Νικητές - ηττημένοι και Ψυχρός Πόλεμος
Δύο χώρες µε ασύµβατα εσωτερικά συστήµατα και δυνατότητα να κυριαρχήσουν στον κόσμο αντιµετώπιζαν η µία την άλλη ως τον απόλυτο ανταγωνιστή
Το τέλος του 1950 βρήκε τον Ψυχρό Πόλεµο παγιωµένο και ελάχιστες χώρες να έχουν καταφέρει να µην εµπλακούν άµεσα ή έµµεσα.
Μάλιστα, αν και κύρια εστία του Ψυχρού Πολέµου ήταν η Ευρώπη, εστίες υπήρξαν και στην Ασία, µε κυριότερη την εισβολή της Βόρειας Κορέας στη Νότια το 1950, µε την ενεργό βοήθεια της κοµµουνιστικής Κίνας. Ο πόλεµος αυτός, παρότι δεν υπήρξε άµεση ανάµιξη της ΕΣΣ∆, σκλήρυνε την αντικοµµουνιστική ρητορική στις ΗΠΑ και προκάλεσε φόβους ότι οι Ανατολικογερµανοί θα επιχειρούσαν κάτι παρόµοιο στη Δυτική Γερµανία. Πολλές χώρες της Δύσης έστειλαν στρατεύµατα προκειµένου να υπερασπιστούν το νοτιοκορεατικό καθεστώς, ενώ στις ΗΠΑ υπήρξε σκέψη ακόµα και για χρήση ατοµικών όπλων.
Ο κορεατικός πόλεµος τερµατίστηκε το 1953, µε τους Βορειοκορεάτες να χάνουν τα αρχικά σηµαντικά κέρδη και να αποτυγχάνουν να ενσωµατώσουν το νότιο τµήµα. Τελικά, ύστερα από έναν αιµατηρό πόλεµο, επέστρεψαν στον 38ο παράλληλο, από τον οποίο ξεκίνησαν. Αυτή δεν ήταν η µόνη αποτυχία του φιλοσοβιετικού συνασπισµού. Οπως χαρακτηριστικά σηµειώνει ο Χένρι Κίσινγκερ, «σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις η ΕΣΣ∆ προτίµησε να υποχωρήσει παρά να αναµετρηθεί µε τις ΗΠΑ».
Το Σχέδιο Μάρσαλ είχε βοηθήσει σηµαντικά στην ανοικοδόµηση της ∆υτικής Ευρώπης, στην Ελλάδα ο Εµφύλιος είχε λήξει µε συντριπτική ήττα του κοµµουνιστικού κινήµατος, o αποκλεισµός του Βερολίνου είχε εγκαταλειφθεί, το τιτοϊκό καθεστώς είχε επιβιώσει και τα περισσότερα Κ.Κ. της ∆υτικής Ευρώπης (πλην της Ιταλίας και της Γαλλίας) εµφάνισαν ισχυρή εκλογική κάµψη. Λίγο αργότερα, µάλιστα, το 1953, στην Ανατολική Γερµανία και το 1956 στην Ουγγαρία εκδηλώθηκαν οι πρώτες ισχυρές εργατικές εξεγέρσεις, οι οποίες έθεσαν σε αµφισβήτηση την αφοσίωση όχι µόνο του πληθυσµού στα τοπικά καθεστώτα, αλλά και της ίδιας της εργατικής τάξης, την οποία υποτίθεται ότι εξέφραζαν.
Εκτοτε, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, παρά τα όποια επιτεύγµατά τους στον τοµέα της κοινωνικής πρόνοιας, άρχισαν να εµφανίζουν σταδιακή οικονοµική και κυρίως τεχνολογική υστέρηση, που έγινε ιδιαίτερα εµφανής από τη δεκαετία του 1970 και µετά, ενώ η ΕΣΣ∆ παρασύρθηκε σε έναν αγώνα υπερεξοπλισµού και υπερεπέκτασης, που τελικά οδήγησε στην κατάρρευσή της. Πάντως, µε τη λήξη του Πολέµου της Κορέας (1953) εµφανίστηκαν κάποια σηµάδια ύφεσης στην ψυχροπολεµική ρητορική, που εντάθηκαν µετά τον θάνατο του Στάλιν.
Ο µεταβατικός Σοβιετικός πρωθυπουργός Μαλενκόφ έκανε λόγο για ανάγκη εξεύρεσης λύσης, ενώ ο Τσόρτσιλ, σε ρόλο ειρηνοποιού αυτήν τη φορά, τόνισε την ανάγκη µείωσης των εντάσεων. Εγκαινιάστηκε σειρά εµπορικών συναλλαγών µεταξύ των ανατολικών και των δυτικών κρατών, το 1953 αποκαταστάθηκαν οι διπλωµατικές σχέσεις ΕΣΣ∆ και Ελλάδας (της µόνης ευρωπαϊκής χώρας όπου ο Ψυχρός Πόλεµος έλαβε «θερµή» διάσταση), ενώ το 1955 επήλθε συµφωνία για την αποχώρηση των συµµαχικών στρατευµάτων από την Αυστρία και εξοµαλύνθηκαν οι ρωσογιουγκοσλαβικές σχέσεις, χωρίς, πάντως, η Γιουγκοσλαβία να ενταχθεί εκ νέου στον ανατολικό συνασπισµό.
Ο νέος Σοβιετικός ηγέτης, Νικήτα Χρουτσόφ, έκανε λόγο για «ειρηνική συνύπαρξη» των δύο συνασπισµών και των πολιτικών συστηµάτων, αν και η µεταγενέστερη εξωτερική πολιτική του είχε συχνά κυκλοθυµικό χαρακτήρα και οι χειρονοµίες καλής θέλησης εναλλάσσονταν µε προκλήσεις εντάσεων. Η σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία (1956) και κυρίως «Η κρίση των πυραύλων» στην Κούβα, το 1961, αύξησαν και πάλι την ένταση, χωρίς, πάντως, να εκτραπούν ποτέ σε θερµό επεισόδιο. Ο Ψυχρός Πόλεµος διατηρήθηκε τυπικά µέχρι την πτώση της ΕΣΣ∆, το 1991, αν και ήδη µετά την άνοδο του Μιχαήλ Γκορµπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, το 1985, οι σχέσεις των δύο στρατοπέδων είχαν εξοµαλυνθεί σε µεγάλο βαθµό.
Ο Ψυχρός Πόλεµος «πάγωσε», εκτός από τις διπλωµατικές, και τις οικονοµικές σχέσεις των δύο µερών, αφού όλες σχεδόν οι εµπορικές συναλλαγές τους έπρεπε να περνούν από κρατικούς ελέγχους που αµφότερες είχαν επιβάλει. Επρεπε να έρθουν οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 για να φανούν τα πρώτα συµπτώµατα της ενσωµάτωσης του ξεχωριστού οικονοµικού συστήµατος του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στην ευρύτερη παγκόσµια οικονοµία, πάντοτε όµως σε υστέρηση µε το αντίστοιχο δυτικό.
Οι συνέπειες του Ψυχρού Πολέµου µόνο αρνητικά µπορούν να αποτιµηθούν. Ακύρωσε τη σχετική χαλάρωση στον αυταρχισµό του σοβιετικού καθεστώτος, που είχε εµφανιστεί µετά τη λήξη του πολέµου, και τις ελπίδες ότι κάθε χώρα του ανατολικού στρατοπέδου θα µπορούσε να ακολουθήσει µια δική της εκδοχή σοσιαλιστικού µετασχηµατισµού. Από την άλλη, προκάλεσε στον δυτικό κόσµο, και κυρίως στις ΗΠΑ, ένα άνευ προηγουµένου κλίµα αντικοµµουνιστικής υστερίας (µακαρθισµός), από τα πυρά του οποίου συχνά δεν γλύτωσαν ούτε απλοί προοδευτικοί πολίτες.
Ακόµα χειρότερα, ο αντικοµµουνισµός αυτός οδήγησε αρκετές χώρες, µε χαρακτηριστική, αλλά όχι µοναδική, περίπτωση την Ελλάδα, σε µια «άφεση αµαρτιών» πρώην στελεχών φασιστικών κινηµάτων. Παλιοί συνεργάτες των κατακτητών εντάχθηκαν πολλές φορές αρµονικά στον κρατικό µηχανισµό σε αρκετές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, που γενικά υπήρξαν πιο ανεκτικές προς τον ακροδεξιό εξτρεµισµό σε σχέση µε τον ακροαριστερό.
Στη σηµερινή πραγµατικότητα, ο Ψυχρός Πόλεµος και, κυρίως, οι ακρότητές του φαντάζουν συχνά καταστάσεις παράλογες. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα θα µπορούσαν, χωρίς να απεµπολήσουν τις βασικές αρχές τους, να έχουν έρθει νωρίτερα σε µια συµφωνία «ειρηνικής συνύπαρξης», όχι µόνο για ουµανιστικούς, αλλά και για καθαρά πρακτικούς λόγους. Τα ποσά που δαπανήθηκαν για στρατιωτικές δαπάνες υπονόµευαν εκ των πραγµάτων την ευηµερία των πολιτών, µε συνακόλουθα αρνητικά αποτελέσµατα στη νοµιµοποίηση των δύο πολιτικών συστηµάτων, κάτι που τελικά απέβη µοιραίο για ένα από αυτά.
Ωστόσο, δεν µπορεί να παραβλεφθεί ότι η καθαρά διπολική φύση του παγκόσµιου µεταπολεµικού συστήµατος (σε αντίθεση µε το προπολεµικό, όπου υπήρχαν περισσότερα κέντρα παγκόσµιας εξουσίας) οδηγούσε αναπόφευκτα σε µια αυξανόµενη ένταση ανάµεσα σε δύο κέντρα που είχαν εκ φύσεως εξωστρεφή προσανατολισµό. ∆ύο χώρες µε ασύµβατα εσωτερικά συστήµατα και δυνατότητα να κυριαρχήσουν στον κόσµο αντιµετώπιζαν η µία την άλλη ως τον απόλυτο ανταγωνιστή.
Από τη µια οι ΗΠΑ, που πρέσβευαν µια παγκοσµιοποιηµένη, ελεύθερη οικονοµία, όπου η τεχνολογική υπεροχή τους θα κυριαρχούσε, και από την άλλη η ΕΣΣ∆, η οποία ευαγγελιζόταν ένα σωτηριολογικό δόγµα, που «νοµοτελειακά» προοριζόταν να κυριαρχήσει στην ανθρωπότητα και να οδηγήσει στη βίαιη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήµατος. Ετσι, κάθε κίνηση της µίας πλευράς, αν και συχνά υπαγορευόταν από καθαρά φοβικά αµυντικά σύνδροµα (όπως o αποκλεισµός του Βερολίνου ή το Σχέδιο Μάρσαλ), εκλαµβανόταν ως επιθετική από την αντίπαλη, η οποία ανταπαντούσε µε τη σειρά της, δηµιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο, παρά τις περιόδους ύφεσης, δεν κατόρθωσαν να απεµπλακούν τα δύο στρατόπεδα σχεδόν µέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέµου.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 2/6
Μάλιστα, αν και κύρια εστία του Ψυχρού Πολέµου ήταν η Ευρώπη, εστίες υπήρξαν και στην Ασία, µε κυριότερη την εισβολή της Βόρειας Κορέας στη Νότια το 1950, µε την ενεργό βοήθεια της κοµµουνιστικής Κίνας. Ο πόλεµος αυτός, παρότι δεν υπήρξε άµεση ανάµιξη της ΕΣΣ∆, σκλήρυνε την αντικοµµουνιστική ρητορική στις ΗΠΑ και προκάλεσε φόβους ότι οι Ανατολικογερµανοί θα επιχειρούσαν κάτι παρόµοιο στη Δυτική Γερµανία. Πολλές χώρες της Δύσης έστειλαν στρατεύµατα προκειµένου να υπερασπιστούν το νοτιοκορεατικό καθεστώς, ενώ στις ΗΠΑ υπήρξε σκέψη ακόµα και για χρήση ατοµικών όπλων.
Ο κορεατικός πόλεµος τερµατίστηκε το 1953, µε τους Βορειοκορεάτες να χάνουν τα αρχικά σηµαντικά κέρδη και να αποτυγχάνουν να ενσωµατώσουν το νότιο τµήµα. Τελικά, ύστερα από έναν αιµατηρό πόλεµο, επέστρεψαν στον 38ο παράλληλο, από τον οποίο ξεκίνησαν. Αυτή δεν ήταν η µόνη αποτυχία του φιλοσοβιετικού συνασπισµού. Οπως χαρακτηριστικά σηµειώνει ο Χένρι Κίσινγκερ, «σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις η ΕΣΣ∆ προτίµησε να υποχωρήσει παρά να αναµετρηθεί µε τις ΗΠΑ».
Το Σχέδιο Μάρσαλ είχε βοηθήσει σηµαντικά στην ανοικοδόµηση της ∆υτικής Ευρώπης, στην Ελλάδα ο Εµφύλιος είχε λήξει µε συντριπτική ήττα του κοµµουνιστικού κινήµατος, o αποκλεισµός του Βερολίνου είχε εγκαταλειφθεί, το τιτοϊκό καθεστώς είχε επιβιώσει και τα περισσότερα Κ.Κ. της ∆υτικής Ευρώπης (πλην της Ιταλίας και της Γαλλίας) εµφάνισαν ισχυρή εκλογική κάµψη. Λίγο αργότερα, µάλιστα, το 1953, στην Ανατολική Γερµανία και το 1956 στην Ουγγαρία εκδηλώθηκαν οι πρώτες ισχυρές εργατικές εξεγέρσεις, οι οποίες έθεσαν σε αµφισβήτηση την αφοσίωση όχι µόνο του πληθυσµού στα τοπικά καθεστώτα, αλλά και της ίδιας της εργατικής τάξης, την οποία υποτίθεται ότι εξέφραζαν.
Εκτοτε, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, παρά τα όποια επιτεύγµατά τους στον τοµέα της κοινωνικής πρόνοιας, άρχισαν να εµφανίζουν σταδιακή οικονοµική και κυρίως τεχνολογική υστέρηση, που έγινε ιδιαίτερα εµφανής από τη δεκαετία του 1970 και µετά, ενώ η ΕΣΣ∆ παρασύρθηκε σε έναν αγώνα υπερεξοπλισµού και υπερεπέκτασης, που τελικά οδήγησε στην κατάρρευσή της. Πάντως, µε τη λήξη του Πολέµου της Κορέας (1953) εµφανίστηκαν κάποια σηµάδια ύφεσης στην ψυχροπολεµική ρητορική, που εντάθηκαν µετά τον θάνατο του Στάλιν.
Ο µεταβατικός Σοβιετικός πρωθυπουργός Μαλενκόφ έκανε λόγο για ανάγκη εξεύρεσης λύσης, ενώ ο Τσόρτσιλ, σε ρόλο ειρηνοποιού αυτήν τη φορά, τόνισε την ανάγκη µείωσης των εντάσεων. Εγκαινιάστηκε σειρά εµπορικών συναλλαγών µεταξύ των ανατολικών και των δυτικών κρατών, το 1953 αποκαταστάθηκαν οι διπλωµατικές σχέσεις ΕΣΣ∆ και Ελλάδας (της µόνης ευρωπαϊκής χώρας όπου ο Ψυχρός Πόλεµος έλαβε «θερµή» διάσταση), ενώ το 1955 επήλθε συµφωνία για την αποχώρηση των συµµαχικών στρατευµάτων από την Αυστρία και εξοµαλύνθηκαν οι ρωσογιουγκοσλαβικές σχέσεις, χωρίς, πάντως, η Γιουγκοσλαβία να ενταχθεί εκ νέου στον ανατολικό συνασπισµό.
Ο νέος Σοβιετικός ηγέτης, Νικήτα Χρουτσόφ, έκανε λόγο για «ειρηνική συνύπαρξη» των δύο συνασπισµών και των πολιτικών συστηµάτων, αν και η µεταγενέστερη εξωτερική πολιτική του είχε συχνά κυκλοθυµικό χαρακτήρα και οι χειρονοµίες καλής θέλησης εναλλάσσονταν µε προκλήσεις εντάσεων. Η σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία (1956) και κυρίως «Η κρίση των πυραύλων» στην Κούβα, το 1961, αύξησαν και πάλι την ένταση, χωρίς, πάντως, να εκτραπούν ποτέ σε θερµό επεισόδιο. Ο Ψυχρός Πόλεµος διατηρήθηκε τυπικά µέχρι την πτώση της ΕΣΣ∆, το 1991, αν και ήδη µετά την άνοδο του Μιχαήλ Γκορµπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, το 1985, οι σχέσεις των δύο στρατοπέδων είχαν εξοµαλυνθεί σε µεγάλο βαθµό.
Ο Ψυχρός Πόλεµος «πάγωσε», εκτός από τις διπλωµατικές, και τις οικονοµικές σχέσεις των δύο µερών, αφού όλες σχεδόν οι εµπορικές συναλλαγές τους έπρεπε να περνούν από κρατικούς ελέγχους που αµφότερες είχαν επιβάλει. Επρεπε να έρθουν οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 για να φανούν τα πρώτα συµπτώµατα της ενσωµάτωσης του ξεχωριστού οικονοµικού συστήµατος του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στην ευρύτερη παγκόσµια οικονοµία, πάντοτε όµως σε υστέρηση µε το αντίστοιχο δυτικό.
Οι συνέπειες του Ψυχρού Πολέµου µόνο αρνητικά µπορούν να αποτιµηθούν. Ακύρωσε τη σχετική χαλάρωση στον αυταρχισµό του σοβιετικού καθεστώτος, που είχε εµφανιστεί µετά τη λήξη του πολέµου, και τις ελπίδες ότι κάθε χώρα του ανατολικού στρατοπέδου θα µπορούσε να ακολουθήσει µια δική της εκδοχή σοσιαλιστικού µετασχηµατισµού. Από την άλλη, προκάλεσε στον δυτικό κόσµο, και κυρίως στις ΗΠΑ, ένα άνευ προηγουµένου κλίµα αντικοµµουνιστικής υστερίας (µακαρθισµός), από τα πυρά του οποίου συχνά δεν γλύτωσαν ούτε απλοί προοδευτικοί πολίτες.
Ακόµα χειρότερα, ο αντικοµµουνισµός αυτός οδήγησε αρκετές χώρες, µε χαρακτηριστική, αλλά όχι µοναδική, περίπτωση την Ελλάδα, σε µια «άφεση αµαρτιών» πρώην στελεχών φασιστικών κινηµάτων. Παλιοί συνεργάτες των κατακτητών εντάχθηκαν πολλές φορές αρµονικά στον κρατικό µηχανισµό σε αρκετές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, που γενικά υπήρξαν πιο ανεκτικές προς τον ακροδεξιό εξτρεµισµό σε σχέση µε τον ακροαριστερό.
Στη σηµερινή πραγµατικότητα, ο Ψυχρός Πόλεµος και, κυρίως, οι ακρότητές του φαντάζουν συχνά καταστάσεις παράλογες. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα θα µπορούσαν, χωρίς να απεµπολήσουν τις βασικές αρχές τους, να έχουν έρθει νωρίτερα σε µια συµφωνία «ειρηνικής συνύπαρξης», όχι µόνο για ουµανιστικούς, αλλά και για καθαρά πρακτικούς λόγους. Τα ποσά που δαπανήθηκαν για στρατιωτικές δαπάνες υπονόµευαν εκ των πραγµάτων την ευηµερία των πολιτών, µε συνακόλουθα αρνητικά αποτελέσµατα στη νοµιµοποίηση των δύο πολιτικών συστηµάτων, κάτι που τελικά απέβη µοιραίο για ένα από αυτά.
Ωστόσο, δεν µπορεί να παραβλεφθεί ότι η καθαρά διπολική φύση του παγκόσµιου µεταπολεµικού συστήµατος (σε αντίθεση µε το προπολεµικό, όπου υπήρχαν περισσότερα κέντρα παγκόσµιας εξουσίας) οδηγούσε αναπόφευκτα σε µια αυξανόµενη ένταση ανάµεσα σε δύο κέντρα που είχαν εκ φύσεως εξωστρεφή προσανατολισµό. ∆ύο χώρες µε ασύµβατα εσωτερικά συστήµατα και δυνατότητα να κυριαρχήσουν στον κόσµο αντιµετώπιζαν η µία την άλλη ως τον απόλυτο ανταγωνιστή.
Από τη µια οι ΗΠΑ, που πρέσβευαν µια παγκοσµιοποιηµένη, ελεύθερη οικονοµία, όπου η τεχνολογική υπεροχή τους θα κυριαρχούσε, και από την άλλη η ΕΣΣ∆, η οποία ευαγγελιζόταν ένα σωτηριολογικό δόγµα, που «νοµοτελειακά» προοριζόταν να κυριαρχήσει στην ανθρωπότητα και να οδηγήσει στη βίαιη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήµατος. Ετσι, κάθε κίνηση της µίας πλευράς, αν και συχνά υπαγορευόταν από καθαρά φοβικά αµυντικά σύνδροµα (όπως o αποκλεισµός του Βερολίνου ή το Σχέδιο Μάρσαλ), εκλαµβανόταν ως επιθετική από την αντίπαλη, η οποία ανταπαντούσε µε τη σειρά της, δηµιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο, παρά τις περιόδους ύφεσης, δεν κατόρθωσαν να απεµπλακούν τα δύο στρατόπεδα σχεδόν µέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέµου.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 2/6