Με το τέλος του B’ Παγκόσµιου Πολέµου, στις 6 Μαΐου 1945, δύο ισχυροί στρατιωτικοί σχηµατισµοί κυριαρχούσαν στην Ευρώπη, σύµµαχοι µέχρι τότε στον αγώνα κατά του ναζισµού.

Ο αµερικανοβρετανικός στο δυτικό µέρος και ο σοβιετικός Κόκκινος Στρατός στο ανατολικό συγκροτούσαν εκ των πραγµάτων δύο συνασπισµούς που εξέφραζαν διαφορετικούς κόσµους, σε ιδεολογικό, πολιτικό και οικονοµικό επίπεδο. Ο πρώτος, στηριζόµενος (συνήθως) στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία και στην ελεύθερη οικονοµία, και ο δεύτερος στην κεντρικά «σοδιασµένη» οικονοµία και στο µονοκοµµατικό πολιτικό σύστηµα. Πριν ακόµη από τη λήξη του πολέµου, στις αρχές ∆εκεµβρίου του 1944, η δυτικόφιλη κυβέρνηση των Αθηνών και οι ισχυρές φιλοκοµµουνιστικές δυνάµεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ οδηγήθηκαν σε πολυήµερη, αιµατηρή ένοπλη σύγκρουση.

Από τη σύγκρουση αυτή νικήτρια εξήλθε η πρώτη, χάρη όµως στη στρατιωτική παρέµβαση του Λονδίνου, το οποίο µετέφερε κρίσιµες στρατιωτικές µονάδες από την Ιταλία, παρότι µάλιστα ο εκεί πόλεµος κατά των Γερµανών συνεχιζόταν αµείωτος. Αν και η Σοβιετική Ενωση δεν παρενέβη, αποδεχόµενη ουσιαστικά ότι η Ελλάδα ανήκε στη δυτική σφαίρα επιρροής, η σύγκρουση αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι «ο µήνας του µέλιτος» των Συµµάχων είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1945, ο Αµερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα, Αβερελ Χάριµαν, αναφέρθηκε για την ΕΣΣ∆ µε τρόπο που σίγουρα δεν ταίριαζε σε σύµµαχο χώρα: «Αν δεν επιθυµούµε να αποδεχθούµε την εισβολή των βαρβάρων του 20ού αιώνα στην Ευρώπη, µε την καταπίεση να εντείνεται όλο και περισσότερο στην Ανατολή, πρέπει να βρούµε τρόπο να αναχαιτίσουµε τη σββιετική δεσποτική πολιτική».

Ωστόσο, η µεταπολεµική ευφορία επέτρεψε στους Συµµάχους να συµφωνήσουν σε µια σειρά σηµαντικών ζητηµάτων, όπως η δηµιουργία του ΟΗΕ, η ρύθµιση πολλών θεµάτων της Ασίας, η δίκη των εγκληµατιών πολέµου στη Νυρεµβέργη (1945-1946), ο συντονισµός των ζωνών κατοχής της Γερµανίας και ο εφοδιασµός του ∆υτικού Βερολίνου (1945), καθώς και η υπογραφή συνθήκης ειρήνης µε τους πρώην συµµάχους του Χίτλερ (1947). Αντίστοιχη συµφωνία, ωστόσο, δεν επετεύχθη για τη Γερµανία, κάτι που αποδείχθηκε καθοριστικό στη συνέχεια.

Τον Μάρτιο του 1946, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε χάσει µεν την πρωθυπουργία, αλλά έχαιρε µεγάλης εκτίµησης στη ∆ύση για την αποφασιστική στάση του κατά του ναζισµού, εκφώνησε στις ΗΠΑ µια οµιλία που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση: «Από το Στέτιν στη Βαλτική µέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική Θάλασσα ένα σιδηρούν παραπέτασµα πέφτει πάνω στην ήπειρο. Πίσω από τη γραµµή αυτή βρίσκονται όλες οι πρωτεύουσες των αρχαίων κρατών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης - Βαρσοβία, Ανατολικό Βερολίνο, Πράγα, Βουδαπέστη, Βελιγράδι, Βουκουρέστι και Σόφια. Ολες αυτές οι φηµισµένες πόλεις και οι πληθυσµοί που τις περιβάλλουν βρίσκονται σε αυτό που πρέπει να αποκαλέσω σοβιετική σφαίρα». 

Ο Στάλιν διαµαρτυρήθηκε έντονα, χαρακτηρίζοντας τον Τσόρτσιλ πολεµοκάπηλο. Ωστόσο, και ο ίδιος, σε οµιλία του µόλις έναν µήνα πριν, είχε θεωρήσει ως αποκλειστικό υπαίτιο του καταστροφικού πολέµου το καπιταλιστικό σύστηµα, µια ανάγνωση που ουσιαστικά εξίσωνε τους ∆υτικούς Συµµάχους -και µέχρι τότε χρηµατοδότες του- µε τον Χίτλερ. Πράγµατι, η οµιλία του Τσόρτσιλ ήταν ιδιαίτερα σκληρή και, για τα δεδοµένα της εποχής, µάλλον υπερβολική. Ο ίδιος, ως πρωθυπουργός, είχε αποδεχθεί ως λογική την απαίτηση της ΕΣΣ∆ να έχει φιλικές κυβερνήσεις στις όµορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Ναι µεν στην Πολωνία, στη Ρουµανία και στη Βουλγαρία κυβερνούσαν ήδη από το 1946 κυβερνήσεις «ανδρεικέλων», αλλά µέχρι και το 1947 στην Ουγγαρία και το 1948 στην Τσεχοσλοβακία υπήρχαν ακόµη κυβερνήσεις συνεργασίας ευρέος µετώπου, έπειτα από ελεύθερες εκλογές. Με εξαίρεση, µάλιστα, την Τσεχοσλοβακία, τα περισσότερα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν αξιόλογη δηµοκρατική παράδοση, ώστε να καταλογίζεται αποκλειστικά στους Σοβιετικούς η αυταρχική τους παρέκκλιση. Ο Στάλιν άφησε πλήρη ελευθερία κινήσεων στους Βρετανούς στην Αθήνα κατά τα ∆εκεµβριανά, ενώ στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία προέτρεπε (χωρίς να εισακουστεί) τους κοµµουνιστές ηγέτες (Τίτο, Χότζα) προς µια πιο διαλλακτική αντιµετώπιση των εναποµεινάντων αστικών κοµµάτων, κατά τη συµφωνία περί σφαιρών επιρροής που είχε συνάψει µε τον Τσόρτσιλ. Αν και για πολλούς ιστορικούς η οµιλία αυτή του Τσόρτσιλ θεωρείται η απαρχή του Ψυχρού Πολέµου, αυτό δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγµατικότητα.

Η βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών και, κυρίως, ο πρόεδρος Τρούµαν απέφυγαν να δραµατοποιήσουν τη σύγκρουση. Ο τελευταίος θεωρούσε ότι, παρά τη σοβιετική συµβατική στρατιωτική υπεροχή, το πυρηνικό µονοπώλιο των ΗΠΑ επαρκούσε για να αποθαρρύνει τα επιθετικά σχέδια της ΕΣΣ∆. Οι Σοβιετικοί, εξάλλου, είχαν επιτύχει τους στόχους τους και δεν είχαν λόγο να επεκταθούν περισσότερο, και δη στην Ευρώπη, ενώ, έχοντας υποστεί τις µεγαλύτερες απώλειες σε υλικό και ανθρώπινο δυναµικό, δεν επιθυµούσαν την πρόκληση συγκρουσιακών καταστάσεων µε τους ∆υτικούς. Επιπλέον, κατά τη διετία 1945-1947 η χαµηλή αγροτική παραγωγή, συνέπεια κακού προγραµµατισµού και δυσµενών καιρικών συνθηκών, οδήγησε σε συνθήκες ένδειας ή και λιµού αρκετά ανατολικά κράτη.

Στις αρχές του 1947 παρατηρήθηκε σηµαντική στροφή στην αµερικανική εξωτερική πολιτική, ιδίως σε σχέση µε τα ευρωπαϊκά ζητήµατα, και ο Αµερικανός πρόεδρος, Τρούµαν, άρχισε να ακολουθεί πιο επιθετική πολιτική από αυτήν του προκατόχου του, Ρούσβελτ. Καθοριστικό ρόλο στη µεταστροφή αυτή έπαιξε η έκθεση, γνωστή και ως «µακρύ τηλεγράφηµα» (επειδή αριθµούσε περισσότερες από 8.000 λέξεις), που απέστειλε τον Φεβρουάριο του 1946 από τη Μόσχα ένας νεαρός Αµερικανός διπλωµάτης, ο Τζορτζ Κέναν. Η έκθεση αυτή καθόρισε σε µεγάλο βαθµό την αµερικανική εξωτερική πολιτική τις επόµενες δεκαετίες, αν και στην αρχή υπήρξε µεγάλη επιφυλακτικότητα ως προς την αποδοχή της.

Ο Κέναν υποστήριζε ότι η ΕΣΣ∆ ακολουθούσε επιθετική επεκτατική πολιτική, οφειλόµενη σε «ένα αµάλγαµα κοµµουνιστικού ιδεολογικού ζήλου και παλιοµοδίτικου τσαρικού επεκτατισµού». Θεωρούσε πως ήταν χάσιµο χρόνου οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης ενός καθεστώτος που αναζητούσε παντού εξωτερικούς εχθρούς για να νοµιµοποιήσει την εξουσία του και λειτουργούσε µε γνώµονα την ωµή λογική της ισχύος. Αν και η επικρατήσασα για δεκαετίες αντίληψη χρέωνε στον Κέναν την «επιθετική ανάσχεση» του σοβιετικού επεκτατισµού, κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγµατικότητα, διότι εκείνος συνιστούσε ταυτόχρονα σύνεση και αποφυγή οποιασδήποτε πρόκλησης που θα έπληττε το γόητρο της ΕΣΣ∆ και θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Ισχυριζόταν ότι στην πραγµατικότητα η ΕΣΣ∆ δεν αποτελούσε θανάσιµο κίνδυνο για τη ∆ύση, καθώς είχε ήδη υπερεπεκταθεί σε τέτοιον βαθµό στρατιωτικά και πολιτικά, ώστε βρισκόταν σε εσωτερική κρίση. Κατά τον Κέναν, η Ευρώπη κινδύνευε περισσότερο να καταρρεύσει οικονοµικά και να παραδοθεί σε φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις παρά να κατακτηθεί στρατιωτικά από τους Σοβιετικούς. Είναι αλήθεια ότι, µεταπολεµικά, όπου διεξήχθησαν ελεύθερες εκλογές σηµειώθηκε µια απότοµη µετατόπιση του εκλογικού σώµατος προς τα αριστερά (µε εξαίρεση τη ∆υτική Γερµανία), µε χαρακτηριστικότερη την πρωτιά του γαλλικού Κ.Κ. στις εκλογές του 1946. Για τον λόγο αυτόν, ο Κέναν πρότεινε κατά βάση χρήση µέτρων οικονοµικής και όχι στρατιωτικής ισχύος σε συγκεκριµένα µέρη της υφηλίου, και κυρίως στα σηµαντικά βιοµηχανικά κέντρα της Ευρώπης και σε ορισµένες άλλες περιοχές (Λατινική Αµερική, Ανατολική Μεσόγειος, Ιράν), που θεωρούσε απολύτως απαραίτητες για την ασφάλεια των ΗΠΑ.

Πράγµατι, στις 12 Μαρτίου 1947 ο πρόεδρος Τρούµαν δεσµεύτηκε ότι οι ΗΠΑ θα παρείχαν γενναία οικονοµική στήριξη στις χώρες που επιθυµούσαν να µείνουν «ελεύθερες», µε πρώτες υποψήφιες αυτές που θεωρούσε ότι κινδύνευαν άµεσα, δηλαδή την Ελλάδα και την Τουρκία. Λίγο αργότερα, στις 5 Ιουλίου 1947, διακηρύχθηκε από τον Αµερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ, ένα ολοκληρωµένο σχέδιο χρηµατοδότησης των κατεστραµµένων οικονοµιών της Ευρώπης, µε το όνοµα European Recovery Plan, ύψους 17 δισεκατοµµυρίων δολαρίων.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 20/5