Γεωργία µαζί µε τη ∆ηµοκρατία του Πόντου µπορούν να δηµιουργήσουν ένα στέρεο τείχος κατέναντι του ισλαµικού και του ρωσικού ιµπεριαλισµού» (Documents of British Foreign Policy, 1919-1939, τόµος ΧΙΙΙ, έγγρ. αρ. 152).
Πάντως, µια αποτυχία στην προκείµενη στοχοθεσία είχε ως άµεσο αποτέλεσµα την επιβίωση της Τουρκίας, όχι µόνο ως «εµβόλιµου» ή «ενδιάµεσου» κράτους, αλλά και ως λειτουργικής αναβίωσης της ίδιας της οσµανικής αυτοκρατορίας, µια και επικράτησε το δόγµα της ακεραιότητάς της. ∆ύο φορές στην Ιστορία η οσµανική αυτοκρατορία έχει βρεθεί στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσής της. Την πρώτη, το 1789, την αποτρέπει η µεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η οποία θορυβεί τις συγκεντρωτικές µοναρχίες της Ευρώπης, που βλέπουν τον κίνδυνο να απειλεί τους θρόνους, εφόσον κλονίζεται το διαβρωµένο αντιστήριγµα της φεουδαρχίας, που ψυχορραγεί. Η δεύτερη συµπίπτει µε την Οκτωβριανή Επανάσταση, οπότε και πάλι βρίσκονται αντιµέτωπα δύο κοινωνικά και οικονοµικά συστήµατα. Ετσι, η οσµανική αυτοκρατορία (ή η νεότερη Τουρκία) εµφανίζεται ως «ενδιάµεση δύναµη», που από ορισµού της παρεµβάλλεται µεταξύ αντιµαχόµενων διαλεκτικά οικονοµικών συστηµάτων σε τρόπο ώστε η πολιτική απεικόνιση των αντιµέτωπων στρατοπέδων να παραµένει η ίδια, παρ’ όλες τις κοινωνικές εξελίξεις που µεσολαβούν. Η µία κατόπιν της άλλης ακολούθησαν και οι λοιπές εθνότητες κατά διαβάθµιση της ανάπτυξης, έστω και κατά υποτυπώδη τρόπο, των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην οικονοµία του κάθε τόπου.
Η επιτυχία τους οφειλόταν στη δυσκαµψία για εκσυγχρονισµό του οσµανικού κράτους, από τη µία, και στις διεθνείς συγκυρίες, από την άλλη. «Εµµεσο» αποτέλεσµα και απόδειξη της ισχύος των τελευταίων είναι οι περιπτώσεις των Αρµενίων και των Κούρδων. Ετσι, το αρµενικό έθνος, µολονότι είχε καταλύσει όσον αφορά τον εαυτό του τις φεουδαρχικές δοµές και είχε αναπτύξει κεφαλαιοκρατικές σχέσεις µέσα στους κόλπους της αυτοκρατορίας, δεν κατόρθωσε να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος και, αφηµένο στην οικτρή του µοίρα, εξανδραποδίστηκε και εξοντώθηκε. Οσο για τους Κούρδους, στις µέρες µας, αφού διαλύονται οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και µε την εισβολή των κεφαλαιοκρατικών-αστικών δοµών διαµορφώνεται η εθνική συνείδησή τους, το πηγαίο κίνηµά τους και τα σχέδιά τους για πολιτειακή αποκατάσταση αντιµετωπίστηκαν µε πολιτιστικό εκµηδενισµό. Το «άµεσο» αποτέλεσµα φαίνεται στον τρόπο µε τον οποίο «διευθετήθηκε» στη Λωζάννη η ελληνοτουρκική ρήξη, αφήνοντας αόριστα περιθώρια στην Τουρκία να υπολογίζεται ως ευρωπαϊκή χώρα, ή, πιο σωστά, αφήνοντας στις ευρωπαϊκές χώρες την ευχέρεια, εφόσον τα δικά τους συµφέροντα το επιβάλλουν, να την υπολογίζουν. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι διαχρονική η παρατήρηση του Μαρξ, που στηρίζεται στις απόψεις του τσάρου Νικολάου I και κατά την οποία η Ρωσία δεν θα συναινούσε να επεκταθεί η Ελλάδα τόσο ώστε να γίνει ισχυρό κράτος, ούτε να διαµελιστεί η οσµανική αυτοκρατορία σε µικρές ∆ηµοκρατίες! Και προφανώς κάτι παρόµοιο δεν διανοείτο ούτε η Μεγάλη Βρετανία ούτε άλλη δυτική δύναµη.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 8 Οκτωβρίου 2022