Το λίκνο του εθνικοσοσιαλισµού
Ολόκληρη η Γερµανία µοιάζει να έχει γεµίσει µάγους και ταχυδακτυλουργούς, ανθρώπους έτοιµους να µαντέψουν το µέλλον για λίγα δολάρια, θαυµατοποιούς και αστρολόγους
Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. Ο Α’ Παγκόσµιος Πόλεµος (Α’ Π.Π.) ήταν ο µεγαλύτερος και πιο δραµατικός από όλους. Μετά τη λήξη του τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ισοπεδώθηκε οριστικά κάθε όριο, ενεπλάκη ο άµαχος πληθυσµός και, τελικά, εφαρµόστηκε η χρήση των ολοένα και πιο τροµακτικών νέων τεχνολογιών. Από µια άποψη, ο Α’ Π.Π. επέφερε ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογικής αντίληψης συνολικά, υπονοµεύοντας την παράδοση του ανθρωπισµού (συστατικό του φιλελευθερισµού), της δηµοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωµάτων. Τα χρόνια κατά τα οποία ο Αδόλφος Χίτλερ και το «δικό του» κίνηµα, ο εθνικοσοσιαλισµός, έλαβαν την πρώτη τους ώθηση και στη συνέχεια ανήλθαν ακατανίκητοι στην εξουσία χαρακτηρίστηκαν από αναταραχή, βίαιες οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις, δηλαδή µια εποχή οξείας κρίσης. Για να κατανοήσουµε τους λόγους για την εµφάνιση του εθνικοσοσιαλισµού, είναι απαραίτητο να λάβουµε υπόψη αυτό το σύνολο τάσεων, που ασκούσαν τέτοια επιρροή, ώστε κάποια στιγµή ενδεχοµένως ο Χίτλερ να εµφανιζόταν για τη γερµανική κοινή γνώµη ως ο µόνος πιθανός σωτήρας.
Σφραγίζοντας την ήττα της Γερµανίας στον Α’ Π.Π., η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1919, ήταν ταπεινωτική και απέδιδε στο γερµανικό κράτος τη συνολική ευθύνη για τον πόλεµο, επιβάλλοντας βαριές οικονοµικές κυρώσεις. Οι αλλαγές στους τοµείς της τεχνολογίας και της εργασίας δεν ήταν οι µόνες. Με εντυπωσιακό τρόπο άλλαξαν επίσης τα ήθη και το όραµα του κόσµου. Η εµπειρία των χαρακωµάτων και ο θάνατος πολλών συµπολεµιστών άλλαξαν την ίδια την αίσθηση της ύπαρξης, εισάγοντας στη σκέψη την απουσία δισταγµών, την επιθυµία για νίκη ακόµα και µέσω της συντριβής και µια αντίληψη που εκµηδενίζει τα όρια µεταξύ ζωής και θανάτου.
Ο George L. Mosse (Γερµανοαµερικανός ιστορικός, µελετητής του ναζισµού, του ολοκληρωτισµού και του ρατσισµού) επισηµαίνει ότι στα χαρακώµατα γεννιέται ένα νέο πνεύµα κοινότητας, της οµάδας των «αδελφικών συντρόφων» (Mannerbund), που συχνά εξιδανικεύεται και µετουσιώνεται σε έφεση προς τον ηρωισµό. Η νοοτροπία αυτή οδήγησε στην έντονη αµφισβήτηση του ατοµισµού, ο οποίος θεωρήθηκε από πολλούς νέους ξεπερασµένο αποµεινάρι του αστισµού.
Οι νεότεροι ή οι λιγότερο ενηµερωµένοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι ο εθνικοσοσιαλισµός εκφράζει µια µόνιµη αντίθεση στην αστική τάξη. Οµως πρόκειται για µια αστική τάξη αντιληπτή µόνο σε ηθικό επίπεδο, ενώ οι υποστηρικτές αυτής της ίδιας αντίδρασης ανήκουν κυρίως στη µεσαία τάξη, δηλαδή σε διαφορετικές οµάδες της αστικής τάξης. Η ταξινόµηση αυτή πάντως εστιάζει στο κοινωνικό επίπεδο, αφήνοντας ανεξάρτητο το ηθικό.
Επιστρέφοντας από το µέτωπο, οι στρατιώτες δυσκολεύονταν να αποµακρυνθούν εντελώς από τον Στρατό. ∆εν αρκούσε να τους πει κανείς: «∆ιαλυθείτε, επιστρέψτε στις προηγούµενες ασχολίες σας ή αντιµετωπίστε τον κίνδυνο της ανεργίας». Τα πνεύµατα και οι καρδιές δύσκολα αποστρατεύτηκαν και έτσι κατά µήκος και πλάτος των γερµανικών πόλεων συναντώνταν παραστρατιωτικά σώµατα που κατέφευγαν στην αυτοδικία. Τα αµφισβητήσιµα κατορθώµατά τους περιγράφονται σε ένα σηµαντικό κείµενο του Ernst νοn Salomon (Γερµανού συγγραφέα, που ανήκε στα σώµατα αυτά), µε τίτλο «The outlaws» (1930).
Επιστολές, µηνύµατα και πολεµικές εικόνες είχαν τροφοδοτήσει µια πραγµατική λατρεία των πεσόντων, την οποία διατηρούσαν επίσης ζωντανή οι πολυάριθµοι τραυµατίες και ακρωτηριασµένοι που είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Η λατρεία των πεσόντων, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί σε ήρωες και είχαν εξυψωθεί µέσω της θυσίας τους, τροφοδοτεί ιδέες και συναισθήµατα εκδίκησης. Η Γερµανία έχασε, όπως υποστηρίζεται, γιατί προδόθηκε, υπονοµεύθηκε, και έπρεπε να αναγνωριστούν και να τιµωρηθούν οι προδότες, για να υπάρξει άλλη µια ευκαιρία, µια µοιραία ευκαιρία για ανάκαµψη και νίκη.
Ολη αυτή η νοοτροπία διαµορφώνεται την περίοδο µεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου, σε σηµείο που ορισµένοι ιστορικοί τείνουν να διακρίνουν µια ουσιώδη σχέση µεταξύ των δύο πολέµων, η οποία διαµορφώθηκε τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 του 20ού αιώνα ως γνήσια, αν και δύσκολη, µετάβαση. ∆εν πρόκειται για αποστροφή, που αφορά µόνο τους υποτιθέµενους προδότες, αυτούς που θα χτυπούσαν πισώπλατα. Τα διαλλακτικά πνεύµατα, εκείνοι που αναζητούν συµφωνίες και συµβιβασµούς, εξοµοιώθηκαν µε τους εχθρούς της πατρίδας. Ο φιλάνθρωπος και ουτοπιστής τραπεζίτης Walther Rathenau (ο οποίος έγινε υπουργός Εξωτερικών της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης) δολοφονήθηκε δίχως έλεος (1922) από µέλη παραστρατιωτικών οµάδων και το ίδιο συνέβη επίσης µε τον καθολικό στο θρήσκευµα πολιτικό Matthias Erzberger.
∆εν πρόκειται για ασήµαντες δολοφονίες, οι οποίες απέδωσαν στον Rathenau και τον Erzberger όλα όσα ένα συγκεκριµένο µέρος της Γερµανίας µισούσε µε πάθος: δηλαδή την παράδοση σε ένα χρηµατοοικονοµικό σύστηµα που θεωρείται από ορισµένους «πλουτοκρατικό», µια εξωτερική πολιτική βασισµένη στην επιδίωξη διεθνών συµφωνιών και, τελικά, ένα σίγουρο άνοιγµα προς το µέλλον, το οποίο ο ανερχόµενος Kulturpessimismus (πολιτισµικός πεσιµισµός) αµφισβητούσε ριζικά.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ στη Γερµανία εκδηλώνεται ήδη µετά το τέλος του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου, τον οποίο έχασε και λόγω της έλλειψης αποθεµάτων σε τρόφιµα και προµήθειες. Η κρίση αυτή επιδεινώθηκε αργότερα από τις επιπτώσεις της παγκόσµιας κατάρρευσης της οικονοµίας, µετά το 1929. Ετσι, στα παραπάνω δύο σηµαντικά στοιχεία, δηλαδή στον πόλεµο και στο πνεύµα εκδίκησης, ήρθαν και προστέθηκαν ακόµα δύο κρίσιµοι παράγοντες. Πρώτος: Η αδιαµφισβήτητη δύναµη µιας οικονοµικής και χρηµατοπιστωτικής κρίσης, που αφήνει ελάχιστα περιθώρια ελιγµών. ∆εύτερος: Η σύγχυση, η παραζάλη, µε την πτώση της περισσότερο απαιτητικής και βαθύτερης υψηλής κουλτούρας και την ανάδυση των ονείρων και των µικρών ουτοπιών ενός φτηνού πολιτισµού, χαµηλής, δίχως άλλο, ποιότητας.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ Ο∆ΗΓΟΥΝ ΣΕ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ: Ανεργία, απώλεια εργασίας ή, σε κάθε περίπτωση, εργασιακούς κινδύνους. Ακολουθούν: πληθωρισµός και υποτίµηση, µεγάλες ουρές για να προµηθευτεί κανείς ψωµί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, πληρωµένα ίσως µε χαρτονοµίσµατα πολλών µάρκων. Εννοείται ότι η υποτίµηση του µάρκου συνεπαγόταν υποτίµηση της ίδιας της ζωής και εγκαθίδρυση ενός γενικού κλίµατος κατάθλιψης και αγωνίας.
ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ. Ολόκληρη η Γερµανία µοιάζει να έχει γεµίσει µάγους και ταχυδακτυλουργούς, ανθρώπους έτοιµους να µαντέψουν το µέλλον για λίγα δολάρια, θαυµατοποιούς και αστρολόγους που προσπαθούν, παρατηρώντας τον ουρανό, να διακρίνουν κάποια σηµάδια για το µέλλον του γερµανικού λαού. Είναι το θριαµβευτικό βασίλειο του αποκρυφισµού και της µαντείας, µε την κατασκευή και την κατάργηση κρυφών συναντήσεων µύησης, καθώς και µυστικών αιρέσεων, που αναλαµβάνουν τα θέµατα της θεοσοφίας, της ανθρωποσοφίας του Rudolf Steiner και του πνευµατισµού, που γνώριζαν εκείνα τα χρόνια τεράστια διεθνή επιτυχία.
Ο ίδιος ο εθνικοσοσιαλισµός έχει ως λίκνο µια µυστική οργάνωση, που ονοµάζεται «Εταιρεία της Θούλης» (της οποίας ο εσωτερικός κύκλος ονοµάζεται «Vril»), παραπέµποντας µε τηv ονοµασία «Θούλη» στην υποτιθέµενη πατρίδα των Σκανδιναβών Υπερβορείων. Είναι η εποχή της αριοσοφίας (σοφίας των Αρίων), οπότε καθιερώθηκε το σύµβολο της σβάστικας, που, στις αρχές του 20ού αιώνα, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία, ξεκινώντας από τους κύκλους της θεοσοφίας, µε κυρίαρχες µορφές τη Helena Petrovna Blavatsky και την Annie Besant. Πρόκειται για ένα συγκεκριµένο είδος σταυρού, που συµβολίζει τον ανίκητο ήλιο και προέρχεται από την Ινδία και την παράδοση των πληθυσµών που µιλούν µια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Αυτό το σύµβολο παραπέµπει στη ζωοφόρο ενέργεια και τον ανίκητο κύκλο των αναγεννήσεων. Επειτα από µια περίοδο που χαρακτηρίζεται από προσπάθειες χειραφέτησης από τον αυταρχισµό, ένα γενικό κλίµα ανεκτικότητας εδραιώθηκε στη ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης. Σε ένα τέτοιο κλίµα, οι πολίτες, συχνά αµόρφωτοι και απαίδευτοι, αναγκάστηκαν να κάνουν απαιτητικές καθηµερινές επιλογές, έχοντας να προσανατολιστούν µεταξύ έντονα αντιφατικών αξιών.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 12 Νοεμβρίου 2022
Σφραγίζοντας την ήττα της Γερµανίας στον Α’ Π.Π., η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1919, ήταν ταπεινωτική και απέδιδε στο γερµανικό κράτος τη συνολική ευθύνη για τον πόλεµο, επιβάλλοντας βαριές οικονοµικές κυρώσεις. Οι αλλαγές στους τοµείς της τεχνολογίας και της εργασίας δεν ήταν οι µόνες. Με εντυπωσιακό τρόπο άλλαξαν επίσης τα ήθη και το όραµα του κόσµου. Η εµπειρία των χαρακωµάτων και ο θάνατος πολλών συµπολεµιστών άλλαξαν την ίδια την αίσθηση της ύπαρξης, εισάγοντας στη σκέψη την απουσία δισταγµών, την επιθυµία για νίκη ακόµα και µέσω της συντριβής και µια αντίληψη που εκµηδενίζει τα όρια µεταξύ ζωής και θανάτου.
Ο George L. Mosse (Γερµανοαµερικανός ιστορικός, µελετητής του ναζισµού, του ολοκληρωτισµού και του ρατσισµού) επισηµαίνει ότι στα χαρακώµατα γεννιέται ένα νέο πνεύµα κοινότητας, της οµάδας των «αδελφικών συντρόφων» (Mannerbund), που συχνά εξιδανικεύεται και µετουσιώνεται σε έφεση προς τον ηρωισµό. Η νοοτροπία αυτή οδήγησε στην έντονη αµφισβήτηση του ατοµισµού, ο οποίος θεωρήθηκε από πολλούς νέους ξεπερασµένο αποµεινάρι του αστισµού.
Οι νεότεροι ή οι λιγότερο ενηµερωµένοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι ο εθνικοσοσιαλισµός εκφράζει µια µόνιµη αντίθεση στην αστική τάξη. Οµως πρόκειται για µια αστική τάξη αντιληπτή µόνο σε ηθικό επίπεδο, ενώ οι υποστηρικτές αυτής της ίδιας αντίδρασης ανήκουν κυρίως στη µεσαία τάξη, δηλαδή σε διαφορετικές οµάδες της αστικής τάξης. Η ταξινόµηση αυτή πάντως εστιάζει στο κοινωνικό επίπεδο, αφήνοντας ανεξάρτητο το ηθικό.
Επιστρέφοντας από το µέτωπο, οι στρατιώτες δυσκολεύονταν να αποµακρυνθούν εντελώς από τον Στρατό. ∆εν αρκούσε να τους πει κανείς: «∆ιαλυθείτε, επιστρέψτε στις προηγούµενες ασχολίες σας ή αντιµετωπίστε τον κίνδυνο της ανεργίας». Τα πνεύµατα και οι καρδιές δύσκολα αποστρατεύτηκαν και έτσι κατά µήκος και πλάτος των γερµανικών πόλεων συναντώνταν παραστρατιωτικά σώµατα που κατέφευγαν στην αυτοδικία. Τα αµφισβητήσιµα κατορθώµατά τους περιγράφονται σε ένα σηµαντικό κείµενο του Ernst νοn Salomon (Γερµανού συγγραφέα, που ανήκε στα σώµατα αυτά), µε τίτλο «The outlaws» (1930).
Επιστολές, µηνύµατα και πολεµικές εικόνες είχαν τροφοδοτήσει µια πραγµατική λατρεία των πεσόντων, την οποία διατηρούσαν επίσης ζωντανή οι πολυάριθµοι τραυµατίες και ακρωτηριασµένοι που είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Η λατρεία των πεσόντων, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί σε ήρωες και είχαν εξυψωθεί µέσω της θυσίας τους, τροφοδοτεί ιδέες και συναισθήµατα εκδίκησης. Η Γερµανία έχασε, όπως υποστηρίζεται, γιατί προδόθηκε, υπονοµεύθηκε, και έπρεπε να αναγνωριστούν και να τιµωρηθούν οι προδότες, για να υπάρξει άλλη µια ευκαιρία, µια µοιραία ευκαιρία για ανάκαµψη και νίκη.
Ολη αυτή η νοοτροπία διαµορφώνεται την περίοδο µεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου, σε σηµείο που ορισµένοι ιστορικοί τείνουν να διακρίνουν µια ουσιώδη σχέση µεταξύ των δύο πολέµων, η οποία διαµορφώθηκε τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 του 20ού αιώνα ως γνήσια, αν και δύσκολη, µετάβαση. ∆εν πρόκειται για αποστροφή, που αφορά µόνο τους υποτιθέµενους προδότες, αυτούς που θα χτυπούσαν πισώπλατα. Τα διαλλακτικά πνεύµατα, εκείνοι που αναζητούν συµφωνίες και συµβιβασµούς, εξοµοιώθηκαν µε τους εχθρούς της πατρίδας. Ο φιλάνθρωπος και ουτοπιστής τραπεζίτης Walther Rathenau (ο οποίος έγινε υπουργός Εξωτερικών της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης) δολοφονήθηκε δίχως έλεος (1922) από µέλη παραστρατιωτικών οµάδων και το ίδιο συνέβη επίσης µε τον καθολικό στο θρήσκευµα πολιτικό Matthias Erzberger.
∆εν πρόκειται για ασήµαντες δολοφονίες, οι οποίες απέδωσαν στον Rathenau και τον Erzberger όλα όσα ένα συγκεκριµένο µέρος της Γερµανίας µισούσε µε πάθος: δηλαδή την παράδοση σε ένα χρηµατοοικονοµικό σύστηµα που θεωρείται από ορισµένους «πλουτοκρατικό», µια εξωτερική πολιτική βασισµένη στην επιδίωξη διεθνών συµφωνιών και, τελικά, ένα σίγουρο άνοιγµα προς το µέλλον, το οποίο ο ανερχόµενος Kulturpessimismus (πολιτισµικός πεσιµισµός) αµφισβητούσε ριζικά.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ στη Γερµανία εκδηλώνεται ήδη µετά το τέλος του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου, τον οποίο έχασε και λόγω της έλλειψης αποθεµάτων σε τρόφιµα και προµήθειες. Η κρίση αυτή επιδεινώθηκε αργότερα από τις επιπτώσεις της παγκόσµιας κατάρρευσης της οικονοµίας, µετά το 1929. Ετσι, στα παραπάνω δύο σηµαντικά στοιχεία, δηλαδή στον πόλεµο και στο πνεύµα εκδίκησης, ήρθαν και προστέθηκαν ακόµα δύο κρίσιµοι παράγοντες. Πρώτος: Η αδιαµφισβήτητη δύναµη µιας οικονοµικής και χρηµατοπιστωτικής κρίσης, που αφήνει ελάχιστα περιθώρια ελιγµών. ∆εύτερος: Η σύγχυση, η παραζάλη, µε την πτώση της περισσότερο απαιτητικής και βαθύτερης υψηλής κουλτούρας και την ανάδυση των ονείρων και των µικρών ουτοπιών ενός φτηνού πολιτισµού, χαµηλής, δίχως άλλο, ποιότητας.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ Ο∆ΗΓΟΥΝ ΣΕ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ: Ανεργία, απώλεια εργασίας ή, σε κάθε περίπτωση, εργασιακούς κινδύνους. Ακολουθούν: πληθωρισµός και υποτίµηση, µεγάλες ουρές για να προµηθευτεί κανείς ψωµί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, πληρωµένα ίσως µε χαρτονοµίσµατα πολλών µάρκων. Εννοείται ότι η υποτίµηση του µάρκου συνεπαγόταν υποτίµηση της ίδιας της ζωής και εγκαθίδρυση ενός γενικού κλίµατος κατάθλιψης και αγωνίας.
ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ. Ολόκληρη η Γερµανία µοιάζει να έχει γεµίσει µάγους και ταχυδακτυλουργούς, ανθρώπους έτοιµους να µαντέψουν το µέλλον για λίγα δολάρια, θαυµατοποιούς και αστρολόγους που προσπαθούν, παρατηρώντας τον ουρανό, να διακρίνουν κάποια σηµάδια για το µέλλον του γερµανικού λαού. Είναι το θριαµβευτικό βασίλειο του αποκρυφισµού και της µαντείας, µε την κατασκευή και την κατάργηση κρυφών συναντήσεων µύησης, καθώς και µυστικών αιρέσεων, που αναλαµβάνουν τα θέµατα της θεοσοφίας, της ανθρωποσοφίας του Rudolf Steiner και του πνευµατισµού, που γνώριζαν εκείνα τα χρόνια τεράστια διεθνή επιτυχία.
Ο ίδιος ο εθνικοσοσιαλισµός έχει ως λίκνο µια µυστική οργάνωση, που ονοµάζεται «Εταιρεία της Θούλης» (της οποίας ο εσωτερικός κύκλος ονοµάζεται «Vril»), παραπέµποντας µε τηv ονοµασία «Θούλη» στην υποτιθέµενη πατρίδα των Σκανδιναβών Υπερβορείων. Είναι η εποχή της αριοσοφίας (σοφίας των Αρίων), οπότε καθιερώθηκε το σύµβολο της σβάστικας, που, στις αρχές του 20ού αιώνα, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία, ξεκινώντας από τους κύκλους της θεοσοφίας, µε κυρίαρχες µορφές τη Helena Petrovna Blavatsky και την Annie Besant. Πρόκειται για ένα συγκεκριµένο είδος σταυρού, που συµβολίζει τον ανίκητο ήλιο και προέρχεται από την Ινδία και την παράδοση των πληθυσµών που µιλούν µια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Αυτό το σύµβολο παραπέµπει στη ζωοφόρο ενέργεια και τον ανίκητο κύκλο των αναγεννήσεων. Επειτα από µια περίοδο που χαρακτηρίζεται από προσπάθειες χειραφέτησης από τον αυταρχισµό, ένα γενικό κλίµα ανεκτικότητας εδραιώθηκε στη ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης. Σε ένα τέτοιο κλίµα, οι πολίτες, συχνά αµόρφωτοι και απαίδευτοι, αναγκάστηκαν να κάνουν απαιτητικές καθηµερινές επιλογές, έχοντας να προσανατολιστούν µεταξύ έντονα αντιφατικών αξιών.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 12 Νοεμβρίου 2022