Παραµονές της Επανάστασης στον Μοριά
Στον σουλτάνο είχαν φτάσει οι πρώτες πληροφορίες για τις επαναστατικές προετοιµασίες των Ελλήνων
Από το φθινόπωρο του 1820, µεγάλη νευρικότητα επικρατεί στον Μοριά. Εχουν φτάσει εκεί τα µηνύµατα του Υψηλάντη και όλοι νιώθουν τη Μεγάλη Στιγµή να ζυγώνει.
Επειτα, το µυστικό της Φιλικής Εταιρείας έχει γίνει πια γνωστό σε όλους, από τους άρχοντες ίσαµε τον λαό. Ιδιαίτερα ανησυχούν οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί αρχηγοί, γιατί ξέρουν ότι καµιά αξιόλογη προπαρασκευή δεν έχει γίνει και τρέµουν µήπως το µυστικό προδοθεί στους Τούρκους, οπότε ο κίνδυνος ήταν µεγάλος. Ο σουλτάνος θα έπαιρνε σκληρά µέτρα για να πνίξει την Επανάσταση, πριν προλάβει να εκδηλωθεί. Θα ακολουθούσαν συλλήψεις και σφαγές, που θα έβαζαν σε κίνδυνο περισσότερο τους ίδιους, γιατί η τουρκική εξουσία πάντοτε τους έριχνε την ευθύνη για κάθε ύποπτη κίνηση των ραγιάδων. Και πραγµατικά. ∆εν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να φανεί πόσο βάσιµες ήταν οι ανησυχίες τους.
Στον σουλτάνο είχαν φτάσει οι πρώτες πληροφορίες για τις επαναστατικές προετοιµασίες των Ελλήνων. Ακόµη όµως δεν είχε χειροπιαστά στοιχεία ή αποδεικτικά έγγραφα. Ωστόσο, έδωσε εντολή στον Χουρσίτ πασά, που εκείνη την εποχή είχε διοριστεί βαλής τού Μοριά και αρχιστράτηγος της εκστρατείας κατά του Αλή, να εξακριβώσει τις διαθέσεις των ραγιάδων του Μοριά και να πάρει όσα µέτρα έκρινε αναγκαία για να προλάβει κάθε επαναστατική εκδήλωσή τους. Μόλις πληροφορήθηκαν οι πρόκριτοι το ξεκίνηµα του Χουρσίτ, συγκεντρώθηκαν στο Ναύπλιο, όπου του ετοίµασαν επίσηµη υποδοχή. Και όταν στις 9 Νοεµβρίου ο Πασάς έφτασε εκεί, βρήκε να τον περιµένουν όλοι οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί αρχηγοί του Μοριά, οι οποίοι τον προσκύνησαν ταπεινά και τον βεβαίωσαν για την αφοσίωσή τους στην τουρκική εξουσία. Και όταν ο πασάς στέψει στις διαβεβαιώσεις τους ότι διαδίδονταν από τους πράκτορες του Αλή, για να προκαλούν σύγχυση και απασχόληση της τουρκικής εξουσίας. Εµεινε δύο µήνες περίπου στην Τριπολιτσά ο Χουρσίτ και όταν αποφάσισε να φύγει για τα Γιάννενα, ήταν τόσο ήσυχος, ώστε άφησε στην πρωτεύουσα του Μοριά το χαρέµι και τους θησαυρούς του. Οµως, την ίδια ηµέρα που ο Χουρσίτ έφευγε από την Τριπολιτσά, αποβιβαζόταν στη Σκαρδαµούλα της ∆υτικής Μάνης ο Κολοκοτρώνης, έστηνε το στρατηγείο του στο κάστρο του Μούρτζινου και άρχιζε την οργάνωση του αγώνα. Ετσι είχαν τα πράγµατα, όταν µια αναπάντεχη είδηση έσκασε σαν βόµβα στον Μοριά. Ο Παπαφλέσσας είχε φτάσει στην Υδρα! Οι πρόκριτοι κατατρόµαξαν, γιατί φοβήθηκαν ότι θα αναστάτωνε τον τόπο. Εστειλαν λοιπόν τον Φιλικό προεστό της Τριπολιτσάς, Παναγιώτη Αρβάλη, µε εντολή να του δυσκολέψει το πέρασµα στον Μοριά.
Ο Παπαφλέσσας είχε ξεκινήσει από το Ισµαήλι τον Νοέµβριο του 1820, µε χαρτιά του Υψηλάντη, που τον χαρακτήριζαν αντιπρόσωπό του και του έδιναν εντολή να προετοιµάσει την Επανάσταση. Φτάνοντας στην Υδρα, προσπάθησε να ξεσηκώσει τη δηµογεροντία και, επειδή δεν τα κατάφερε, πέρασε στις Σπέτσες. Εκεί τον βρήκε ο Αρβάλης, ο οποίος, αντί να τον δυσκολέψει, όπως είχε εντολή, ενθουσιάστηκε τόσο από τα λόγια του, ώστε έγραψε στους προκρίτους ότι µοναδικός τρόπος για να σωθεί το Γένος ήταν να κηρυχτεί αµέσως ο γενικός ξεσηκωµός. Σαστισµένοι εκείνοι, έστειλαν τον Ζαΐµη και τον Θεοχαρόπουλο για να σταµατήσουν τον Παπαφλέσσα, µέχρι να συνεννοηθούν και να πάρουν αποφάσεις. Εκείνος όµως αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο και από κει τράβηξε για το Αργος µε τον αδελφό του, Νικήτα, και έξι οπλισµένα παλληκάρια. Από το Αργος έστειλε στους προκρίτους µήνυµα να συγκεντρωθούν εκεί, για να τους δώσει τις οδηγίες και τις εντολές του Υψηλάντη για τον αγώνα.
Στις 26 του Γενάρη οι θρησκευτικοί και πολιτικοί αρχηγοί του Μοριά συγκεντρώθηκαν στη Βοστίτσα, όπως λεγόταν τότε το Αίγιο, µε πρόσχηµα ότι θα τακτοποιήσουν Κτηµατικές διαφορές που υπήρχαν ανάµεσα σε δύο µοναστήρια της περιοχής. Κάλεσαν εκεί τον Παπαφλέσσα και του ζήτησαν εξηγήσεις. Εκείνος, αφού τους έδειξε τα χαρτιά του, που τον χαρακτήριζαν «δεύτερο εγώ» του γενικού αρχηγού, µίλησε για τις ενέργειες του Υψηλάντη, µεγαλοποιώντας, όπως συνήθιζε, τις δυνάµεις του, και τους διαβεβαίωσε ότι, µε την πρώτη κίνηση, η Ρωσία θα βοηθούσε ανοιχτά την Επανάσταση και θα ερχόταν σε πόλεµο µε την Τουρκία. Οι πρόκριτοι, όµως, δεν έδιναν πίστη στις διαβεβαιώσεις του και, επειδή εκείνος δεν υποχωρούσε, η συζήτηση πήρε τη µορφή ζωηρής λογοµαχίας. Τότε σηκώθηκε ο Ζαΐµης, στάθηκε προκλητικά µπροστά στον Παπαφλέσσα και του είπε: - Οσα µας τσαµπουνάς εδώ είναι άστατα κι απελπισµένα. Και αν δώσουµε πίστη στα λόγια σου και ξεσηκώσουµε τον λαό, θα τον πάρουµε στον λαιµό µας. Πήρε τον λόγο κατόπι ο µητροπολίτης Γερµανός, ο οποίος καυτηρίασε τις ενέργειες του Παπαφλέσσα και στο τέλος του πέταξε κατάµουτρα: - Είσαι άρπαξ, απατεών, εξωλέστατος. Σπρώχνεις τα πράγµατα στον ξεσηκωµό, για να πλουτίσεις από το πλιάτσικο. Θηρίο ανήµερο έγινε ο Παπαφλέσσας ακούγοντας τα λόγια τούτα του δεσπότη. Ωστόσο, κρατήθηκε και δεν του απάντησε. Γύρισε µόνο στους άρχοντες και τους είπε: - Εγώ έχω διαταγές και θα κάνω κατά πώς µου λένε αυτές. Θα πάρω χίλιους Πισινοχωρίτες και άλλους τόσους Μανιάτες και θα το ρίξω στο ρεµπελιό. Κι όποιον πιάσουν οι Τούρκοι ξαρµάτωτο ας τον σκοτώσουν. Υστερα, γυρίζοντας στον αδελφό του είπε: - Πάµε, Νικήτα. ∆εν έχουµε καµιά δουλειά εδώ.
Ολοι τροµοκρατήθηκαν, γιατί ήξεραν πως ο Παπαφλέσσας ήταν ικανός για όλα. Τον έπιασαν λοιπόν µε το καλό και του υποσχέθηκαν ότι θα ξανασυζητήσουν το σοβαρό τούτο θέµα. Του εξήγησαν ακόµα ότι όλοι επιθυµούσαν τον ξεσηκωµό. Χρειαζόταν όµως µεγάλη περίσκεψη, γιατί µια βιαστική ενέργεια µπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την προσπάθεια και να την πληρώσει ο λαός µε ποτάµια αίµα, όπως και τόσες άλλες φορές τα περασµένα χρόνια. Τελικά συµφώνησαν να φύγει ο Παπαφλέσσας και να ησυχάσει στην πατρίδα του, µέχρι να κατεβεί ο Υψηλάντης. Μετά την αναχώρηση του Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι, αφού συζήτησαν για την πιθανή εξέλιξη που θα έπαιρνε η κατάσταση στον Μοριά, συµφώνησαν να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα µπορούσε να δηµιουργήσει υποψία στους Τούρκους. Αν τους προσκαλέσει στην Τριπολιτσά ο καϊµακάµης, να προσπαθήσουν να ξεφύγουν µε κάποια δικαιολογία. Αν όµως οι Τούρκοι τούς πιέσουν ή προσπαθήσουν να τους πιάσουν, τότε να το ρίξουν στο ρεµπελιό. Και, τέλος, να διατηρήσουν στενή επικοινωνία µε τον ∆εληγιάννη και τον Παπαλέξη, που είχαν µείνει στην πρωτεύουσα του Μοριά µετά την αναχώρηση του Χουρσίτ. Ετσι ησύχασαν τα πράγµατα για λίγο!
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 24/3
Επειτα, το µυστικό της Φιλικής Εταιρείας έχει γίνει πια γνωστό σε όλους, από τους άρχοντες ίσαµε τον λαό. Ιδιαίτερα ανησυχούν οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί αρχηγοί, γιατί ξέρουν ότι καµιά αξιόλογη προπαρασκευή δεν έχει γίνει και τρέµουν µήπως το µυστικό προδοθεί στους Τούρκους, οπότε ο κίνδυνος ήταν µεγάλος. Ο σουλτάνος θα έπαιρνε σκληρά µέτρα για να πνίξει την Επανάσταση, πριν προλάβει να εκδηλωθεί. Θα ακολουθούσαν συλλήψεις και σφαγές, που θα έβαζαν σε κίνδυνο περισσότερο τους ίδιους, γιατί η τουρκική εξουσία πάντοτε τους έριχνε την ευθύνη για κάθε ύποπτη κίνηση των ραγιάδων. Και πραγµατικά. ∆εν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να φανεί πόσο βάσιµες ήταν οι ανησυχίες τους.
Στον σουλτάνο είχαν φτάσει οι πρώτες πληροφορίες για τις επαναστατικές προετοιµασίες των Ελλήνων. Ακόµη όµως δεν είχε χειροπιαστά στοιχεία ή αποδεικτικά έγγραφα. Ωστόσο, έδωσε εντολή στον Χουρσίτ πασά, που εκείνη την εποχή είχε διοριστεί βαλής τού Μοριά και αρχιστράτηγος της εκστρατείας κατά του Αλή, να εξακριβώσει τις διαθέσεις των ραγιάδων του Μοριά και να πάρει όσα µέτρα έκρινε αναγκαία για να προλάβει κάθε επαναστατική εκδήλωσή τους. Μόλις πληροφορήθηκαν οι πρόκριτοι το ξεκίνηµα του Χουρσίτ, συγκεντρώθηκαν στο Ναύπλιο, όπου του ετοίµασαν επίσηµη υποδοχή. Και όταν στις 9 Νοεµβρίου ο Πασάς έφτασε εκεί, βρήκε να τον περιµένουν όλοι οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί αρχηγοί του Μοριά, οι οποίοι τον προσκύνησαν ταπεινά και τον βεβαίωσαν για την αφοσίωσή τους στην τουρκική εξουσία. Και όταν ο πασάς στέψει στις διαβεβαιώσεις τους ότι διαδίδονταν από τους πράκτορες του Αλή, για να προκαλούν σύγχυση και απασχόληση της τουρκικής εξουσίας. Εµεινε δύο µήνες περίπου στην Τριπολιτσά ο Χουρσίτ και όταν αποφάσισε να φύγει για τα Γιάννενα, ήταν τόσο ήσυχος, ώστε άφησε στην πρωτεύουσα του Μοριά το χαρέµι και τους θησαυρούς του. Οµως, την ίδια ηµέρα που ο Χουρσίτ έφευγε από την Τριπολιτσά, αποβιβαζόταν στη Σκαρδαµούλα της ∆υτικής Μάνης ο Κολοκοτρώνης, έστηνε το στρατηγείο του στο κάστρο του Μούρτζινου και άρχιζε την οργάνωση του αγώνα. Ετσι είχαν τα πράγµατα, όταν µια αναπάντεχη είδηση έσκασε σαν βόµβα στον Μοριά. Ο Παπαφλέσσας είχε φτάσει στην Υδρα! Οι πρόκριτοι κατατρόµαξαν, γιατί φοβήθηκαν ότι θα αναστάτωνε τον τόπο. Εστειλαν λοιπόν τον Φιλικό προεστό της Τριπολιτσάς, Παναγιώτη Αρβάλη, µε εντολή να του δυσκολέψει το πέρασµα στον Μοριά.
Ο Παπαφλέσσας είχε ξεκινήσει από το Ισµαήλι τον Νοέµβριο του 1820, µε χαρτιά του Υψηλάντη, που τον χαρακτήριζαν αντιπρόσωπό του και του έδιναν εντολή να προετοιµάσει την Επανάσταση. Φτάνοντας στην Υδρα, προσπάθησε να ξεσηκώσει τη δηµογεροντία και, επειδή δεν τα κατάφερε, πέρασε στις Σπέτσες. Εκεί τον βρήκε ο Αρβάλης, ο οποίος, αντί να τον δυσκολέψει, όπως είχε εντολή, ενθουσιάστηκε τόσο από τα λόγια του, ώστε έγραψε στους προκρίτους ότι µοναδικός τρόπος για να σωθεί το Γένος ήταν να κηρυχτεί αµέσως ο γενικός ξεσηκωµός. Σαστισµένοι εκείνοι, έστειλαν τον Ζαΐµη και τον Θεοχαρόπουλο για να σταµατήσουν τον Παπαφλέσσα, µέχρι να συνεννοηθούν και να πάρουν αποφάσεις. Εκείνος όµως αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο και από κει τράβηξε για το Αργος µε τον αδελφό του, Νικήτα, και έξι οπλισµένα παλληκάρια. Από το Αργος έστειλε στους προκρίτους µήνυµα να συγκεντρωθούν εκεί, για να τους δώσει τις οδηγίες και τις εντολές του Υψηλάντη για τον αγώνα.
Στις 26 του Γενάρη οι θρησκευτικοί και πολιτικοί αρχηγοί του Μοριά συγκεντρώθηκαν στη Βοστίτσα, όπως λεγόταν τότε το Αίγιο, µε πρόσχηµα ότι θα τακτοποιήσουν Κτηµατικές διαφορές που υπήρχαν ανάµεσα σε δύο µοναστήρια της περιοχής. Κάλεσαν εκεί τον Παπαφλέσσα και του ζήτησαν εξηγήσεις. Εκείνος, αφού τους έδειξε τα χαρτιά του, που τον χαρακτήριζαν «δεύτερο εγώ» του γενικού αρχηγού, µίλησε για τις ενέργειες του Υψηλάντη, µεγαλοποιώντας, όπως συνήθιζε, τις δυνάµεις του, και τους διαβεβαίωσε ότι, µε την πρώτη κίνηση, η Ρωσία θα βοηθούσε ανοιχτά την Επανάσταση και θα ερχόταν σε πόλεµο µε την Τουρκία. Οι πρόκριτοι, όµως, δεν έδιναν πίστη στις διαβεβαιώσεις του και, επειδή εκείνος δεν υποχωρούσε, η συζήτηση πήρε τη µορφή ζωηρής λογοµαχίας. Τότε σηκώθηκε ο Ζαΐµης, στάθηκε προκλητικά µπροστά στον Παπαφλέσσα και του είπε: - Οσα µας τσαµπουνάς εδώ είναι άστατα κι απελπισµένα. Και αν δώσουµε πίστη στα λόγια σου και ξεσηκώσουµε τον λαό, θα τον πάρουµε στον λαιµό µας. Πήρε τον λόγο κατόπι ο µητροπολίτης Γερµανός, ο οποίος καυτηρίασε τις ενέργειες του Παπαφλέσσα και στο τέλος του πέταξε κατάµουτρα: - Είσαι άρπαξ, απατεών, εξωλέστατος. Σπρώχνεις τα πράγµατα στον ξεσηκωµό, για να πλουτίσεις από το πλιάτσικο. Θηρίο ανήµερο έγινε ο Παπαφλέσσας ακούγοντας τα λόγια τούτα του δεσπότη. Ωστόσο, κρατήθηκε και δεν του απάντησε. Γύρισε µόνο στους άρχοντες και τους είπε: - Εγώ έχω διαταγές και θα κάνω κατά πώς µου λένε αυτές. Θα πάρω χίλιους Πισινοχωρίτες και άλλους τόσους Μανιάτες και θα το ρίξω στο ρεµπελιό. Κι όποιον πιάσουν οι Τούρκοι ξαρµάτωτο ας τον σκοτώσουν. Υστερα, γυρίζοντας στον αδελφό του είπε: - Πάµε, Νικήτα. ∆εν έχουµε καµιά δουλειά εδώ.
Ολοι τροµοκρατήθηκαν, γιατί ήξεραν πως ο Παπαφλέσσας ήταν ικανός για όλα. Τον έπιασαν λοιπόν µε το καλό και του υποσχέθηκαν ότι θα ξανασυζητήσουν το σοβαρό τούτο θέµα. Του εξήγησαν ακόµα ότι όλοι επιθυµούσαν τον ξεσηκωµό. Χρειαζόταν όµως µεγάλη περίσκεψη, γιατί µια βιαστική ενέργεια µπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την προσπάθεια και να την πληρώσει ο λαός µε ποτάµια αίµα, όπως και τόσες άλλες φορές τα περασµένα χρόνια. Τελικά συµφώνησαν να φύγει ο Παπαφλέσσας και να ησυχάσει στην πατρίδα του, µέχρι να κατεβεί ο Υψηλάντης. Μετά την αναχώρηση του Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι, αφού συζήτησαν για την πιθανή εξέλιξη που θα έπαιρνε η κατάσταση στον Μοριά, συµφώνησαν να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα µπορούσε να δηµιουργήσει υποψία στους Τούρκους. Αν τους προσκαλέσει στην Τριπολιτσά ο καϊµακάµης, να προσπαθήσουν να ξεφύγουν µε κάποια δικαιολογία. Αν όµως οι Τούρκοι τούς πιέσουν ή προσπαθήσουν να τους πιάσουν, τότε να το ρίξουν στο ρεµπελιό. Και, τέλος, να διατηρήσουν στενή επικοινωνία µε τον ∆εληγιάννη και τον Παπαλέξη, που είχαν µείνει στην πρωτεύουσα του Μοριά µετά την αναχώρηση του Χουρσίτ. Ετσι ησύχασαν τα πράγµατα για λίγο!
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 24/3