Η διπλωματία είναι το μυαλό της πολιτικής - Μέρος 1ο
Το ερώτηµα που γεννάται είναι για ποιον λόγο οι Γερµανοί και οι Αγγλοι δέχονταν τις εκβιαστικές τουρκικές πιέσεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους
Τουρκικής διπλωµατίας το ανάγνωσµα… Εναν αιώνα µετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και αδυνατούµε ακόµη να παρακολουθήσουµε τη διαβόητη τουρκική εξωτερική πολιτική. Μια διπλωµατία που τους τη χαρίσαµε και την υπηρετήσαµε 370 χρόνια σε όλη τη διάρκεια της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας… που οι Τούρκοι την διατηρούν ολοζώντανη µέχρι τις ηµέρες µας. Είναι η τουρκική διπλωµατική σκέψη, την οποία ο µέγας ∆ραγουµάνος (διερµηνέας) του Σουλτάνου Μαχµούτ Β’, Κωστάκης Μουρούζης, την περιέγραψε µε τις λέξεις «η διπλωµατία είναι το µυαλό της πολιτικής» και για την εφαρµογή της οποίας, στην περίοδο του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, η Τουρκία απεκλήθη «ο επιτήδειος ουδέτερος». Αντίπαλοι, λοιπόν, µε τον άλλον εαυτόν µας, έναν κόσµο ευθύνης, τον οποίον πεισµατικά κρατάµε έξω από το γίγνεσθαι του νεοελληνικού µορφώµατος.
Μετά το πικρό δίδαγµα της διπλωµατίας Ενβέρ, ο οποίος ενέπλεξε την Τουρκία στον καταστρεπτικό για την ίδια Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, λέγεται ότι ο Κεµάλ Ατατούρκ είχε επισηµάνει πως η χώρα δεν έπρεπε ποτέ να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο από την Αγγλία, την οποία κατέτασσε στους νικητές του επερχόµενου πολέµου. Ο διάδοχος του Κεµάλ στην προεδρία, Ισµέτ Ινονού, δεν ακολούθησε απαρέγκλιτα τις κατευθυντήριες γραµµές της κεµαλικής παράδοσης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, η µεταβολή της Τουρκίας από σύµµαχο της Αγγλίας και της Ελλάδας σε ουδέτερη και κατόπιν σε ενεργά ουδέτερη προκάλεσε δυσφορία και παρανοήσεις στους εµπολέµους. Οι εναλλασσόµενες διαθέσεις και προθέσεις της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, µε σκοπό την αποκόµιση όσο το δυνατόν µεγαλύτερων οφελών, της χάρισαν τελικά, επάξια, τον τίτλο του «επιτήδειου ουδέτερου».
Οταν πέθανε ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ, τον Νοέµβριο του 1938, κάποιος στενός συνεργάτης του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι µαζί µε τον ιδρυτή της Τουρκικής ∆ηµοκρατίας έσβησε και ένα κοµµάτι της Ευρώπης. Ο Κεµάλ Ατατούρκ πίστευε ότι µόνο ένα ισχυρό βαλκανικό µέτωπο θα ήταν ικανό να εµποδίσει την εξάπλωση του ανταγωνισµού των Μεγάλων ∆υνάµεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ θεωρούσε ότι η χώρα του δεν θα έπρεπε να βρεθεί ξανά αντιµέτωπη µε την Αγγλία. Ετσι, µετά την εξασθένηση και του Βαλκανικού Συµφώνου του 1934, αφενός στράφηκε προς την Αγγλία, αφετέρου απέδιδε ιδιαίτερη σηµασία στη δηµιουργία ενός ισχυρού ελληνοτουρκικού αµυντικού συνασπισµού. Η Τουρκία δεν είχε πλέον εδαφικές αξιώσεις και θεωρούσε, µάλιστα, πλεονέκτηµα ότι είχε απολέσει τις αραβικές και βαλκανικές επαρχίες της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά τον θάνατό του, όµως, ο διάδοχός του στην προεδρία, Ισµέτ Ινονού, αποστασιοποιήθηκε σταδιακά από τις κατευθυντήριες γραµµές της κεµαλικής εξωτερικής πολιτικής, όπως φάνηκε ιδιαίτερα στον τρόπο µε τον οποίο χειρίστηκε τις σχέσεις της Τουρκίας µε την Αγγλία αλλά και µε την Ελλάδα. Την περίοδο εκείνη, η οθωµανική αυτοκρατορική παράδοση ήταν ακόµη βαθιά ριζωµένη στη νέα εθνικιστική Τουρκία. Παράλληλα, η προκλητική, επεκτατική ορµή του Χίτλερ και του Μουσολίνι δηµιουργούσαν έντονες ανησυχίες διεθνώς. Επίσης, ο νέος πρόεδρος της Τουρκίας δεν ήταν ιδιαίτερα δηµοφιλής σε πολλούς στρατηγούς και βουλευτές της χώρας του και έτσι προσπάθησε να διεκδικήσει εδάφη για την Τουρκία, προκειµένου να κερδίσει την εµπιστοσύνη τους.
Το 1936, οι Τούρκοι, εκµεταλλευόµενοι την ιταλική επίθεση στην Αβησσυνία, πέτυχαν µια σηµαντική διπλωµατική νίκη, την ανάκτηση του ελέγχου των Στενών µε τη Συνθήκη του Μοντρέ (20 Ιουλίου 1936). Ετσι, η Τουρκία απέκτησε εκ νέου το δικαίωµα να οχυρώσει τα Στενά του Βοσπόρου και των ∆αρδανελίων, ενώ, σε περίοδο πολέµου και εφόσον η ίδια παρέµενε ουδέτερη, πολεµικά πλοία µπορούσαν να διασχίσουν τα Στενά µόνο προς βοήθεια θυµάτων επίθεσης. Η µόνη που δεν χρειαζόταν άδεια για τα δικά της πλοία ήταν η Σοβιετική Ενωση. Το 1938, ο γενικός γραµµατέας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Νουµάν Μενεµεντζίογλου, πρότεινε στον Γερµανό υπουργό Εξωτερικών, Γιόαχιµ φον Ρίµπεντροπ, ένα Σύµφωνο Φιλίας. Ωστόσο, ο Φον Ρίµπεντροπ το απέρριψε φοβούµενος µήπως δυσαρεστήσει τους Αραβες και τους στρέψει στο πλευρό της Αγγλίας. Αντίθετα, ο πρέσβης του Βερολίνου στην Αγκυρα, Φραντς φον Πάπεν, ένθερµος υποστηρικτής της γερµανοτουρκικής φιλίας κατά την περίοδο του πολέµου, συνιστούσε επίµονα στη γερµανική κυβέρνηση να προχωρήσει ταχύτατα σε συµµαχία µε τους Τούρκους. Θεωρούσε ότι πολυτιµότερος σύµµαχος ήταν η Τουρκία και όχι οι Αραβες, ιδίως σε µια αναµέτρηση µε τη Ρωσία. Επεσήµαινε, επίσης, ότι, µετά το ξέσπασµα του πολέµου, το αντίτιµο για τη συµµετοχή των Τούρκων θα ήταν πολύ υψηλότερο από την παραχώρηση των ∆ωδεκανήσων, τα οποία διεκδικούσαν οι τελευταίοι. Ο Ρίµπεντροπ, όµως, ο οποίος αντιπαθούσε τον Φον Πάπεν, ενέµεινε στη θέση του, αγνοώντας τις νουθεσίες του τελευταίου.
Μετά την υπογραφή του Γερµανο-σοβιετικού Συµφώνου Μη Επίθεσης (Ρίµπεντροπ - Μολότοφ), τον Αύγουστο του 1939, η Τουρκία φοβόταν µια νέα εκδήλωση του ρωσικού επεκτατισµού προς την κατεύθυνσή της, ενώ αισθανόταν παράλληλα την ιταλική απειλή. Ετσι, τον Οκτώβριο του 1939 υπέγραψε Συνθήκη Αµοιβαίας Βοήθειας µε τη Γαλλία και την Αγγλία. Αντίτιµο της συµµετοχής της Τουρκίας στην εν λόγω Συνθήκη ήταν η παραχώρηση της επαρχίας της Αλεξανδρέττας (Αντιόχεια), η οποία προηγουµένως ανήκε στη Συρία και υπόκειτο σε καθεστώς Εντολής από την Κοινωνία των Εθνών µε εγγυητές τους Γάλλους. Με τη Συνθήκη Αµοιβαίας Βοήθειας η Τουρκία αναλάµβανε να βοηθήσει τους Συµµάχους σε περίπτωση διεξαγωγής των πολεµικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και να εισέλθει στον πόλεµο στο πλευρό της Ελλάδας, σε περίπτωση παραβίασης των ελληνοτουρκικών συνόρων. Η Ελλάδα καλυπτόταν από την Αγγλογαλλική ∆ήλωση Εγγύησης της 13ης Απριλίου 1939.
Οι Ελληνοτουρκικές Αµυντικές Συµφωνίες του 1933 και 1938, για την υπεράσπιση των κοινών συνόρων και της εδαφικής περιφέρειας της (ελληνικής και τουρκικής) Θράκης από σλαβικές βλέψεις δεν αποτέλεσαν βήµα προς µια ειδικότερη στρατιωτική συµφωνία ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Από τα τέλη του 1939 η τουρκική κυβέρνηση µε διάφορες υπεκφυγές αρνείτο τις προτάσεις του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου τόσο για τη σύναψη στρατιωτικής συµφωνίας όσο και για τη δηµιουργία ενός ενιαίου στρατιωτικού µετώπου στη Θράκη, ικανού να αναχαιτίσει ενδεχόµενη βουλγαρική ή βουλγαρογερµανική επίθεση. Αν και οι παραπάνω συµφωνίες ήταν ετεροβαρείς, αφού η Ελλάδα ήταν υποχρεωµένη να εµποδίσει την Ιταλία και τη Βουλγαρία από τη χρησιµοποίηση του ελληνικού εδάφους για επίθεση εναντίον της Τουρκίας, ενώ η τελευταία δεν διακινδύνευε τίποτα, αφού δεν υπήρχε εχθρική χώρα που θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει το τουρκικό έδαφος για να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος, πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου οι δύο χώρες βρίσκονταν υπό τη στρατιωτική και διπλωµατική οµπρέλα του Αγγλογαλλικού Συνασπισµού.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέµου, οι δύο αντιµαχόµενες παρατάξεις προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τις πραγµατικές προθέσεις των Τούρκων. Οι δε Τούρκοι, προκειµένου να αποκοµίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, προς τους µεν Γερµανούς υποστήριζαν ότι ενδεχόµενη νίκη των Συµµάχων θα συνεπαγόταν και νίκη της Ρωσίας, γεγονός απειλητικό για το υφιστάµενο καθεστώς των Στενών, προς τους δε Συµµάχους δήλωναν ότι η τύχη της χώρας τους ήταν συνδεδεµένη µε αυτή των Αγγλων, αφού ενδεχόµενη νίκη των Γερµανών θα σηµατοδοτούσε και το τέλος της ύπαρξης της Τουρκίας. Το ερώτηµα που γεννάται είναι για ποιον λόγο οι Γερµανοί και οι Αγγλοι δέχονταν τις τουρκικές εκβιαστικές πιέσεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 24 Φεβρουαρίου 2023
Μετά το πικρό δίδαγµα της διπλωµατίας Ενβέρ, ο οποίος ενέπλεξε την Τουρκία στον καταστρεπτικό για την ίδια Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, λέγεται ότι ο Κεµάλ Ατατούρκ είχε επισηµάνει πως η χώρα δεν έπρεπε ποτέ να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο από την Αγγλία, την οποία κατέτασσε στους νικητές του επερχόµενου πολέµου. Ο διάδοχος του Κεµάλ στην προεδρία, Ισµέτ Ινονού, δεν ακολούθησε απαρέγκλιτα τις κατευθυντήριες γραµµές της κεµαλικής παράδοσης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, η µεταβολή της Τουρκίας από σύµµαχο της Αγγλίας και της Ελλάδας σε ουδέτερη και κατόπιν σε ενεργά ουδέτερη προκάλεσε δυσφορία και παρανοήσεις στους εµπολέµους. Οι εναλλασσόµενες διαθέσεις και προθέσεις της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, µε σκοπό την αποκόµιση όσο το δυνατόν µεγαλύτερων οφελών, της χάρισαν τελικά, επάξια, τον τίτλο του «επιτήδειου ουδέτερου».
Οταν πέθανε ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ, τον Νοέµβριο του 1938, κάποιος στενός συνεργάτης του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι µαζί µε τον ιδρυτή της Τουρκικής ∆ηµοκρατίας έσβησε και ένα κοµµάτι της Ευρώπης. Ο Κεµάλ Ατατούρκ πίστευε ότι µόνο ένα ισχυρό βαλκανικό µέτωπο θα ήταν ικανό να εµποδίσει την εξάπλωση του ανταγωνισµού των Μεγάλων ∆υνάµεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ θεωρούσε ότι η χώρα του δεν θα έπρεπε να βρεθεί ξανά αντιµέτωπη µε την Αγγλία. Ετσι, µετά την εξασθένηση και του Βαλκανικού Συµφώνου του 1934, αφενός στράφηκε προς την Αγγλία, αφετέρου απέδιδε ιδιαίτερη σηµασία στη δηµιουργία ενός ισχυρού ελληνοτουρκικού αµυντικού συνασπισµού. Η Τουρκία δεν είχε πλέον εδαφικές αξιώσεις και θεωρούσε, µάλιστα, πλεονέκτηµα ότι είχε απολέσει τις αραβικές και βαλκανικές επαρχίες της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά τον θάνατό του, όµως, ο διάδοχός του στην προεδρία, Ισµέτ Ινονού, αποστασιοποιήθηκε σταδιακά από τις κατευθυντήριες γραµµές της κεµαλικής εξωτερικής πολιτικής, όπως φάνηκε ιδιαίτερα στον τρόπο µε τον οποίο χειρίστηκε τις σχέσεις της Τουρκίας µε την Αγγλία αλλά και µε την Ελλάδα. Την περίοδο εκείνη, η οθωµανική αυτοκρατορική παράδοση ήταν ακόµη βαθιά ριζωµένη στη νέα εθνικιστική Τουρκία. Παράλληλα, η προκλητική, επεκτατική ορµή του Χίτλερ και του Μουσολίνι δηµιουργούσαν έντονες ανησυχίες διεθνώς. Επίσης, ο νέος πρόεδρος της Τουρκίας δεν ήταν ιδιαίτερα δηµοφιλής σε πολλούς στρατηγούς και βουλευτές της χώρας του και έτσι προσπάθησε να διεκδικήσει εδάφη για την Τουρκία, προκειµένου να κερδίσει την εµπιστοσύνη τους.
Το 1936, οι Τούρκοι, εκµεταλλευόµενοι την ιταλική επίθεση στην Αβησσυνία, πέτυχαν µια σηµαντική διπλωµατική νίκη, την ανάκτηση του ελέγχου των Στενών µε τη Συνθήκη του Μοντρέ (20 Ιουλίου 1936). Ετσι, η Τουρκία απέκτησε εκ νέου το δικαίωµα να οχυρώσει τα Στενά του Βοσπόρου και των ∆αρδανελίων, ενώ, σε περίοδο πολέµου και εφόσον η ίδια παρέµενε ουδέτερη, πολεµικά πλοία µπορούσαν να διασχίσουν τα Στενά µόνο προς βοήθεια θυµάτων επίθεσης. Η µόνη που δεν χρειαζόταν άδεια για τα δικά της πλοία ήταν η Σοβιετική Ενωση. Το 1938, ο γενικός γραµµατέας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Νουµάν Μενεµεντζίογλου, πρότεινε στον Γερµανό υπουργό Εξωτερικών, Γιόαχιµ φον Ρίµπεντροπ, ένα Σύµφωνο Φιλίας. Ωστόσο, ο Φον Ρίµπεντροπ το απέρριψε φοβούµενος µήπως δυσαρεστήσει τους Αραβες και τους στρέψει στο πλευρό της Αγγλίας. Αντίθετα, ο πρέσβης του Βερολίνου στην Αγκυρα, Φραντς φον Πάπεν, ένθερµος υποστηρικτής της γερµανοτουρκικής φιλίας κατά την περίοδο του πολέµου, συνιστούσε επίµονα στη γερµανική κυβέρνηση να προχωρήσει ταχύτατα σε συµµαχία µε τους Τούρκους. Θεωρούσε ότι πολυτιµότερος σύµµαχος ήταν η Τουρκία και όχι οι Αραβες, ιδίως σε µια αναµέτρηση µε τη Ρωσία. Επεσήµαινε, επίσης, ότι, µετά το ξέσπασµα του πολέµου, το αντίτιµο για τη συµµετοχή των Τούρκων θα ήταν πολύ υψηλότερο από την παραχώρηση των ∆ωδεκανήσων, τα οποία διεκδικούσαν οι τελευταίοι. Ο Ρίµπεντροπ, όµως, ο οποίος αντιπαθούσε τον Φον Πάπεν, ενέµεινε στη θέση του, αγνοώντας τις νουθεσίες του τελευταίου.
Μετά την υπογραφή του Γερµανο-σοβιετικού Συµφώνου Μη Επίθεσης (Ρίµπεντροπ - Μολότοφ), τον Αύγουστο του 1939, η Τουρκία φοβόταν µια νέα εκδήλωση του ρωσικού επεκτατισµού προς την κατεύθυνσή της, ενώ αισθανόταν παράλληλα την ιταλική απειλή. Ετσι, τον Οκτώβριο του 1939 υπέγραψε Συνθήκη Αµοιβαίας Βοήθειας µε τη Γαλλία και την Αγγλία. Αντίτιµο της συµµετοχής της Τουρκίας στην εν λόγω Συνθήκη ήταν η παραχώρηση της επαρχίας της Αλεξανδρέττας (Αντιόχεια), η οποία προηγουµένως ανήκε στη Συρία και υπόκειτο σε καθεστώς Εντολής από την Κοινωνία των Εθνών µε εγγυητές τους Γάλλους. Με τη Συνθήκη Αµοιβαίας Βοήθειας η Τουρκία αναλάµβανε να βοηθήσει τους Συµµάχους σε περίπτωση διεξαγωγής των πολεµικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και να εισέλθει στον πόλεµο στο πλευρό της Ελλάδας, σε περίπτωση παραβίασης των ελληνοτουρκικών συνόρων. Η Ελλάδα καλυπτόταν από την Αγγλογαλλική ∆ήλωση Εγγύησης της 13ης Απριλίου 1939.
Οι Ελληνοτουρκικές Αµυντικές Συµφωνίες του 1933 και 1938, για την υπεράσπιση των κοινών συνόρων και της εδαφικής περιφέρειας της (ελληνικής και τουρκικής) Θράκης από σλαβικές βλέψεις δεν αποτέλεσαν βήµα προς µια ειδικότερη στρατιωτική συµφωνία ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Από τα τέλη του 1939 η τουρκική κυβέρνηση µε διάφορες υπεκφυγές αρνείτο τις προτάσεις του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου τόσο για τη σύναψη στρατιωτικής συµφωνίας όσο και για τη δηµιουργία ενός ενιαίου στρατιωτικού µετώπου στη Θράκη, ικανού να αναχαιτίσει ενδεχόµενη βουλγαρική ή βουλγαρογερµανική επίθεση. Αν και οι παραπάνω συµφωνίες ήταν ετεροβαρείς, αφού η Ελλάδα ήταν υποχρεωµένη να εµποδίσει την Ιταλία και τη Βουλγαρία από τη χρησιµοποίηση του ελληνικού εδάφους για επίθεση εναντίον της Τουρκίας, ενώ η τελευταία δεν διακινδύνευε τίποτα, αφού δεν υπήρχε εχθρική χώρα που θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει το τουρκικό έδαφος για να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος, πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου οι δύο χώρες βρίσκονταν υπό τη στρατιωτική και διπλωµατική οµπρέλα του Αγγλογαλλικού Συνασπισµού.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέµου, οι δύο αντιµαχόµενες παρατάξεις προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τις πραγµατικές προθέσεις των Τούρκων. Οι δε Τούρκοι, προκειµένου να αποκοµίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, προς τους µεν Γερµανούς υποστήριζαν ότι ενδεχόµενη νίκη των Συµµάχων θα συνεπαγόταν και νίκη της Ρωσίας, γεγονός απειλητικό για το υφιστάµενο καθεστώς των Στενών, προς τους δε Συµµάχους δήλωναν ότι η τύχη της χώρας τους ήταν συνδεδεµένη µε αυτή των Αγγλων, αφού ενδεχόµενη νίκη των Γερµανών θα σηµατοδοτούσε και το τέλος της ύπαρξης της Τουρκίας. Το ερώτηµα που γεννάται είναι για ποιον λόγο οι Γερµανοί και οι Αγγλοι δέχονταν τις τουρκικές εκβιαστικές πιέσεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 24 Φεβρουαρίου 2023